1. Έννοια του δημόσιου χώρου
Η έννοια του δημόσιου χώρου αναφέρεται στην κοινωνική-πολιτισμική σφαίρα μέσα στην οποία σχηματίζεται η κοινή γνώμη. Η έννοια αυτή γνώρισε εφαρμογές χάρη στο έργο του Jürgen Habermas, το οποίο εισήγαγε τον όρο και εξέτασε την ιστορική θεμελίωσή του και την πολιτική του σημασία.1 Η επιτυχής χρήση του όρου δημόσιος χώρος είναι κατανοητή, ιδίως αν διαχωρίσουμε την ιστορική θεμελίωσή του από τη χαμπερμασιανή πολιτική φιλοσοφία, η οποία επιχείρησε να θεμελιώσει το δημόσιο χώρο μέσα σε ένα σχήμα ανολοκλήρωτης διαδικασίας εξορθολογισμού που οι σύγχρονες κοινωνίες οφείλουν να ολοκληρώσουν. Αντίθετα, η ιστορική ανάλυση του Habermas, η οποία συσχέτισε το ιδιωτικό με το δημόσιο στη βάση μιας νέας ορθολογικής διαχείρισης των ζητημάτων που θεωρήθηκαν δημόσια –επομένως εξαιρέθηκαν ρητά από τον ιδιωτικό χώρο– και η τοποθέτηση της ανάδυσης του δημόσιου χώρου στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης της ανερχόμενης αστικής κοινωνίας με τον απολυταρχισμό του μεταφεουδαλικού κράτους, δηλαδή στο πλαίσιο της δυτικοευρωπαϊκής ιστορικής εμπειρίας, είχε ευρύτερη επίδραση κυρίως στους ιστορικούς.2
Ο παραπάνω ορισμός θέτει άμεσα ένα πρόβλημα στο βαθμό που στο λήμμα αυτό επιχειρείται η χρήση της έννοιας του δημόσιου χώρου σε μια πόλη όπως η Κωνσταντινούπολη, η οποία δε μετείχε αυτοδύναμα σε αυτό που θεωρείται δυτική ιστορική εμπειρία. Ωστόσο, η ανάδειξη ανάλογων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων στο πολιτισμικό και κοινωνικό περιβάλλον της οθωμανικής πρωτεύουσας –όπως οι χώροι κοινωνικότητας και συναναστροφής, η εμφάνιση νέων τεχνολογιών που ενισχύουν το δημόσιο διάλογο, η ανάδειξη ενός νέου αξιακού πλαισίου και η εμφάνιση της κοινής γνώμης– αφήνει πολλά περιθώρια για τη γόνιμη χρήση του όρου στα συμφραζόμενα της Κωνσταντινούπολης του 19ου αιώνα. Επιπλέον, τα γνωρίσματα αυτά είχαν άμεση σχέση με την πολιτισμική και κοινωνική φυσιογνωμία των αστικών στρωμάτων των μη μουσουλμάνων αλλά και της αναδυόμενης νέας οθωμανικής γραφειοκρατίας.
2. Η συγκρότηση του δημόσιου χώρου στην Κωνσταντινούπολη την περίοδο του Τανζιμάτ (1839-1876)
Η διαμόρφωση του δημόσιου χώρου στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και γενικότερα στην αυτοκρατορία, μπορεί να τοποθετηθεί στην περίοδο των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων του 19ου αιώνα (Τανζιμάτ) –κυρίως στην περίοδο της εισαγωγής της ισονομίας μουσουλμάνων και μη μουσουλμάνων– και του πολιτικού πλαισίου που τις διαμόρφωσε. Το πλαίσιο αυτό συνίσταται στην ενίσχυση της οθωμανικής κεντρικής εξουσίας, την άνοδο των αποσχιστικών εθνικών κινημάτων, ιδίως των χριστιανικών πληθυσμών, και την εντατικοποίηση της ευρωπαϊκής παρέμβασης στα οικονομικά και πολιτικά πράγματα της αυτοκρατορίας. Η σχετική πολιτική φιλελευθεροποίηση μετά το 1856 αλλά και η ένταση της οικονομικής δραστηριότητας και της εσωτερικής μετανάστευσης που παρατηρήθηκε επέδρασαν άμεσα στις διαδικασίες συγκρότησης του δημόσιου χώρου. Το ζήτημα της εσωτερικής μετανάστευσης δεν μπορεί να αναλυθεί εδώ, αλλά ο αναγνώστης πρέπει να έχει υπόψη του ότι τελικά η ελληνορθόδοξη κοινότητα της Κωνσταντινούπολης –με τον πληθυσμό της στο σύνολό του– δεν υπήρξε στατική αλλά μεταβαλλόμενη μέσα από τη συνεχή ροή ανθρώπων και δικτύων που μετακινούνταν, εγκαθίσταντο ή μετανάστευαν.
2.1. Ο ρόλος του Τύπου
Κατά το 19ο αιώνα πύκνωσαν οι πρακτικές και οι τεχνολογίες που μπορούσαν να υπηρετήσουν το δημόσιο διάλογο και την επικοινωνία μεγάλης κλίμακας. Είναι εύκολο να καταλάβουμε το ρόλο της τεχνολογίας του έντυπου μέσου και του Τύπου ειδικότερα σε αυτή την υπόθεση. Δεκάδες φύλλα καθημερινής ή περιοδικής ενημέρωσης εμφανίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη το 19ο και τον 20ό αιώνα σε πολλές γλώσσες. Ο Τύπος εδραιώθηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και, παρά τις περιπέτειές του κατά τη χαμιτική περίοδο, διατήρησε κεντρική θέση στην πολιτική ζωή. Ο ελληνόφωνος Τύπος αναπτύχθηκε γρήγορα με εφημερίδες τακτικής κυκλοφορίας (Νεολόγος, Κωνσταντινούπολις, Ανατολικός Αστήρ, Θράκη κ.ά.), εβδομαδιαία και μηνιαία έντυπα. Το ίδιο ίσχυε για τις εφημερίδες που τυπώνονταν σε άλλες γλώσσες, στα οθωμανικά, αρμενικά, εβραϊκά, γαλλικά και ιταλικά. Κάποιες από τις εφημερίδες και τα έντυπα ήταν βραχύβια, άλλα είχαν σταθερή εκδοτική πορεία, πάντως όλα μαζί διαμόρφωσαν τον επικοινωνιακό χώρο στον οποίο θεμελιώθηκε ο δημόσιος χώρος.
Θα έπρεπε, όμως, να επεκτείνουμε το σκηνικό αυτό συνυπολογίζοντας τα ζητήματα που απασχόλησαν τη δημόσια συζήτηση μέσω του Τύπου και εμφανίστηκαν στο χώρο αυτό. Δεν πρόκειται απλώς για ζητήματα πολιτικού ή εκπαιδευτικού ενδιαφέροντος, ή τουλάχιστον όχι μόνο για αυτά. Πρόκειται για την ανάδειξη ενός ευρύτατου καταλόγου ζητημάτων, από τη φτώχεια και τη φιλανθρωπία, την εκπαίδευση, τις έμφυλες σχέσεις και την κατανάλωση, τη δημόσια ασφάλεια και τις επιδημικές ασθένειες, την ιστορία και τις επιστήμες κ.ά., τα οποία παρουσιάστηκαν και συζητήθηκαν σταθερά όλο το διάστημα, από τα πρώτα μεταρρυθμιστικά διατάγματα μέχρι και το τέλος της αυτοκρατορίας. Για τα ζητήματα αυτά, που έρχονταν και επανέρχονταν, διαμορφώθηκαν γνώμες και διαφωνίες σε ένα ευρύτερο εγγράμματο κοινό που διαπερνούσε τις κάθετες διαχωριστικές γραμμές των θρησκευτικών κοινοτήτων. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι σε αντίθεση με άμεσα και φλέγοντα πολιτικά ζητήματα, που συχνά αντιμετώπιζαν την καχυποψία της οθωμανικής λογοκρισίας, ιδίως κατά τη χαμιτική περίοδο, άλλα δημόσια ζητήματα παρέμειναν σταθερά στο προσκήνιο του δημόσιου ενδιαφέροντος.
2.2. Σύλλογοι και λέσχες ως χώροι δημόσιου διαλόγου
Η διαμόρφωση του δημόσιου χώρου δε συνδέεται μόνο με την έντυπη επικοινωνία αλλά και με τη «θεσμοποίηση» της κοινωνικής συναναστροφής και της δημόσιας συζήτησης με την ίδρυση συλλόγων, λεσχών, αναγνωστηρίων και άλλων ανάλογων χώρων. Οι ελληνορθόδοξοι διακρίθηκαν ιδιαίτερα στη δημιουργία τέτοιων ιδρυμάτων, συγκροτώντας μερικές εκατοντάδες από αυτά κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Τα περισσότερα βέβαια ήταν θνησιγενή και δεν κατάφεραν να επιβιώσουν μετά τη ιδρυτική τους διακήρυξη, αλλά ορισμένα από αυτά όπως ο Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως, η Αδελφότης Κυριών του Πέραν, η Λέσχη Ξηροκρήνη και ορισμένα άλλα είχαν αξιοθαύμαστη παρουσία. Βέβαια, αντίστοιχα ιδρύματα, λίγο πολύ της ίδιας μορφής, δημιούργησαν και μέλη άλλων εθνοθρησκευτικών ομάδων. Στα ιδρύματα αυτά επινοήθηκε μια ολόκληρη διαδικασία παρουσίασης, ενημέρωσης και συζήτησης θεμάτων δημόσιου ενδιαφέροντος, αν και συνήθως αποκλείονταν ρητά θέματα που μπορούσαν να προκαλέσουν πολιτικές ή θρησκευτικές αντιπαραθέσεις. Για το λόγο αυτό τα καταστατικά των ιδρυμάτων διευκρίνιζαν τι ακριβώς ήταν θεμιτό να συζητηθεί και τι ακριβώς αποτελούσε «ευπρεπή» και «ωφέλιμη» δημόσια συζήτηση.
2.3. Ο ρόλος της εκπαίδευσης στη διαμόρφωση του δημόσιου χώρου
Η συσχέτιση του δημόσιου χώρου με το πλαίσιο των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων και την ανάπτυξη της τεχνολογίας του έντυπου μέσου και των συλλόγων δεν εξαντλεί το ζήτημα. Η διαμόρφωση του δημόσιου χώρου θεμελιώθηκε τελικά στην εμφάνιση ενός εκπαιδευτικού συστήματος και ενός εγγράμματου κοινού που ήταν σε θέση να παρακολουθήσει τα δημόσια ζητήματα. Δεν υπονοείται εδώ ότι η εκπαίδευση αποτελούσε την προϋπόθεση εκείνη που προετοίμασε τη διαμόρφωση του δημόσιου χώρου, αλλά μάλλον ότι ανάμεσα στο χώρο αυτό, την εκπαίδευση και την εμφάνιση ενός εγγράμματου κοινού, υπήρχε μια αμοιβαία σχέση παραγωγής. Η εκπαίδευση στην Κωνσταντινούπολη ακολούθησε μια εντατική πορεία εμπλέκοντας όλες τις θρησκευτικές κοινότητες. Ξεκινώντας από μια ασταθή και περιορισμένη αφετηρία άμεσα προσδιορισμένη από τη θρησκευτικού τύπου εκπαίδευση, το εκπαιδευτικό σύστημα αναπτύχθηκε με γρήγορους ρυθμούς διαμορφώνοντας τόσο διαφορετικές βαθμίδες εκπαίδευσης, διαιρεμένης κατά φύλα, αλλά και διδασκαλεία, ενώ η διδασκαλία επεκτάθηκε και σε νέα γνωστικά αντικείμενα. Κατά βάση, το εκπαιδευτικό σύστημα αφορούσε τις κατώτερες βαθμίδες, αλλά επεκτάθηκε τόσο στη μέση εκαίδευση και για τα δύο φύλα όσο και σε σχολεία που παρείχαν εξειδικευμένο πρόγραμμα μαθημάτων επαγγελματικής κατάρτισης.
Το εκπαιδευτικό αυτό σκηνικό δεν περιορίστηκε στα επίσημα οθωμανικά σχολεία ή τα σχολεία των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων, αλλά ενσωμάτωσε και αυτά που δημιούργησαν οι δυτικές ιεραποστολές ή η ιδιωτική πρωτοβουλία. Η διαμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος δεν μπορεί να ερμηνευτεί στη βάση μιας μετάβασης από μια θρησκευτικού τύπου εκπαίδευση σε μια άλλη περισσότερο κοσμική και «διαφωτισμένη». Οι θρησκευτικές αρχηγεσίες, είτε πρόκειται για το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τις άλλες μη μουσουλμανικές θρησκευτικές αρχές είτε για τους μουσουλμάνους ουλεμά, διατήρησαν σε μεγάλο βαθμό τον έλεγχο του συστήματος και της διδασκαλίας. Από την άλλη πλευρά το σύστημα αυτό τελικά ανέδειξε την αξία της εγγραμματοσύνης και της εκπαίδευσης γενικότερα, απευθύνθηκε άμεσα και στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και παρήγε ένα όλο και διευρυνόμενο εγγράμματο κοινό που ήταν σε θέση να ασχοληθεί με δημόσια ζητήματα. Αυτή την κατεύθυνση αντανακλά και ο «ανοιχτός» κοινωνικά χαρακτήρας του εκπαιδευτικού συστήματος, με την έννοια ότι στόχος του ήταν η αφομοίωση στους μηχανισμούς του όλων των κοινωνικών ομάδων και όχι μόνο των οικονομικά ισχυροτέρων. Απόφοιτοι αυτού του συστήματος συνέχιζαν πανεπιστημιακές σπουδές στην Αθήνα, το Παρίσι, τη Βιέννη και αλλού και επέστρεφαν συνήθως στην Κωνσταντινούπολη για να εργαστούν ως γιατροί, δικηγόροι, αρχιτέκτονες, μηχανικοί κ.ά., συμβάλλοντας στη διεύρυνση των νέων δυναμικών επαγελματικών στρωμάτων της οθωμανικής πρωτεύουσας. Δεν είναι τυχαίο ότι μέλη αυτών των ομάδων, κυρίως οι γιατροί, είχαν σταθερή συμμετοχή στο δημόσιο διάλογο για πολλά ζητήματα.
Η εγγραμματοσύνη, επομένως, αποτέλεσε μια προϋπόθεση του δημόσιου χώρου, αλλά ταυτόχρονα τροφοδοτήθηκε από αυτόν στο βαθμό που μπορούσε να βρει διέξοδο μέσα από την ανάδειξη δημόσιων ζητημάτων στον Τύπο και τις λέσχες. Πάντως, η θεμελίωση της εγγραμματοσύνης ως αξίας δημιουργούσε ένα πρόβλημα. Αν ο εγγράμματος είχε τη δυνατότητα να παρακολουθήσει δημόσια ζητήματα από πλεονεκτική θέση ακριβώς γιατί μπορούσε να διαβάσει και να μιλήσει γι’ αυτά, τότε από ποια θέση μπορούσε να μιλήσει ο μη εγγράμματος; Θα ήταν τουλάχιστον παράδοξο να πιστέψουμε ότι οι μη εγγράμματοι δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για τα δημόσια ζητήματα που απασχολούσαν το εγγράμματο κοινό, ιδίως στο βαθμό που κάποια από αυτά, όπως η φιλανθρωπία, η εκπαίδευση, η παροχή ιατρικών υπηρεσιών κ.ά., τους αφορούσαν άμεσα. Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα σύνθετο διότι παραπέμπει σε παράλληλες και διαφορετικής έντασης επικοινωνιακές διαδικασίες οι οποίες συσχέτιζαν άμεσα τους εγγράμματους και τους μη εγγράμματους σε ένα πλέγμα άνισων σχέσεων.
Από την άλλη πλευρά, η εγγραμματοσύνη, οι εγγράμματοι και το συμβολικό κεφάλαιο που διέθεταν θέτουν εκ των πραγμάτων τον περιοριστικό και τον κοινωνικά προσδιορισμένο χαρακτήρα του δημόσιου χώρου. Ο ίδιος ο λόγος τους συγκροτούσε σημεία διαφοροποίησης σε σχέση με το «λαϊκό» και τα λαϊκά στρώματα. Τα τελευταία δεν ήταν σε θέση να εκπροσωπήσουν ικανοποιητικά τον εαυτό τους και κατά βάση εμφανίζονταν μέσα στο λόγο των εγγράμματων αστών με τρόπους που βεβαίως δεν έλεγχαν. Αν και το εγγράμματο κοινό ήταν πολύ ευρύτερο αριθμητικά από την υπό στενή έννοια αστική επιχειρηματική τάξη, τελικά η φαντασιακή συνοχή του κοινού αυτού θεμελιωνόταν στην πεποίθηση μιας ηγετικής θέσης που πρόσφερε η εγγραμματοσύνη αλλά και άλλες αξίες, όπως η «ευπρέπεια», η «υγιεινή», η «εργασιακή ηθική» κ.ά.· αυτές αποκτούσαν νόημα μόνο σε σχέση με τα αντίθετά τους, τα οποία σχεδόν πάντα ταυτίζονταν από τους εγγράμματους με τη φυσιογνωμία και τα γνωρίσματα των λαϊκών μη εγγράμματων τάξεων. Η συγκρότηση του δημόσιου χώρου δεν περιορίζεται, επομένως, σε μια επικοινωνιακή ή γνωστική διάσταση, αλλά ενείχε και μια ισχυρή αξιακή συνιστώσα που εκβάλλει στη συγκρότηση κοινωνικής ιεραρχίας.
Αυτό δεν απέκλειε την αναφορά στα λαϊκά στρώματα και τα πολιτισμικά και κοινωνικά τους γνωρίσματα, αντίθετα την προϋπέθετε. Από την άποψη αυτή, η εικόνα που διαθέτουμε για τα στρώματα αυτά είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν του εγγράμματου κοινού που μιλούσε για αυτά. Ανάμεσα στο «εγγράμματο» και το «λαϊκό» συγκροτήθηκε μια αμοιβαιότητα που σημάδεψε την ανάδυση του δημόσιου χώρου. Για παράδειγμα, για τους εγγράμματους χριστιανούς ορθόδοξους τα λαϊκά στρώματα αυτά αποτελούσαν αντικείμενο λόγου, επέμβασης και ηγεμόνευσης με στόχο τη διαμόρφωση μιας συνεκτικής εθνικής κοινότητας. Πολλά από τα δημόσια ζητήματα αφορούσαν τελικά τη ζωή των λαϊκών στρωμάτων και τον έλεγχό τους, με βασικότερο παράδειγμα την ένδεια και τη φτώχεια, τη δημόσια υγιεινή και την παροχή ιατρικών και φιλανθρωπικών υπηρεσιών. Πλευρές του καθημερινού λαϊκού βίου έγιναν αντικείμενο ενδιαφέροντος, προσδιορίστηκαν και αναλύθηκαν κάτω από συγκεκριμένο ιδεολογικό πρίσμα, αποκτώντας μέσα από αυτή τη διαδικασία μια συνοχή και ιδιαιτερότητα που δεν είχαν μέχρι τότε. Οι πραγματείες για την ένδεια και τη φτώχεια, τη μέθη, την ανεργία, την επαιτεία, την αμάθεια κ.λπ., που γέμιζαν τις στήλες του ελληνόφωνου Τύπου της Πόλης, συντηρούσαν διπλή στάση απέναντι στα λαϊκά στρώματα, που εμπεριείχε από τη μια πλευρά την προοπτική της αφομοίωσης, ακόμη και της εξιδανίκευσης, και από την άλλη τον αποκλεισμό και τον κοινωνικό στιγματισμό.
Για τους εγγράμματους μουσουλμάνους η λαϊκή δυσπιστία στα μεταρρυθμιστικά μέτρα του οθωμανικού κράτους υπήρξε ένα σύνθετο πεδίο επικοινωνίας με τα λαϊκά στρώματα. Η σχέση της αυτοκρατορίας με τη Δύση και οι οικονομικές συνέπειες του ευρωπαϊκού καπιταλισμού στη συντεχνιακή οργάνωση της εργασίας δημιούργησαν μεγάλη δυσαρέσκεια στους μουσουλμάνους, από την οποία άντλησαν την κριτική τους προς το οθωμανικό κράτος πολλοί εγγράμματοι μουσουλμάνοι. Για παράδειγμα, η αντίδραση στην απολυταρχική και «μιμητική» μεταρρύθμιση των φιλοδυτικών εκπροσώπων του Τανζιμάτ από την πλευρά των Νέων Οθωμανών στηρίχθηκε στην παραγωγή λογοτεχνικών στερεοτύπων όπως του Bihruz Bey, που στερούνταν κάθε αυθεντικότητας και πρωτοτυπίας και βρίσκονταν σε πλήρη απόσταση από τα λαϊκά στρώματα.3 Στην περίπτωση αυτή η εξιδανίκευση της μουσουλμανικής λαϊκής παράδοσης απευθύνθηκε περισσότερο στα εγγράμματα μουσουλμανικά στρώματα και λιγότερα προς τα λαϊκά στρώματα. Ωστόσο, ο μουσουλμανικός Τύπος αλλά και μεγάλο τμήμα της οθωμανικής γραφειοκρατίας και λογιοσύνης άρχισε εκείνη την περίοδο να αντιμετωπίζει πολλά από τα προβλήματα που απασχόλησαν τους ελληνορθόδοξους εγγραμμάτους με τρόπο που υπερέβαινε τις εθνοθρησκευτικές γραμμές. Για παράδειγμα η επαιτεία, οι επιδημίες και η διαχείριση του μεγάλου αριθμού των άπορων φτωχών που σωρεύονταν στην Πόλη κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, αρχής γενομένης με τη βίαιη μετακίνηση χιλιάδων μουσουλμάνων μετά το Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878, αντιμετωπίστηκαν ως προβλήματα της οθωμανικής πόλης με τρόπο ανάλογο του ελληνορθόδοξου Τύπου.
3. Οι αλληλοεπικαλυπτόμενοι «δημόσιοι χώροι» των εθνοθρησκευτικών κοινοτήτων
Μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα διαφορετικές πλευρές συνειδητοποίησαν ότι πολλά ζητήματα, με κυριότερο αυτό της διαχείρισης των φτωχών, διαπερνούσαν τις διαχωριστικές γραμμές των εθνοθρησκευτικών κοινοτήτων και εδραιώθηκαν ως ζητήματα κοινού δημόσιου ενδιαφέροντος. Σημαίνει άραγε αυτό ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια κατάσταση κατά την οποία διερράγη η συνοχή των διακριτών εθνοθρησκευτικών δημόσιων χώρων και ότι εμφανίστηκαν αλληλοεπικαλυπτόμενοι δημόσιοι χώροι;
Η απάντηση στο ερώτημα είναι κρίσιμη. Η συνήθης ιστοριογραφική προσέγγιση της οθωμανικής κοινωνίας θεωρεί δεδομένο τον εθνοθρησκευτικό διαχωρισμό της και τείνει να μιλά από τη σκοπιά διακριτών εθνικών ιστοριών που περιχαρακώνονται με ευκρίνεια η μια από την άλλη. Αλλά τους κάτοικους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ακόμη περισσότερο της Κωνσταντινούπολης, δεν τους χώριζαν σινικά τείχη. Παρά το γεγονός ότι ο θρησκευτικός διαχωρισμός –και οι νομικές και πολιτικές συνδηλώσεις του– παρέμεινε ενεργός και μάλιστα θεσμοθετήθηκε κατά την περίοδο των μεταρρυθμίσεων, παρατηρούνται πολλά επίπεδα επικοινωνίας ανάμεσα στις διαφορετικές θρησκευτικές κοινότητες. Από πολιτικά θέματα τα οποία έθεταν στο προσκήνιο η παρέμβαση των ευρωπαϊκών δυναμεων ή η δράση αντίπαλων εθνικιστικών κινήσεων, από φορολογικά ή οικονομικά θέματα ευρύτερης σημασίας, μέχρι τοπικά προσδιορισμένα ζητήματα που αφορούσαν την υποδομή πόλεων, τη λειτουργία σχολείων ή τον έλεγχο των επαιτών, διαμορφώθηκε μια ευρύτατη παρακαταθήκη που αφορούσε όλους τους υπηκόους της αυτοκρατορίας, ειδικότερα τα εγγράμματα τμήματά της. Σε αυτό το πλαίσιο αναπτύχθηκε ένας διάλογος που, ενώ δεν αναιρούσε την εθνοθρησκευτική διαίρεση, δεν αποσιωπούσε την ύπαρξη του «άλλου», αλλά την αναδείκνυε. Για παράδειγμα ενδιέφερε το ελληνόφωνο κοινό τι ακριβώς έλεγαν οι μουσουλμανικές εφημερίδες, αφού διάβαζε συστηματικά για τις απόψεις των μουσουλμάνων στις ειδικές στήλες των ελληνορθόδοξων εντύπων. Εξάλλου πολλοί ελληνορθόδοξοι μπορούσαν να διαβάσουν οι ίδιοι τον μουσουλμανικό Τύπο. Φυσικά ίσχυε και το αντίστροφο, καθώς πολλές μουσουλμανικές εφημερίδες φιλοξενούσαν τις απόψεις των εντύπων άλλων εθνοθρησκευτικών ομάδων.
4. Συμπεράσματα
Αναμφίβολα υπήρχαν πολλά σημεία διαφωνίας, αλλά ποιος είπε ότι ο δημόσιος χώρος πλέει στη συναίνεση; Στο παρόν κείμενο δεν υποστηρίζεται ότι αυτός ο συχνά θραυσματικός διάλογος δημιούργησε έναν ενιαίο δημόσιο χώρο, αλλά ότι μάλλον θα έπρεπε να συνυπολογιστεί στη γενική εικόνα. Αν το ζήτημα περιοριστεί στην ανάδειξη κοινών σημείων ενδιαφέροντος τότε, ναι, ένας δημόσιος διάλογος στην Κωνσταντινούπολη υπήρξε εφικτός. Αν όμως το ζήτημα τεθεί στο επίπεδο της «κοινής γνώμης», του βασικού γνωρίσματος του δημόσιου χώρου, τότε τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ο θεσμικός διαχωρισμός των θρησκευτικών κοινοτήτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία καθιστούσε τη διαίρεση της «κοινής γνώμης» σε εθνοθρησκευτική βάση ισχυρότερη από τη σύνθεσή της. Αυτό δεν απέκλειε τη σύγκλιση σε σειρά θεμάτων, όπως αυτά της δημόσιας υγιεινής και της επαιτείας, αλλά τελικά η διαμόρφωση μιας ενιαίας «κοινής γνώμης» φαίνεται πως δεν υπήρξε ζητούμενο. Ακόμη και όταν οι ελληνορθόδοξοι συζητούσαν, για παράδειγμα, θέματα όπως αυτό της εκπαίδευσης, το έκαναν συχνά σαν να μην υπήρχαν άλλα σχολεία δίπλα τους και ενδιαφέρονταν για αυτά μόνο όταν αισθάνονταν απειλή, όπως στην περίπτωση των ιεραποστολικών σχολείων. Από αυτή την άποψη υπήρχαν διαφορετικές «κοινές γνώμες» που συχνά συναντούσαν η μια την άλλη, για να απομακρυνθούν στη συνέχεια.
Μέχρι το σημείο αυτό αντιμετωπίσαμε τη συγκρότηση του δημόσιου χώρου στη Κωνσταντινούπολη ως πρόβλημα που μπορεί να αναλυθεί με βάση τις προϋποθέσεις και τα γνωρίσματα που το συνθέτουν. Εξετάσαμε, επιπλέον, το πρόβλημα των κοινών ζητημάτων και τι σήμαιναν αυτά στο επίπεδο της «κοινής γνώμης». Ας έλθουμε, όμως, στο τελευταίο που, όπως ήδη είπαμε, αποτελεί το βασικό γνώρισμα του δημόσιου χώρου κυρίως όσον αφορά την ελληνορθόδοξη κοινότητα της Κωνσταντινούπολης. Η παρουσία της «κοινής γνώμης» θεμελιώθηκε πάνω στη διασφάλιση του «δημόσιου συμφέροντος», με την έννοια ότι εμφανίστηκε ως σημείο ελέγχου για τα δημόσια πράγματα τα οποία εξυπηρετεί το συμφέρον αυτό. Η συσχέτιση αυτή καθιστά την «κοινή γνώμη», δηλαδή ένα απρόσωπο σημείο αναφοράς, δημόσιο κριτή, συσκοτίζοντας το γεγονός ότι ο κριτής αυτός είχε σαφή κοινωνικά και πολιτισμικά γνωρίσματα. Εκπροσωπούσε το αξιακό εκείνο πλαίσιο των εγγράμματων αστικών ομάδων που είχαν τη δυνατότητα και το συμβολικό κεφάλαιο να αναγορεύσουν τις δικές τους αξίες της εγγραμματοσύνης, της ευπρέπειας, της εργασίας κ.ά. σε καθολικές. Οι αξίες αυτές δεν εμφανίστηκαν ποτέ ως κοινωνικά προσδιορισμένες, αντίθετα απευθύνθηκαν σε όλους, ακόμη και στα λαϊκά στρώματα, η κουλτούρα των οποίων θεωρήθηκε διακριτή και ξένη προς τις αξίες αυτές. Η καθολικότητα με την οποία επένδυσε τις αξίες του το εγγράμματο αστικό κοινό αποτελεί πρόβλημα που συνδέεται με την ίδια τη σύσταση του δημόσιου χώρου, διότι αναδείχτηκε ως το άρρητο εκείνο υπόστρωμα πάνω στο οποίο θεμελιώθηκε η «κοινή γνώμη». Για να απευθυνθεί κάποιος σε κάποιον άλλο για κάποιο ζήτημα, έπρεπε να διαθέτει τη γνώση, την αποδοχή και τη δυνατότητα διαχείρισης αυτού του αξιακού πλαισίου. Δε θα έπρεπε να αντιμετωπίσει κανείς την παραπάνω διατύπωση περιοριστικά αλλά και παραγωγικά. Το αξιακό αυτό πλαίσιο ήταν αντικείμενο διαχείρισης και διαπραγμάτευσης για διαφορετικούς σκοπούς. Όταν οι γυναίκες εκπαιδευτικοί, όπως η Σαπφώ Λεοντιάς ή η Καλλιόπη Κεχαγιά, θέλησαν να επεκτείνουν τα όρια της γυναικείας δημόσιας δράσης, χρησιμοποίησαν συστηματικά το λεξιλόγιο της κοινωνικής ευπρέπειας και της εγγραμματοσύνης. Ωστόσο, οι διαφορετικές χρήσεις του αξιακού συστήματος των εγγράμματων στρωμάτων είχαν πάντα όρια. Τελικά ο συνδυασμός του αξιακού αυτού συστήματος και του λόγου πάνω στον οποίο θεμελιώθηκε, με το απρόσωπο εκείνο σημείο αναφοράς που λέγεται «κοινή γνώμη», τείνει να αντιστοιχεί στην αναδυόμενη κοινωνική ιεραρχία της κωνσταντινουπολίτικης ελληνορθόδοξης κοινότητας.
Επομένως το ζήτημα του δημόσιου χώρου στην Κωνσταντινούπολη αποτέλεσε ένα σύνθετο ζήτημα, ένα σημείο στο χρόνο και το χώρο, όπου διασταυρώθηκαν διαδικασίες μεγάλης κλίμακας με τους τρόπους με τους οποίους τα δρώντα υποκείμενα αναπαράστησαν τον εαυτό τους και τις σχέσεις τους και διαμόρφωσαν τις κοινωνικές ιεραρχίες τους.