1. Οι δύο φάσεις του οθωμανικού κοινοβουλευτισμού
Η ιστορία του κοινοβουλευτισμού στην ύστερη Οθωμανική Αυτοκρατορία χωρίζεται σε δύο περιόδους. Η πρώτη αρχίζει στις 23 Νοεμβρίου 1876 με την προκήρυξη του συντάγματος (Κανούν-ι Εσασί) που είχε επεξεργαστεί μια ομάδα φιλελεύθερων γραφειοκρατών υπό την ηγεσία του βεζίρη Μιντχάτ Πασά· διήρκεσε έως τις 13 Φεβρουαρίου 1878, οπότε και ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β΄, μπροστά στην απειλή του ρωσικού στρατού, διέκοψε τις εργασίες του κοινοβουλίου και ανέστειλε το σύνταγμα. Την περίοδο αυτή δε διεξάγονταν κανονικές εκλογές, αλλά οι 115 εκπρόσωποι των διάφορων νομών επιλέγονταν από τα τοπικά μεικτά συμβούλια (μετζλίς-ι ουμουμί). Έγιναν δύο τέτοιες επιλογές, μία κάθε χρονιά.
Η δεύτερη περίοδος αρχίζει με την επαναφορά του συντάγματος υπό την πίεση του Κινήματος των Νεότουρκων το 1908. Αυτή τη φορά διεξάχθηκαν κανονικές εκλογές τον Οκτώβριο και Νοέμβριο του ίδιου χρόνου. Το κοινοβούλιο άνοιξε τις πύλες του στις αρχές Δεκεμβρίου και οι εργασίες του διήρκεσαν έως την άνοιξη του 1912, οπότε υπό τη σκιά του Ιταλοοθωμανικού πολέμου προκηρύχθηκαν εκλογές. Στο κοινοβούλιο που προέκυψε από αυτές τις εκλογές βίας και νοθείας –που πέρασαν στην ιστορία ως «εκλογές με το ρόπαλο» (σοπαλί σετσίμ)– η επιτροπή Ένωση και Πρόοδος των Νεότουρκων κέρδισε τη συντριπτική πλειοψηφία. Τελικά το βραχύβιο αυτό σώμα διέκοψε τις εργασίες του τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, γεγονός που σήμανε την απομάκρυνση των Νεότουρκων από την εξουσία. Το «πραξικόπημα της Πύλης» (Μπαμπ -ι Άλι μπασκινί), το οποίο ακολούθησε μερικούς μήνες αργότερα, υπό το βάρος αυτή τη φορά της βαριάς ήττας στους Βαλκανικούς πολέμους, ξανάφερε τους Νεότουρκους στα πράγματα έως το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου. Όμως, το κοινοβούλιο δεν επανέκτησε το κύρος των πρώτων ετών. Οι εκλογές του 1914 είχαν εντελώς τυπικό χαρακτήρα. Το οθωμανικό κοινοβούλιο τερμάτισε τις εργασίες του το Μάρτη του 1919 εν μέσω της συμμαχικής κατοχής της Πόλης.
2. Η παρουσία των ελληνορθόδοξων βουλευτών στην οθωμανική βουλή
Και στις δύο φάσεις του οθωμανικού κοινοβουλευτισμού συμμετείχαν και ελληνορθόδοξοι βουλευτές. Την πρώτη περίοδο του κοινοβουλίου του 1877 καταγράφηκαν 17, ενώ τη δεύτερη 15 Έλληνες βουλευτές. Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε πως, καθώς οι οθωμανικές πηγές κάνουν λόγο για χριστιανούς, Εβραίους και μουσουλμάνους βουλευτές, το να διαχωρίσει κανείς τους ελληνορθόδοξους απαιτεί αρκετή προσπάθεια. Αυτό που δυσκολεύει τα πράγματα είναι πως στη θεμελιώδη εργασία για την περίοδο αυτή, του R. Devereux,1 γίνεται κατανομή με βάση εθνοτικά και όχι εθνοθρησκευτικά κριτήρια. Επομένως, γίνεται λόγος για Σέρβους, Βούλγαρους, ακόμη και Αλβανούς ορθόδοξους, που κατατάσσονται χωριστά, αν και την εποχή εκείνη, παρά το γεγονός ότι υφίσταται πλέον η Βουλγαρική εξαρχία, δεν υπάρχει χωριστό αλβανικό ή σερβικό μιλλέτ. Για τη δεύτερη κοινοβουλευτική περίοδο, αν και καταγράφονται χωριστά οι εθνοθρησκευτικές ομάδες, υπάρχουν πάντοτε περιθώρια σύγχυσης, εξ ου και καταγράφονται άλλοτε 23 και άλλοτε 24 Έλληνες βουλευτές την πρώτη περίοδο, ενώ μετά τις εκλογές του 1912 ο αριθμός τους μειώνεται στους 15.
2.1. Ρωμιοί βουλευτές από την Κωνσταντινούπολη την πρώτη περίοδο του οθωμανικού κοινοβουλευτισμού
Σε κάθε περίοδο αναδείχθηκαν δύο βουλευτές από την Κωνσταντινούπολη. Το 1877 ήταν ο Νικολάκης Σουλίδης και ο Βασιλάκης Σεραγιώτης, το 1878 ο Ιωάννης Σισμάνογλου και ο Αλέξανδρος Σακάς (Σακάζαντε). Η πρωτεύουσα παρουσίαζε μια ιδιαιτερότητα στην πρώτη αυτή φάση. Ενώ στις επαρχίες, όπως είπαμε, η επιλογή έγινε μέσω των τοπικών συμβουλίων, εφόσον στην Πόλη δεν υπήρχαν τέτοια συμβούλια, η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν σε δύο φάσεις: εκλογή εκλεκτόρων απευθείας από το λαό στο επίπεδο της συνοικίας και, στη συνέχεια, εκλογή βουλευτών από τους εν λόγω εκλέκτορες. Οι 40 εκλέκτορες που αναδείχθηκαν ψήφισαν αρχικά μεταξύ των μη μουσουλμάνων 3 Αρμένιους, 1 Εβραίο και 1 Eλληνορθόδοξο, το Βασιλάκη Σεραγιώτη. Αυτό θεωρήθηκε συνωμοσία των οθωμανικών αρχών και των Αρμενίων, που σε αυτή την πρώτη φάση του κοινοβουλευτισμού είχαν στενές σχέσεις με τη μουσουλμανική πολιτική ηγεσία. Τελικώς, μπροστά στον κίνδυνο να μποϊκοτάρουν οι Ρωμιοί το κοινοβούλιο, ένας από τους εκλεγμένους Αρμένιους, ο Δρ. Σερβιτζέν, διορίστηκε στη γερουσία και στη θέση του πέρασε ο προσωπικός τραπεζίτης του σουλτάνου Αμπντούλ Αζίζ, ο Χρηστάκης Ζωγράφος. Όμως εκείνος, πριν καν αναλάβει καθήκοντα, έφυγε για την Ευρώπη, ενδεχομένως για να αποφύγει έρευνα για τις συναλλαγές του με το θανατωθέντα σουλτάνο, και τη θέση του πήρε ένας άσημος τραπεζικός, ο Νικολάκης Σουλίδης.
Παρά τη σύντομη διάρκειά του, στο κοινοβούλιο πραγματοποιήθηκαν μεταξύ άλλων δύο πολύ σημαντικές συζητήσεις, στις οποίες ενεπλάκη και ο Βασιλάκης εφέντης Σεραγιώτης. Η μια αφορούσε την αναθεώρηση του νόμου περί επαρχιακής διοίκησης (Βιλαγέτ Νιζμαναμεσί), που ήταν σε ισχύ ήδη από το 1864. Σε μια από τις ρυθμίσεις προβλεπόταν πως, στο επίπεδο της υποδιοίκησης (ναχιγιέ), τα μισά από τα μέλη του συμβουλίου έπρεπε να είναι μουσουλμάνοι. Στο επιχείρημα πως τέτοιος περιορισμός ήταν ενάντια στο σύνταγμα, ο χριστιανός βουλευτής Μανόκ Καράτζα από το Χαλέπι θύμισε στο Βασιλάκη εφέντη πως, στην κρίση που είχε δημιουργηθεί κατά τις εκλογές στην πρωτεύουσα, οι Έλληνες βουλευτές είχαν εκλεγεί με βάση τις ποσοστώσεις μουσουλμάνων και μη μουσουλμάνων· ο επίσης χριστιανός Ρούπεν από την Αδριανούπολη του θύμισε πως, αν και καινοτομία για την Πόλη, το σύστημα αυτό είχε ισχύσει επί πολλές δεκαετίες στις επαρχίες και δε δημιουργούσε προβλήματα. Σε δεύτερη φάση, ο Βασιλάκης εφέντης ήταν ανάμεσα σε εκείνους που αντιδρούσαν στη συμμετοχή ex officio των θρησκευτικών ηγετών των τοπικών κοινοτήτων στα επαρχιακά συμβούλια. Αντιδρούσε στη συμμετοχή των μουφτήδων, ο αποκλεισμός τους όμως θα σήμαινε και τον αποκλεισμό των κληρικών. Οι απόψεις του Βασιλάκη εφέντη δε φαίνεται όμως να αντιπροσωπεύουν των πλειοψηφία των χριστιανών βουλευτών.
Ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα ήταν η συμμετοχή των μη μουσουλμάνων στον οθωμανικό στρατό. Το σύνταγμα δεν έκανε λόγο για το συγκεκριμένο ζήτημα, όμως οι διακηρύξεις περί ισότητας και ίσων υποχρεώσεων λογικά περιλάμβαναν και αυτό τον τομέα. Οι μουσουλμανικές ηγετικές ομάδες δεν ήταν έτοιμες να δεχθούν κάτι τέτοιο, το ίδιο και οι χριστιανοί. Χαρακτηριστική ήταν η τοποθέτηση του βουλευτή Ζαφιράκη από τα νησιά πως οι χριστιανοί ήταν εντελώς άπειροι στην τέχνη του πολέμου, ενώ επιπλέον το κράτος θα έχανε τεράστια έσοδα από το φόρο που πλήρωναν (μπεντέλ-ι ασκερί) για να εξαιρεθούν. Αυτά συζητούνταν σε μια δύσκολη συγκυρία, όταν ήδη είχε αρχίσει ο καταστροφικός, όπως θα εξελισσόταν, πόλεμος με τη Ρωσία. Ο Βασιλάκης εφέντης, ένθερμος υποστηρικτής της στράτευσης των χριστιανών, υποστήριξε τη θέση του με τρία επιχειρήματα, α) η ενότητα του έθνους θα ενισχυόταν μέσα από τη συστράτευση στον πόλεμο, β) το κράτος θα διέθετε πολύ μεγαλύτερο στρατό, γ) θα ανέστειλε την αιμορραγία του μουσουλμανικού στοιχείου που προκαλούσε το παρόν σύστημα.
2.2. Ρωμιοί βουλευτές από την Κωνσταντινούπολη τη δεύτερη περίοδο του οθωμανικού κοινοβουλευτισμού
Όταν μετά την επανάσταση του Ιουλίου του 1908, την αποκατάσταση του συντάγματος και τη διεξαγωγή των εκλογών άρχισαν οι εργασίες του νέου κοινοβουλίου, οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι της Κωνσταντινούπολης ήταν ο Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης και ο Παντελής Κοσμίδης. Ο Κοσμίδης έπαιξε κεντρικό ρόλο σε μια σειρά από συζητήσεις. Ανήκε στο στενό κύκλο του πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄, ο οποίος είχε στηρίξει την υποψηφιότητά του, και ήταν μέλος του Διαρκούς Μεικτού Συμβουλίου του Πατριαρχείου. Ταυτόχρονα, έγινε από τους πιο στενούς συνεργάτες του Ίωνα Δραγούμη και του Σουλιώτη Νικολαΐδη, ηγετικών φυσιογνωμιών της Οργάνωσης Κωνσταντινουπόλεως, μιας μυστικής οργάνωσης με στόχο αρχικά να αντιμετωπίσει τη βουλγαρική απειλή· στη συνέχεια, ανέλαβε να συντονίσει τις κινήσεις του Ελληνορθόδοξων βουλευτών.2 Η ανάμειξη της οργάνωσης αυτής, που δε στηριζόταν ανοιχτά ούτε από το Πατριαρχείο ούτε από το ελληνικό κράτος, έκανε πολλούς από τους βουλευτές να δυσανασχετήσουν και να την αντιπολιτευτούν, γεγονός που οδήγησε σε διάσπαση μεταξύ τους. Τελικά 16 έγιναν μέλη του Ελληνικού Πολιτικού Συνδέσμου, που μετονομάστηκε το 1910 σε Συνταγματικό Πολιτικό Σύνδεσμο και αποτέλεσε το alter ego της οργάνωσης. Ο Κοσμίδης ήταν ένας από αυτούς.3
Ένα από τα φλέγοντα θέματα ήταν και πάλι η στρατολόγηση των μη μουσουλμάνων. Αν και γενικά ήταν αποδεκτό πως και εκείνοι πλέον έπρεπε να υπηρετούν και το μέτρο εφαρμόστηκε το 1909, ο Κοσμίδης προσπαθούσε με παρεμβάσεις του να μειώσει τις συνέπειες ενός τέτοιου μέτρου. Έτσι εισηγήθηκε να μην ισχύσει η στρατολόγηση το 1909, αλλά από την επόμενη χρονιά, καθώς ο φόρος απαλλαγής (μπεντέλ-ι ασκερί) είχε ήδη καταβληθεί. Εισηγήθηκε επίσης η υποχρεωτική θητεία στον οθωμανικό στρατό να είναι διετής. Το επιχείρημα που χρησιμοποιούσαν τόσο εκείνος όσο και άλλοι βουλευτές, όπως ο Γεώργιος Μπούσιος, είναι πως η μεγάλη θητεία έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην οκονομία, καθές οι παραγωγικές ηλικίες αδρανοποιούνται. Παρά την κριτική αυτή, ο Κοσμίδης και ο Μπούσιος ενστερνίζονταν τη στρατολόγηση των χριστιανών, αντίθετα με άλλους βουλευτές, όπως ο Άρτας από τη Θεσσαλονίκη, που την απέρριπταν. Στο Νόμο περί Στρατολογίας (Αχζιασκέρ κανουνού), που ψηφίστηκε το 1909, γίνεται λόγος για την ανάγκη να υπηρετεί όλος ο «οθωμανικός λαός» (εφραντ-ί οσμανιγιέ). Ο Κοσμίδης θεωρούσε πως σε αυτόν ανήκουν και οι Ελληνορθόδοξοι, άποψη που δε συμμεριζόταν ο Άρτας. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί πως στην εφημερίδα Σαντά-ι Μιλέτ (Φωνή του έθνους), στην οποία ήταν συνεκδότης ο Κοσμίδης, καταγράφονται περιστατικά όπου χριστιανοί έστελναν τα παιδιά τους, καμιά φορά χωρίς αυτά να το επιθυμούν, στον οθωμανικό στρατό από αίσθηση χρέους απέναντι στην πατρίδα.4
Ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα αποτελούσε η προσπάθεια του νέου καθεστώτος να περιορίσει ένα από τα πιο σημαντικά προνόμια που απολάμβαναν οι μη μουσουλμανικές κοινότητες, αυτό της αυτονομίας των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Στη συζήτηση που έγινε στο κοινοβούλιο, ο Κοσμίδης ανέλαβε την πρωτοβουλία για την αναθεώρηση του σχετικού άρθρου 16. Σύμφωνα με τη νέα διατύπωση, «η εκπαίδευση που σχετίζεται με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των διάφορων κοινοτήτων δε θα πρέπει να παραβιάζεται». Ο Κοσμίδης υποστήριξε πως η διατύπωση θα έπρεπε να είναι: «Η από αιώνες αναγνωρισμένη εκπαίδευση των διάφορων κοινοτήτων δε θα πρέπει να παραβιάζεται». Το βασικό επιχείρημα είναι πως, όπως στα μουσουλμανικά, έτσι και στα ελληνορθόδοξα σχολεία, εκτός από θρησκευτικά μαθήματα, υπήρχαν και μαθήματα γεωγραφίας ή φιλολογίας, τα οποία ήταν εξίσου σημαντικά για το γένος. Με αφορμή τη συζήτηση αυτή, στην πραγματικότητα, ο Κοσμίδης προχώρησε σε μια τοποθέτηση που αφορούσε το διακηρυγμένο στόχο της οθωμανικής ενότητας, στο όνομα της οποίας επιχειρούνταν η ομογενοποίηση όλων των εκπαιδευτικών συστημάτων. Διευκρίνισε, λοιπόν, και φαίνεται πως η τοποθέτηση αυτή αντιπροσώπευε την πλειονότητα των Ελληνοοθωμανών, πως αυτό που είχαν στο νου τους εκείνοι, αντίθετα με τους Νεότουρκους, είναι όχι μια εθνοτική ενότητα (ιτιχάντ-ι χερτζουμέρ-ι καβμί) αλλά μια πολιτική ενότητα (ιτιχάντ-ι σιγιασί) όλων των οθωμανικών εθνών. Επομένως, αν τα μαθήματα στα ελληνορθόδοξα σχολεία διδάσκονταν στα τουρκικά, αυτό θα αποτελούσε παραβίαση του συντάγματος. Σε σχόλιο του μουσουλμάνου βουλευτή Ναφί πασά πως, αν όλες οι κοινότητες διατηρούσαν το πρόγραμμά τους, αυτό θα οδηγούσε σε κατάρρευση της οθωμανικής ιδεολογίας, και πως η πλειοψηφία θα πρέπει να αποφασίσει, ο Κοσμίδης απάντησε πως αυτά τα θέματα δε θα πρέπει να διευθετούνται με βάση την πλειοψηφία. Αναφερόμενος στη Μεγάλη του Γένους Σχολή (Ρουμ Μεκτέμπ-ι Κεμπίρ), της οποίας απόφοιτος ήταν και ο ίδιος, εξέφρασε την αγωνία του για το αν έπειτα από μια τέτοια αλλαγή θα μπορούσε να επιβιώσει.5
Όταν η αυταρχική πολιτική των Νεότουρκων εξανέμισε κάθε πιθανότητα συνδιαλλαγής, οι Κοσμίδης και Κωνσταντινίδης έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια προσέγγισης με τις κοινοβουλευτικές ομάδες των άλλων χριστιανικών κοινοτήτων το 1911. Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, πως τόσο ο Κοσμίδης όσοι και άλλοι Ελληνοοθωμανοί που αποτελούσαν μέλη του κοινοβουλίου, με προεξάρχοντα το Γεώργιο Μπούσιο, επικεφαλής του Ελληνικού Πολιτικού Συνδέσμου, φαίνεται πως ακολούθησαν αδιάλλακτη στάση απέναντι στην πολιτική των Νεότουρκων.6 Το γεγονός αυτό, που τους στέρησε την επανεκλογή τους το 1912, δεν είναι άσχετο με την οριστική ρήξη στις σχέσεις μεταξύ των οθωμανικών κυβερνήσεων της εποχής και της πολιτικής και θρησκευτικής ηγεσίας των Ελληνορθόδοξων.