1. Εισαγωγή
Η Κωνσταντινούπολη μέχρι το 18ο αιώνα έζησε υπό τη σκιά της κλασικής οθωμανικής αρχιτεκτονικής και η δημόσια εικόνα της πόλης επηρεάστηκε από το έργο του αρχιτέκτονα Μέγα (Κοτζά) Σινάν, ο οποίος ήταν χριστιανικής καταγωγής. Ο Σινάν κατασκεύασε το μεγαλύτερο αριθμό κτισμάτων σε όλη την ιστορία της αυτοκρατορίας, καθώς ήταν επικεφαλής του σώματος των αυτοκρατορικών αρχιτεκτόνων. Στην παρούσα φάση δε θα ασχοληθούμε με τις επιρροές της οθωμανικής από τη βυζαντινή αρχιτεκτονική και κυρίως με τη μίμηση του τρούλου της Αγίας Σοφίας στην κάλυψη των μεγάλων τζαμιών, διότι οι αναφορές σε ένα τμήμα του κτίσματος δεν είναι επαρκές τεκμήριο για την ανάλυση της τυπολογίας. Υπάρχουν πολλά κοινά σημεία που θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς, όπως οι ομοιότητες στην τοιχοποιία και στις κορνίζες των στεγών. Επίσης, διάφορα στοιχεία των όψεων, που δίνουν ταυτόχρονα και λειτουργικό χαρακτήρα στην κάτοψη, όπως οι αρχιτεκτονικές προεξοχές, αποτελούν στοιχεία που εμφανίζονται στη μακρόχρονη βυζαντινή οικοδομική παράδοση. Αναμφίβολα, Τούρκοι μελετητές δέχονται ότι υπήρξε πρότυπο ο ναός της του Θεού Σοφίας για τους Οθωμανούς τεχνίτες κυρίως στο τζαμί του Βαγιαζήτ.1 2. Από την Άλωση έως το 18ο αιώνα
Πριν από το Σινάν υπήρξε ένας αρχαιότερος Σινάν, ο επονομαζόμενος Ατίκ (παλαιός)· επρόκειτο για τον εξισλαμισθέντα Χριστόδουλο (ή αλλιώς Σινάν Γιουσούφ μπιν Αμπντουλάχ), αρχιτέκτονα του παλαιού τεμένους του Μωάμεθ του Πορθητή.2 Ο τάφος του βρίσκεται πίσω από το σημερινό τζαμί του Φατίχ· στην επιτύμβια πλάκα του έτους 1471 αναφέρεται ότι φυλακίστηκε και θανατώθηκε από το σουλτάνο, όταν αυτός διαπίστωσε ότι ο αρχιτέκτονας δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες του, καθώς αυτός επιθυμούσε το κτίσμα που θα έφερε το όνομά του να ξεπεράσει τη μεγαλοπρέπεια του προτύπου.
Η πόλη που στέγαζε περίπου μισό εκατομμύριο κατοίκους κατά τα μέσα του 17ου αιώνα, με το προνόμιο να συγκαταλέγεται μεταξύ των μεγαλύτερων πόλεων στην Ευρώπη, αποτυπώθηκε από διάφορους περιηγητές, με προεξάρχοντα το S. Schweigger,3 με τη μορφή των ξύλινων κατασκευών της βαλκανικής αρχιτεκτονικής ή/και με μεικτές κατασκευές από λίθο και ξύλο. Τα μόνα κτήρια που είχαν λίθινη μορφή ήταν τα τεμένη με τα κτήρια συνοδείας τους, το παλάτι του Τοπ Καπί και τα μέγαρα των υψηλόβαθμων αξιωματούχων, όπως το μέγαρο του Νταμάτ Ιμπραήμ πασά, το σημερινό Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης στην πλατεία Σουλτάν Αχμέτ, του οποίου η κατασκευή ανάγεται στο 1524. Η αναφορά σε αυτό το αστικό μέγαρο είναι εσκεμμένη, διότι ελάχιστα δείγματα ιδιωτικής αρχιτεκτονικής σώζονται μέχρι τις μέρες μας. Τα περισσότερα παλαιά μη θρησκευτικά κτίσματα της Κωνσταντινούπολης κατασκευάστηκαν κατά το 18ο, 19ο και την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Ακόμη, για τις ελληνορθόδοξες εκκλησίες δεν έχουμε εικόνα της μορφής τους πριν από το 1821, καθώς καταστράφηκαν με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης· έτσι τα κτήρια διασώζουν τη μορφή που απέκτησαν μετά το 1830. Τα μοναδικά δείγματα ελληνορθόδοξης παλαιότερης αρχιτεκτονικής είναι τα λίθινα φαναριώτικα σπίτια –από τα οποία ελάχιστα δείγματα διασώζονται, προφανώς με άλλες χρήσεις σήμερα, στη νότια όχθη του Κεράτιου κόλπου– και ο ναός της Παναγίας Μουχλιώτισσας, το μοναδικό δείγμα βυζαντινής εκκλησίας που δε μετατράπηκε σε τέμενος χάρη στον προαναφερθέντα Χριστόδουλο, σύμφωνα με τον πατριάρχη Κωνστάντιο Α΄.4 3. Οργάνωση των αρχιτεκτόνων και οι Ρωμιοί αρχιτέκτονες
3.1. Από το 15ο έως τα μέσα του 16ου αιώνα
Στα πρώιμα στάδια της οργάνωσης του οθωμανικού κράτους στην υπηρεσία της αυλής συναντούμε τους hassa mimarı, αρχιτέκτονες που ήταν οργανωμένοι σε ξεχωριστό σώμα του στρατού των γενιτσάρων. Πριν από την Άλωση δεν ήταν ξεκάθαρο αν οι αρχιτέκτονες, οι χτίστες και οι ξυλουργοί αποτελούσαν ανεξάρτητο σώμα. Στα βακουφικά καταστατικά προ του 15ου αιώνα εμφανίζεται η λέξη mimar και υπάρχει διαφοροποίηση, ανάλογα αν ο αρχιτέκτονας είναι ανακτορικός (has) ή επαρχιακός (eyalet) ή αρχιτέκτονας πόλης (şehir mimarı).5 Στις διάφορες κρατικές υπηρεσίες επιτρεπόταν η απασχόληση μη μουσουλμάνων τεχνιτών και αρχιτεκτόνων· σώζονται ακόμη και λαϊκές παραδόσεις από την ανέγερση του τεμένους Σελιμιγέ στην Αδριανούπολη –το διασημότερο έργο του Σινάν– για τον Ηλία, τον αρχιμάστορα των δουλγέρηδων (των χτιστών).6 Ο Ö.L. Barkan κοινοποιεί τα κατάστιχα με τα ονόματα, τον τόπο καταγωγής και τα ημερομίσθια των απασχολουμένων στο εν λόγω τζαμί,7 όπου προκύπτουν πολλά χριστιανικά ονόματα τεχνιτών. Το κρίσιμο θέμα για τους μη μουσουλμάνους τεχνίτες δεν ήταν να καταλάβουν υπαλληλική θέση αρχιτέκτονα, αλλά να απαλλαγούν από το φόρο προστασίας ή τον κεφαλικό φόρο, εργαζόμενοι στην υπηρεσία του σουλτάνου.8 Η υπηρεσία των αυτοκρατορικών αρχιτεκτόνων υπολογίζεται από τον C. Orhonlu ότι απαριθμούσε, στα χρόνια 1526-1689, 15-42 μέλη της συντεχνίας των αρχιτεκτόνων, που δεν ήταν όλοι μουσουλμάνοι.9 Αυτοί εργαζόταν υπό τον αρχιαρχιτέκτονα, ο οποίος διοριζόταν από τα μέλη της συντεχνίας. Συνήθως στο αξίωμα αυτό τοποθετούνταν πάντα –ή τουλάχιστον τα τελευταία 30 έτη πριν από τη διακοπή της λειτουργίας του σώματος των hassa mimarları– εκ γενετής μουσουλμάνοι ή εξισλαμισθέντες.10 Από τους Αρμένιους καλφάδες διασημότεροι ήταν έξι μέλη της οικογένειας των Μπαλγιάν11 από τρεις διαφορετικές γενιές, οι οποίοι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της επίσημης κτηριακής παραγωγής και της δημόσιας εικόνας της Κωνσταντινούπολης το 19ο αιώνα, κυρίως εισάγοντας το στιλ αμπίρ, δηλαδή τον εκλεκτικισμό του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. 3.2. Από τα μέσα του 16ου έως τα τέλη του 17ου αιώνα
Στην κλασική εποχή της οργάνωσης των αυτοκρατορικών αρχιτεκτόνων (hassa mimarları), δηλαδή από τα μέσα του 16ου έως το τέλος του 17ου αιώνα, περισσότεροι από το 40% αυτών ήταν χριστιανοί. Μάλιστα, στην ανέγερση το τεμένους του Nur-u Osmaniye (1748-55) το 80% των χτιστών καθώς και ο σχεδιαστής του, ο Συμεών Κάλφας,12 ήταν χριστιανοί υπήκοοι του σουλτάνου (zimmi).13 Εκτός από το σχεδιασμό και την εκτέλεση οποιουδήποτε μεγέθους και λειτουργίας κτηρίων –όπως μεγάλα κτηριακά συγκροτήματα (külliye), μεγάλα (cami) και μικρά τεμένη (mescid), μαυσωλεία (türbe) και στρατώνες (kışla)– οι αρχιτέκτονες ασχολούνταν και με την κατασκευή ορφανοτροφείων και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, σχολείων (medrese, mekteb), μεγάρων σε διάφορα μεγέθη (saray, konak, kasır, yalı, köşk), καραβανσαράι αλλά και εγκαταστάσεων φύλαξης και μεταφοράς ύδατος, όπως φράγματα, υδραγωγεία, κρήνες και γέφυρες. Παράλληλα συνέτασσαν προϋπολογισμούς υλικών και μισθοδοσίας για ανέγερση δημόσιων κτηρίων, έλεγχαν τα σχέδια καταστημάτων, οικιών, χανιών και άλλων κατασκευών που οικοδομούσαν ιδιώτες, καθώς και τις προϋποθέσεις άσκησης επαγγέλματος διάφορων τεχνικών της οικοδομής, δηλαδή των σοβατζήδων, μαραγκών κ.ά. Ο πρωτομάστορας έπαιρνε άδεια για την οικοδομή και πλήρωνε το φόρο στον επικεφαλής των αρχιτεκτόνων (μιμάρμπασης)· κάθε μεγάλη πόλη είχε έναν επικεφαλής των αρχιτεκτόνων, ο οποίος είχε αποκλειστικά αυτή την αρμοδιότητα.14 Επίσης οι αντιπρόσωποι των βακουφικών ιδρυμάτων, όταν επισκεύαζαν τα κτήρια τους, χρειάζονταν οπωσδήποτε την έγκριση των δημόσιων αρχιτεκτόνων. Σήμερα γνωρίζουμε τα ονόματα τεχνιτών του Θησαυροφυλακίου οι οποίοι ήταν εγγεγραμμένοι σε κατάστιχα αμοιβών, σύμφωνα με τις μισθοδοσίες «ουλουφέ» (ημερομίσθια και μηνιαίες αμοιβές) των γενιτσάρων, γεγονός που αποδεικνύει τη στενή σχέση τους με τη σουλτανική αυλή· τα ονόματά τους βρίσκονται στα αρχεία του Τοπ Καπί.15 Εκεί συναντούμε τα ονόματα:
α) του Αργυρού (Arkiroz), που το έτος 1049 (1640) επιδιορθώνει στην Καλλίπολη το βακούφι του Σινάν πασά μαζί με το «μεραμετσί (τεχνίτη) Κονσταντίν»,
β) του Φώτη Κάλφα,16 που επιδιορθώνει το έτος 1218 (1809) το κονάκι του Αχμέτ εφένδη, γραμματέα εξ απορρήτων του σουλτάνου Σελίμ Γ΄, και
γ) του Νικόλα, που το έτος 1001 (1592) συνέταξε προϋπολογισμό για την αποπεράτωση κτηρίων του σουλτάνου Σελίμ Γ΄, των οποίων ήταν ο αρχιτέκτονας.
3.3. Από το 18ο έως στα μέσα του 19ου αιώνα
Δυστυχώς οι πηγές για τα ονόματα των Ρωμιών αρχιτεκτόνων είναι διάσπαρτες και οι αναφορές αποσπασματικές. Τα καθήκοντά τους σχετίζονταν με τον κλάδο στον οποίο υπηρετούσαν. Στο περιοδικό Arkitekt της περιόδου του Μεσοπολέμου17 συναντούμε αναφορές στους Ρωμιούς αρχιτέκτονες της κεντρικής διοίκησης του 18ου αιώνα –πρόκειται για εποχή κατά την οποία φτάνουν στην περιοχή δυτικές τεχνοτροπίες και εισάγεται το μπαρόκ και το ροκοκό–,18 όπως ο Συμεών Κάλφας, που φέρεται ότι ήταν σχεδιαστής του Νur-u Οsmaniye (1748-1755) μαζί με το μιμάρμπαση Τσελεμπή Μουσταφά. Αναφέρεται επίσης το τέμενος Laleli (1759-1763), πάλι του Συμεών, ο οποίος το κατασκεύασε με το Sermimar Elhac Ağa και τον Κάλφα Κιορ (τυφλός) Γιάννη (Kalfa Kör Yani). Ο τελευταίος καταγράφεται ως συναρχιτέκτονας του νέου τεμένους του Πορθητή (Fatih 1767-1771) με το μιμάρμπαση Mehmet Tahir, καθώς το προηγούμενο καταστράφηκε, το 1766, από σεισμό. Μάλιστα στιγματίζεται η μελέτη που αποδίδει το σχεδιασμό των πολύτιμων μουσουλμανικών έργων στους ανωτέρω με την παράληψη της έρευνας των μουσουλμάνων αρχιτεκτόνων.19 Τα τεμένη Νur-u Οsmaniye και Laleli αποτελούν τα καλύτερα παραδείγματα μπαρόκ της οθωμανικής αρχιτεκτονικής ιστορίας. Ειδικότερα το Νur-u Οsmaniye έτυχε του θαυμασμού ξένων περιηγητών που ήταν σύγχρονοι της εποχής ανοικοδόμησής του· θεωρήθηκε δε από Τούρκους ερευνητές ως το μεταβατικό σχέδιο προς τον εκδυτικισμό. Ο ιστορικός αρχιτεκτονικής Ντ. Κουμπάν, αναφερόμενος στη συμβολή των καλφάδων, παραπέμπει στο Γάλλο Ch. Pertusier που έγραφε το 1815 ότι όλα τα κτήρια για τα οποία θα μπορούσε να καυχηθεί η οθωμανική κεντρική εξουσία οικοδομήθηκαν από τους Ρωμιούς. Οι ελληνικές πηγές αναφέρονται στην περίπτωση του Συμεών «αρχιτέκτονος», όπως αποκαλείται από τον Αθανάσιο Κομνηνό Υψηλάντη,20 ο οποίος το έτος 1755 φέρεται να βοηθά τον πατριάρχη Κύριλλο να αντιμετωπίσει τους αρχιερείς που ζητούσαν την απομάκρυνσή του· σημειώνεται ότι ήταν ένας από τους επιτρόπους του Κοινού 21 και «κτίζοντος τότε το τζαμί το λεγόμενον Νουρί-Οσμανιέ». Ο ίδιος ιστορικός πάντως αποδίδει την ανέγερση του Laleli στον «αρχιτέκτονα Κωνσταντίνο» (1760).22 Ο Γεδεών παραπέμπει στο τότε ανέκδοτο έργο του Καισάριου Δαπόντε Βίβλος Βασιλειών που μας «γνωρίζει τον φίλον του Κωνσταντήν κάλφαν»,23 ο οποίος «του έκτισε δε και τζαμί (του βασιλέως Μουσταφά)»· μάλιστα ο Μιλτιάδης Πολυβίου τεκμηριώνει με στοιχεία από τα αυτόγραφα επιγράμματα και τα εξοδολόγια του τελευταίου την κατασκευή προπλάσματος του καθολικού της μονής Ξηροποτάμου, δηλώνοντας ότι ήταν τουλάχιστον συνδημιουργός του εν λόγω τεμένους.24 Οι δύο αυτοί Ρωμιοί καλφάδες αποτέλεσαν τους ενδιάμεσους πολιτιστικούς κρίκους, διότι πέτυχαν να αφομοιώσουν δυτικά πρότυπα ρυθμολογίας σε λειτουργίες θεοκρατικού χαρακτήρα. Ο Γεδεών αναφέρεται σε διάφορους καλφάδες/αρχιτέκτονες και ειδικότερα: α) στο Χατζή Ανδρέα από τη Μάδυτο (έζησε στο τέλος του 18ου αιώνα), ο οποίος επισκεύασε το 1788 τον Πανάγιο Τάφο, β) στο Χατζή Κομνηνό κάλφα, που ανοικοδόμησε το ναό της Αναστάσεως Ιεροσολύμων (1809-1811), κατοικούσε στο Μέγα Ρεύμα και ήταν αρχιτέκτονας του Ναυστάθμου, γ) στο Μαρκή κάλφα (1759-1858), που το 1802 ασχολήθηκε με την όχι (τότε) μεγάλη οικοδομή της Υψηλής Πύλης, κατασκεύασε το βασιλικό περίπτερο του Αϊναλί-καβάκ και επέβλεψε την ανοικοδόμηση του (παλαιού) Νοσοκομείου του Γαλατά (1818). Ο τάφος του βρίσκεται στον περίβολο του Αγίου Δημητρίου του Κουρτουλούς μαζί με τον τάφο του Βασιλείου Ιωαννίδη (κάλφα) (1821-1903), εγγονού του,25 δ) στο Χατζή Νικολή Νικηταΐδη (+1841) από τη Λέρο, που επιμελήθηκε την ανέγερση ή αποπεράτωση των ναών τεσσάρων Αγίων Γεωργίων, του πατριαρχικού και του αγιοταφικού ναού στο Φανάρι, του Εντιρνέ Καπού και του Κυπαρισσά στα Ψαμαθιά, αλλά και της Αναλήψεως και του Αγίου Νικολάου στο Τζιμπαλί. Επίσης απασχολήθηκε και στο μαυσωλείο του σουλτάνου Χαμίτ Α΄, ε) στους αδελφούς Γαϊτανάκηδες από τη Μάδυτο, το Χατζή Στεφανή, το Χατζή Δημήτρη και το Χατζή Σάββα, που εισχώρησαν στο παλάτι όταν ανέβηκε στο θρόνο ο «αγαθός και ευγενής σουλτάνος Μετζήτ» (1839-1861). Από αυτούς ο Δημήτρης αποπεράτωσε το κτήριο της Υψηλής Πύλης.26 3.4. Από τα μέσα του 19ου έως τον 20ό αιώνα
Οι τεχνίτες της εποχής ζώντας σε μια πολυεθνική αυτοκρατορία ήταν υποχρεωμένοι να κατασκευάζουν χωρίς διάκριση κάθε είδους κτίσματα, δημιουργώντας μια κοινή γλώσσα, κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, που ευνοούσε την ανταλλαγή μορφών, τεχνικών, ακόμα και τυπολογικών στοιχείων. Έτσι η ελληνορθόδοξη θρησκευτική αρχιτεκτονική δανειζόταν στοιχεία από την οθωμανική, ενώ οι Ρωμιοί καλφάδες έχτιζαν τζαμιά τόσο καλά όσο και εκκλησιές. Η ανάγκη για την ίδρυση σχολών που θα εκπαίδευαν τα στελέχη ενός σύγχρονου κράτους αρχίζει το 18ο αιώνα, στο πλαίσιο του εκδυτικισμού που χαρακτηρίζεται από την ίδρυση τυπογραφείου, την ανανέωση του στόλου και την απαρχή της εκπαίδευσης των αξιωματικών του ναυτικού και των τεχνιτών ναυπήγησης στη Σχολή Μηχανικών Mühendishane, το έτος 1773, επί βασιλείας του σουλτάνου Μουσταφά Γ΄.27 Το 1882 με τις «μεταρρυθμίσεις» ιδρύεται η Σχολή Καλών Τεχνών με ανεξάρτητο τμήμα Αρχιτεκτονικής, στα χνάρια της γαλλικής Beaux Arts, η οποία στελεχώνεται από ξένους καθηγητές.
Με τις έρευνες των τελευταίων ετών έχουν δημοσιευτεί κατάλογοι ονομάτων αρχιτεκτόνων που δραστηριοποιήθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη σύγχρονη Τουρκία. Μάλιστα καταγράφονται χωριστά οι ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοί που εργάζονταν για το κράτος τη χρονική περίοδο 1869-1922, βάσει της ετήσιας εμπορικής επιθεώρησης Annuaire Oriental.28 Έτσι οι αρχιτέκτονες εντάσσονται σε δύο κατηγορίες: α) Aυτοκρατορικοί αρχιτέκτονες (οι ημερομηνίες αφορούν τα έτη δημοσίευσης στην επιθεώρηση και αντιστοιχούν σε πληροφορία του προηγούμενου έτους): 1. Βασιλάκης μπέης Ιωαννίδης, 1889-1901. Αποκαλείται architecte du palais impériale. Ο ναός της Αγίας Τριάδας στο Ταξίμ ολοκληρώθηκε με τα σχέδια του αρχιτέκτονα την τριετία 1876-1879.29 Επίσης ανέλαβε την οικοδόμηση του Ιωακείμειου Παρθεναγωγείου το 1879.30 Από το σημερινό Στρατηγείο Ναυτικού της Βόρειας Θάλασσας θεωρείται ότι είναι ο αρχιτέκτονας του κτηρίου διοίκησης της Υπηρεσίας Ναυτικού, στην παραλία του Κεράτιου κόλπου· πρόκειται για ένα από τα καλύτερα δείγματα της οριενταλιστικής ρυθμολογίας.31 2. Γιάγκος μπέης Ιωαννίδης, 1897-1908. Αποκαλείται architecte en chef de S.M.I. le Sultan. Γιος του προηγούμενου, υπηρέτησε στην Υπηρεσία του Ναυτικού (Bahriye Nezareti) ως επιβλέπων αρχιτέκτονας το 1901, ως στέλεχος της Διεύθυνσης Φάρων μεταξύ 1903-1904 και 1905-1920 και επιθεωρητής του γραφείου των μηχανολόγων μηχανικών την περίοδο 1903-1904. Επίσης ανέλαβε την ανέγερση του Ζάππειου Παρθεναγωγείου ως αρχιτέκτονας32 ενώ την ίδια εποχή ήταν μέλος του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου.33 Σύμφωνα με την επιθεώρηση Annuaire Oriental, ο Γιάγκος μπέης απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά του το 1907. β) Aρχιτέκτονες κρατικών υπηρεσιών στα: β1) Υπουργείο Βακουφιών, Διεύθυνση Κατασκευών και Ανακαινίσεων: 1. Θεοδωρής εφένδης, αρχιτέκτονας μηχανικός, 1911-1920 2. Γεωργιάδης εφένδης, αρχιτέκτονας, 1911-1920 3. Όθων εφένδης (Ανδρεάδης), αρχιτέκτονας, 1911-1920 4. Βασίλ(ης) εφένδης, αρχιτέκτονας, 1911-1920 β2) Υπουργείο Παιδείας: Παυλή εφένδης, αρχιτέκτονας, 1911-1913 β3) Υπουργείο Ταχυδρομείου, Τηλεγράφου και Τηλεφώνου: Δημητράκης εφένδης, αρχιτέκτονας στη Διεύθυνση Ταχυδρομείου και Τηλεγράφου, 1903 β4) Δημαρχεία: 1. Μ(ιχάλης) Μπογιατζόγλου, αρχιτέκτονας, 1906-1909 2. Γεώργιος Φραγκιάδης, αρχιτέκτονας, 1914 Αν κάτι χαρακτηρίζει τη δράση των ελληνορθόδοξων αρχιτεκτόνων είναι η πολυμορφία και η πολυγλωσσία, κυριολεκτικά και μορφολογικά. Διαφορές στιλ παρατηρούμε στον ίδιο αρχιτέκτονα ανάλογα με τις απαιτήσεις των πελατών, είτε ο πελάτης είναι το κράτος είτε ιδιώτης· παράδειγμα τρανό αποτελεί ο Βασιλάκης εφένδης Ιωαννίδης. Όλες αυτές οι προσπάθειες αναζήτησης νέου ύφους εντάσσονται στο «πνεύμα της εποχής» που πίστευαν ότι εκπροσωπούσαν οι αρχιτέκτονες του τέλους του 19ου αιώνα, συγκρινόμενοι με τους προγόνους τους που ήταν δέσμιοι από τους κανόνες και τις αρχές ενός κλειστού επαγγέλματος, του οποίου η γνώση μεταδιδόταν προφορικά και έτσι έδενε, αν όχι τα χέρια, κατά πολύ τη σκέψη.34
1. Tokalak, İ., Bizans – Osmanlı sentezi. Bizans Kültür ve Kurumlarının Osmanlı üzerindeki etkisi (İstanbul 2006), σελ. 482. 2. Aydın Yüksel, İ., “Azad edilmiş bir köle: Azadlı Sinan”, Sanat Dünyamız 73 (İstanbul 1999), σελ. 143-147. Εκεί αναφέρεται ότι στα Απογραφικά Τετράδια των Βακουφιών της Κωνσταντινούπολης İstanbul Vakıflar Tahrir Defterleri) το όνομα του Σινάν καταγράφεται σε δύο έργα: (α) στο Kumrulu Mescid στη γειτονιά Kıztaşı (1464), όπου ο Σινάν αναφέρεται “Sinan Yusuf bin Abdullahü’l- Atiku’l- mimar” και (β) σε έναν τεκέ στη γειτονιά Aşık Paşa Mahallesi (1468), όπου καταγράφεται “Hoca Sinanüddin Yusuf bin Abdullahü’l-Atiku’l-mimar el emiri”. Η λέξη atik έχει δύο σημασίες: πρώτον, αποδίδει την ιδιότητα του απελεύθερου και του «παλαιού» αρχιτέκτονα του παλατιού, για να ξεχωρίζει από το Μεγάλο Σινάν (Koca Sinan). Το Abdullah, που σημαίνει δούλος του Θεού, θεωρείται δηλωτικό χριστιανικής καταγωγής. Επίσης, τον αναφέρει ο πατριάρχης Κωνστάντιος Α΄: «[Ο ναός των Αγίων Αποστόλων] κατηδαφίσθη υπό του Μεχμέτ του Β΄, και εκ της ύλης τούτου και άλλων εκλιπόντων κτιρίων, ανήγειρεν εις το πρότερον τόπον κατά το σχήμα της Αγίας Σοφίας διά του αρχιτέκτονος Χριστοδούλου, το μέγιστον ίδιον Τέμενος με το περί αυτό Ιμαρέτιον, ήτοι Ξενοτροφείον», βλ. Κωνστάντιος ο Σιναΐτης, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Κωνσταντινιάς παλαιά τε και νεωτέρα, ήτοι, Περιγραφή Κωνσταντινουπόλεως απ’ αρχής μέχρι του νυν καθιστορούσα γενικώς τα της πόλεως ταύτης, τας πέριξ αυτής τοποθεσίας, τας τε αντιπροσώπους δύω παραλίας των Στενών του Βοσπόρου και τας παρακειμένας νήσους τη πόλει ταύτη Β (Θεσσαλονίκη 1979), σελ. 76. 3. Schweigger, S., Reisebeschreibung aus Deutschland und Jerusalem (Nüremberg 1608). 4. Κωνστάντιος ο Σιναΐτης, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Κωνσταντινιάς παλαιά τε και νεωτέρα, ήτοι, Περιγραφή Κωνσταντινουπόλεως απ' αρχής μέχρι του νυν καθιστορούσα γενικώς τα της πόλεως ταύτης, τας πέριξ αυτής τοποθεσίας, τας τε αντιπροσώπους δύω παραλίας των Στενών του Βοσπόρου και τας παρακειμένας νήσους τη πόλει ταύτη Β (Θεσσαλονίκη 1979), σελ. 91. 5. O Cengiz Orhonlu βασιζόμενος στα πρωθυπουργικά αρχεία (Başbakanlık Arşivi) διατείνεται ότι από το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα κάποιες θέσεις των αρχιτεκτονικών υπηρεσιών στις επαρχιακές πόλεις ήταν σε χέρια μη μουσουλμάνων, κυρίως Ρωμιών –στις πόλεις Κομοτηνή, Σμύρνη, Θείρα (Tire), Κουσάντασι, Φιλαδέλφεια (Alaşehir)– και Αρμενίων – στο Μπίλετζικ. Πάντως οι τίτλοι υπαλληλίας που αποδίδονταν στους αρχιτέκτονες, όπως και του αρχιαρχιτέκτονα mimar-başı, χαρακτηρίζονται από ρευστότητα και η χρήση τους εξασθενεί με το πέρασμα των αιώνων, βλ. Orhonlu, C., Osmanlı İmparatorluğunda şehircilik ve ulaşım üzerine araştırmalar (İzmir 1984), σελ. 1-26. 6. Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, Κ., Συντεχνίες και επαγγέλματα στη Θράκη, 1685-1920 (Αθήνα 1985), σελ. 104. Οι συντεχνίες των δουλγέρηδων, ξυλοκόπων και χτιστάδων πρέπει να ήταν περισσότερες από τις δύο που αναφέρονται εδώ (Φιλιππούπολης και Αδριανούπολης). Ο Μουτσόπουλος αναφέρει ότι ισνάφια (συντεχνίες) Μακεδόνων κουδαραίων (οικοδόμων) διέτρεχαν τη Μικρά Ασία και έχτιζαν μέχρι τα βάθη της Ανατολής, βλ. Μουτσόπουλος, Ν., Η αρχιτεκτονική προεξοχή «το σαχνισί», συμβολή στη μελέτη της ελληνικής κατοικίας (Θεσσαλονίκη 1988), σελ. 135, 141. 7. Barkan, Ö.L., Süleymaniye Camii ve İmareti inşaatı, 1550-1557, τόμ. Α (Ankara 1972), τόμ. Β (Ankara 1979), σελ. 63. Στο εν λόγω εργοτάξιο το 83% των χτιστών ήταν Έλληνες. Από τους 451 τεχνίτες από την περιοχή Ρωμυλίας και νησιών, οι 300 ήταν χριστιανοί. 8. Orhonlu, C., Osmanlı İmparatorluğunda şehircilik ve ulaşım üzerine araştırmalar Δ (İzmir 1984), σελ. 18. Αλλά και ο Refik δημοσιεύει το έγγραφο του 1728, με αριθμό 131: Σχετικά με την απαλλαγή από τον κεφαλικό φόρο του αρχι-αρχιτέκτονα του στόλου Δημήτρη, όπου διαβάζουμε ότι αυτός ήταν έμπειρος στην επιστήμη του και «αρχιτέκτων» του νέου καραβούλ και του καλγόν (αυτοί ήταν τύποι παλαιών πολεμικών πλοίων, άρα ο Δημήτρης ήταν και ναυπηγός) και ότι απαλλάσσεται από «τζιζγιέ» με τον όρο να προσφέρει εκατό οκάδες ελαιόλαδο το χρόνο για τις κανδήλες που καίνε στον αυτοκρατορικό ναύσταθμο, βλ. Refik, A., Onikinci asr-ı hicri’de İstanbul Hayatı 1689-1785 (İstanbul 1988), σελ. 101-102. 9. Orhonlu, C., “Town arhitects”, Atti del secondo Congresso Internazionale di Arte Turca (Napoli 1965), σελ. 705. 10. Ο Μaurice Cerasi θεωρεί ότι αυτό γινόταν μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα, όταν τοποθετήθηκε αρχιαρχιτέκτονας ο Αρμένιος Κιρκόρ Μπαλγιάν (1764-1831), βλ. Cerasi, Μ., “Late Ottoman architects and master builders”, Muqarnas 5 (1988), σελ. 90. 11. Ο Pars Tuğlacı τεκμαίρει την απονομή του τίτλου του αρχιαρχιτέκτονα στον Κιρκόρ από την επιγραφή στον τάφο του, που βρίσκεται στο νεκροταφείο του Bağlarbaşı στο Σκούταρι: “Ebniye-i Hassa-i Şâhâne Kalfası Kirkor Kalfa”. Τον τίτλο αυτό κατείχε και ο εγγονός του Σαρκίς μπέης Μπαλγιάν (1831-1899), ο τελευταίος αξιωματούχος του οθωμανικού κράτους που έφερε τον τίτλο αυτό από το 1872, ο οποίος είχε υπό την επίβλεψη του εργοτάξια που απασχολούσαν ημερησίως έξι χιλιάδες οικοδόμους, βλ. Tuğlacı, P., Osmanluı mimarlığında Balyan Ailesi’nin rolü (İstanbul 1993), σελ. 5, 430. 12. Ο Doğan Kuban αναφέρει ότι ο σουλτάνος Μαχμούτ Α΄ διέταξε να προσκομίσουν σχέδια φημισμένων εκκλησιών από την Ευρώπη και επέλεξε ένα από αυτά για την κατασκευή του τεμένους, αλλά καθώς συνάντησε τις αντιρρήσεις του ιερατίου, των ulema, εξαναγκάστηκε σε παραίτηση της πράξης του σύμφωνα με τον Άγγλο περιηγητή Dallaway. H oικοδομή αποπερατώθηκε το 1755, επί της βασιλείας του Οσμάν Γ΄ και κατά γενική παραδοχή των Τούρκων αλλά και ξένων μελετητών ο αρχιτέκτονας ήταν ο επονομαζόμενος Σύμων ή Συμεών Κάλφας, βλ. Kuban, D., Türk barok mimarisi hakkında bir deneme (İstanbul 1954), σελ. 27· Dallaway, J., Constantinople, ancient and modern: with excursions to the shores and islands of the archipelago and to the Troad (London 1797). 13. Cerasi, M., “Late Ottoman architects and master builders”, Muqarnas 9 (1988), σελ. 90. 14. Μουτσόπουλος, Ν., Η λαϊκή αρχιτεκτονική της Βέροιας (Αθήνα 1967), σελ. 51. 15. Zarif Orgun, M., “Hassa mimarları”, Arkitekt 12 (1938), σελ. 333-342. 16. Ο Μανουήλ Γεδεών γράφει ότι η παράδοση διέσωσε το όνομα του «χατζή Φώτη κάλφα, ισχυρού παρά τούρκοις, όστις συνετέλεσε… εις την τιμωρίαν και βαθμηδόν εξόντωσιν των λεηλατούντων τους έλληνας της Θράκης τούρκων τυραννίσκων», βλ. Γεδεών, Μ., Μνεία των προ εμού 1800-1863-1912 (Αθήναι 1936), σελ. 423. 17. Kumbaracılar, İ., “Türk mimarları”, Arkitekt 2-3 (1937), σελ. 59- 60, 85-86. 18. Arel, A., Onsekizinci yüzyıl İstanbul mimarisinde batılılaşma süreci (İstanbul 1975), σελ. 59-68. 19. Altan, K., “Mimar Mehmet Tahir” Arkitekt 7 (1937), σελ. 193-195. 20. Κομνηνός Υψηλάντης, Α., Τα μετά την Άλωσιν (1453-1789) (Κωνσταντινούπολις 1870), σελ. 371. Ο Γεδεών μέμφεται λέγοντας «αρχιτέκτων “βασιλικός” [ήταν] και ο Συμεών, δυστυχώς υπεστήριξε τον αχαρακτήριστον πατριάρχην Κύριλλον Ε΄», βλ. Γεδεών, Μ., Μνεία των προ εμού 1800-1863-1912 (Αθήναι 1936), σελ. 424. 21. Η Επιτροπή του Κοινού ήταν ο πρόδρομος του Διαρκούς Εθνικού Μικτού Συμβουλίου των Πατριαρχείων που έδρασε από το 1862 έως το 1923. Γεδεών, Μ., Μνεία των προ εμού 1800-1863-1912 (Αθήναι 1936), σελ. 427. 22. «Ο αρχιτέκτων Κωνσταντίνος όπου έκτιζε το τζαμί του σουλτάν Μουσταφά το εις το Λαλελί και τον καζικλαμάν και χέρσωσιν της θαλάσσης (εφ’ ης εκτίσθησαν πολλά σπίτια) τον έξω της πύλης της λεγόμενης Γενίκαπι της κατά την Προποντίδα». Βλ. Γεδεών, Μ., Μνεία των προ εμού 1800-1863-1912 (Αθήναι 1936), σελ. 385. 23. Ο Γεδεών παραθέτει από το Δαπόντε: «… έξω απ’ το τειχίον εχέρσωσε την θάλασσαν, και έκαμε χωρίον θάλασσαν εβδομήκοντα και δύο χιλιάδες πήχες, καθώς με έλεγε, θαύμα εις τους καλφάδες· του έκτισε δε και τζαμί· για του τζαμιού την χρείαν έκτισε τούτο το χωριό, και την ζωοτροφίαν». Βλ. Γεδεών, Μ., Μνεία των προ εμού 1800-1863-1912 (Αθήναι 1936), σελ. 422-423. 24. Πολυβίου, Μ., Το καθολικό της Μονής Ξηροποτάμου (Αθήνα 1999), σελ. 57-62. 25. Ο Μαρκής συγκαταλέγεται μεταξύ των επιτρόπων της Κοινότητας από εγγραφή του 1816 στον Κώδικα της Σχολής, βλ. Μελισσηνός Χριστόδουλος, επίσκοπος Παμφίλου, Τα Ταταύλα ήτοι ιστορία των Ταταούλων (Κωνσταντινούπολις 1913), σελ. 141-142, 188-190. Επίσης συναντούμε τους καλφάδες Κομνηνό και Μαρκή στην αναφορά του Tuğlacı για το κτήριο της Υπηρεσίας Ναυτικού στο Κασιμπασά, οι οποίοι ήταν μέλη της επιτροπής ελέγχου της στατικής επάρκειας του παλαιού κτίσματος μαζί με τους Κιρκόρ Μπαλγιάν και Νικολή Κάλφα, το 1818, βλ. Tuğlacı, P., Osmanluı mimarlığında Balyan Ailesi’nin rolü (İstanbul 1993), σελ. 10. Πιθανολογείται ότι ο Βασιλάκης κάλφας (Ιωαννίδης) ήταν ένας από τους τρεις δημιουργούς του νέου κτηρίου της ίδιας υπηρεσίας μαζί με τους Αναστάση κάλφα και Σαρκίς Μπαλγιάν, το 1863, βλ. Saner, T., 19 yüzyılın İstanbul mimarlığında «Orientalizm» (İstanbul 1993), σελ. 70. 26. Γεδεών, Μ., Μνεία των προ εμού 1800-1863-1912 (Αθήναι 1936), σελ. 423-435· Μήλλας, Α., Η Χάλκη των Πριγκιπονήσων (Αθήνα 1984), σελ. 196-199· Παπαθανάση-Μουσιοπούλου, Κ., Συντεχνίες και επαγγέλματα στη Θράκη, 1685-1920 (Αθήνα 1985), σελ. 86. 27. Τσιλένης, Σ., «Αναδρομή στην αρχιτεκτονική εκπαίδευση στην Τουρκία», Σύγχρονα Θέματα 63 (Αθήνα 1997), σελ. 131-138. 28. Kuruyazıcı, H., İstanbul’un unutulmuş mimarları, τομ. 30, (İstanbul 1999), σελ. 52-54· Τσιλένης, Σ., «Οι ρωμιοί “αρχιτέκτονες” καλφάδες της Πόλης, 1869-1945», Σύγχρονα Θέματα 74-75 (Αθήνα 2000), σελ. 166-179· Τσιλένης, Σ., «Οι Έλληνες αρχιτέκτονες της Κωνσταντινούπολης το πρώτο μισό του 20ού αιώνα», Πρακτικά εκλαϊκευμένων ομιλιών με θέμα Τα επαγγέλματα των Ρωμιών της Πόλης, Σύνδεσμος των εν Αθήναις Μεγαλοσχολιτών (Αθήνα 2001), σελ. 64-129. 29. Ο Βασιλάκης εφένδης εκπόνησε «σχέδιον επί τη βάσει των παλαιών θεμελίων», τα οποία είχαν κατασκευαστεί το 1867, με σχέδια του αρχιτέκτονα Ποτεσσάρου. Ο επιστάτης του ναού θυμάται ότι ο αρχιτέκτονας –μάλλον ο Ιωαννίδης– «είχε φιλοτεχνήσει ξυλότευκτον ομοίωμα του ανεγειρόμενου ναού, απαράλλακτον εν σμικρογραφία προς το σημερινόν σχέδιον αυτού», αλλά δε διασώθηκε διότι οι προσκυνητές το χρησιμοποιούσαν ως κιβώτιο προαιρετικής συνεισφοράς υπέρ του ανεγειρόμενου ναού. Αιμιλιανός, επίσκοπος Μιλήτου, Ιστορικόν υπόμνημα επί τη πεντηκονταετηρίδι του εν Σταυροδρομίω Ιερού Ναού της Αγίας Τριάδος (1880-1930) (Κωνσταντινούπολις 1930), σελ. 46-47. 30. Ιορδάνογλου, Α., Το Εθνικό Ιωακείμειον Παρθεναγωγείον Κωνσταντινουπόλεως, 1882-1988 (Θεσσαλονίκη 1989), σελ. 22. 31. Saner, T., 19 yüzyılın İstanbul mimarlığında “Orientalizm” (İstanbul 1993), σελ. 70· Batur, A., “Bahriye Nezareti binası”, στο Prof. H. Kemalî Söylemezoğlu’na (İstanbul 1982), σελ. 46. 32. Η Ιωάννα Δόκου-Ψαροπούλου αναφέρει ότι «το έργο της ανέγερσης ανέλαβε ως αρχιτέκτων ο Ι. Ιωαννίδης» χωρίς να διευκρινίζει την ημερομηνία. Παρακάτω μεταφέρει το κείμενο μαρμάρινης πλάκας στο δεξιό παραστάτη της πόρτας «Επί Σουλτάνου Abdulhamit Han Β’, Κωνσταντίνου Ζάππα χορηγούντος, Οικονόμου αρχιτεκτονούντος ανηγέρθει το Ζάππειον τούτο Παρθεναγωγείο, εν έτει σωτήριω αωπε’ (1885)» όπου προκύπτει ότι μάλλον ο Ιωαννίδης έπαιξε ρόλο κατασκευαστή ή είχε κάνει τα αρχικά σχέδια του κτηρίου, βλ. Δόκου-Ψαροπούλου, Ι., «Η ίδρυση και τα πρώτα πενήντα χρόνια λειτουργίας του Ζαππείου», στο Το Ζάππειο Παρθεναγωγείο Κωνσταντινουπόλεως, 1875-1995 (Αθήνα 1996), σελ. 61-62. 33. Τσιλένης, Σ., « Οι ρωμιοί “αρχιτέκτονες” καλφάδες της Πόλης, 1869- 1945», Σύγχρονα Θέματα 74-75 (2000), σελ. 171. 34. Το κείμενο αυτό βασίστηκε στην εργασία του Σ. Τσιλένη, βλ. Τσιλένης, Σ., «Ρωμιοί αρχιτέκτονες παρά τη Υψηλή Πύλη», Πρακτικά Γ΄ επιστημονικής ημερίδας με θέμα Ρωμιοί στην υπηρεσία της Υψηλής Πύλης, Εταιρεία Μελέτης της καθ’ ημάς Ανατολής (Αθήνα 2002), σελ. 183-236.
|
|
|