Ψαμαθιά

1. Τοποθεσία – Ονομασία – Πληθυσμός

Η συνοικία Ψαμαθιά διαρθρώνεται γύρω από την ομώνυμη πύλη των θαλάσσιων τειχών της Προποντίδας και σήμερα ονομάζεται Koca Mustafa Pașa.1 Σύμφωνα με το Σκαρλάτο Βυζάντιο «η του Ψαμάθου ή Ψαμαθέως πύλη, αριθμουμένη έκτη των από του Σαραγίου προς το Επταπύργιον και δευτέρα των απ’ αυτού προς το Σαράγιον, ελέγετο, κατά τον Βανδούριον, και Πέμπτη».2 H πύλη, η οποία σήμερα δεν υπάρχει, καθώς το αντίστοιχο τμήμα των τειχών κατεδαφίστηκε μερικώς κατά τη διάνοιξη του σιδηροδρομικού δικτύου το 1871,3 όφειλε την ονομασία της «από της σωρευομένης εις την ενταύθα παραλίαν υπό των νοτίων ανέμων ψάμμου, ει και πολλοί των ημετέρων, εν οις και ο Νικηφόρος Κάλλιστος, γράφοντες Υψωμαθεία, ετυμολογούσι την λέξιν από της διαερίου αναρπαγής παιδός τινός θαυματουργηθείσης ενταύθα επί Θεοδοσίου του Νέου, διά την εις τον ύμνον του Άγιος ο Θεός γενομένην προσθήκην».4

Η περιοχή χαρακτηρίζεται «κατά το πλείστον ελληνική» με πολυάριθμη ενορία, ενώ αναφέρεται ότι σε αυτήν κατοικούν και Αρμένιοι και μουσουλμάνοι κατά μήκος των τειχών.5 Ο Αρμένιος Ιερεμίας Κιομουρτζιάν που επισκέφτηκε την πόλη στα τέλη του 17ου αιώνα αναφέρει ότι στην περιοχή κατοικούσαν περισσότερες από 1.000 αρμενικές οικογένειες, οι οποίες τελούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα στην αρμενική εκκλησία του Σουρπ Κεβόρκ. Η εκκλησία αυτή ήταν η άλλοτε βυζαντινή μονή της Περιβλέπτου –που επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ονομάστηκε Σουλού Μαναστίρ «διά το πολύυδρον του τόπου»6–, η οποία παραχωρήθηκε στους Αρμενίους στη διάρκεια της βασιλείας του σουλτάνου Μαχμούτ Α΄.7 Σύμφωνα με τον Εβλιγιά Τσελεμπί, εδώ είχαν στεγαστεί μετά την Άλωση της Πόλης οι εκτοπισμένοι Αρμένιοι της Σεβάστειας και της Τοκάτης.8 Ο Μανουήλ Γεδεών σημειώνει ότι ο ναός «ηρπάγη τω 1543 υπό των Αρμενίων και καταστραφείς επί της πυρκαγιάς του 1782 σήμερον δεν σώζει ειμή άθλια τινά ερείπια».9 Εδώ στεγάστηκε το Αρμενικό Πατριαρχείο μέχρι το 1640, οπότε και μεταφέρθηκε στη γειτονική συνοικία του Κουμ Καπί (Κοντοσκάλι).10

Από τα Ψαμαθιά περνούσε ο κεντρικός δρόμος της τειχισμένης πόλης, η βυζαντινή Μέση οδός. Η περιοχή διέθετε «ειδυλλιακούς κήπους» και «χλοερά περιβόλια», αποτελώντας «ευχάριστον αντίθεσιν προς τα λοιπά άθλια μέρη της πτωχής Κωνσταντινουπόλεως».11 Στην περιοχή υπήρχαν και πάμπολλα καπηλειά, όπου «οι παπάδες μεθοκοπούσαν μέρα-νύχτα», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Ιερεμίας Κιομουρτζιάν,12 παράδοση που συνεχίστηκε μέχρι και τον 20ό αιώνα, αφού η περιοχή ήταν φημισμένη για τις ταβέρνες της, οι περισσότερες από τις οποίες ανήκαν σε μετανάστες από τον ελλαδικό χώρο, κυρίως από την Πελοπόννησο.13

2. Ρωμαίικη κοινότητα Ψαμαθιών, 16ος-20ός αιώνας

2.1. Ο ελληνορθόδοξος πληθυσμός των Ψαμαθιών

Η περιοχή κατοικούνταν, όπως ήδη αναφέραμε, από σημαντικό αριθμό χριστιανών ορθοδόξων. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, σύμφωνα με απογραφή του καδή, το 1478 υπήρχαν 3.151 εστίες Ρωμιών στη χερσόνησο της Κωνσταντινούπολης.14 Τον επόμενο αιώνα ο πληθυσμός τόσο των μουσουλμάνων όσο και των μη μουσουλμάνων αυξήθηκε.15 Όσον αφορά μάλιστα το χριστιανικό ορθόδοξο πληθυσμό, σύμφωνα με κατάστιχα του 1540 και του 1544 που αφορούν τα εισοδήματα του βακουφίου του Μεχμέτ Β΄, καταγράφονται εντός των τειχών 1.547 Ρωμιοί.16 Σύμφωνα με τα κατάστιχα αυτά, στα Ψαμαθιά –που καταγράφoνται ως Mahalle-i Ibsomatya– το 1540 υπήρχαν 59 οικογένειες και 64 το 1547. Επίσης, στην περιοχή γύρω από το μοναστήρι της Περιβλέπτου καταγράφονται 83 οικογένειες από το Άργος της Πελοποννήσου το έτος 1540 και 65 το 1544.17

Στην περιοχή επίσης εγκαταστάθηκαν μετά την Άλωση, στο πλαίσιο της εποικιστικής πολιτικής που ακολούθησε ο Μεχμέτ ο Πορθητής, χριστιανοί τουρκόφωνοι από την Καππαδοκία και τη Λυκαονία (επαρχίες Καισάρειας και Ικονίου), οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό συσπειρώθηκαν γύρω από την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης.18 Σχετικά με αυτή την κοινότητα των Καραμανιτών, οι παρατηρήσεις του Στεφάνου Γερασίμου είναι καίριες. Ο ερευνητής, ξεκινώντας από το γεγονός ότι για χρόνια το Ορθόδοξο Πατριαρχείο αρνήθηκε να εντάξει στο ποίμνιό του την ενορία του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης των Ψαμαθιών –την επονομαζόμενη και ως συνοικία της Καραμανίας, όπως παρατηρεί ο Μανουήλ Γεδεών–,19 παρατήρησε ότι στα παραπάνω κατάστιχα δεν καταγράφονται ορθόδοξοι με καταγωγή από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, αν και πολλά από τα ονόματα που απαντούν στα κατάστιχα αυτά είναι τυπικά καραμανλίδικα ονόματα. Οι άνθρωποι ωστόσο που φέρουν τα ονόματα αυτά παρουσιάζονται ως μέλη της αρμενικής κοινότητας. Και ο Καραμπεϊνίκωφ στον κατάλογό του το 1582 περιγράφει ως εξής τους ανθρώπους αυτούς: «κοινότης που αποτελεί μέρος της κοινότητας των Αρμενίων του Καραμάν και κατοικεί στην συνοικία της εκκλησίας του Αγίου Κωνσταντίνου». Με βάση αυτά τα δεδομένα, καθώς και το ότι η οθωμανική διοίκηση είχε την τάση να εντάσσει στην εθνοτική ομάδα των Αρμενίων όλους τους χριστιανούς της Ανατολίας, ο ερευνητής συμπεραίνει ότι πιθανόν εδώ να πρόκειται για την αρχή απόσπασης μιας τουρκόφωνης και τουρκώνυμης ομάδας από την αρμενική κοινότητα και την ακόλουθη σύσταση μιας ενορίας γύρω από το ναό του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης, η οποία στη συνέχεια απορροφήθηκε εν μέρει από την αρμενική και εν μέρει από την ελληνική κοινότητα.20

2.2. Οι ενορίες των Ψαμαθιών

Στην ευρύτερη περιοχή των Ψαμαθιών δημιουργήθηκε ένα συγκρότημα συνοικισμών χριστιανών ορθοδόξων, κυρίως Καραμανλήδων, καθένας από τους οποίους διαρθρωνόταν γύρω από μία εκκλησία και αποτελούσε ξεχωριστή ενορία. Στα Ψαμαθιά καταμετρούμε 5 ορθόδοξες εκκλησίες και ισάριθμες ενορίες: την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης, του Αγίου Μηνά, του Αγίου Νικολάου, της Αναλήψεως και του Αγίου Γεωργίου του Κυπαρισσά. Κάθε ενορία είχε τα σχολεία και τους συλλόγους της.

Ο ναός του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης ήταν γνωστός ως ο «εν τη Καραμανία» ή Καραμάν Μαχαλλέ, ο δε Gerlach που την επισκέφτηκε το 1577 την αναφέρει ως «κατεχομένη υπό Τούρκων», εννοώντας τους τουρκόφωνους Καραμανίτες.21 Εδώ είχαν εγκατασταθεί χριστιανοί από την Καππαδοκία και τη Λυκαονία, πολλοί από τους οποίους ήταν χτίστες.22 Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ κοντά, έξω από το Επταπύργιο, υπήρχε και το νεκροταφείο των Καραμανλήδων, το νεκροταφείο του Μπαλουκλή. Η πλούσια και μεγάλη αυτή «παρά τω Επταπυργίω συνοικία των Καραμανιτών», όπως αναφέρεται η ενορία του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης σε λογοδοσία του 1875, «ομιλούσα μέχρι του 1830 την τουρκικήν [...] [όπου] είχον μεν εκεί το γενικό προξενείον αυτών οι μικρασιάται», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γεδεών,23 ήταν η μεγαλύτερη και η πλουσιότερη της συνοικίας, τουλάχιστον σύμφωνα με το κατάστιχο των εμβατικίων του 1740.24 Ο ναός, που γειτνίαζε με τη μονή Στουδίου –η οποία το 15ο αιώνα μετατράπηκε σε τζαμί, το Imrahor Cami–, προϋπήρχε από τη Βυζαντινή περίοδο.25 Το 1660 καταστράφηκε, όπως και οι υπόλοιπες εκκλησίες, από πυρκαγιά, αλλά ξαναχτίστηκε σύντομα, καθώς υπάρχει στον κατάλογο του Smith το 1669 –πάλι με το γεωγραφικό προσδιορισμό «πλησιέστατα των Επτά Πύργων»–, ενώ ξανακάηκε το 1696.26 Στη μεγάλη πυρκαγιά του 1782, κατά την οποία «εκ της πόλεως από τα τέσσερα μερτικά τα τρία εκάγησαν»,27 καταστράφηκαν όλες οι εκκλησίες της περιοχής. Ο ναός του Αγίου Κωνσταντίνου ξαναχτίστηκε εκ βάθρων το 1804. Το 1830 ανακαινίστηκε με αρχιτέκτονα τον Κωνσταντίνο Γιολασιγμάζη28 και την ίδια περίοδο ανοικοδομήθηκαν ή επισκευάστηκαν και οι πέντε ναοί της συνοικίας, γεγονός που έχει άμεση σχέση με τη μεταρρυθμιστική πολιτική του Μαχμούτ Β΄, στο πλαίσιο της οποίας διευκολύνθηκε σε σημαντικό βαθμό η ανοικοδόμηση ή η επιδιόρθωση των μη μουσουλμανικών τεμένων.29 Επί Αμπντούλ Χαμίτ Β΄, το 1903 απέκτησε και καμπαναριό.30 H εκκλησία ξανακάηκε στα βίαια γεγονότα της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου 1955. Κοντά σε αυτήν και έξω από την πύλη των Ροδίων, στην παραλία, υπήρχε αγίασμα του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, που ωστόσο χάθηκε με τη διάνοιξη της παραλιακής λεωφόρου.31

Στο πατριαρχικό σιγίλιο του Σαμουήλ Χαντζερή του 1764 αναφέρεται «φροντιστήριο και σχολή ελληνικών μαθημάτων εις τον Άγιον Κωνσταντίνον της Καραμανίας, εις τα Ψωμαθειά», ενώ απέναντι από την εκκλησία υπήρχε και σχολή κοινή των Υψωμαθείων», η οποία συντηρούνταν από κοινού και από τους πέντε ψαμαθιανούς ναούς.32 Στις αρχές του αιώνα αναφέρονται δύο σχολές στην ενορία: η επτατάξια Φωτιάδειος Αστική Σχολή, η οποία χτίστηκε το 1894 στον αυλόγυρο της εκκλησίας με δαπάνη των αδελφών Νικολάου και Αλεξάνδρου Φωτιάδη, και το Κεντρικό Παρθεναγωγείο των Ψαμαθιών, απέναντι από το ναό, εγκαταλελειμμένο σήμερα.33

Στην ενορία υπήρχαν διάφοροι σύλλογοι και αδελφότητες, οι περισσότεροι σε σχέση με τις υπόλοιπες ενορίες. Ο Μανουήλ Γεδεών κάνει λόγο για δύο αδελφάτα στις αρχές του αιώνα – προγονική μορφή κατά κάποιον τρόπο των συλλόγων του β΄ μισού του 19ου αιώνα: το αδελφάτο του Αγίου Νικολάου το 1809 και το αδελφάτο του Τιμίου Σταυρού τα έτη 1809-1815, τα οποία λειτουργούσαν στο ναό του Αγίου Κωνσταντίνου. Αναφέρει επίσης το 1803 την Αδελφότητα «Μεταμόρφωσις».34

Στο πλαίσιο της έκρηξης δημιουργίας συλλόγων στα μέσα του 19ου αιώνα, αναφέρονται στην ενορία υπέρ των άπορων μαθητών η Φιλόπτωχος Αδελφότητα «Θάλεια» το 1864 και η Φιλόπτωχος Αδελφότητα «Βοήθεια» το 1884. Το 1867 ιδρύεται η Φιλόπτωχος και Φιλόμουσος Αδελφότητα «Ο Ελικών», το 1866 η Αδελφότητα «Αρωγός των εφήβων του Απόλλωνος» και ομώνυμη λέσχη, καθώς και η Ελληνική Λέσχη Φιλομούσων που διέθετε πλούσια βιβλιοθήκη, σφαιριστήριο και θεατρική σκηνή. Το κτήριο της λέσχης φιλοξένησε στη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου το τοπικό σώμα Ελλήνων προσκόπων.35

Η επόμενη εκκλησία που συναντά κανείς βαδίζοντας προς την ομώνυμη πύλη της περιοχής είναι του Αγίου Νικολάου, η οποία «έκειτο κατά βυζαντινόν όρος έγγιστα και σύγκολλα τω ναώ της Αναλήψεως».36 Το ναό επισκέφτηκε ο Καραμπεϊνίκωφ το 1593 και τον αναφέρουν τόσο ο Πατεράκης στον κατάλογό του το 1604, όσο και ο Smith τo 1669. Γύρω από το ναό υπήρχε ένας ολιγάριθμος, σχετικά ασήμαντος και «πτωχός», σύμφωνα με το Μανουήλ Γεδεών, συνοικισμός. Ο ναός κάηκε ολοσχερώς στη μεγάλη πυρκαγιά του 1782 και ξαναχτίστηκε με την οικονομική βοήθεια της εύρωστης ενορίας του Αγίου Νικολάου στο Τζίμπαλι, ενώ εκ βάθρων ανοικοδομήθηκε το 1834. Η εκκλησία είναι από τις λίγες που δεν υπέστησαν ζημιές στα Σεπτεμβριανά (1955), μάλλον λόγω του ότι είναι «κρυμμένη» σε στενά σοκάκια. Ενοριακό σχολείο αναφέρεται το 1850,37 αλλά προφανώς υπήρξε βραχύβιο, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα αναφέρεται και αδελφότητα προσκυνητών του Αγίου Σάββα.38 Στην εκκλησία υπήρχαν δύο αγιάσματα, από τα οποία το ένα ήταν αφιερωμένο στον άγιο Νικόλαο. Το ναό επισκέπτονταν πολλοί –και κυρίως κοπέλες– για να προσκυνήσουν την εικόνα του αγίου Φανουρίου που υπήρχε εκεί.39

Το 1872 ιδρύθηκε η Αρωγός Αδελφότητα Κυριών «Αγία Βαρβάρα» του «εν Υψωμαθείοις Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου» με σκοπό τη φροντίδα της εκκλησίας, καθώς και την παροχή βιβλίων και άλλων αναγκαίων ειδών στους άπορους μαθητές της Σχολής της Θείας Αναλήψεως.40 Πολύ κοντά στο ναό του Αγίου Νικολάου και τα παραθαλάσσια τείχη βρίσκεται μια εκκλησία αφιερωμένη στην ανάληψη της Θεοτόκου, η οποία αποτέλεσε κοινή ενορία με τον Άγιο Νικόλαο στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα.41 Παλιότερα τιμούνταν στο όνομα της Θεομήτορος της Χρυσαληθινής. Ο Γεδεών σημειώνει ότι η παλιότερη μνεία στη Χρυσαληθινή γίνεται το 1566, ενώ την εκκλησία επισκέφτηκε ο Καραμπεϊνίκωφ το 1593 και την κατέγραψε στον κατάλογό του ο Πατεράκης το 1604. Και αυτή κάηκε στην πυρκαγιά του 1782, οπότε και αναφέρεται για πρώτη ίσως φορά ως ναός της Αναλήψεως της Θεοτόκου. Ανοικοδομήθηκε εκ βάθρων το 1832 με αρχιτέκτονα τον Κωνσταντίνο Γιολασιγμάζη και δεν καταστράφηκε στα Σεπτεμβριανά.42 Πίσω από το ιερό υπάρχει ομώνυμο αγίασμα και ένα δεύτερο αρχαίο αγίασμα βρίσκεται στον περίβολο του ναού.43

Στα τέλη του 18ου αιώνα λειτουργούσε στον περίβολο της εκκλησίας αλληλοδιδακτική σχολή και έναν αιώνα μετά δημοτικό σχολείο καθώς και αρρεναγωγείο,44 ενώ στην ενορία δραστηριοποιούνταν και η «Εν Υψωμαθείοις Αγαθοεργός Αδελφότητα Ομόνοια».45

Πολύ κοντά στο ναό του Αγίου Νικολάου βρίσκεται και εκείνος του Αγίου Μηνά. Χτισμένος πάνω σε βυζαντινά θεμέλια, ο ναός ήταν γνωστός μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα ως Άγιος Πολύκαρπος, από παραφθορά πιθανόν της ονομασίας «παπυλοκάρπου», που παρέπεμπε σε μαρτύριο των αγίων Κάρπου και Παπύλου του 5ου αιώνα, το οποίο υπήρχε στη θέση αυτή και συγκεκριμένα στην κρύπτη στο υπόγειο του ναού.46 Ο ναός αναφέρεται ως ναός του Αγίου Πολυκάρπου από τον Καραμπεϊνίκωφ το 1593 και το 1604 από τον Πατεράκη, ενώ σε σημείωση του 17ου αιώνα αναφέρεται ως «εις τον Ζεϊτούν μαχαλάν Καραμανίας Άγιος Πολύκαρπος». Ο Lechevalier το 1785 αναφέρει την ύπαρξη αγιάσματος του αγίου Μηνά στο ναό. Αυτή είναι και η αρχαιότερη αναφορά του αγιάσματος, από το οποίο προφανώς πήρε την ονομασία του αργότερα ο ναός. Ήδη στα μέσα του 19ου αιώνα έχει επικρατήσει η ονομασία Άγιος Μηνάς, ενώ ενίοτε ο ναός αναφέρεται και ως ναός της ενορίας Σουλού Μαναστίρ. Και αυτή η εκκλησία κάηκε διαδοχικά το 1782 και το 1792.47 Σύμφωνα με το Μανουήλ Γεδεών, ο ναός ξανακάηκε ή κατέρρευσε γύρω στο 1830 και ανοικοδομήθηκε το 1833 στη μορφή που διατηρείται μέχρι σήμερα και τότε φαίνεται ότι μετονομάστηκε.48 Ανήκει στα οικοδομήματα που πυρπολήθηκαν στη διάρκεια των Σεπτεμβριανών, όμως το 1963 ξαναφτιάχτηκε με αρχιτέκτονα το Χρήστο Ιωαννίδη και σήμερα ο ναός είναι αδελφοποιημένος με το ναό του Αγίου Μηνά Ηρακλείου και τελεί υπό την προστασία του. Ο ναός έχει αγίασμα στο νάρθηκα49 και ήταν προσκύνημα «συναθροίζον πολλά από προσκυνημάτων», όπως σημειώνει ο Μανουήλ Γεδεών, ο οποίος προσθέτει ότι η ενορία ήταν ολιγομελής, αριθμώντας περίπου 15 σπίτια.50 Στα μέσα του 19ου αιώνα λειτουργούσε δημοτική σχολή και μια φιλεκπαιδευτική αδελφότητα («Πρόοδος»).51

Η πέμπτη ενορία ήταν του Αγίου Γεωργίου Κυπαρισσά, μια φτωχή ενορία ουσιαστικά μεταξύ Βλάγκας και Ψαμαθιών, σε μια περιοχή που ήταν γνωστή και ως μικρή Βλάγκα.52 Ο ναός ήταν βυζαντινός, ο δεύτερος σωζόμενος στην πόλη με τρούλο «μείνας εις αυτούς [τους χριστιανούς] διά την σμικρότητά του».53 Το 1625 ο διάκονος Παύλος τη σημειώνει ως «την αρχαιοτέραν των υπό των Χριστιανών διατηρηθεισών εκκλησιών», και προσθέτει πως είχε ωραία μωσαϊκή εικόνα του Αγίου Γεωργίου υπάρχει, καθώς και «αγίασμα και το λείψανον της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας».54 Και αυτός ο ναός καταστράφηκε το 1782 στη μεγάλη πυρκαγιά των Ψαμαθιών, όποτε και «εκάη και η επώνυμος αυτού κυπάρισσος». Το 1833 ο ναός ξαναχτίστηκε με ενέργειες του πατριάρχη Κωνσταντίου Α΄ και ξαναφυτεύτηκε το χαρακτηριστικό κυπαρίσσι.55 Η εκκλησία κάηκε ολοσχερώς στα Σεπτεμβριανά το 1955, αλλά επιδιορθώθηκε στη συνέχεια. Έχει τρία αγιάσματα: του Σωτήρος Χριστού, της Αγίας Αναστασίας Φαρμακολύτριας και της Θείας Αναλήψεως.56

Η ενορία διέθετε αλληλοδιδακτική σχολή, που το 1906 αναφέρεται ως Παρθεναγωγείο, και νηπιαγωγείο στον περίβολο της εκκλησίας.57 Στις αρχές του 19ου αιώνα υπήρχαν διάφορα αδελφάτα («Γενέθλιον Θεοτόκου του Εσναφίου των Αμπατζήδων», «Ταξιάρχης του Εσναφίου των Κουρέων», «Άγιος Τρύφων του Εσναφιού των Μπαχτσεβαναίων»), ενώ από τα μέσα του αιώνα ιδρύθηκαν διάφορες αδελφότητες, όπως η «Αγαθοεργός Αδελφότης της Ζωοδόχου Πηγής» και το 1904 η «Εν Αγίω Γεωργίω Κυπαρισσά Φιλόπτωχος Αδελφότης των Κυριών "Αγία Βαρβάρα" εν Υψωμαθείοις», με σκοπό τη βοήθεια των πτωχών οικογενειών και την αντιμετώπιση των αναγκών του νηπιαγωγείου.58

Οι ενορίες αυτές προφανώς και είχαν στενή σχέση μεταξύ τους υπαγόμενες σε μια κοινή περιοχή και λειτουργούσαν ως μονάδες της ευρύτερης ελληνορθόδοξης κοινότητας των Υψωμαθείων, όπως γινόταν σε όλες τις μεγάλες κοινότητες. Ωστόσο, οι σφραγίδες των διάφορων φορέων της κοινότητας πολλές φορές προκαλούν σύγχυση. Έτσι, το 1920 βρίσκουμε σφραγίδα με ένδειξη «Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Υψωμαθείων», ταυτόχρονα όμως, όπως και λίγα χρόνια αργότερα, το 1920 και το 1926, συναντούμε σφράγισμα της «Εφοροεπιτροπής Κοινότητος Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης Υψωμαθείων» και το 1927 σφραγίδα κοινότητας «Αγίου Μηνά Υψωμαθείων».59 Κάτι τέτοιο μας οδηγεί στην υπόθεση αφενός μεν ότι οι όροι ενορία και κοινότητα συγχέονταν ή χρησιμοποιούνταν εναλλακτικά και αφετέρου ότι η ενορία του Αγίου Κωνσταντίνου ως η μεγαλύτερη έτεινε μερικές φορές να εκπροσωπεί και να ταυτίζεται με όλη τη συνοικία, καθώς η εφοροεπιτροπή ήταν το ανώτερο διαχειριστικό όργανο των μεγάλων κοινοτήτων και προφανώς είχε την έδρα της σε αυτή την ενορία.

Σε διαενοριακό επίπεδο λειτουργούσαν διάφορες αδελφότητες στα Ψαμαθιά, όπως η «Εν Υψωμαθείοις Φιλόκαλος Αδελφότης των Τεσσάρων Ενοριών», η οποία είχε σκοπό την περίθαλψη των απόρων της κοινότητας και την πρόληψη των πυρκαγιών, συμβάλλοντας στη συντήρηση των πυροσβεστικών αντλιών που διατηρούσαν και οι τέσσερις μεγάλες εκκλησίες της κοινότητας.60 Επίσης, το 1904 ιδρύθηκε η Φιλόπτωχος Αδελφότητα Κυριών «Ο Άγιος Ελευθέριος εν Υψωμαθείοις», με σκοπό τη διάθεση υποδημάτων και ενδυμάτων στους άπορους μαθητές και μαθήτριες των εκπαιδευτηρίων Αγίου Κωνσταντίνου-Ελένης και τον καλλωπισμό της εκκλησίας, ενώ διοργάνωνε και θεατρικές παραστάσεις, παραστάσεις χορού, συναυλίες και «αγροτικές εκδρομές».61 Τέλος, τον Απρίλιο του 1922 ιδρύθηκε, και επικυρώθηκε λίγο αργότερα από το Διαρκές Εθνικό Μεικτό Συμβούλιο, ο Σύνδεσμος Δεσποινίδων Υψωμαθείων «Η Άγκυρα», με σκοπό: «α) την εκπολιτιστική μόρφωσιν και την εξύψωσιν του εθνικού και θρησκευτικού χαρακτήρος των δεσποινίδων της Κοινότητας, β) την επίδειξιν του ελληνικού πολιτισμού και γ) την συμβολήν αυτών εις τας εκάστοτε παρουσιαζομένας εθνικάς ανάγκαςψ και τη συνδρομή των Ελλήνων στρατιωτών στην Μικρά Ασία.62

Τα Ψαμαθιά είναι από τις πρώτες κοινότητες όπου συναντούμε θεσμοθετημένες αδελφότητες, γεγονός ενδεικτικό της ευρωστίας και της πρωτοπορίας της εδώ ορθόδοξης κοινότητας. Ωστόσο, και παρά τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού και κανονικοποίησης της χωροταξίας στην περιοχή –ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα με πρωτοβουλία του Συμβουλίου για τη Βελτίωση των Δρόμων–,63 τα Ψαμαθιά, όπως και όλες οι περιοχές εντός των τειχών, σταδιακά προς τα τέλη του αιώνα «περιθωριοποιούνται» προς όφελος του «εξευρωπαϊσμένου» τμήματος της Κωνσταντινούπολης (κυρίως το Πέρα), στο οποίο μετοικούν αρκετές ορθόδοξες οικογένειες.64 Επίσης, όπως σημειώνει ο Μανουήλ Γεδεών, «μετά το 1870 επήλθεν η αποσύνθεσις των ελληνικών κοινοτήτων των πέριξ της Κωνσταντινουπόλεως. Είχε συντελεσθή το τμήμα των της Ρούμελης σιδηροδρόμων το υπηρετούν τας συγκοινωνίας μέχρις του Αγίου Στεφάνου (1871) και πολλοί των κατοίκων ποθούντες την εν προαστείοις διαμονήν και ευκολυνόμενοι διά του σιδηροδρομικού μετώκησαν [...] μετά το 1880 από Ψαμμαθιά εις Αγίον Στέφανον και Μακρίκιοϊ».65 Κάτι τέτοιο βέβαια δε σήμαινε συντριπτική μείωση του πληθυσμού, αφού τα κενά που δημιουργούνταν έρχονταν να τα καλύψουν μετανάστες από άλλα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Ελληνικού Βασιλείου.

2.3. Τα Ψαμαθιά στον 20ό αιώνα

Με το πέρασμα στην Τουρκική Δημοκρατία και η κοινότητα των Ψαμαθιών αντιμετώπισε προβλήματα τόσο λειτουργικά (κοινοτικές εκλογές, καταπατήσεις κοινοτικής περιουσίας), όσο και πληθυσμιακά. Ωστόσο, μέχρι και τα Σεπτεμβριανά, όποτε παρατηρείται μια τάση μετοικεσίας προς πιο κεντρικές περιοχές, η κοινότητα εξακολουθούσε να είναι από τις πιο σημαντικές της μειονότητας.

Σε πατριαρχική απογραφή του 1949 καταγράφονται 60 οικογένειες στην ενορία του Αγίου Γεωργίου Κυπαρισσά, 71 στου Αγίου Μηνά, 57 στου Αγίου Νικολάου, 35 στης Θείας Αναλήψεως και 354 στου Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης, ενώ το σχολικό έτος 1949-1950 φοιτούν στο δημοτικό σχολείο 208 μαθητές και το επόμενο 220. Σύμφωνα με εκτίμηση της εφημερίδας Μακεδονία, το 1951 στην περιοχή –την οποία αναφέρει ως Ψαμμαθιά και Γεντί Κουλέ–, διαμένουν 577 οικογένειες.66

Το 1950 ανασυστήνεται η Φιλόπτωχος Αδελφότητα του συμπλέγματος των τεσσάρων ενοριών, εκτός του Αγίου Μηνά που είχε δική του, διανέμεται συσσίτιο στον Άγιο Κωνσταντίνο, που εξυπηρετεί τις ανάγκες όλων των ενοριών του νοτιοδυτικού τμήματος της Κωνσταντινούπολης, και λειτουργούν θεατρικός σύλλογος και δραστήριος μορφωτικός σύνδεσμος.

Ήδη από τη δεκαετία του 1950 η συνοικία έχει αλλάξει χαρακτήρα λόγω της ασύστολης οικοπεδοποίησης και της άναρχης δόμησης.67 Η εικόνα που παρουσιάζουν κάποιες από τις ενορίες περίπου δύο δεκαετίες μετά, στην ταραγμένη λόγω του Κυπριακού προβλήματος δεκαετία του 1970, είναι ενδεικτική της δημογραφικής αποψίλωσης της κοινότητας. Το Δεκέμβριο του 1975 η ενορία του Αγίου Νικολάου αριθμούσε περίπου 15 οικογένειες, του Αγίου Μηνά 25, του Αγίου Γεωργίου Κυπαρισσά 10 και της Ανάληψης 12, με τις περισσότερες οικογένειες να είναι «μονομελείς και κατά πλειοψηφία γέροντες».68




1. Büyük Lugat ve Ansiklopedisi 10 (İstanbul 1972), σελ. 896.

2. Βυζάντιος, Σ., H Κωνσταντινούπολις. Περιγραφή Τοπογραφική, Αρχαιολογική και Ιστορική Α (Αθήνα 1851), σελ. 304.

3. Büyük Lugat ve Ansiklopedisi 10 (İstanbul 1972), σελ. 896.

4. Βυζάντιος, Σ., H Κωνσταντινούπολις. Περιγραφή Τοπογραφική, Αρχαιολογική και Ιστορική Α (Αθήνα 1851), σελ. 304.

5. Γεδεών, Μ., "Κωνσταντινούπολις", στο Βουτυράς, Σ.Ι. – Καρύδης, Γ., Λεξικόν Ιστορίας και Γεωγραφίας (Κωνσταντινούπολη 1881), σελ. 946.

6. Γεδεών, Μ., "Κωνσταντινούπολις", στο Βουτυράς, Σ.Ι. – Καρύδης, Γ., Λεξικόν Ιστορίας και Γεωγραφίας (Κωνσταντινούπολη 1881), σελ. 947. Sulu στα τουρκικά σημαίνει γεμάτος νερό.

7. Κιομουρτζιάν, Ι.Τ., Οδοιπορικό στην Πόλη του 1680 (Αθήνα 1992), σελ. 20.

8. Κιομουρτζιάν, Ι.Τ., Οδοιπορικό στην Πόλη του 1680 (Αθήνα 1992), σελ. 20.

9. Γεδεών, Μ., "Κωνσταντινούπολις", στο Βουτυράς, Σ.Ι. – Καρύδης, Γ., Λεξικόν Ιστορίας και Γεωγραφίας (Κωνσταντινούπολη 1881), σελ. 947.

10. Belge, M., İstanbul Gezi Rehberi (İstanbul 2007), σελ. 160.

11. Κιομουρτζιάν, Ι.Τ., Οδοιπορικό στην Πόλη του 1680 (Αθήνα 1992), σελ. 20· Φραγκούδης, Γ., Η Κωνσταντινούπολις (Βυζάντιον-Σταμπούλ) (Αθήνα 1901), σελ. 100. Μια ακόμη εκδοχή-μύθος θέλει τη βυζαντινή εκκλησία να παραχωρείται στους Αρμενίους, λόγω του έρωτα του σουλτάνου Ιμπραήμ με μια όμορφη Αρμενοπούλα. Belge, M., İstanbul Gezi Rehberi (İstanbul 2007), σελ. 160.

12. Κιομουρτζιάν, Ι.Τ., Οδοιπορικό στην Πόλη του 1680 (Αθήνα 1992), σελ. 20.

13. Παπαδόπουλος, Σ., Αναμνήσεις από την Πόλη (Αθήνα 1978), σελ. 36.

14. Γεράσιμος, Σ., «Έλληνες της Κωνσταντινούπολης στα μέσα του ΙΣΤ΄ αιώνα», Η καθ’ ημάς Ανατολή Β (1994), σελ. 118.

15. Σύμφωνα με τουρκικές πηγές, από τα χρόνια μεταξύ των ετών 1520 και 1535 ο πληθυσμός των χριστιανών στην Κωνσταντινούπολη ήταν 25.252. Mantran, R., H Καθημερινή Ζωή στην Κωνσταντινούπολη τον αιώνα του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (Αθήνα 1999), σελ. 79.

16. Ωστόσο αυτοί οι αριθμοί αναφέρονται μάλλον μόνο σε εκείνους που πλήρωναν κεφαλικό φόρο στο συγκεκριμένο βακούφι. Γεράσιμος, Σ., «Έλληνες της Κωνσταντινούπολης στα μέσα του ΙΣΤ΄ αιώνα», Η καθ’ ημάς Ανατολή Β (1994), σελ. 118-119.

17. Γεράσιμος, Σ., «Έλληνες της Κωνσταντινούπολης στα μέσα του ΙΣΤ΄ αιώνα», Η καθ’ ημάς Ανατολή Β (1994), σελ. 121, 123.

18. Γεδεών, Μ., Μνεία των προ εμού 1800-1863-1913 (Αθήνα 1932), σελ. 174.

19. Γεδεών, Μ., Μνεία των προ εμού 1800-1863-1913 (Αθήνα 1934), σελ. 174.

20. Γεράσιμος, Σ., «Έλληνες της Κωνσταντινούπολης στα μέσα του ΙΣΤ΄ αιώνα», Η καθ’ ημάς Ανατολή Β (1994), σελ. 132.

21. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 230, 691.

22. Κάννερ, Έ., Φτώχεια και Φιλανθρωπία στην Ορθόδοξη Κοινότητα της Κωνσταντινούπολης 1753-1912 (Αθήνα 2004), σελ. 98.

23. Γεδεών, Μ., Μνεία των προ εμού 1800-1863-1913 (Αθήνα 1934), σελ. 174.

24. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 231, 234· Μανουήλ Γεδεών, Αποσημειώματα Χρονογράφου 1800-1913 (Αθήνα 1932), σελ. 74.

25. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 230.

26. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 231.

27. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 256.

28. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 231.

29. Belge, M., İstanbul Gezi Rehberi (İstanbul 2007), σελ. 161.

30. Ορθόδοξοι Ενοριακοί Ναοί και Αγιάσματα της Περιφέρειας Βλάγκας, Κοντοσκαλίου και Υψωμαθείων (Αθήνα 2004), σελ. 55.

31. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 231.

32. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 233.

33. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 233.

34. Γεδεών, Μ., Μνεία των προ εμού 1800-1863-1913 (Αθήνα 1934), σελ. 344-345.

35. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 233-238.

36. Γεδεών, Μ., Αποσημειώματα Χρονογράφου, 1800-1913 (Αθήνα 1932), σελ. 74.

37. Γεδεών, Μ., Αποσημειώματα Χρονογράφου, 1800-1913 (Αθήνα 1932), σελ. 75.

38. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 252.

39. Ορθόδοξοι Ενοριακοί Ναοί και Αγιάσματα της Περιφέρειας Βλάγκας, Κοντοσκαλίου και Υψωμαθείων (Αθήνα 2004), σελ. 42.

40. Μαμώνη, Κ. – Ιστικοπούλου, Λ., Γυναικείοι Σύλλογοι στην Κωνσταντινούπολη (1861-1922) (Αθήνα 2002), σελ. 116.

41. Παπαδόπουλος, Σ., Αναμνήσεις από την Πόλη (Αθήνα 1978), σελ. 80.

42. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 256-257· Ορθόδοξοι Ενοριακοί Ναοί και Αγιάσματα της Περιφέρειας Βλάγκας, Κοντοσκαλίου και Υψωμαθείων (Αθήνα 2004), σελ. 37-38.

43. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 256· Γκίνης, Ν. – Στράτος, Κ., Εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης (Αθήνα 1999), σελ. 77.

44. Ορθόδοξοι Ενοριακοί Ναοί και Αγιάσματα της Περιφέρειας Βλάγκας, Κοντοσκαλίου και Υψωμαθείων (Αθήνα 2004), σελ. 39.

45. Κάννερ, Έ., Φτώχεια και Φιλανθρωπία στην Ορθόδοξη Κοινότητα της Κωνσταντινούπολης 1753-1912 (Αθήνα 2004), σελ. 212.

46. Τη δεκαετία του 1940 τα υπόγεια της εκκλησίας πουλήθηκαν σε ιδιώτη που εγκατέστησε εκεί ξυλουργείο. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 248.

47. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 248-250.

48. Ορθόδοξοι Ενοριακοί Ναοί και Αγιάσματα της Περιφέρειας Βλάγκας, Κοντοσκαλίου και Υψωμαθείων (Αθήνα 2004), σελ. 34.

49. Ορθόδοξοι Ενοριακοί Ναοί και Αγιάσματα της Περιφέρειας Βλάγκας, Κοντοσκαλίου και Υψωμαθείων (Αθήνα 2004), σελ. 33-34.

50. Γεδεών, Μ., Αποσημειώματα Χρονογράφου, 1800-1913 (Αθήνα 1932), σελ. 74.

51. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 250.

52. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 242.

53. Βυζάντιος, Σ., Η Κωνσταντινούπολις. Περιγραφή Τοπογραφική, Αρχαιολογική και Ιστορική Α (Αθήνα 1851), σελ. 304.

54. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 250.

55. Βυζάντιος, Σ., Η Κωνσταντινούπολις. Περιγραφή Τοπογραφική, Αρχαιολογική και Ιστορική Α (Αθήνα 1851), σελ. 304.

56. Ορθόδοξοι Ενοριακοί Ναοί και Αγιάσματα της Περιφέρειας Βλάγκας, Κοντοσκαλίου και Υψωμαθείων (Αθήνα 2004), σελ. 47-48.

57. Γεδεών, Μ., Αποσημειώματα Χρονογράφου, 1800-1913 (Αθήνα 1932), σελ. 74· Ορθόδοξοι Ενοριακοί Ναοί και Αγιάσματα της Περιφέρειας Βλάγκας, Κοντοσκαλίου και Υψωμαθείων (Αθήνα 2004), σελ. 46· Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 244.

58. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 244· Μαμώνη, Κ. – Ιστικοπούλου, Λ., Γυναικείοι Σύλλογοι στην Κωνσταντινούπολη (1861-1922) (Αθήνα 2002), σελ. 139.

59. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 232, 235.

60. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 238.

61. Μαμώνη, Κ. – Ιστικοπούλου, Λ., Γυναικείοι Σύλλογοι στην Κωνσταντινούπολη (1861-1922) (Αθήνα 2002), σελ. 140.

62. Μαμώνη, Κ. – Ιστικοπούλου, Λ., Γυναικείοι Σύλλογοι στην Κωνσταντινούπολη (1861-1922) (Αθήνα 2002), σελ. 162.

63. Çelik, Z., The Remaking of Istanbul. Pοrtrait of an Ottoman City in the Nineteenth Century (Seattle – London 1986), σελ. 67.

64. Κάννερ, Έ., Φτώχεια και Φιλανθρωπία στην Ορθόδοξη Κοινότητα της Κωνσταντινούπολης 1753-1912 (Αθήνα 2004), σελ. 143.

65. Γεδεών, Μ., Αποσημειώματα Χρονογράφου, 1800-1913 (Αθήνα 1932), σελ. 292-293.

66. Σταματόπουλος, Κ.Μ., Η Τελευταία Αναλαμπή. Η Κωνσταντινουπολίτικη Ρωμηοσύνη στα Χρόνια 1948-1955 (Αθήνα 1996), σελ. 290-291.

67. Belge, M., İstanbul Gezi Rehberi (İstanbul 2007), σελ. 160-161.

68. Μήλλας, A., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 250, 252.