Τοπογραφία της Οθωμανικής Κωνσταντινούπολης

1. Εισαγωγή

Η Κωνσταντινούπολη λόγω του γεωμορφολογικού της αναγλύφου διαχωρίζεται σε 3 τμήματα που αρχικά τα ένωναν οι θαλάσσιες μεταφορές και αργότερα οι γέφυρες. Η περιτειχισμένη πόλη που διαμορφώθηκε τον 5ο αι. μ.Χ., οφείλει την οικιστική της διαμόρφωση στα επτά υψώματα του εδάφους, απ' όπου και το όνομα «Επτάλοφος», όπως επίσης και στις πύλες επί των τειχών που όρισαν το οδικό δίκτυο αλλά και ορίστηκαν από τις βασικές χαράξεις των λεωφόρων, οι οποίες οδηγούσαν στα μεγάλα αστικά κέντρα της Βυζαντινής και στη συνέχεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι συνοικίες που αποτελούν το πλέγμα του αστικού συνεχούς δεν ήταν ποτέ διαχωρισμένες με εσωτερικά τείχη, όπως στις μεσαιωνικές πόλεις της Ευρώπης, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, όπως το Κάστρο του Πετρίου και η Ξυλόπορτα, και χαρακτηρίζονταν από τις εκκλησίες και τα τεμένη που βρίσκονταν στη γύρω περιοχή.

H Πόλη χτίστηκε σε μια προνομιακή τοποθεσία και κατοικήθηκε από αρχαιοτάτων χρόνων πάντα από ένα μωσαϊκό ανθρώπων που κατά καιρούς ανήκαν σε διάφορες εθνότητες και αργότερα σε διάφορες θρησκείες, με μακροβιότερη την ελληνορθόδοξη παρουσία του πληθυσμού της. Δεν είναι δύσκολα ανιχνεύσιμα τα τεκμήρια της δισχιλιετούς διαβίωσης, με κυρίαρχα τα βυζαντινά κατάλοιπα και τη ζωντανή ακόμη στις μέρες μας παρουσία των ελληνικών κοινοτήτων.

Οι εκκλησίες, όπως και οι μουσουλμανικοί τόποι λατρείας, αποτέλεσαν και συνεχίζουν να αποτελούν τον κυρίαρχο παράγοντα στη διαμόρφωση του τοπίου ακόμη και στη σημερινή μεγαλόπολη των 17 εκ. κατοίκων της, αν και οι σημερινές μητροπολιτικές συγκεντρώσεις χαρακτηρίζονται από τα μνημειώδη συγκοινωνιακά έργα. Προφανώς τα κοσμικά κτήρια του 19ου αιώνα χάνονται στο σημερινό αστικό τοπίο, αλλά τα μεγάλα, χαρακτηριστικά κτήρια, όπως τα γυμνάσια, το νοσοκομείο, τα κοινοτικά καταστήματα με τους μορφωτικούς και αθλητικούς συλλόγους, ακόμη και τα νεκροταφεία χαρακτηρίζουν ακόμη το ιστορικό της κέντρο, καθώς και τα κέντρα διάφορων συνοικιών της. Αυτό το δομημένο περιβάλλον αποτελεί μια αποτύπωση από τη μακρόχρονη ιστορία της Πόλης.

Εκτός από τη φυσική διαμόρφωση των άκρων δύο ηπείρων, με την καταλυτική συνύπαρξη του υγρού στοιχείου, οι συνέπειες της Άλωσης όρισαν τη χωροκατανομή του ελληνικού πληθυσμού στην παράλιο ζώνη όχι μόνο του περιτειχισμένου τμήματος της παλαιάς Σταμπούλ και του Γαλατά/Πέρα, αλλά και στις δύο ακτές του Βοσπόρου και της Προποντίδας όπως και στα Πριγκηπόννησα. Δευτερεύοντα κέντρα με διαφορετικές λειτουργίες, όπως η Χαλκηδόνα, ως τόπος εργασίας και κατοικίας στην ασιατική ακτή, τα Θεραπειά και η Πρίγκηπος, ως τόπος θερινής αναψυχής παλαιότερα αλλά και μόνιμης κατοικίας πλέον σήμερα, αποτέλεσαν έδρες μητροπόλεων που μαζί με την αρχιεπισκοπή Κωνσταντινουπόλεως διαμόρφωσαν τις εστίες εγκατάστασης και συσπείρωσης των Ελληνορθοδόξων.

2. Οι αλλαγές που προέκυψαν από την οθωμανική κατάληψη

Όταν ο Πορθητής κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη λόγω της έλλειψης πληθυσμού μετέφερε και εγκατέστησε διαφόρων εθνοτήτων κατοίκους σε αυτήν. Αυτές οι αναγκαστικές μετοικήσεις δημιούργησαν τις ελληνικές συνοικίες, mahalle-i Rumiyan σύμφωνα με τα απογραφικά κατάστιχα φορολογίας του 16ου αιώνα, κυρίως στον παράλιο χώρο του Κερατίου Κόλπου, στη συνέχεια κατά μήκος των χερσαίων τειχών και κατά μήκος της ακτής της Προποντίδας. Στις ίδιες συνοικίες τοποθετείται και ο αμέσως πολυπληθέστερος χριστιανικός πληθυσμός, οι Αρμένιοι, με τη διαφορά ότι αυτοί υπάρχουν και στην ιερότερη συνοικία των μουσουλμάνων, το Εγιούπ.

Διοικητικά η πρωτεύουσα διαχωρίστηκε σε 4
καδιλίκια,1 δηλαδή σε δικαστικές περιφέρειες όπου επικεφαλής τοποθετήθηκε ο καδής, ο οποίος εκτός από δικαστικός λειτουργός, ήταν ανώτατος πολιτικός και διοικητικός άρχοντας και ταυτόχρονα προϊστάμενος όλων των κοινωφελών έργων της περιφέρειάς του.2 Αυτά ήταν της Σταμπούλ, του Σκουτάρεως, του Γαλατά και των Χασίων. Τα Χάσια ήταν οι αυτοκρατορικές γαίες εκτός των τειχών και είχαν ως κέντρο το Εγιούπ, το βυζαντινό Κοσμίδιο, που λάμβανε το όνομά του από τη μονή των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού. Ήταν μια τεράστια έκταση που περιλάμβανε 700 οικισμούς και 26 περιοχές από τη Σηλυβρία μέχρι την Τσατάλτζα.

Στην απέναντι ακτή του Κερατίου από πολύ νωρίς δημιουργήθηκε ο περιτειχισμένος Γαλατάς ή «αι Συκαί» των Βυζαντινών, με έντονη παρουσία των Βενετών και των Γενοβέζων, καθώς και άλλων κατοίκων από τις ανεξάρτητες τότε πόλεις-κράτη της Ιταλίας που αποτέλεσαν τον πυρήνα του μεικτού κοσμοπολίτικου μωσαϊκού. Η εγκατάσταση των πρεσβειών στους αμπελώνες του Πέρα, από τα μέσα του 16ου αιώνα, και η άμεση γειτνίαση με το Γαλατά, μετέφερε το κέντρο βάρους της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της Πόλης, έξω από τα τείχη. Τα κύρια εκτός των τειχών προάστια βρίσκονταν στις δύο ακτές του Βοσπόρου, της Προποντίδας και των Πριγκηποννήσων δημιουργώντας τον πολυεθνοτικό και πολυθρησκευτικό χαρακτήρα της πρωτεύουσας του οθωμανικού κράτους του 19ου αιώνα. Διαφεύγει από τη σκέψη μας ο ρόλος που έπαιξαν οι ασθένειες και ειδικότερα η πανώλη, μαζί με την απομάκρυνση από το μάτι του "Μεγάλου Αυθέντη", στη διαμόρφωση αυτών των οικισμών.

Το τέλος της χριστιανικής Ανατολής με την κατάληψη της θεοσεβούμενης Βασιλεύουσας ήταν αφετηρία δημιουργίας της «Πύλης της Ευδαιμονίας» (Ντερ-σααντέτ) προς τη δύση για τον κόσμο του Ισλάμ, με ταυτόχρονη υιοθέτησή της ως πρωτεύουσας. Έπρεπε οι μεγάλες αυτοκρατορίες να αποτελούν μια συνέχεια ανεξαρτήτως θρησκευτικών πεποιθήσεων και εθνοτικής σύνθεσης. Η καθέδρα του Χαλίφη, που ήταν ταυτόχρονα σουλτάνος των Οθωμανών, προσδιορίζεται από τις συν-παρουσίες του αρχηγού του Γένους των Γραικών, του Πατριάρχη των Ορθοδόξων, αλλά και του Πατριάρχη των Αρμενίων Γρηγοριανών και του Αρχιραβίνου των Εβραίων, ως βασικών εκπροσώπων των μονοθεϊστικών θρησκειών (μιλέτμπασι) που αναγνωρίζονται από το Κοράνι.

Η μετατροπή του ιερού Ναού της Σοφίας του Θεού, στο
Τζαμί-ι Κεμπίρ Αγιασοφιά, ιερό τέμενος και για τους μουσουλμάνους, ακολουθήθηκε από μια συνεχή μετακίνηση των πατριαρχιών για 150 χρόνια. Το Πατριαρχείο αρχικά επί Γεννάδιου Σχολάριου, απομακρύνθηκε από το διοικητικό κέντρο της χερσονήσου και εγκαταστάθηκε για ένα χρόνο στο ναό των Αγίων Αποστόλων, εκεί όπου αργότερα ο Πορθητής (Φατήχ) έχτισε το ομώνυμο τέμενός του και έλαβε όλη η περιοχή το όνομά του. Η μετακίνηση στη μονή της Παμμακάριστου, στο μετέπειτα Φετχιγέ Τζαμί, ήταν μακροβιότερη και διήρκεσε για 132 έτη. Τα επόμενα 12 ή 13 χρόνια ήταν η εποχή όπου «άστεγο» τριγυρνούσε και στεγαζόταν πρόχειρα σε ιδιόκτητα κτήρια ηγεμόνων της Βλαχίας, ως την οριστική εγκατάστασή του, το 1599, στη σημερινή του θέση, στο Κάστρο του Πετρίου ή των Πετρίων, στο Φανάρι.

3. Συνοικίες

Η μεγάλη κλειστή αγορά, το λεγόμενο Καπαλί-τσαρσί (Kapalı Çarşı), δημιουργήθηκε από το Μωάμεθ Β΄ ως βακουφικό κτίσμα ενίσχυσης και συντήρησης της Αγίας Σοφίας έλκοντας εμπόρους και βιοτέχνες από την πανσπερμία των εθνοτήτων που μετοίκησαν υποχρεωτικά στο κέντρο της αυτοκρατορίας για να συμβάλουν στην ανοικοδόμησή της. Έτσι δημιουργούνται οι συνοικίες του Κοντοσκαλιού, Υψωμαθείων ή Ψαμμαθειών με τις 5 εκκλησίες,3 και των άλλων παρατείχιων κοινοτήτων. Η περιοχή αυτή μετατράπηκε σε σημαντικό κέντρο για το εμπόριο της Κωνσταντινούπολης όπου χτίστηκαν πολλά χάνια και καραβάν σεράγια όπως το Βαλιντέ Χάνι (Valide Hanı), το 1651, που έλαβε το όνομα του από τη Βαλιντέ Σουλτάν Κοσέμ (Valide Sultan Kösem). Η ίδρυση της Αιγυπτιακής Αγοράς (Mısır Çarşısı) το 1660 σε αυτή την περιοχή αύξησε περισσότερο την εμπορική αξία της.

Στον Κεράτιο Κόλπο, οι συνοικίες ξεκινούν κυρίως μέσα από τα παράλια τείχη. Την ενορία της Αγίας, το σημερινό Τζιμπαλί, ακολουθεί προς βορρά το Φανάρι (Φένερ), ο Μπαλατάς (Μπάλατ/Παλάτιον)4 και στη συνέχεια αυτές που βρίσκονται κατά μήκος των χερσαίων τειχών και θα αναφερθούν παρακάτω.

Κατά μήκος της ακτής της Προποντίδας ξεκινώντας από το Επταπύργιο και καταλήγοντας στο Κοντοσκάλι (Κούμκαπι) και το λιμάνι για τις γαλέρες (Κadırga limanı, ο βυζαντινός «λιμήν των Σοφίων ή Σοφιανών»), κάτω από τον Ιππόδρομο, γύρω από το ναό του Σέργιου και Βάκχου, απαντούν οι πλουσιότερες συνοικίες του 18ου και 19ου αιώνα.

Αρμένιοι τοποθετούνται στα Ψωμαθειά (Σαμάτια) και στο γειτονικό Ναρλίκαπι, στη Βλάγκα (Λάγκα)5 και στην ευρύτερη περιοχή του Κοντοσκαλίου, δηλαδή στο Γκεντίκπασα και στο Γενίκαπι, τη Νέα πύλη, την τέταρτη από την πύλη του Σεραγίου,6 όπου ακόμη σήμερα βρίσκεται το Γρηγοριανό Πατριαρχείο. Μεικτό πληθυσμό έχουν επίσης τα εκτός των τειχών προάστια του Μακροχωρίου (Μπακίρκιοϊ), το βυζαντινό Έβδομον, και του Αγίου Στεφάνου (Γεσίλκιοϊ) δημιουργώντας τον πολυθρησκευτικό χαρακτήρα της πρωτεύουσας του οθωμανικού κράτους.

4. Ορθόδοξες Εκκλησίες

Στο περιτειχισμένο τμήμα όλες οι βυζαντινές εκκλησίες μετατράπηκαν σε τζαμιά ή καταστράφηκαν, εκτός της Παναγίας Μουχλιώτισσας ή Μουγουλίων δίπλα στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, στο Φανάρι. Η γειτονιά που βρίσκεται στα ενδότερα από την ακτή είναι τα Έξι Μάρμαρα (Αλτί Μερμέρ) με εκκλησία την Παναγία Γοργοεπήκοο,7 η οποία καταγράφεται από τον 16ο αιώνα· ο Γεδεών σημειώνει «Οι κάτοικοι των Εξ Μαρμάρων ελάλουν μέχρι τέλους της ΙΗ΄ εκαντοντετηρίδος την τουρκικήν, καταγόμενοι πιθανώς, εξ επαρχιών της Μικράς Ασίας» και δεν ήταν οι μόνοι, όπως οι εκκλησιαζόμενοι της Αγίας Κυριακής στο Κοντοσκάλι ή των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στα Ψωμαθειά που κατάγονταν από την επαρχία Καραμάν, απ' όπου και «καραμανλήδες». Κατά μήκος των χερσαίων τειχών ξεκινώντας από την Πύλη του Βελιγραδίου, που λεγόταν κατά τη Βυζαντινή εποχή «η του Ρηγίου ή Ξυλόκερκος», βρισκόταν η Θεοτόκος Βελιγραδίου, που πήρε το όνομά της από τους Σέρβους χωρικούς, απογόνους αιχμαλώτων, καλλιεργητές χωραφιών στην περιοχή, οι οποίοι έχτισαν το ομώνυμο χωριό εκεί όπου ήταν τα υδραγωγεία, τα Μπέντια στους λόφους του Βοσπόρου.

Στις Πύλες: (α) Αγίου Ρωμανού (Τόπκαπι) βρίσκεται ο Άγιος Νικόλαος, (β) Αδριανουπόλεως (Εντιρνέκαπι) ο Άγιος Δημήτριος Σαρμασικίου, ο Άγιος Γεώργιος και η Παναγία των Ουρανών Σαλματοβρουκίου και (γ) Εγρίκαπι, η Παναγία της Σούδας, η Παναγιά η Χαντζεριώτισσα του Τεκφούρσαραϊ. Εκτός από τις 11 εκκλησίες της Περιφέρειας Υψωμαθείων σημαντική συγκέντρωση ορθόδοξων ναών συναντούμε στην έδρα της αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως, που είναι η περιφέρεια Φαναρίου, όπου υπάρχουν 15 εκκλησίες με προεξάρχοντα τον πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου. Εκτός της Μουχλιώτισσας σε αυτή τη γειτονιά υπάρχουν ο Άγιος Νικόλαος του Τζιβαλίου, ο Άγιος Γεώργιος Ποτηρά ή Αντιφωνητού, το αγίασμα της Παναγίας των Βλαχερνών και η βουλγαρική εκκλησία του Αγίου Στεφάνου επί της παραλιακής λεωφόρου.

5. Γαλατάς

Ο Γαλατάς αρχικά ως γενουάτικη παροικία συγκέντρωσε τους ναυτικούς και τα επαγγέλματα που σχετίζονται με τη ναυσιπλοΐα. Έλληνες από την περιοχή του Καφφά της Κριμαίας και τη Χίο, υπήρξαν οι πρώτοι ξένοι κάτοικοι που κατά το τέλος του 18ου αιώνα σκαρφάλωσαν στις υπώρειες του λόφου του Πέρα ακολουθώντας τις πρεσβείες των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής. Τα εγκαίνια των Εισοδίων της Παναγίας, του κεντρικού ναού της κοινότητας Σταυροδρομιού, της πολυπληθέστερης μεταξύ των 40 περίπου της Πόλης, ανάγονται το 1804, ενώ του Αγίου Δημητρίου των Ταταούλων, που εξυπηρετούσε ως τόπος κατοικίας τους εργαζόμενους των ναυπηγείων του στόλου στο Κασίμπασα, περίπου πριν από μια δεκαπενταετία.

Από την εποχή του Σουλεϊμάν του Β’, κατά μήκος της ακτής του Γαλατά επεκτείνεται το λιμάνι εκτός από τα βενετσιάνικα τείχη μέχρι το Φιντικλί, εκεί όπου είναι η Σχολή Καλών Τεχνών (το σημερινό Πανεπιστήμιο Μιμάρ Σινάν), καθώς χτίζονται και τα παραλιακά παλάτια των ναυάρχων (καπουδάν πασάδων) του στόλου στο Μπεσίκτας, απέναντι από το Σκούταρι, τη βυζαντινή Χρυσούπολη. Ήταν το πλησιέστερο τμήμα για τη μεταφορά του στρατεύματος στην ασιατική πλευρά και το σημείο αφετηρίας για τις εξορμήσεις στο ανατολικό μέτωπο. Δημιουργούνται κήποι του σαραγιού (χας-μπαχτσέδες), εξοχικές κατοικίες και αρχοντικά κατά μήκος και των δύο ακτών της θαλάσσιας λεωφόρου, που έχει μήκος περίπου 20 χλμ. και πλάτος 1-1,5 χλμ.

Το τουρκικό Μπέγιογλου και το ελληνικό Σταυροδρόμι είναι τοπωνύμια του 18ου αιώνα που σηματοδοτούνται από τη χάραξη της Μεγάλης Οδού του Πέρα, τον κεντρικό, σχετικά στενό, ίσιο δρόμο με τον οποίο διασταυρώνονται οι εκατέρωθεν συνήθως κάθετοι δρόμοι και εξασφαλίζεται η επικοινωνία των παράπλευρα χωροθετημένων συνοικιών, όπως π.χ. η οδός Χαμάλ-μπασί που ήταν ο συνδετικός άξονας με τη συνοικία Ταρλάμπασι. Από σημαντικά μνημεία των Γενουατών σώζεται ο καθολικός ναός των San Paolo e San Domenico, ο οποίος μετά την εγκατάσταση των Μουσουλμάνων της Γρανάδας το 16ο αιώνα μετατράπηκε σε τέμενος με την ονομασία Αράπ Τζαμί.

Οι κτηριακές εγκαταστάσεις των διπλωματικών αντιπροσωπειών ξένων κρατών στην οθωμανική πρωτεύουσα συμπαρέσυραν το μωσαϊκό των εθνοτήτων που ζούσαν μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα σε αυτή την πλευρά της Σταμπούλ, με προεξάρχοντες τους Γάλλους που από το 1535 χτίζουν στα υψώματα των αμπελώνων του Πέρα,8des vignes de Pera, το «σεράγι» τους για να τους ακολουθήσουν οι Άγγλοι της περίφημης Ανατολικής Εταιρείας Levant Company, αρχικά στον Τοπχανά και 60 περίπου χρόνια αργότερα στους λόφους του Κερατίου. Οι Ρώσοι χτίζουν το παλάτι τους με σχέδια του Ελβετού αρχιτέκτονα Τζιουζέπε Φοσσάτι, το 1845, στην αρχή –στο νότιο τμήμα– επί του «Ίσιου δρόμου», όπως οι Σουηδοί και οι Ολλανδοί. Πολύ αργότερα, στο β΄ μισό του 19ου αιώνα (1877), θα χτίσουν οι Γερμανοί, όπως και οι Ιάπωνες,9 την πρεσβεία τους στη λεωφόρο Αγιάσπασα, πλησίον του νέου ανακτόρου, διότι δεν υπήρχαν πλέον οικόπεδα μεγάλα στο Πέρα.

6. Οι λιμενικές εγκαταστάσεις

Οι λιμενικές εγκαταστάσεις αρχικά από το Κασίμπασα, τα ναυπηγεία στον Κεράτιο, μέχρι το Καμπάτας, στο Βόσπορο, προσδιόρισαν όχι μόνο τη χωροθέτηση των μεγάλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, όπως είναι συγκεντρωμένα στη λεωφόρο των Τραπεζών, τη σημερινή Μπανκαλάρ Τζαντεσί,10 αλλά συμπληρωματικά ακολουθούνται από το δευτερογενή τομέα, κυρίως τη μικρή βιοτεχνία που εξυπηρετεί τις ναυπηγικές εγκαταστάσεις αλλά και το ναύσταθμο, στην παραλιακή ζώνη μεταξύ των 2 γεφυρών στο Περσεμπέ παζαρί.

7. Η διοικητική οργάνωση της Κωνσταντινούπολης του 19ου αιώνα

Το 1857, η Κωνσταντινούπολη χωρίζεται σε 14 αυτοδιοικούμενα διαμερίσματα κατ’ αναλογία των ρεγιόνων των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Η διαφορά ήταν ότι το σύστημα αντέγραφε το γαλλικό πρότυπο των arrondissement και ειδικότερα το sixième, δηλαδή το 6ο διαμέρισμα, και περιλάμβανε την περιοχή του Πέρα και του Γαλατά μέχρι το Γιλντίζ, εκεί όπου ήταν τα θερινά ανάκτορα του Αμπντούλ Χαμίτ Β’.

Μέσα στις αρμοδιότητες της διοίκησης ξεχωρίζουμε την άδεια οικοδομών και κατασκευής οδών, τη διευθέτηση των αγορών και υπηρεσιών υγείας, του κτηματολογίου και της καθαριότητας. Το κτήριο στο οποίο στεγάζεται το 6ο διαμέρισμα του Πέρα κατασκευάζεται το 1879-83 από τον Ιταλό αρχιτέκτονα Barborini κατά τη δημαρχία του Άγγλου Εdward Blacque. Βεβαίως είχε προηγηθεί, σύμφωνα με το παράδειγμα του Παρι­σιού και της Βιέννης, η κατεδάφιση των τειχών του Γαλατά και είχε δημιουργηθεί η πλατεία του Σισχανέ μετά την πυρκαγιά του 1870.11 Οι συχνές πυρκαγιές λόγω των ξύλινων κατοικιών έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του νέου πολεοδομικού ιστού, καθώς και στην αλλαγή της εικόνας από τα παραδοσιακά καφασωτά σπίτια στις λίθινες κατασκευές με την υποχρεωτική μεσοτοιχία της πυροπροστασίας.

8. Ανοικοδόμηση και ανάπτυξη συνοικιών στα μέσα του 19ου αιώνα

Στα μέσα του 19ου αιώνα παρατηρούμε μια σοβαρότατη αλλαγή στη δομή και στο τοπίο της Πόλης που είχε να επέλθει από την εποχή της κατά­κτησης, παρά το φαινόμενο των τακτικών πυρκαγιών. Ήταν η επιρροή του δυτικού τρόπου ζωής στο δομημένο περιβάλλον εκεί όπου ζούσαν κατά πλειονότητα οι τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι της άρχουσας τάξης, του στρατού και της γραφειοκρατίας.

Η μεταφορά των στρατώνων έξω από τα τείχη στις υπώρειες του Βοσπόρου στο Γκιομούσ-σουγιού, στο Τάσκισλα, στο Τακσίμ και στην ασιατική ακτή με τη χωροθέτηση της στρατιωτικής σχολής στο Κούλελι και του στρατώνα, νυν φυλακές, Σελιμιγίε, προκάλεσε μεγάλη τάση φυγής του πληθυσμού προς τις ακτές, στην οποία συνέβαλε και η ακτοπλοΐα της εταιρείας Σιρκέτ-ι Χαγριγιέ. Η ανέγερση δε των σουλτανικών ανακτόρων στην περιοχή του Ντολμάμπαχτσε και του Γιλντίζ συνέβαλε στην ανάπτυξη των νέων και ακριβών, από την άποψη της γαιοπροσόδου ακόμη και σήμερα, συνοικιών όπως: Μάτσκα, Νισάντασι, Πανγκάλτι, Σισλί και Μπεσίκτας. Στην παραθαλάσσια αυτή περιοχή ήδη από την εποχή του Βυζαντίου υπήρχε το Διπλοκιόνιο –από τους δύο κίονες, λείψανα πιθανά αρχαίου ναού– αλλά και δύο Παναγίες, η των Γενεθλίων της Θεοτόκου Παλαιού Μπάνιου και η Κοίμηση της Θεοτόκου.

Στην ενδοχώρα μέχρι την κοινότητα των Αγίων Αποστόλων του Φερίκοϊ, η μοναδική θρησκευτική εγκατάσταση που υπάρχει είναι της Βουλγαρικής Εξαρχίας στο Σισλή, αν εξαιρέσει κανείς τους ορθόδοξους μικρούς ναούς εντός του ομώνυμου νεκροταφείου και τουρκικού πτωχοκομείου Νταρουλατζεζέ, που ανεγέρθηκε με δαπάνες του Αμπντούλ Χαμήτ Β΄ το 1896, και οι οποίοι υπάρχουν μέχρι σήμερα. Στο Πανγκάλτι από τη δεκαετία του 1880 μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα υπήρχε το ρωσικό νοσοκομείο με το παρεκκλήσι του που καταστράφηκαν μετά το 1923.

9. Τα γειτονικά χωριά

Γύρω από τα κάστρα του Βοσπόρου υπάρχουν τουρκοχώρια, ενώ προϋπήρχαν και ενισχύθηκαν με τις αναγκαστικές μετοικήσεις ρωμιοχώρια πέρα από το Μπεσίκτας, στο Μεσοχώρι ή Μεσάχωρο (Ορτάκιοϊ), στην Ξηροκρήνη (Κουρούτσεσμε) που υπήρξε τόπος εγκατάστασης των Φαναριωτών αρχόντων, όπως και το Μέγα Ρεύμα (Αρναούτκιοϊ) για τους νεοφαναριώτες, στο Μπεμπέκι, στο Βαφεοχώρι (Μπογιατσίκιοϊ), στη Στένη (Ιστίνγε) και παρακάτω στο Νιχώρι (Γενίκιοϊ), στα Θεραπειά (Ταράμπγα) που είναι η έδρα της μητρόπολης Δέρκων, στο Βαθυρύακα (Μπουγιούκντερε), στο Σαρίγερ και ακόμη βορειότερα στο Γενίμαχαλε, για να αναφέρουμε τα της ευρωπαϊκής ακτής μόνο. Αντίστοιχες οικήσεις, αν και λιγότερες σε αριθμό με ορθόδοξο πληθυσμό, παρατηρούνται και στην ασιατική πλευρά, όπως το Μπέυκοζ, το Πασά-μπαχτσέ, το Κανδηλλί, το Τσεγκέλκιοϊ, το Κουζκουντζούκ, με απτά δείγματα τις εκκλησίες που έχουν απομείνει μέχρι τις μέρες μας.

Μεγαλύτερο και αρχαιότερο παράλιο αστικό συγκρότημα από τη Βυζαντινή περίοδο ακόμη, στην είσοδο του Βοσπόρου ήταν το Καντίκιοϊ, όπου και η έδρα της μητροπόλεως Χαλκηδόνος, με κέντρο το ναό της Αγίας Τριάδος, και παράπλευρα την Αγία Ευφημία στην αγορά κοντά στην ακτή, τον Άγιο Ιωάννη στο Καλαμίσι, τον Άγιο Γεώργιο στο Γελντεγιρμέν και τέλος τον κοιμητηριακό ναό του Αγίου Ιγνατίου, συνοδευόμενα από πολλά αγιάσματα.

Τα χωριά αυτά, παρόλο που δεν ήταν αρχικά ενεργό τμήμα του αστικού συνόλου, λόγω των θαλάσσιων συγκοινωνιών με μεγάλες κωπήλατες βάρκες αποτελούσαν τμήμα του ευρύτερου οικονομικού συνόλου της πρωτεύουσας. Προμήθευαν καθημερινά με διάφορα είδη αλιείας αλλά και προϊόντα οπωρολαχανικών, που καλλιεργούνταν στις πλαγιές και στους κήπους των μεγάλων κρατικών ή και ιδιωτικών εκτάσεων που εν πολλοίς ανήκαν στους άρχοντες των «γιαλίων».

Η μεγάλη αλλαγή στα μέσα του 19ου αιώνα, παράλληλα με τις διανοίξεις των παράλιων χερσαίων οδών, ήταν η ανακάλυψη του ατμού. Η ίδρυση της ατμοπλοϊκής εταιρείας Σιρκέτ-ι Χαγριγέ, το 1850, είχε ως συνέπεια την κατασκευή αποβαθρών σε κάθε χωριό του Βοσπόρου και των νησιών. Το οικιστικό δίκτυο της Πόλης επεκτάθηκε ενώ οι συγκοινωνίες μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα ήταν κυρίως θαλάσσιες. Οι μεγάλες αποβάθρες στο μεν λιμάνι του Γαλατά ολοκληρώνονται το 1895, στη δε απέναντι ακτή του Σιρκετζί μετά από 5 χρόνια, κάνοντας τα «Νησιά» ενεργό κομμάτι της αστικής ζωής αντί τόπου εξορίας και απομόνωσης που ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας τους.

10. Τα Πριγκηπόννησα

Η Πρίγκηπος (Μπουγιούκ-αντά), η Χάλκη (Χεμπελί-αντά), η Αντιγόνη (Μπουρκάζ-αντά) και η Πρώτη (Κιναλί-αντά) με 9 εκκλησίες και 10 καθολικά μονών συγκροτούν σήμερα τη μητρόπολη Πριγκηποννήσων, με ζωντανό κατά τους καλοκαιρινούς μήνες συμπαγή ελληνικό πληθυσμό. Σήμερα όλες αυτές οι συνοικίες της Πόλης, παρόλο που μειονεκτούν από πληθυσμιακή άποψη σε σχέση με το σύνολο του μητροπολιτικού Δήμου της Κωνσταντινούπολης, συγκεντρώνουν την πνευματική και οικονομική δραστηριότητα του τόπου.

Σήμερα δυστυχώς μικρά τμήματα αυτού του αστικού τοπίου έχουν διασωθεί από τις συνεχείς πυρκαγιές και το φαινόμενο της αντιπαροχής, σε σχέση με τη συνολική δομημένη έκταση της Πόλης. Πολλά τμήματα του οικιστικού ιστού είναι καταδικασμένα να καταστραφούν λόγω της συνεχιζόμενης ακατάσχετης αστυφιλίας, και προσπάθειες όπως αυτή του προγράμματος της Ε.Ε. για τη διάσωση των συνοικιών του Φαναρίου και Μπαλατά δεν έχουν πάντα τα άριστα αποτελέσματα, επειδή προσκρούουν στην οικονομική καχεξία των δημοτικών αρχών και την έλλειψη εμπιστοσύνης των νέων κατοίκων.




1. Hançer, E., “Eyüp Ermeni Kiliseleri”, Eyüp Sultan Sempozyumu VIII (İstanbul 2004), σελ. 164-176.

2. Σαρρής, Ν., Οσμανική πραγματικότητα. Η Δοσιματική Διοίκηση Β΄ (Αθήνα 1990), σελ. 272.

3. Στην περιφέρεια Υψωμαθείων ανήκουν οι ιεροί ναοί των Αγίου Μηνά, Θείας Αναλήψεως, Αγίου Νικολάου, Αγίου Γεωργίου Κυπαρισσά και Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Αρχικά στην ορθόδοξη εκκλησία ανήκε και η μονή της Περιβλέπτου (Σουλού Μαναστίρ), που δίδεται στους Αρμενίους 8 έτη μετά την Άλωση (1461) και μετατρέπεται στο ναό του Σουρπ Κεβόρκ, ο οποίος καίγεται 3 φορές για να πάρει τη σημερινή του μορφή το 1887, βλ. σχετικό λήμμα του Seropyan, V., “Kevork (Surp) Kilisesi”, Dünden bugüne İstanbul Ansüklopedisi 4 (İstanbul 1994), σελ. 552-554.

4. «Παλατάς», ανώνυμο άρθρο «Δημοτική εν ΚΠ εκπαίδευση»[iv], Εκκλησιαστική Αλήθεια, τόμ. 1, έτος Α΄, τόμ. 10, 26.11.1880, σελ. 155-156. «Κείται εις δυσμάς του Φαναρίου, ως δε αι πλείσται ενορίαι της ΚΠ και αύτη έπαθεν εκ πυρκαϊάς , ήτις προ δεκατριετίας (1867) περίπου όλη σχεδόν την συνοικίαν ταύτην αποτεφρώσασα εξηφάνησε και το εν αυτή ως Αλληλοδιδακτική Σχολή χρησιμεύον οίκημα.»

5. Βασακόπουλος, Α., Τοπογραφία της Κωνσταντινουπόλεως (Κωνσταντινούπολη 1891), σελ. 68, σε υποσημείωση. «Το δε όνομα της Βλάγκας επεκράτησεν εν τω μέρει τούτω της πόλεως από των Βυζαντινών έτι χρόνων, οι δε νυν εκτεινόμενοι εκεί κήποι ευρυχωρότατοι, εξ ου το οθωμανικό όνομα Βλάγκα Μποστανί είναι περιτετειχισμένοι πανταχόθεν υπό πλινθόκτιστων ρωμαϊκής κατασκευής τειχών και ποτίζονται εκ τινων λάκκων αενάως εντός αυτών λιμναζόντων. Οι κήποι ούτοι είναι ο ποτέ λιμήν του Θεοδοσίου συγκεχωσμένος.»

6. Βασακόπουλος, Α., Τοπογραφία της Κωνσταντινουπόλεως (Κωνσταντινούπολη 1891), σελ. 67. «Αποτελεί νυν συνοικίαν σχεδόν Αρμενικήν άπασαν συστάσαν επί του Σουλτάν - Μουσταφά του Γ΄, συγχώσαντος το ρηχόν ενταύθα μέρος της παραλίας, το οποίον ήτο ποτε ο λιμήν του Ελευθερίου εις 12.000 πήχεων μήκος και 6.000 πλάτος, προς συνοικισμόν και αποζημίωσιν των ιδιοκτητών, όσων είχεν αγοράση τα γήπεδα προς οικοδομήν του τεμένους του.»

7. Βασακόπουλος, Α., Τοπογραφία της Κωνσταντινουπόλεως (Κωνσταντινούπολη 1891), σημ. 5. «Το Εξωκιόνιον ή Εξακιόνιου των Βυζαντινών ου μακράν της Σιλυβριανής Πύλης της απέναντι της Ζωοδόχου Πηγής. Η ενορία αύτη και η ενορία της Παναγιάς επωνομαζόμενη εκ του εν αυτή ιερού, ναού κατοικείται υπό 180 ομογενών οικογενειών, ων το τρίτον (1/3) κατά τας εξερευνήσεις της εκπαιδευτικής επιτροπής του ενταύθα ΕΦΣ οικεί εν κήποις απέχουσι της κεντρικής ενορίας μέχρις ημισείας ώρας».

8. Μήλλας, Α., Το Πέραν. Το Σταυροδρόμι της ρωμιοσύνης (Αθήνα 2002), σελ. 151-152.

9. Ο Murat Belge υποστηρίζει ότι οι Ιάπωνες αγοράζουν το σπίτι του τραπεζίτη Pangiris (αυτός πρέπει να είναι ο μέγας ευεργέτης Δημήτριος Παντζίρης), όπως και οι Βέλγοι τη νεοκλασική οικία του Σταύρου Μιχαήλ Κεπετζή, τραπεζίτη επίσης, έργο του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καμπανάκη, το 1900 έναντι 300.000 φράγκων. Βλ. Belge, M., İstanbul gezi rehberi, (İstanbul 1995), σελ. 241 και Van den Reeck, M., «“Le Palais de Belgique”, Anno 1900» στο Belgium in the Ottoman capital, from the early steps to the Belle Epoque. The centenary of “Le Palais de Belgique” 1900-2000, An edition of the Consulate General of Belgium, Van den Reeck, M (ed.) (Istanbul 2000), σελ. 77-95.

10. Edhem, E., Bankalar Caddesi. Voyvoda Street from Ottoman times to today (İstanbul 2000).

11. Akın, Ν., 19. yüzyılın ikinci yarısındα Galata ve Pera (İstanbul 1998).