Κωνσταντίνος Ψάχος

1. Γέννηση, ανατροφή, εκπαίδευση

Ο χρόνος γέννησης του Κωνσταντίνου Ψάχου είναι ουσιαστικά άδηλος και με δυσκολία προσδιορίσιμος. Ο ίδιος αναφέρει σε βιογραφικό του σημείωμα τη 19η Μαΐου του 1876 ως ημερομηνία γέννησής του και την ίδια παραδέχονται αρκετοί από όσους έγραψαν για το βίο και τα έργα του. Ωστόσο, ισχυρές ενδείξεις οδηγούν το σημαντικότερο βιογράφο και εκδότη του, Γεώργιο Χατζηθεοδώρου,
1 στην εκτίμηση πως το έτος 1866 είναι το έτος της γέννησής του· εκτίμηση με την οποία συμφωνεί και ο Αχιλλέας Χαλδαιάκης.2

Ο Κωνσταντίνος Ψάχος, λοιπόν, γεννήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1860, στο Μεγάλο Ρεύμα Βοσπόρου της Κωνσταντινουπόλεως από αστούς γονείς. Ο πατέρας του Αλέξανδρος που καταγόταν από την Κεφαλλονιά και εξασκούσε το επάγγελμα του ζαχαροπλάστη έπεσε θύμα πολιτικής δολοφονίας λόγω της μυστικής αντικαθεστωτικής του δράσης και έτσι την ανατροφή του πολύ μικρού τότε Κωνσταντίνου και του αδερφού του, Γεωργίου, ανέλαβε η νεαρή –εικοσιτετράχρονη τότε– μητέρα του Ειρήνη-Εριφύλλη, με τη συνδρομή του παππού του, άλλων συγγενών, και κυρίως του θείου του Δημητράκη Παπαδόπουλου, ο οποίος υπήρξε και ο πρώτος δάσκαλός του στη μουσική.

Τα πρώτα γράμματα διδάχτηκε στη Σχολή του Μεγάλου Ρεύματος, όπου όπως ο ίδιος εξομολογείται τον πήγαινε σηκωτό δια της βίας μεταφέροντάς τον στους ώμους του ο μπακάλης της γειτονιάς. Σε πλήρη αντιδιαστολή λίγα χρόνια αργότερα εκβίασε την εισαγωγή του ως υπεράριθμος στην Κεντρική Ιερατική Σχολή της Κωνσταντινουπόλεως ζητώντας επιμόνως να δει για το θέμα αυτό τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄. Στην Κεντρική Ιερατική Σχολή ο Ψάχος ολοκλήρωσε την εγκύκλιο μόρφωσή του και παράλληλα διδάχτηκε την Ψαλτική από τον αρμόδιο καθηγητή και οικονόμο της Σχολής, αρχιμανδρίτη Θεόδωρο Μαντζουρανή (†1906).

2. Ψαλτική σταδιοδρομία και δράση του Ψάχου στην Κωνσταντινούπολη

Μόλις το 1887 (τη 19η Μαΐου, Κυριακή της Σαμαρείτιδος) αναλαμβάνει α΄ δομέστικος του περιώνυμου πρωτοψάλτου του ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Γαλατά, Γεωργίου Σαρανταεκκλησιώτου. Κατόπιν, το 1891, διορίζεται α΄ δομέστικος στο ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου Πέραν, όπου την πρωτοψαλτία κατείχε ο σπουδαίος θεωρητικός και πρωτοψάλτης Ευστράτιος Παπαδόπουλος, ο επονομασθείς «καμπούρης». Δίπλα του ο Ψάχος τελειοποιήθηκε στη θεωρία και την πράξη της Βυζαντινής, της εξωτερικής ανατολικής, αλλά και της δυτικής Μουσικής. Έκτοτε διακόνησε στα ψαλτικά αναλόγια της Πόλης, των περιχώρων της, αλλά και της Σμύρνης και πιθανόν της Καβάλας.

Σημαντικός σταθμός της πορείας του υπήρξε ο διορισμός του το 1896 ως πρωτοψάλτη στο ναό και ως καθηγητή Θρησκευτικών και Ελληνικών στο Παρθεναγωγείο του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου, όπου είχε την ευκαιρία να μελετήσει τα σημαντικότατα για τις κατοπινές μελέτες του μουσικά χειρόγραφα της βιβλιοθήκης του μετοχίου.

Εκτός της ψαλτικής, όμως, είχε αναπτύξει ευρύτερη πνευματική και κοινωνική δράση. Συμμετείχε στην ίδρυση και λειτουργία του Πατριαρχικού Μουσικού Συλλόγου, ανέλαβε την προεδρία της αδελφότητας «Εννέα Μούσαι», έδινε διαλέξεις και αρθρογραφούσε με θέμα τη βυζαντινή μουσική, δίδασκε στη σχολή του Πατριαρχικού Μουσικού Συλλόγου και συμμετείχε στις διάφορες επιτροπές του.

3. Ο ερχομός του Ψάχου στην Αθήνα

Στην Αθήνα της αυγής του 20ού αιώνα, στη σκιά του λεγόμενου μουσικού ζητήματος, ο τότε αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόκλητος με το Διευθυντή του Ωδείου Αθηνών, Γεώργιο Νάζο, αποφάσισαν την ίδρυση Σχολής Βυζαντινής Μουσικής και για την πλήρωση της θέσης του Διευθυντή της απευθύνθηκαν στο Πατριαρχείο. Ο Πατριάρχης Άνθιμος Ζ΄ ανταποκρίθηκε στο αίτημά τους και υπέδειξε τον Κωνσταντίνο Ψάχο ως κατάλληλο πρόσωπο γι' αυτή τη θέση. Έτσι, ο Ψάχος ταξίδεψε και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το Σεπτέμβριο του 1904 και στις 23 του ίδιου μήνα η Σχολή άρχισε τη λειτουργία της. Στην Αθήνα πλέον εντοπίζεται όλη η δράση του και η οικογενειακή του ζωή. Στις 4 Σεπτεμβρίου 1905 νυμφεύθηκε την Ευανθία Αμερικάνου από τη Σμύρνη.

4. Η διδασκαλική του δραστηριότητα στο Ωδείο Αθηνών

Εν τω μεταξύ η Σχολή του Ωδείου έχει αρχίσει τη λειτουργία της με διευθυντή τον Ψάχο και η πρώτη εκδήλωσή της γίνεται στις 22 Μαρτίου 1906. Το 1907 καταρτίζει το αναλυτικό πρόγραμμα διδασκαλίας της Σχολής, έχοντας ως πρότυπο το αντίστοιχο πρόγραμμα της Μουσικής Σχολής Κωνσταντινουπόλεως. Παρέμεινε στη θέση του μέχρι το 1919. Τότε ήρθε σε ρήξη με τη Διεύθυνση του Ωδείου από το οποίο αποχώρησε μαζί με το Μανόλη Καλομοίρη και ίδρυσε στις 20 Οκτωβρίου του ίδιου έτους το Ωδείο Εθνικής Μουσικής, το οποίο περιελάμβανε τρεις Σχολές: της Βυζαντινής, της Δημώδους και της Ασιατικής Μουσικής.

5. Η συγγραφική και εκδοτική του δράση και η εμπλοκή του στο διάλογο της εποχής του για το μουσικό ζήτημα.

Ο Ψάχος ήδη από την Κωνσταντινούπολη είχε παρουσιάσει δραστηριότητα συγγραφική, κυρίως στο πλαίσιο του Εκκλησιαστικού Μουσικού Συλλόγου, δημοσιεύοντας δικές του μελέτες ή παρουσιάζοντας εργασίες άλλων στα τεύχη των εργασιών του Συλλόγου στο Παράρτημα Εκκλησιαστικής Αλήθειας.

Στην Αθήνα πλέον απαντά ως μέλος της συντακτικής επιτροπής της μουσικής εφημερίδας Φόρμιγξ στο 1ο τεύχος του α΄ έτους της β΄ περιόδου, τη 15η Μαρτίου 1905. Η Φόρμιγξ και άλλα μουσικά περιοδικά της εποχής του φιλοξενούν συχνά δημοσιεύματά του για θέματα ιστορίας, θεωρίας και πράξης της Ελληνικής Μουσικής.

Η θεματολογία, πάντως, των δημοσιευμάτων του Ψάχου, αν και κατά το πλείστον αφορά σε ζητήματα σχετικά με τη βυζαντινή και τη δημοτική μουσική, παρουσιάζει μεγάλη ευρύτητα και ποικιλία, αποκαλύπτοντας την πολυσχιδή, ευρυμαθή και λόγια προσωπικότητά του. Ο ίδιος καταγράφει σε κατάλογο που συνέταξε περίπου 500 δημοσιεύματά του, μικρά ή μεγαλύτερα μελετήματα, άρθρα και δοκίμια, συνεντεύξεις, επιστολές, σημειώματα, σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες της εποχής του, με θέματα μουσικά και μουσικολογικά, ιστορικά, πολιτικά, διεθνών σχέσεων, κοινωνιολογικά, εκκλησιαστικά, γλωσσολογικά, λαογραφικά κ.ά. Τα κείμενά του υπογράφει συνήθως ως Κ.Α. Ψάχος ή με τα αρχικά Κ.Α.Ψ., σπανίως ολογράφως και σε πολλές περιπτώσεις με διάφορα ψευδώνυμα, όπως: Εἷς Ὀρθόδοξος, Σιωνίτης Ιερεμίας, Μουσικός Τηλέφιλος, Τέρπανδρος, Κωστάρας, Γέρων ερασιτέχνης, Πάροικος, Παράξενος, Μαθηματικός, Υπόδουλος λυτρωθείς, κ.λπ.

Το Μάρτιο του 1921, μαζί με τον καθηγητή Αρχαίων Ελληνικών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Εμμανουήλ Πεζόπουλο, άρχισε την έκδοση του περιοδικού Νέα Φόρμιγξ. Στο μεταξύ είχε δημοσιεύσει το 1917 στην Αθήνα το βασικότερο μουσικολογικό του έργο, μια μονογραφία με τον τίτλο Η Παρασημαντική της Βυζαντινής Μουσικής.

6. Μουσικολογία

Η Παρασημαντική αποτελεί μια «μακράν και εμπεριστατωμένην ιστορικήν και τεχνικήν επισκόπησιν της σημειογραφίας της Βυζαντινής Μουσικής από των πρώτων χριστιανικών χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς».
3 Ο Ψάχος παρατηρώντας τη χειρόγραφη παράδοση των ίδιων συνθέσεων μεταγραμμένων κάθε φορά στο σημειογραφικό σύστημα της κάθε εποχής απέδειξε ότι η σημειογραφία της βυζαντινής μουσικής από το 10ο έως το 19ο αιώνα ήταν «συμβολική στενογραφία», δηλαδή τα σημάδια της υπονοούσαν ολόκληρες –σε ορισμένες περιπτώσεις εκτενείς– μουσικές φράσεις.

Ο Ψάχος ασχολείται με την παλαιά σημειογραφία της βυζαντινής μουσικής και σε αρκετά άλλα μικρότερα μελετήματα, δημοσιευμένα ή ανέκδοτα. Πέραν αυτού όμως τον απασχολούν θέματα ιστορίας της βυζαντινής μουσικής,4 αισθητικής και ερμηνείας,5 μουσικής λαογραφίας – εθνομουσικολογίας,6 καθώς και θεωρίας της βυζαντινής μουσικής.

Το σπουδαιότερο θεωρητικό του έργο είναι Το οκτάηχον σύστημα της Βυζαντινής μουσικής, εκκλησιαστικής και δημώδους και το της αρμονικής συνηχήσεως, που γράφτηκε στην Αθήνα, το 1941, αλλά εκδόθηκε πολύ αργότερα, μόλις το 1980, στη Νεάπολη Κρήτης, με επιμέλεια και εισαγωγή του Γεωργίου Ι. Χατζηθεοδώρου.

7. Μελοποιία – συνηχητικό σύστημα

Ο Ψάχος επιδόθηκε συν τοις άλλοις στη μελοποιία εκκλησιαστικών ύμνων και ακολουθιών. Κάποια από τα μελοποιήματά του μάλιστα δημοσιεύθηκαν, αν και τα περισσότερα έμειναν ανέκδοτα. Μελοποίησε αρκετά στιχηρά και δοξαστικά ακολουθιών νεότερων αγίων και εορτών και καταπιάστηκε κατ’ εξοχήν με τους ύμνους της Θείας Λειτουργίας. Τα τρία βασικότερα εκδεδομένα μελουργήματά του είναι τα ακόλουθα:

Λειτουργικόν,
Αθήναι 1905 (Ανάτυπο από τη Φόρμιγγα, περίοδος Β΄, έτος Α΄), που περιέχει τα εκφωνούμενα από το διάκονο και τον ιερέα κατά τη Θεία Λειτουργία.

Η Λειτουργία,
τόμος Α΄ (Αθήναι 1909), που περιέχει τα της Θείας Λειτουργίας με διπλή συνηχητική γραμμή.

Λειτουργικοί Ύμνοι (Αθήναι 1912), που περιέχει δύο πλήρεις σειρές Χερουβικών κατά τους οκτώ ήχους, Κοινωνικά, Πολυχρονισμούς και Λειτουργικά.

Συναφής με το μελοποιητικό του έργο μπορεί να θεωρηθεί η επινόηση και εφαρμογή της διπλής συνηχητικής γραμμής –ενός συστήματος δύο αρμονικών γραμμών υπό το μέλος– οι οποίες, κατά τη διατύπωσή του, παράγουν «άκουσμα πλήρους αρμονικής, πλην ελληνικής συνηχήσεως».
7 Ο Ψάχος διατύπωσε και τη θεωρία του συστήματός του σε ιδιαίτερο κεφάλαιο, τιτλοφορούμενο «Περί αρμονικής συνηχήσεως» στο έργο του Το Οκτάηχον σύστημα της Βυζαντινής Μουσικής, εκκλησιαστικής και δημώδους και το της αρμονικής συνηχήσεως,8 πέρα από το να καταστρώνει απλώς παρτιτούρες σύμφωνα με αυτό. Οι συνηχητικές γραμμές του Ψάχου δε γνώρισαν ιδιαίτερες αντιδράσεις και κριτική. Μάλιστα, η παρουσίαση για πρώτη φορά της ακολουθίας του Εσπερινού με το αρμονικό σύστημα του Ψάχου στη Χρυσοσπηλιώτισσα στις 29 Ιανουαρίου του 1908 από τεσσαρακονταμελή χορό που γύμνασε και διηύθυνε ο ίδιος, αντιμετωπίστηκε πριν και μετά από τον τύπο της εποχής και το Ωδείο Αθηνών ως σπουδαίο καλλιτεχνικό γεγονός.

Εκτός από εκκλησιαστική μουσική ο Ψάχος συνέθεσε αρκετά έργα για ορχήστρα, άσματα και κυρίως χορικά για παραστάσεις τραγωδιών.

8. Μουσικές καταγραφές

Ένα ακόμα πεδίο της δραστηριότητας του Ψάχου υπήρξαν οι μουσικές καταγραφές δημοτικών τραγουδιών σε βυζαντινή και παράλληλη πενταγραμμική σημειογραφία. Ήδη το 1908 εξέδωσε στην Αθήνα μια συλλογή τραγουδιών (18 τουρκικών, 1 αραβικού και 1 κουρδικού) υπό τον τίτλο Ασιάς Λύρα. Ένα χρόνο αργότερα, το 1909, βρέθηκε στη Σκύρο για να καταγράψει τη δημοτική μουσική της παράδοση.9

Στο μεταξύ το Ωδείο Αθηνών έδειξε ενδιαφέρον για το έργο των καταγραφών του Ψάχου και του ανέθεσε παρόμοια αποστολή στην περιοχή του Αιγίου, εξοπλίζοντάς τον με τον καλύτερου τύπου φωνογράφο της εποχής. Το Πάσχα του 1911 ο Ψάχος συνέχισε τις καταγραφές στο χωριό Λάκκοι της Κρήτης.10 Το καλοκαίρι του 1915 μετέβη στη Γορτυνία, όπου κατέγραψε 67 άσματα της περιοχής.11
Αξιομνημόνευτες ωστόσο είναι και οι καταγραφές από τον Ψάχο των μελωδιών που εμπνεύστηκε για κάποιους από τους στίχους του Θεοτοκαρίου του (1905) ο τότε Σχολάρχης της Ριζαρείου Ιερατικής Σχολής, επίσκοπος Πενταπόλεως, Άγιος Νεκτάριος (Κεφαλάς).

9. Παναρμόνιο και Εύα Πάλμερ

Η θεωρητική ενασχόληση του Ψάχου με τα τονιαία διαστήματα της βυζαντινής μουσικής αποσκοπούσε συν τοις άλλοις στην κατασκευή ενός οργάνου ικανού να τα αποδώσει. Ο Ψάχος με τη βοήθεια της φίλης και μαθήτριάς του Εύας Πάλμερ-Σικελιανού αποδύθηκε σε αγώνα συγκέντρωσης χρημάτων για την κατασκευή του οργάνου, δικής του εμπνεύσεως και σχεδιασμού. Το Μάιο του 1922 μετέβη στο Oettingen της Βαυαρίας για να επιβλέπει την κατασκευή του οργάνου από τον οίκο οργανοποιίας Steinmeyer. Στις 27 Οκτωβρίου του 1922 όμως πέθανε η γυναίκα του Ευανθία, γεγονός που ανέκοψε τις δραστηριότητές του, στις οποίες επανήλθε επιστρέφοντας μετά από δύο μήνες περίπου στη Βαυαρία. Τέλος, τον Ιούνιο του 1924, ολοκληρώθηκε η κατασκευή του οργάνου και δύο ακόμη μικρότερων. Προς τιμήν της χορηγού του Εύας Σικελιανού ονομάστηκε «Εύειον Παναρμόνιον».

10. Δελφικές εορτές

Το Μάιο του 1927 διοργανώθηκαν για πρώτη φορά από το ζεύγος Άγγελου και Εύας Σικελιανού οι Δελφικές Εορτές, που έμελλε να καταστούν θεσμός για τα επόμενα χρόνια. Το κύριο μέρος των εορτών περιλάμβανε παραστάσεις αρχαίων τραγωδιών. Αυτή την πρώτη φορά ανέβηκε το έργο του Αισχύλου Προμηθεύς Δεσμώτης σε μετάφραση του Γρυπάρη. Η μουσική επένδυση του έργου ανετέθη –και είναι προφανές ότι σε αυτό οδήγησε η εκτίμηση από μέρους της Εύας Σικελιανού στο πρόσωπό του και την ελληνική τροπική μουσική– στον Κωνσταντίνο Ψάχο. Έκτοτε ο Ψάχος είχε ενεργό συμμετοχή με τις συνθέσεις του στις Δελφικές Εορτές μέχρι το 1930, οπότε έγραψε την μουσική για τις Ικέτιδες του Αισχύλου. Φαίνεται όμως ότι σε εκείνη τη χρονική περίοδο διαταράχθηκαν οι σχέσεις του με το ζεύγος Σικελιανού και διακόπηκε η συνεργασία τους.

Παρόλα αυτά ο Ψάχος εξακολούθησε να προβάλλει τη μουσική του για αρχαία δράματα. Στις 15 Μαρτίου του 1930 παρουσίασε χορικά από τον Προμηθέα Δεσμώτη μαζί με άλλα έργα του στο θέατρο «Ολύμπια» των Αθηνών. Και στις 27 Σεπτεμβρίου 1931 ο Οργανισμός Αρχαίου Δράματος ανέβασε στο Παναθηναϊκό Στάδιο τον Προμηθέα Δεσμώτη με τη μουσική του Ψάχου. Στις 11, 12 και 15 Αυγούστου του 1934 παρουσίασε με επιτυχία τη μουσική του στις Φοίνισσες του Ευριπίδη.

Στο μεταξύ, την 1η Δεκεμβρίου του 1932 νυμφεύθηκε στους Δελφούς τη δεύτερη σύζυγό του Αμαλία Αρμάο.

11. Ευρύτερη πνευματική και κοινωνικοπολιτική δράση, σχέσεις με τα θεσμικά κέντρα – τιμές και αξιώματα.

Η παρουσία του Κωνσταντίνου Ψάχου στην κοινωνική ζωή της εποχής του δεν περιορίστηκε στα μουσικά πράγματα. Ήδη από τον καιρό του ερχομού του στην Αθήνα συνδέθηκε με εξέχουσες προσωπικότητες, όπως ο Παλαμάς, ο Κόντογλου, ο Δροσίνης, ο Ξενόπουλος, ο Λεβίδης, η κόμισσα Ριανκούρ κ.ά.

Ο ίδιος ενδιαφερόταν για την πολιτική κατάσταση, μάλιστα για το Κόμμα των Φιλελευθέρων, και γνώριζε προσωπικά τον Ελευθέριο Βενιζέλο και το βασιλιά Κωνσταντίνο. Εξάλλου, ανέπτυξε έντονη κοινωνική και πνευματική δράση είτε με δική του πρωτοβουλία είτε διοριζόμενος σε διάφορες επιτροπές και θέσεις ευθύνης. Το 1902 βρισκόταν ανάμεσα στους ιδρυτές της «Φιλοπτώχου αδελφότητος Φαναρίου» και τον ίδιο καιρό ήταν πρόεδρος της φιλεκπαιδευτικής αδελφότητας «Εννέα Μούσαι» στην περιοχή Ξυλόπορτα της Χαλκηδόνας.

Στην Αθήνα πλέον, το 1905, πρωτοστάτησε στη σύσταση της «Κεντρικής Μουσικής Επιτροπής». Ένα χρόνο αργότερα, το 1906, εννέα μήνες από την έναρξη της θητείας του στο Ωδείο Αθηνών, το Πατριαρχείο τού απέστειλε ειδικό πιττάκιο ευαρέσκειας για την πρόοδο της Σχολής Βυζαντινής Μουσικής. Μάλιστα, το 1911, έλαβε από το Πατριαρχείο τον τίτλο του «Άρχοντος μουσικοδιδασκάλου και κληρικού της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας», και το 1912, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δαμιανός ο Δ΄ του απένειμε το χρυσό σταυρό και τον τίτλο του «Δικαιοφύλακος και Ιππότου του Παναγίου Τάφου». Στις 3 Μαρτίου του ίδιου έτους (1912) τον τίμησαν και οι μαθητές του διοργανώνοντας εορτασμό της εικοσιπεντάχρονης προσφοράς του.

Την περίοδο 1914-1916 ανέπτυξε εκτός των άλλων έντονη συνδικαλιστική δράση ως πρόεδρος του «Συνδέσμου Καθηγητών και Διδασκάλων του Ωδείου Αθηνών», που ίδρυσε ο ίδιος. Τον Ιανουάριο του 1919 μετείχε στη Μεγάλη Επιτροπή για τη Βυζαντινή Μουσική, που συστάθηκε με αφορμή τους εορτασμούς των 100 χρόνων από την Εθνική Παλιγγενεσία. Το Φεβρουάριο του 1932 διορίστηκε από τον τότε υπουργό Παιδείας Γεώργιο Παπανδρέου «Επόπτης της Μουσικής εις τους Ναούς της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος». Τέλος, στις 14 Μαΐου του 1936 εορτάστηκαν στην Αίθουσα της Αρχαιολογικής Εταιρίας Αθηνών τα 40 χρόνια δράσης του.

12. Ο θάνατός του

Δέκα χρόνια μετά το λαμπρό εορτασμό της σαραντάχρονης δράσης του, το 1946, ο Ψάχος βρίσκεται ήδη απομονωμένος και ξεχασμένος από φίλους και μαθητές, με σοβαρό πρόβλημα όρασης, να υπαγορεύει τις τελευταίες εργασίες του στη σύζυγό του και την ανιψιά του Ελένη Δουροϊωάννη (Ντάλλα). Εκείνη την χρονιά διοργανώθηκε μια ακόμη εκδήλωση προς τιμήν του στην αίθουσα του συλλόγου «Παρνασσός». Ωστόσο, πάλι αποσύρεται και λίγο αργότερα ασθενεί βαρύτατα από καρκίνο. Στις 9 Ιουλίου του 1949 πέθανε έχοντας ακούσει για τελευταία φορά από τον παρευρισκόμενο Σ. Γεωργαντά τη σύνθεσή του «Βασιλεύ των Βασιλέων» και έχοντας υπομείνει καρτερικά και με αξιοθαύμαστη πνευματική διαύγεια την τελευταία πολύμηνη και άκρως επώδυνη φάση της ασθένειάς του.




1. «Η ζωή και το έργον του Κωνσταντίνου Αλεξάνδρου Ψάχου», μελέτη προτασσόμενη στη δεύτερη έκδοση του έργου του Ψάχου, Η Παρασημαντική της Βυζαντινής Μουσικής (Αθήνα 1978), σελ. ια΄-νζ΄.

2. «Σημειώματα Κ.Α. Ψάχου επί των εντύπων μουσικών εκδόσεων της βιβλιοθήκης του, Α΄,1820-1882», στο Οι δύο όψεις της ελληνικής μουσικής κληρονομιάς – Αφιέρωμα εις μνήμην Σπυρίδωνος Περιστέρη, Πρακτικά της Μουσικολογικής Συνάξεως που πραγματοποιήθηκε στις 10 και 11 Νοεμβρίου 2000 στο Μέγαρο της Ακαδημίας Αθηνών (Αθήνα 2003), σελ. 105.

3. Στον Πρόλογο της β΄ εκδόσεως της Παρασημαντικής, Ψάχος, Κ.Α., Η Παρασημαντική της Βυζαντινής Μουσικής (Αθήνα 1978), σελ. 2.

4. Βλ. «Η Ελληνική Παιδεία και η Μουσική εν τη Μικρά Ασία και τη άλλη Ασία», Μικρασιατικά Χρονικά Β΄ (Αθήναι 1938).

5. Βλ. Περί ύφους (Ανάτυπο από τη Φόρμιγγα, έτος Ε΄, περίοδος Β΄ 1908, Αθήναι 1908).

6. Βλ. Τα δημώδη ελληνικά άσματα κατά τους αρχαίους, τους βυζαντινούς και τους νεωτέρους χρόνους (Ανάτυπο από τη Νέα Πολιτική 12, Αθήναι 1937).

7. Ψάχος, Κ.Α., «Σκέψεις τινες επί της καταστάσεως της καθ’ ημάς Βυζαντινής Εκκλησιαστικής Μουσικής», Φόρμιγξ Β΄, αρ. 15-16, 15 & 30 Νοεμβρίου 1908, σελ. 83.

8. Ψάχος, Κ.Α., Το οκτάηχον σύστημα της Βυζαντινής Μουσικής, εκκλησιαστικής και δημώδους και το της αρμονικής (Νεάπολις Κρήτης 1980), σελ. 81-86.

9. Βλ. Δημώδη άσματα Σκύρου, συλλογή α΄ (Αθήνα 1910).

10. Βλ. 50 Δημώδη άσματα Πελοποννήσου και Κρήτης (Αθήναι 1930).

11.  Βλ. Δημώδη άσματα Γορτυνίας (Αθήναι 1923).