Τζιμπαλί

1. Τοποθεσία – Ονομασία

Η περιοχή Τζιμπαλί βρίσκεται κατά μήκος των τειχών του Κερατίου, λίγο πριν από το Φανάρι και πολύ κοντά στη σημερινή τοποθεσία Ουν Καπί.1 Ονομάστηκε έτσι από την ομώνυμη πύλη, η οποία βρισκόταν ανάμεσα στην πύλη Τουφέκ-χάνε και την πύλη Αγιάς, ονομασία που έφερε παλαιότερα και η εδώ χριστιανορθόδοξη κοινότητα, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Η πύλη ονομάστηκε έτσι από ένα δερβίση από την Προύσα που συμμετείχε με το στράτευμά του στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, τον Cebe ή Cub Ali. Η παράδοση λέει ότι αυτός μπήκε πρώτος στην πόλη από την εδώ πύλη, αφού διέσχισε τον Κεράτιο με τους συντρόφους του βαδίζοντας πάνω σε μια προβιά. Σε αντάλλαγμα, ο σουλτάνος Μωάμεθ τού παραχώρησε στην περιοχή ακίνητα και εκτάσεις και έδωσε τόσο στη συνοικία όσο και στην πύλη, της οποίας η βυζαντινή ονομασία ήταν Πόρτα εις Πηγάς, το όνομά του.2 Ο μαχαλάς που δημιουργήθηκε στις εκτάσεις, οι οποίες παραχωρήθηκαν στον Cebe ή Cub Ali, εξαφανίστηκε στα τέλη του 15ου αιώνα, ωστόσο το όνομα παρέμεινε στην περιοχή και την πύλη.3

2. Πληθυσμός

Αμέσως μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, η περιοχή κατοικήθηκε από χριστιανούς και Εβραίους, οι οποίοι βρίσκονταν κυρίως κατά μήκος του Κεράτιου κόλπου, ενώ στην εντός των τειχών ζώνη διέμεναν κυρίως μουσουλμάνοι και λίγοι χριστιανοί. Το 16ο αιώνα υπήρχαν στην περιοχή αρκετά εργαστήρια, κυρίως υαλουργεία, στα οποία ίσως οφείλονταν και οι συχνές πυρκαγιές που έπλητταν τη συνοικία.4

Ο Αρμένιος Ιερεμίας Κιομουρτζιάν, που επισκέφτηκε την πόλη στα μέσα του 17ου αιώνα, επιβεβαιώνει ότι η περιοχή κατοικούνταν από Εβραίους και χριστιανούς ορθόδοξους και παρατηρεί ότι «γύρω από την πύλη Τζιμπαλί υπάρχουν και στις δύο πλευρές σπίτια ενώ στις αποβάθρες της πωλούνται πλήθος εμπορεύματα για τις ανάγκες των κατοίκων. [...] Στις ακτές του Τζιμπαλί έρχονται για ανάπαυση και διασκέδαση τα σινάφια των μπακάληδων, των ψαράδων, των χασάπηδων, των κεράδων και πολλοί άλλοι άνθρωποι του λαού».5 Σχετικά με την πύλη της Αγιάς, εκεί όπου τα τείχη δημιουργούν ένα εσωστρεφές ημικύκλιο, ο ίδιος συγγραφέας παρατηρεί ότι μόνο αυτή δεν έχει αποβάθρα και ότι κι εδώ κατοικούν παραθαλάσσια χριστιανοί ορθόδοξοι.6

Από κατάστιχο της περιόδου βασιλείας του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ πληροφορούμαστε ότι στις αρχές του 19ου αιώνα ουσιαστικά εξακολουθεί να ισχύει η παραπάνω οικιστική διάρθρωση της περιοχής. Κατά μήκος της παραλίας μεταξύ της συνοικίας Ουν Καπί και Τζιμπαλί κυριαρχούν οι Εβραίοι με λίγους ορθόδοξους, ο αριθμός των οποίων αυξάνει σημαντικά στην περιοχή μεταξύ Τζιμπαλί και Αγιά Καπί, και ελάχιστους μουσουλμάνους.7

3. Η ρωμαίικη κοινότητα

3.1. Τα όρια της ενορίας και η ιστορία της

Η ορθόδοξη κοινότητα Αγιάς ή Τζιμπαλί ήταν ουσιαστικά τμήμα της ευρύτερης περιοχής του Φαναριού. Το λιθόκτιστο γκιαβγκίρι (kargir ή kavgir = πέτρινο κτίριο) της «Κάσσας του Κοινού» αποτελούσε το 18ο αιώνα το σύνορο των ενοριών Φαναριού και Τζιμπαλί.8 Η ενορία αρχικά περιοριζόταν στα στενά όρια έξω και κατά μήκος του τείχους και γύρω από την ομώνυμη πύλη, περιοχή η οποία αποτέλεσε και τον πυρήνα της μετέπειτα μεγαλύτερης σε έκταση κοινότητας, η οποία καταλαμβάνει ουσιαστικά όλη την περιοχή κατά μήκος των τειχών μεταξύ της πύλης του Τζιμπαλί και του Πετρί καπού προς το Φανάρι. Αργότερα, το 19ο αιώνα, επεκτάθηκε και προς το εσωτερικό των τειχών.9 Δεν έχουμε συγκεκριμένα στοιχεία για τα σαφή όρια της ενορίας μέχρι το 1830, οπότε και χρονολογείται η παλαιότερη καταγραφή συνοικιών της περιοχής που έχουμε στη διάθεσή μας.10

Η ενορία του Αγίου Νικολάου Τζιμπαλί ή ενορία της Αγιάς ήταν ιδιαίτερα σημαντική και εύρωστη και, σύμφωνα με το πατριαρχικό τυπικό, ήταν η «πρώτη τη τάξει» μεταξύ των 37 ενοριών της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως.11 Στα τέλη του 16ου αιώνα διαμορφώνονται τα όρια της συνοικίας και διαχωρίζονται οι ενορίτες σε μαχαλελήδες-οσπιτάνους (μόνιμους κάτοικους της περιοχής και με ιδιοκτησία στην ενορία), οι περισσότεροι από τους οποίους διέμεναν κατά μήκος του βυζαντινού τείχους, και πεκιάρηδες-οικάτορες (άγαμους παρεπίδημους και ενορίτες που δεν είχαν ιδιοκτησία στην περιοχή), οι οποίοι σύμφωνα με πατριαρχική απόφαση περιλαμβάνονταν στην ενορία.12 Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, η δεύτερη κατηγορία ενοριτών δεν είχε δικαίωμα συμμετοχής στις κοινοτικές συνελεύσεις, γεγονός που την περίοδο αυτή δημιουργούσε ένταση μεταξύ των μελών της κοινότητας. Το θέμα πήρε διαστάσεις και τέθηκε ως ζήτημα κυρίως από τους εφόρους των σχολών όπου φοιτούσαν και τα παιδιά των οικατόρων· μετά την επέμβαση του Διαρκούς Εθνικού Μεικτού Συμβουλίου, οι τελευταίοι και όσοι από αυτούς ήταν οθωμανοί υπήκοοι που διέμεναν τουλάχιστον δύο χρόνια στη συνοικία αποκτούσαν δικαίωμα συμμετοχής στις κοινοτικές συνελεύσεις.13 Η έγκριση των εκλογικών καταλόγων της συνοικίας, σύμφωνα με τους γενικούς κανονισμούς, γινόταν από το Διαρκές Εθνικό Μεικτό Συμβούλιο.

Ίσως μπορούσαμε να εντάξουμε αυτό το περιστατικό και την έκβασή του στο πλαίσιο των γενικότερων ανακατατάξεων στη διοίκηση των ορθόδοξων κοινοτήτων μετά την εκπόνηση των γενικών κανονισμών του ορθόδοξου μιλλέτ τη δεκαετία του 1860. Εξάλλου, η λειτουργία των κοινοτήτων σύμφωνα με κανονισμούς και καταστατικά, καθώς και η θεσμική ενδυνάμωση του ρόλου των κοσμικών αντιπροσώπων στη διοίκηση των κοινοτήτων, αποτελούν κύρια χαρακτηριστικά του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα.

Η ορθόδοξη κοινότητα του Τζιμπαλί αποκτά μεγάλη σημασία όταν πλέον στα τέλη του 16ου αιώνα το Πατριαρχείο εγκαθίσταται στο Φανάρι, δυτικά της Αγιάς, και έτσι αρχίζουν να κατοικούν στην περιοχή σημαντικές φαναριωτικές οικογένειες, καπού κεχαγιάδες (kapu kehaya = αντιπρόσωποι) των παραδουνάβιων ηγεμόνων, ποστέλνικοι, δραγουμάνοι (διερμηνείς) κ.λπ., αλλά και σημαντικοί έμποροι. Ο 18ος είναι ο «χρυσός αιώνας» της κοινότητας. Οι Ρωμιοί υπερτερούν πια αριθμητικά των Εβραίων, κυρίως στις γειτονιές γύρω από την εκκλησία και προς το Φανάρι, και ανάμεσά τους ζουν και στηρίζουν την κοινότητα μερικές από τις εξέχουσες φυσιογνωμίες της ορθόδοξης κοινότητας της Κωνσταντινούπολης, όπως η οικογένεια του δραγουμάνου Γκίκα, η αρχόντισσα Μπανέσα Σούτζαινα, πεθερά του Στέφανου Μαυρογένη, δραγουμάνου του στόλου, οι οικογένειες Φενερλή, Ζαρίφη, Ζαφειροπούλου κ.ά. Σε αυτούς κυρίως ανήκουν τα διώροφα και τριώροφα γκιαβγκίρια και τα αρχοντικά της παραλιακής οδού που εμφανίζονται από τις αρχές του 18ου αιώνα και μεταμορφώνουν το τοπίο της περιοχής. Εδώ έχουν επίσης τις κατοικίες τους γουναράδες, έμποροι μεταξιού, κουγιουμτζήδες (χρυσοχόοι), τερζήδες (ράφτες) κ.ά.14 Στο παραθαλάσσιο οικόπεδο-κήπο της εκκλησίας οι ψαράδες και οι γριπάδες (ιδιοκτήτες αλιευτικών σκαφών) της κοινότητας νοίκιαζαν τα λιμανάκια, ιδιοκτησίας της εκκλησίας.15

3.2. Εκκλησίες – Αγιάσματα

Στην αμέσως μετά την Άλωση περίοδο στην ευρύτερη περιοχή γύρω από το Τζιμπαλί υπήρχαν διάσπαρτες ορθόδοξες εκκλησίες γύρω από τις οποίες κατοικούσαν χριστιανοί. Πολλές από αυτές στην πορεία μετατράπηκαν σε τζαμιά, ενώ άλλες εξαφανίστηκαν μέχρι το 17ο αιώνα, είτε λόγω των συχνών πυρκαγιών είτε λόγω της γενικότερης οικιστικής πολιτικής που υιοθέτησε το οθωμανικό κράτος από τα τέλη του 16ου αιώνα· σύμφωνα με αυτήν, οι μη μουσουλμανικοί πληθυσμοί απομακρύνονταν από το κέντρο της τειχισμένης πόλης –προκειμένου αυτό να κατοικηθεί από μουσουλμανικούς πληθυσμούς– και τοποθετούνταν προς την παραλία και γύρω από τις πύλες των τειχών.16

Αρκετά νωρίς, από το 1481 ή το αργότερο το 1512, ενοριακός ναός της συνοικίας γίνεται ο Άγιος Νικόλαος,17 ένας ναΐσκος που βρίσκεται ανάμεσα στις πύλες Αγιάς και Τζιμπαλί –εξού και το προσωνύμιο του ναού Άγιος Νικόλαος Τζιβαλίου–, πάνω στο τείχος. Ωστόσο η τοποθεσία εξακολούθησε να ονομάζεται συνοικία Αγιάς, από τον παρακείμενο βυζαντινό ναό που ήταν αφιερωμένος στην αγία Θεοδοσία. Ο ναός αυτός μετατράπηκε μερικά χρόνια μετά την Άλωση, πιθανόν το 1512, σε τζαμί και ονομάστηκε Gül Cami, ενώ μέχρι τότε πιθανόν χρησίμευε για οπλαποθήκη του οθωμανικού στόλου. Σύμφωνα με την παράδοση, οι Οθωμανοί αντίκρισαν το ναό στολισμένο με ρόδα, αφού την ημέρα της Άλωσης της πόλης στην εκκλησία γιορταζόταν η μνήμη της οσιομάρτυρος Θεοδοσίας, και έτσι του έδωσαν αυτή την ονομασία (gül = ρόδο).18 Σήμερα ο ναός εξακολουθεί να λειτουργεί ως τζαμί. Το 1837 μάλιστα, κατά τη διάρκεια επισκευών του κτηρίου, βρέθηκε ψηφιδωτή εικόνα, η οποία αποκολλήθηκε και μεταφέρθηκε στο γειτονικό ναό του Αγίου Νικολάου.19

Ο ναός του Αγίου Νικολάου δεν είναι γνωστός από τη Βυζαντινή περίοδο, αν και ο Μανουήλ Γεδεών, αναφερόμενος σε σουλτανικά διατάγματα, ισχυρίζεται ότι στη θέση αυτή υπήρχε και προ της Άλωσης εκκλησία.20 Ο συγκεκριμένος ναός έγινε γνωστός μετά τη μετατροπή του ναού της Αγίας Θεοδοσίας σε τζαμί. Αναφορές σε αυτόν κάνουν ο Gerlach το 1576 και ο Πατεράκης το 1604.21 Ο ναός καταστράφηκε από μεγάλη πυρκαγιά το 1716 και ξαναχτίστηκε λίγα χρόνια αργότερα, το 1720, οπότε και μετά την αγορά του παρακείμενου αγιάσματος του Αγίου Χαραλάμπους επεκτάθηκε ανατολικά ο χώρος του. Το 1790 έγιναν εκτεταμένες επισκευές στο ναό και χτίστηκε ο νάρθηκάς του. Το 1838, μέσα στο ευνοϊκό κλίμα, εξαιτίας της απαρχής της περιόδου των μεταρρυθμίσεων του οθωμανικού κράτους, οπότε και οι άδειες ανοικοδόμησης και επισκευής μη μουσουλμανικών ναών δίνονταν ευκολότερα, ο ναός ξαναχτίστηκε. Πιθανές καταστροφές ίσως είχε υποστεί ο ναός από το σώμα των γενιτσάρων με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης, οι οποίες και ώθησαν προφανώς στην ανοικοδόμηση αυτή, την οποία ανέλαβε ο κάλφας Χατζηνικολής Νικοταΐδης. Το 1906 επισκευάστηκε ξανά ο ναός μετά το σεισμό του 1894, οπότε και φιλοτεχνήθηκε ο ξυλόγλυπτος θρόνος του, και το 1920 ανεγέρθηκε το κωδωνοστάσιό του.22 Το εκκλησιαστικό συγκρότημα ανακαινίστηκε τελευταία φορά το 1998 από το Ίδρυμα Νικολάου Βαρδινογιάννη.23

Πέρα από το αγίασμα του Αγίου Χαραλάμπους, στο παρεκκλήσιο κάτω από το χώρο του επιτροπικού της ενορίας υπήρχε αγίασμα του Βεφά, το οποίο παλαιότερα ανήκε στη Φιλεκπαιδευτική Μακεδονική Αδελφότητα.24 Επίσης σημαντικό αγίασμα ήταν το προσαρτημένο στην ενορία Τζιβαλίου «ιερό εν Βεφά Μεϊδάν αγίασμα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου», το οποίο αναφέρεται ότι υπήρχε από τη Βυζαντινή περίοδο στη συνοικία που παλαιότερα ονομαζόταν Σφωρακίου, από το όνομα Βυζαντινού πατρικίου.25 Εδώ, σύμφωνα με μία παράδοση, είχε ταφεί και ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.26

3.3. Πληθυσμός

Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και σύμφωνα με απογραφή του καδή της πόλης, το 1478 υπήρχαν 3.151 εστίες Ρωμιών στη χερσόνησο της Κωνσταντινούπολης.27 Τον επόμενο αιώνα ο πληθυσμός, μουσουλμάνων και μη, αυξήθηκε.28 Σε ό,τι αφορά μάλιστα το χριστιανικό ορθόδοξο πληθυσμό, σύμφωνα με κατάστιχα του 1540 και του 1544, που αφορούν τα εισοδήματα του βακουφιού του Μωάμεθ Β΄, καταγράφονται εντός των τειχών 1.547 Ρωμιοί.29 Η συνοικία της Αγιάς, όπως ήταν περισσότερο γνωστή η περιοχή μέχρι τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, ήταν βακούφι της Αγίας Σοφίας αλλά ο κεφαλικός φόρος αποτελούσε έσοδο του βακουφιού του Φατίχ. Από τα παραπάνω κατάστιχα αυτού του βακουφιού πληροφορούμαστε ότι στη συνοικία Τζιμπαλί ή Αγίας Θεοδοσίας, γνωστή και ως Mahalle-i Aya ή Αya Kenisâsi Mahallesi, πριν από το 148130 υπήρχαν στην περιοχή 10 οικογένειες από τη Μυτιλήνη, 55 από την Τραπεζούντα και 50 οικογένειες ψαράδων, δηλαδή συνολικά 115 οικογένειες.31 Η προέλευση των ορθοδόξων αυτών από διαφορετικά μέρη εκτός της Κωνσταντινούπολης εντάσσεται στην εποικιστική πολιτική που ακολούθησε το οθωμανικό κράτος, μεταφέροντας στη νέα πρωτεύουσα πληθυσμούς, μουσουλμανικούς και μη, από διάφορες νεοκατακτηθείσες περιοχές. Επίσης, και σύμφωνα με τον Κριτόβουλο τον Ίμβριο, μετά την Άλωση της πόλης, ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Πορθητής εγκατέστησε εδώ Ρωμιούς «παρά τω του λιμένος αιγιαλώ της πόλεως, θαλασσίους όντας, ους πρώην Στενίτας ονόμαζον, δους αυτοίς και οικίας και ατέλειαν χρόνου ρητού».32

Από τις αρχές του 19ου αιώνα, το πληθυσμιακό κενό που δημιούργησε η μετοικεσία των ανώτερων στρωμάτων της ορθόδοξης κοινότητας του Τζιμπαλί έρχονται να το καλύψουν, κυρίως από τα μέσα του 19ου αιώνα και έπειτα, οι πολυάριθμοι ορθόδοξοι μετανάστες από διάφορα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (κυρίως Καραμανλήδες αλλά και άλλοι Μικρασιάτες, Ηπειρώτες, Μακεδόνες) και του ελληνικού βασιλείου. Οι νέοι κάτοικοι προέρχονταν κυρίως από μεσαία και χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Άλλοι από αυτούς απέκτησαν περιουσία ενώ άλλοι νοίκιαζαν σπίτια, αν και στις αρχές του 20ού αιώνα η διάκριση ανάμεσα σε οσπιτάνους και οικάτορες έχει πλέον εκλείψει.33 Τα συνεχή κύματα μετανάστευσης έχουν αποτέλεσμα η κοινότητα να εξαπλωθεί προς τα ενδότερα της περιοχής.34

3.4. Εκπαίδευση – Σύλλογοι

Η ενορία του Αγίου Νικολάου διέθετε σχολή ελληνικών από το 1770, η οποία στεγαζόταν κοντά στην εκκλησία, και «σχολείο κοινόν», το οποίο βρισκόταν απέναντι από την εκκλησία, σε ενοριακό παραθαλάσσιο κτήμα, όπως μας πληροφορεί ο Μανουήλ Γεδεών.35 Οι δύο σχολές συστεγάστηκαν γύρω στο 1837, λίγα χρόνια μετά δημιουργήθηκε παρθεναγωγείο και αργότερα και νηπιαγωγείο. Η ανοικοδόμηση κατάλληλου κτηρίου στο οικόπεδο-κήπο της εκκλησίας για τη στέγαση των εκπαιδευτηρίων της κοινότητας πραγματοποιήθηκε το 1906 με μια γενναία δωρεά του Στέφανου Ζαφειρόπουλου, προς τιμήν του οποίου το εκπαιδευτικό συγκρότημα ονομάστηκε «Ζαφειροπούλεια Εκπαιδευτήρια».36 Το μονώροφο ξύλινο κτήριο στέγασε το νηπιαγωγείο, το παρθεναγωγείο και τη σχολή αρρένων.37 Το κτήριο της σχολής επιτάχθηκε στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου, με αποτέλεσμα για το διάστημα εκείνο τα σχολικά τμήματα να φιλοξενηθούν σε σπίτια της περιοχής. Το 1906-1907 ιδρύθηκε το συσσίτιο της κοινότητας για τους ενδεείς και τους άπορους μαθητές, το οποίο στεγάστηκε σε κτήριο δίπλα από τη σχολή.38 Όπως όλες οι ρωμαίικες κοινότητες, έτσι και αυτή κατά το 19ο αιώνα παρουσίαζε έντονη σωματειακή οργάνωση. Αξίζει να αναφέρουμε τους παρακάτω συλλόγους και αδελφότητες: Το 1908 ιδρύθηκε ο γυμναστικός σύλλογος Αχιλλεύς –που διέθετε και σημαντική μπάντα, την περίφημη φανφάρα–, ο οποίος λειτούργησε μέχρι το 1922. Ο Διδασκαλικός Σύνδεσμος είχε ιδρυθεί το 1906, και το 1911 ο Διδασκαλικός Γυμναστικός Σύλλογος. Από το 1862 είχε δημιουργηθεί η «εν Φαναρίω Λέσχη Μνημοσύνη», που αρχικά στεγαζόταν εντός των ορίων της κοινότητας Τζιμπαλί. Στο πλαίσιο της δράσης της, η λέσχη πρόσφερε δημόσια μαθήματα και ανέβαζε θεατρικές παραστάσεις, ενώ το 1870 ιδρύθηκε και ερασιτεχνικός θίασος.39

3.5. Η παρακμή

Με το πέρασμα στην Τουρκική Δημοκρατία η κοινότητα αντιμετώπισε σειρά από προβλήματα. Με την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης και την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, η κοινότητα άρχισε να φυλλορροεί δημογραφικά. Οι πρώτοι που έφυγαν είναι εκείνοι που δεν περιλαμβάνονταν στην κατηγορία των établis, των εγκατεστημένων δηλαδή στην πόλη πριν από τις 5 Οκτωβρίου 1918. Το σχολικό έτος 1934-1935 φοιτούσαν στη μεικτή πεντατάξια σχολή 76 παιδιά, αριθμός που μειώνεται τα αμέσως επόμενα χρόνια. Κατά τη δεκαετία του 1920, αμφισβητήθηκε η κυριότητα μέρους της κτηματικής περιουσίας της κοινότητας.40

Γενικά, η κοινότητα του Αγίου Νικολάου στο Τζιμπαλί ήταν από εκείνες που αποδυναμώθηκαν γρήγορα στη μετά το 1923 εποχή. Μάλιστα μετά την πυρκαγιά του 1928 πολλοί ενορίτες είτε μετακόμισαν προς άλλες συνοικίες, συντηρώντας ωστόσο συχνά τα μαγαζιά τους και τα εργαστήριά τους στην περιοχή (ξυλουργεία/κερεστετζίδικα και ξυλαποθήκες σε μεγάλο βαθμό), είτε συσπειρώθηκαν γύρω από την εκκλησία. Εδώ εξάλλου συναντάμε και τους περισσότερους Ρωμιούς –Καραμανλήδες στην καταγωγή οι περισσότεροι– μέχρι και τη δεκαετία του 1950, δηλαδή στον κεντρικό δρόμο που ένωνε την παραλία με την εντός του τείχους περιοχή.41 Το 1949, σύμφωνα με πατριαρχική απογραφή, στην περιοχή διέμεναν 69 οικογένειες, ενώ στο κοινοτικό σχολείο φοιτούσαν 18 μαθητές και μαθήτριες.42 Το 1939 επανιδρύθηκε το κοινοτικό συσσίτιο ως φιλόπτωχο σωματείο, το οποίο μερικά χρόνια αργότερα πρόσφερε καθημερινά 100 μερίδες φαγητό εξυπηρετώντας και τη γύρω από το Οικουμενικό Πατριαρχείο συνοικία του Διπλοφάναρου, αλλά και την παραλιακή ζώνη του Φαναριού μέχρι τον Μπαλατά.43 Το 1953 ιδρύθηκε και φιλόπτωχος αδελφότητα στην κοινότητα.44

Ωστόσο οι δεκαετίες που ακολούθησαν και το κλίμα πόλωσης στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας, λόγω κυρίως του Κυπριακού ζητήματος, οδήγησαν στην πλήρη αποσύνθεση της κοινότητας.

Γενικά, η περιοχή του Τζιμπαλί, που φημιζόταν για τις ταβέρνες, τα καφενεία κατά μήκος του Κερατίου και τους φούρνους του, θεωρούνταν από τα πρώτα χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας και κυρίως από το 1950 και μετά κακόφημη περιοχή, πυκνοκατοικημένη και θορυβώδης. Εδώ κατοικούσαν πολλοί εσωτερικοί μετανάστες, κυρίως από τη Μαύρη Θάλασσα και ιδίως από την περιοχή Rize. To Τζιμπαλί άλλαξε μορφή τη δεκαετία του 1980, όταν πραγματοποιήθηκε η μεγάλη ανάπλαση κατά μήκος του Κερατίου και γκρεμίστηκαν όλες οι παραλιακές παράγκες και τα εργαστήρια, όπως επίσης και το ετοιμόρροπο ούτως ή άλλως κτήριο των Ζαφειροπούλειων Εκπαιδευτηρίων.




1. Βυζάντιος, Σ., Η Κωνσταντινούπολις. Περιγραφή τοπογραφική, αρχαιολογική και ιστορική Α (Αθήναι 1851), σελ. 559.

2. Belge, M., Istanbul Gezi Rehberi (Istanbul 2007), σελ. 165· Κεσίσογλου-Καρυστινού, Μ., Ενορία της Αγιάς Κωνσταντινουπόλεως – Τζιμπαλί (Αθήνα 1998), σελ. 46.

3. Κεσίσογλου-Καρυστινού, Μ., Ενορία της Αγιάς Κωνσταντινουπόλεως – Τζιμπαλί (Αθήνα 1998), σελ. 46.

4. Κεσίσογλου-Καρυστινού, Μ., Ενορία της Αγιάς Κωνσταντινουπόλεως – Τζιμπαλί (Αθήνα 1998), σελ. 47.

5. Κιομουρτζιάν, Ι.Τ., Οδοιπορικό στην Πόλη του 1680 (Αθήνα 1992), σελ. 51.

6. Κιομουρτζιάν, Ι.Τ., Οδοιπορικό στην Πόλη του 1680 (Αθήνα 1992), σελ. 52.

7. İstanbul Ansiklopedisi 7 (İstanbul 1959), σελ. 3.549 (R.E. Koçu).

8. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 73.

9. Κεσίσογλου-Καρυστινού, Μ., Ενορία της Αγιάς Κωνσταντινουπόλεως – Τζιμπαλί (Αθήνα 1998), σελ. 28, 31.

10. Κεσίσογλου-Καρυστινού, Μ., Ενορία της Αγιάς Κωνσταντινουπόλεως – Τζιμπαλί (Αθήνα 1998), σελ. 29.

11. Κεσίσογλου-Καρυστινού, Μ., Ενορία της Αγιάς Κωνσταντινουπόλεως – Τζιμπαλί (Αθήνα 1998), σελ. 28.

12. Κεσίσογλου-Καρυστινού, Μ., Ενορία της Αγιάς Κωνσταντινουπόλεως – Τζιμπαλί (Αθήνα 1998), σελ. 28, 48.

13. Κεσίσογλου-Καρυστινού, Μ., Ενορία της Αγιάς Κωνσταντινουπόλεως – Τζιμπαλί (Αθήνα 1998), σελ. 68.

14. Κεσίσογλου-Καρυστινού, Μ., Ενορία της Αγιάς Κωνσταντινουπόλεως – Τζιμπαλί (Αθήνα 1998), σελ. 50, 53-54.

15. Κεσίσογλου-Καρυστινού, Μ., Ενορία της Αγιάς Κωνσταντινουπόλεως – Τζιμπαλί (Αθήνα 1998), σελ. 55.

16. Κεσίσογλου-Καρυστινού, Μ., Ενορία της Αγιάς Κωνσταντινουπόλεως – Τζιμπαλί (Αθήνα 1998), σελ. 25.

17. Κεσίσογλου-Καρυστινού, Μ., Ενορία της Αγιάς Κωνσταντινουπόλεως – Τζιμπαλί (Αθήνα 1998), σελ. 44.

18. Βυζάντιος, Σ., Η Κωνσταντινούπολις. Περιγραφή τοπογραφική, αρχαιολογική και ιστορική Α (Αθήναι 1851), σελ. 560.

19. Κεσίσογλου-Καρυστινού, Μ., Ενορία της Αγιάς Κωνσταντινουπόλεως – Τζιμπαλί (Αθήνα 1998), σελ. 41-42.

20. Στράτος, Κ. – Γκίνης Ν., Εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης (Αθήνα 1999), σελ. 47.

21. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 129.

22. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 129-132.

23. Στράτος, Κ. – Γκίνης Ν., Εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης (Αθήνα 1999), σελ. 47.

24. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 132.

25. Η συνοικία αργότερα έγινε γνωστή με το όνομα του μολά Σεμσεδίν Γκιουρανή, ευνοούμενου του Πορθητή, και του επίσης ευνοούμενού του Σεΐχ Εμπ ουλ Βεφά, από όπου και η ονομασία Βεφά Μεϊδάν, βλ. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 137.

26. Μάλιστα, σύμφωνα με μια άλλη εξήγηση-παράδοση –προφανώς μεταγενέστερη και στα όρια του μύθου–, η ονομασία Βεφά αποτελούσε παραφθορά της φράσης «Μ’ έφαγες», που θεωρείται ότι την είπε, λίγο πριν ξεψυχήσει, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στον Οθωμανό στρατιώτη που τον σκότωσε, βλ. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 137.

27. Γεράσιμος, Σ., «Έλληνες της Κωνσταντινούπολης στα μέσα του ΙΣΤ΄ αιώνα», Η Καθ' ημάς Ανατολή Β (Αθήνα 1994), σελ. 118.

28. Σύμφωνα με οθωμανικές πηγές, μεταξύ των ετών 1520 και 1535 ο πληθυσμός των χριστιανών στην Κωνσταντινούπολη ήταν 25.252 άτομα, βλ. Mantran, R., H καθημερινή ζωή στην Κωνσταντινούπολη τον αιώνα του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (Αθήνα 1999), σελ. 79.

29. Ωστόσο αυτοί οι αριθμοί αναφέρονται μάλλον μόνο σε εκείνους που πλήρωναν κεφαλικό φόρο στο συγκεκριμένο βακούφι. Γεράσιμος, Σ., «Έλληνες της Κωνσταντινούπολης στα μέσα του ΙΣΤ΄ αιώνα», Η Καθ’ ημάς Ανατολή Β (Αθήνα 1994), σελ. 118-119.

30. Κεσίσογλου-Καρυστινού, Μ., Ενορία της Αγιάς Κωνσταντινουπόλεως – Τζιμπαλί (Αθήνα 1998), σελ. 44.

31. Γεράσιμος, Σ., «Έλληνες της Κωνσταντινούπολης στα μέσα του ΙΣΤ΄ αιώνα», Η Καθ' ημάς Ανατολή Β (Αθήνα 1994), σελ. 125-126.

32. Κεσίσογλου-Καρυστινού, Μ., Ενορία της Αγιάς Κωνσταντινουπόλεως – Τζιμπαλί (Αθήνα 1998), σελ. 45.

33. Κεσίσογλου-Καρυστινού, Μ., Ενορία της Αγιάς Κωνσταντινουπόλεως – Τζιμπαλί (Αθήνα 1998), σελ. 64, 78.

34. Κεσίσογλου-Καρυστινού, Μ., Ενορία της Αγιάς Κωνσταντινουπόλεως – Τζιμπαλί (Αθήνα 1998), σελ. 68.

35. Γεδεών, Μ., Αποσημειώματα Χρονογράφου, 1800-1913 (Αθήναι 1932), σελ. 75.

36. Κάννερ, Έ., Φτώχεια και Φιλανθρωπία στην Ορθόδοξη Κοινότητα της Κωνσταντινούπολης 1753-1912 (Αθήνα 2004), σελ. 211.

37. Κεσίσογλου-Καρυστινού, Μ., Ενορία της Αγιάς Κωνσταντινουπόλεως – Τζιμπαλί (Αθήνα 1998), σελ. 137-150.

38. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 135.

39. Κεσίσογλου-Καρυστινού, Μ., Ενορία της Αγιάς Κωνσταντινουπόλεως – Τζιμπαλί (Αθήνα 1998), σελ. 165-176.

40. Κεσίσογλου-Καρυστινού, Μ., Ενορία της Αγιάς Κωνσταντινουπόλεως – Τζιμπαλί (Αθήνα 1998), σελ. 82.

41. Κεσίσογλου-Καρυστινού, Μ., Ενορία της Αγιάς Κωνσταντινουπόλεως – Τζιμπαλί (Αθήνα 1998), σελ. 86-95.

42. Σταματόπουλος, Κ.Μ., Η τελευταία αναλαμπή. Η κωνσταντινουπολίτικη ρωμηοσύνη στα χρόνια 1948-1955 (Αθήνα 1996), σελ. 290, 297.

43. Σταματόπουλος, Κ.Μ., Η τελευταία αναλαμπή. Η κωνσταντινουπολίτικη ρωμηοσύνη στα χρόνια 1948-1955 (Αθήνα 1996), σελ. 171.

44. Σταματόπουλος, Κ.Μ., Η τελευταία αναλαμπή. Η κωνσταντινουπολίτικη ρωμηοσύνη στα χρόνια 1948-1955 (Αθήνα 1996), σελ. 169· Χρηστίδης, Χ., Τα Σεπτεμβριανά (Αθήνα 2000), σελ. 293.