Έξι Μάρμαρα

1. Τοποθεσία – Ονομασία – Πληθυσμός

H κοινότητα των Έξι Μαρμάρων βρίσκεται στην εντός των Θεοδοσιανών τειχών πόλη, στο δρόμο που οδηγεί από το τζαμί του Νταβούτ Πασά (Davut Paşa) προς την πύλη της Σηλυβρίας,
1 κοντά στην περιοχή όπου υπήρχε η ανοιχτή κινστέρνα του Μωκίου, η οποία μετατράπηκε αργότερα σε μποστάνι.2 Αρχικά και πριν από την επέκταση των τειχών επί Θεοδοσίου βρισκόταν έξω από την τειχισμένη πόλη.3 Η αρχική ονομασία της περιοχής ήταν Εξώ Κιόνιον επειδή, σύμφωνα με το Σκαρλάτο Βυζάντιο, «εν αυτώ Κωνσταντίνος ο Μέγας έστησε επί κίονος τον εαυτού ανδριάντα» ή από έναν ανδριάντα του Κωνσταντίνου του Λέοντος και της Ειρήνης.4 Στο πέρασμα του χρόνου και ήδη πριν από την Άλωση το όνομα παραφθάρθηκε και το μεν «έξω» έγινε «έξ» και στη συνέχεια «έξι», το δε «κιόνιον» έγινε αρχικά «κιόνια» και μετά «μάρμαρα». Από την ελληνική παραφθορά Έξι Μάρμαρα προέκυψε και το τουρκικό Altı Mermer, που αποτελεί αυτολεξεί μετάφραση του Έξι Μάρμαρα.5

Η περιοχή κατοικούνταν ήδη από τη Βυζαντινή εποχή. Ο Σκαρλάτος Βυζάντιος αναφέρει ότι εδώ είχαν εκτοπιστεί από το Μέγα Θεοδόσιο οι υποστηρικτές της αίρεσης του Αρείου, με τον Πατριάρχη τους Δημόφιλο, οι οποίοι γι΄αυτό το λόγο αποκαλούνταν και Εξωκιονίτες, όπως επίσης ότι εδώ κατοικούσαν πολλοί Αρμένιοι και ότι εδώ ήταν εγκατεστημένο το Αρμενικό Πατριαρχείο.
6

Η συνοικία συνέχισε να κατοικείται και στη μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης εποχή και μάλιστα αποτέλεσε μία από τις χριστιανικές συνοικίες εντός των τειχών με σημαντικό πληθυσμό μέχρι και το 19ο αιώνα. Σύμφωνα με απογραφή του καδή της Κωνσταντινούπολης, το 1478 υπήρχαν στη χερσόνησο της Κωνσταντινούπολης 3.151 εστίες Ρωμιών.
7 Τον επόμενο αιώνα ο πληθυσμός τόσο των μουσουλμάνων όσο και των μη μουσουλμάνων αυξήθηκε.8 Σε ό,τι αφορά μάλιστα το χριστιανικό πληθυσμό, σύμφωνα με κατάστιχα του 1540 και του 1544 που αφορούν τα εισοδήματα του βακουφίου του Μωάμεθ Β', καταγράφονται εντός των τειχών 1.547 Ρωμιοί.9 Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, το 1540 καταγράφονται 32 εστίες στη συνοικία 'Εξι Μάρμαρα και 43 το 1544. Πιο συγκεκριμένα, στα παραπάνω κατάστιχα αναφέρεται μια κοινότητα Έξι Μαρμάρων υπαγόμενη στο λιμάνι της Kadirga με 10 σπίτια το 1540 και 13 το 1544 και ένα “Mahalle-i Alti Mermer ve Semendirek ve Gulaman-i Hamza Beg” με 32 οικογένειες το 1540 και 43 το 1544.10 Στο πλαίσιο μάλιστα εποικισμού της πόλης από πληθυσμούς, μουσουλμάνους και μη, από άλλες νεοκατακτηθείσες περιοχές, στη συνοικία Έξι Μάρμαρα, σύμφωνα με τα παραπάνω κατάστιχα, εγκαταστάθηκαν έποικοι από τη Σαμοθράκη.11

2. Η ορθόδοξη κοινότητα των Έξι Μαρμάρων από το 16ο έως τον 20ό αιώνα

Η συνοικία των Έξι Μαρμάρων, με τον ενοριακό ναό της Θεοτόκου της Γοργοεπηκόου, που θα δούμε στη συνέχεια, ήδη στα μέσα του 17ου αιώνα είχε σημαντικό πληθυσμό.12 Μετά το 1740 παρατηρείται πρόσκαιρη μείωση του πληθυσμού ίσως λόγω κάποιας πυρκαγιάς, ωστόσο μετά το 1770 πυκνώνει πάλι ο πληθυσμός της περιοχής, όπως αποδεικνύει το ποσό εισφοράς (εμβατοίκιον) που απέδιδε η ενορία στο Πατριαρχείο.13

Η περιοχή κατοικούνταν σε μεγάλο βαθμό από Καραμανλήδες, οι οποίοι «μέχρι τέλους της ΙΗ΄ εκατονταετηρίδος ελάλουν την τουρκικήν», όπως αποδεικνύεται και από πατριαρχικό σιγίλλιο του 1763 γραμμένο στα καραμανλήδικα καθώς και από το ότι, όπως διασώζει ο Μανουήλ Γεδεών, το κήρυγμα στον ενοριακό ναό της περιοχής γινόταν στα τουρκικά.
14 Οι διάφορες εισφορές της ενορίας στις αρχές του 19ου αιώνα, όπως για παράδειγμα η συνδρομή 500 γροσίων που δίνει η ενορία το 1804 για την κατασκευή του ναού των Εισοδίων της Θεοτόκου στο Πέρα, αποδεικνύουν ότι τα Έξι Μάρμαρα αποτελούσαν μια σημαντική και δυνατή κοινότητα.15

Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα ο Στέφανος Παπαδόπουλος χαρακτηρίζει την περιοχή ελληνικότατη, εννοώντας προφανώς ότι κατοικούνταν, όπως έξαλλου και οι πέριξ συνοικίες, σε σημαντικό βαθμό -αν όχι αποκλειστικά- από χριστιανούς ορθόδοξους.
16

2. 1. Εκκλησία

Ο ενοριακός ναός της συνοικίας Έξι Μάρμαρα είναι η εκκλησία της Θεοτόκου της Γοργοεπηκόου, η οποία βρισκόταν μεταξύ των τζαμιών του Νταβούτ Πασά και Χεκίμογλου.
17 Ως προς τη θέση της ταυτίζεται είτε με το βυζαντινό ναό της Θεοτόκου του Κύρου είτε με μια παλαιά μονή που το 14ο αιώνα υπήρχε στη θέση αυτή και τιμούνταν στο όνομα της Παναγίας της Γοργοεπηκόου, μια από τις πολλές μονές που υπήρχαν στην περιοχή.18 Σύμφωνα με το Μανουήλ Γεδεών, ο ναός παλαιότερα είχε άλλο όνομα, αλλά «επειδή δε ευρέθη εις παρακείμενόν τι τζαμί παλαιά εικών της Θεοτόκου φέρουσα επιγραφήν Γοργοεπήκοος, η μεν εικών παρεδόθη υπό των γειτόνων μωαμεθανών εις τους ενορίτας του ναού των Εξ-Μαρμάρων, ο δε ναός έκτοτε μετωνομάσθη ως και σήμερον λέγεται».19 Στο ημερολόγιο ωστόσο του Οικουμενικού Πατριαρχείου ο ναός αναφέρεται ως αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου.20

Αν και δε γνωρίζουμε το ακριβές έτος ανοικοδόμησης του ναού, αυτός πιθανόν να χτίστηκε πριν από την Άλωση της Πόλης, το 1449 όπως συμπεραίνει ο Γεδεών από μια επιγραφή που βρέθηκε στον περίβολο της εκκλησίας.
21 Πάντως η εκκλησία συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο του Καραμπεϊνίκωφ το 1583 ως «Θεοτόκος Γοργοεπήκοος κοινώς, κατά τα έξι Μάρμαρα» και ήδη στα μέσα του 17ου αιώνα είναι γνωστή ως Γοργοεπήκοος.22

Ο Γάλλος περιηγητής Lechevalier που επισκέφθηκε την πόλη στα τέλη του 18ου αιώνα μάς πληροφορεί ότι τα χρόνια εκείνα υπήρχε στην εκκλησία και παρεκκλήσιο του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, πληροφορία την οποία διασώζει και ο Σκαρλάτος Βυζάντιος, ο οποίος προσθέτει ότι υπήρχε και αγίασμα της Παναγίας της Σωτήρας.23 Άλλο αγίασμα της Θεοτόκου σώζεται στο νάρθηκα της εκκλησίας.24

Όπως και άλλες πολλές συνοικίες της Κωνσταντινούπολης, έτσι και η συνοικία Έξι Μάρμαρα υπέφερε από τις συχνές πυρκαγιές, οι οποίες διαδίδονταν με ευκολία στα, ως επί το πλείστον, ξύλινα σπίτια της πόλης. Στη μεγάλη πυρκαγιά του 1660 κατά πάσα πιθανότητα κάηκε τόσο η συνοικία όσο και ο ναός, ο οποίος ξαναχτίστηκε το 1691 για να ξανακαεί έναν περίπου αιώνα αργότερα το 1782 και να καταστραφεί ολοσχερώς το 1821.
25 Στις αρχές του 19ου αιώνα χτίστηκαν τα κελιά των ιερέων του ναού, ενώ ο ναός ανοικοδομήθηκε το 1833-1835.

Ο Reşad Ekrem Koçu αναφέρει και δύο άλλες μεγάλες πυρκαγιές που έπληξαν την περιοχή, το 1898 και το 1899, οι οποίες ωστόσο δεν ξέρουμε εάν επηρέασαν τη χριστιανική συνοικία.26 Προς το τέλος του Α' Παγκοσμίου
Πολέμου άλλη μια μεγάλη πυρκαγιά κατέκαψε τη συνοικία των Έξι Μαρμάρων.
27 Το εκκλησιαστικό συγκρότημα πυρπολήθηκε ολοσχερώς στα Σεπτεμβριανά, οπότε κάηκε και η παλαιολόγειας τέχνης αμφιπρόσωπη εικόνα της Παναγίας της Γοργοεπηκόου, η οποία θεωρούνταν και θαυματουργή.28 Ο ναός ανακαινίστηκε το 1965.

Στις θαυματουργές ιδιότητες που αποδίδονταν στην εικόνα αυτή όφειλε σε μεγάλο βαθμό τη φήμη του και ο ναός. Και αυτή η εκκλησία θεωρούνταν ένα πολύ σημαντικό προσκύνημα που στα μέσα του 19ου αιώνα «προσείλκυεν ουχί εκαντοντάδας προσκυνητών κατά μήνα αλλά χιλιάδας»,29 όπως μαρτυρεί ο Γεδεών στο χειρόγραφό του.

Η παράδοση αυτή ήταν ζωντανή μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Η αφήγηση του Στέφανου Παπαδόπουλου είναι χαρακτηριστική· ο Πολίτης δημοσιογράφος που είχε πάει δύο φορές για ρεπορτάζ στην περιοχή με «σουρουτζούδικο-νοικιασμένο άλογο» καθώς δεν υπήρχε άλλο μέσο συγκοινωνίας στην περιοχή όπως χαρακτηριστικά λέει, θυμάται: «Από πολύ χρονικό διάστημα ελέγετο ότι θαύματα εγίνοντο στην εκεί Εκκλησία. Αυτό διεδίδετο σ' όλη την ομογένεια της Πόλης, στα γύρω ελληνοκατοικούμενα χωριά της και στην Θράκη ιδίως. Θαυματουργούσε μια εικόνα της Παναγίας της Γοργοεπηκόου [...]. Συρροή κόσμου εγένετο στα Έξι Μάρμαρα. [...] Σειρά περίμενε ο κόσμος για να προσκυνήση την εικόνα. [...] Εκείνο δε για το οποίο πολύς λόγος εγένετο ήτο ότι δύο, τρεις φορές η εικόνα της Θεοτόκου που είχε τοποθετηθή στην θέση της στον ναό, το πρωί ευρίσκετο καλοδεμένη, για να μην πέση, σ' ένα κλαδί του δένδρου που υπήρχε στον αυλόγυρο της εκκλησίας. Στο μεταξύ εθησαύριζε ο παπάς του ναού αυτού».30

Το προσκύνημα αυτό απέφερε σημαντικά κέρδη στην εκκλησία, η οποία στις αρχές του 20ού αιώνα διέθετε μια περιουσία 22 κτημάτων,31 ενώ η ενορία των 'Εξι Μαρμάρων συγκαταλεγόταν στη δεύτερη τάξη, σύμφωνα με την κατάταξη του συνδέσμου των νεωκόρων της Κωνσταντινούπολης «Ταξιάρχης».32

2.2. Εκπαίδευση – Σύλλογοι

Στην περιοχή λειτουργούσε ήδη το Σεπτέμβριο του 1763 σχολή ελληνικών μαθημάτων, η οποία εκτός από δάσκαλο διέθετε και παιδαγωγό κατά το διάστημα 1800-1806.
33Το σχολικό κτήριο ανοικοδομήθηκε εκ βάθρων το 1841. Το 1845 ο Μανουήλ Γεδεών σημειώνει ότι η κοινότητα διέθετε αλληλοδιδακτική σχολή στην οποία δίδασκε ο Αθανάσιος Παναγιώτου, συγγενής του.34 Στις αρχές του 20ού αιώνα, το 1906, λειτουργούσαν στην κοινότητα των 'Εξι Μαρμάρων δύο σχολές, μια εξατάξια αστική και ένα νηπιοπαρθεναγωγείο. Η αστική σχολή των 'Εξι Μαρμάρων λειτουργούσε μέχρι τη δεκαετία του 1950.35

Στο πλαίσιο της σωματειακής οργάνωσης του 19ου αιώνα, η κοινότητα διέθετε, όπως όλες οι κοινότητες εξάλλου, αδελφότητες και συλλόγους. Το 1898 ιδρύθηκε η «Θρησκευτική Αδελφότητα του Ευαγγελισμού» ενώ ήδη την εποχή εκείνη και από το 1872 υπήρχε και ο Φιλεκπαιδευτικός σύλλογος «Ο Ελικών». Το 1896 ιδρύεται ο μουσικός σύλλογος «Τερψιχόρη».36 Πέρα από τη σημαντική εκκλησία της Θεοτόκου της Γοργοεπηκόου και τους συλλόγους της, η κοινότητα των Έξι Μαρμάρων φημιζόταν και για τις κεντήστρες της.37

2.3. Η παρακμή της κοινότητας

Ωστόσο με το πέρασμα στην Τουρκική Δημοκρατία, τόσο η κοινότητα όσο και γενικά η περιοχή άρχισε να παρακμάζει. Η συνοικία με τους φημισμένους μεϊχανέδες (ταβέρνες) στο β' μισό του 19ου αιώνα, αποτελεί έναν περίπου αιώνα αργότερα μια περιοχή ξεχασμένη.
38 Την ίδια φθίνουσα πορεία ακολουθεί και η ελληνορθόδοξη κοινότητα. Αν και το 1949 ανασυγκροτήθηκε η Φιλόπτωχος Αδελφότητα των Έξι Μαρμάρων,39 οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί της παρακμής. Σύμφωνα με πατριαρχική απογραφή του 1949, στην περιοχή κατοικούσαν 37 οικογένειες, κάποιες από τις οποίες εξυπηρετούνταν από το συσσίτιο του Αγίου Κωνσταντίνου Υψωμαθείων.40 Μερικά χρόνια αργότερα, σύμφωνα με στοιχεία από το προσωπικό αρχείο του Χριστόφορου Χρηστίδη από το 1955, η κοινότητα ήταν υπό διάλυση, με 17 μόνο οικογένειες και μια φιλόπτωχο αδελφότητα.41 Σήμερα πλέον δεν κατοικεί κανένας χριστιανός στη συνοικία.




1. Βυζάντιος, Σ., Η Κωνσταντινούπολις. Ή Περιγραφή Τοπογραφική, Αρχαιολογική και Ιστορική Α (Αθήνα 1851), σελ. 299.

2. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 262. Ο Murat Belge εξηγεί πώς επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η κινστέρνα έπεσε σε αχρηστία και μέχρι το 1980 ήταν κήπος-μποστάνι ενώ σήμερα είναι ελεύθερος χώρος για αθλητικές και πολιτιστικές δραστηριότητες. Belge, Μ., İstanbul Gezi Rehberi (İstanbul 2007), σελ. 157.

3. Βυζάντιος, Σ., Η Κωνσταντινούπολις. Ή Περιγραφή Τοπογραφική, Αρχαιολογική και Ιστορική Α (Αθήνα 1851), σελ. 299.

4. Βυζάντιος, Σ., Η Κωνσταντινούπολις. Ή Περιγραφή Τοπογραφική, Αρχαιολογική και Ιστορική Α (Αθήνα 1851), σελ. 299.

5. Κωνσταντινίας Παλαιά τε και Νεώτερα ήτοι Περιγραφή Κωνσταντινουπόλεως (Βενετία 1824, επανεκτ. Θεσσαλονίκη 1979), σελ. 38.

6. Βυζάντιος, Σ., Η Κωνσταντινούπολις. Ή Περιγραφή Τοπογραφική, Αρχαιολογική και Ιστορική Α (Αθήνα 1851), σελ. 299.

7. Γεράσιμος, Σ., «Έλληνες της Κωνσταντινούπολης στα μέσα του ΙΣΤ' αιώνα», Η Καθ' ημάς Ανατολή Β (Αθήνα 1994), σελ. 118.

8. Σύμφωνα με τουρκικές πηγές από τα χρόνια μεταξύ των ετών 1520-1535 ο πληθυσμός των χριστιανών στην Κωνσταντινούπολη ήταν 25.252. Mantran, R., H Καθημερινή Ζωή στην Κωνσταντινούπολη τον αιώνα του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (Αθήνα 1999), σελ. 79.

9. Ωστόσο αυτοί οι αριθμοί αναφέρονται μάλλον μόνο σ' εκείνους που πλήρωναν κεφαλικό φόρο στο συγκεκριμένο βακούφι. Γεράσιμος, Σ., «Έλληνες της Κωνσταντινούπολης στα μέσα του ΙΣΤ' αιώνα», Η Καθ' ημάς Ανατολή Β (Αθήνα 1994), σελ. 118-119.

10. Γεράσιμος, Σ.,, «Έλληνες της Κωνσταντινούπολης στα μέσα του ΙΣΤ' αιώνα», Η Καθ' ημάς Ανατολή Β (Αθήνα 1994), σελ. 128.

11. Γεράσιμος, Σ.,«Έλληνες της Κωνσταντινούπολης στα μέσα του ΙΣΤ' αιώνα», Η Καθ' ημάς Ανατολή Β (Αθήνα 1994), σελ. 122.

12. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 266.

13. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 266.

14. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 268· Γεδεών, Μ., Ιστορία των του Χριστού πενήτων (Αθήνα 1939), σελ. 45-47.

15. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 263.

16. Παπαδόπουλος, Σ., Αναμνήσεις από την Πόλη (Αθήνα 1978), σελ. 21.

17. Βυζάντιος, Σ., Η Κωνσταντινούπολις. Ή Περιγραφή Τοπογραφική, Αρχαιολογική και Ιστορική Α (Αθήνα 1851), σελ. 300.

18. Ημερολόγιον 2008 Οικουμενικού Πατριαρχείου (Αθήνα 2008), σελ. 191.

19. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 266.

20. Ημερολόγιον 2008 Οικουμενικού Πατριαρχείου (Αθήνα 2008), σελ. 191.

21. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 266.

22. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 262-263.

23. Lechevalier, Voyage de la Propontide et du Pont Euxin (Paris 1800), σελ. 263, παρατίθεται στο Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 262· Βυζάντιος, Σ., Η Κωνσταντινούπολις. Ή Περιγραφή Τοπογραφική, Αρχαιολογική και Ιστορική Α (Αθήνα 1851), σελ. 300.

24. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 264.

25. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 267· Ημερολόγιον 2008 Οικουμενικού Πατριαρχείου (Αθήνα 2008), σελ. 191.

26. Koçu, R.E., İstanbul Ansiklopedisi Β (İstanbul 1959), σελ. 731-2.

27. Χρηστίδης, Χ., Τα Σεπτεμβριανά (Αθήνα 2000), σελ. 70.

28. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 264.

29. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 263.

30. Παπαδόπουλος, Σ., Αναμνήσεις από την Πόλη (Αθήνα 1978), σελ. 22.

31. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 267.

32. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 95.

33. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 268.

34. Γεδεών, Μ., Σημειώματα Χρονογράφου 1800-1913 (Αθήνα 1932), σελ. 126.

35. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ.. 264.

36. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 264.

37. Παπαδόπουλος, Σ., Αναμνήσεις από την Πόλη (Αθήνα 1978), σελ. 65.

38. Koçu, R.E., İstanbul Ansiklopedisi Β (İstanbul 1959), σελ. 731-2.

39. Σταματόπουλος, Κ., Η Τελευταία Αναλαμπή (Αθήνα 1996), σελ. 168.

40. Σταματόπουλος, Κ., Η Τελευταία Αναλαμπή (Αθήνα 1996), σελ. 171, 290.

41. Χρηστίδης, Χ., Τα Σεπτεμβριανά (Αθήνα 2000), σελ. 296.