Κοντοσκάλι

1. Τοποθεσία – Ονομασία – Πληθυσμός

Η συνοικία Κοντοσκάλι βρίσκεται στην εντός των τειχών πόλη, μετά τα Ψαμαθιά και τη Βλάγκα, και σύμφωνα με το Μανουήλ Γεδεών είναι «μια των ωραιότερων συνοικιών των κατά μήκος προς την Προποντίδα τειχών».1 Η περιοχή ονομάστηκε έτσι από την ομώνυμη πύλη των τειχών, «αριθμουμένης τρίτης μεν από του Σαραγίου προς το Επταπύργιον, πέμπτης δε απ' αυτού προς το Σαράγιον επί της Προποντίδος».2 Η τουρκική ονομασία της πύλης και της περιοχής είναι Κουμ-Καπού (Kumkapı = πύλη της άμμου) «δοθέν δια την επισωρευομένην υπό του νότου εις τον ενταύθα αιγιαλόν άμμον.»3

Επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, έξω από την πύλη του Κοντοσκαλίου και κοντά στη Βλάγκα υπήρχε το λιμάνι του Θεοδοσίου –το οποίο στη συνέχεια επιχωματώθηκε– ενώ στο σημείο όπου το 17ο αιώνα είχε δημιουργηθεί η πλατεία της συνοικίας υπήρχε παλιά ο λιμένας Κατέργων των Γραικορωμαίων (Kadırga Limanı).4 Μέχρι τη δεκαετία του 1970 υπήρχε εδώ σκάλα και ένας μικρός λιμενοβραχίονας για τις ψαρόβαρκες.5

Ο Σκαρλάτος Βυζάντιος σχετικά με τη βυζαντινή ονομασία Κοντοσκάλι εξηγεί ότι αυτή «ενθυμίζει το προς τα Βλάγκα Κοντόσκαλον, αποβάθρα δηλονότι βραχείαν, και μη προεκτεινομένην τοσούτον εντός της θαλάσσης όσον προείχεν η προ αυτής Βασιλική Αποβάθρα του Βουκολέοντος» και απορρίπτει την εξήγηση σύμφωνα με την οποία η ονομασία οφείλεται στο «παρατσούκλι» του επιστάτη κατά τη διάρκεια κατασκευής του διπλανού λιμανιού, Κοντοσκέλη ή Κοντόσκελου.6

Το Κοντοσκάλι ήταν «συνοικία υπερεκτεταμένη και πολυάνθρωπος, κατοικουμένη το πλείστον υπ' Αρμενίων, όπου και το Πατριαρχείον αυτών».7 Το αρμενικό Πατριαρχείο είχε μεταφερθεί από τα Ψαμαθιά εδώ, στη συνοικία Νισάντσα, στα μέσα του 17ου αιώνα. Στην περιοχή υπήρχαν και άλλες αρμενικές εκκλησίες: η εκκλησία Σουρπ Ασβαντζιαντζίν, προστάτιδα των ξενιτεμένων, η Σουρπ Σαρκίς και η Σουρπ Νιγκογός, κατεστραμμένες και οι δύο από πυρκαγιά, καθώς και δύο παρεκκλήσια. Στη Σουρπ Νιγκογός μάλιστα λέγεται ότι στεγάστηκε το πρώτο αρμενικό τυπογραφείο το 1567.8

Η περιοχή συνέχισε να κατοικείται από χριστιανούς ορθόδοξους πληθυσμούς και επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αποτέλεσε μάλιστα μια από τις σημαντικότερες ελληνορθόδοξες κοινότητες στην εντός των τειχών πόλη. Σύμφωνα με απογραφή του καδή της Κωνσταντινούπολης το 1478, σε αυτό το κομμάτι της Κωνσταντινούπολης καταγράφονται 3.151 εστίες Ρωμιών.9 Τον επόμενο αιώνα ο πληθυσμός τόσο των μουσουλμάνων όσο και των μη μουσουλμάνων αυξήθηκε.10 Σε ό,τι αφορά το χριστιανικό πληθυσμό, σύμφωνα με κατάστιχα του 1540 και του 1544 που αφορούν τα εισοδήματα του βακουφίου του Μεχμέτ Β', καταγράφονται εντός των τειχών 1.547 Ρωμιοί.11 Στη συνοικία του Κοντοσκαλίου που αναφέρεται ως Κουμ-Καπού βρίσκουμε το 1540 εγκατεστημένους 55 χριστιανούς από την Παλαιά Φώκαια, και πιθανόν και από τη Θάσο, στο πλαίσιο της εποικιστικής πολιτικής του οθωμανικού κράτους.12

Στην περιοχή επίσης ήταν εγκατεστημένοι το 17ο αιώνα Τσιγγάνοι σιδηρουργοί και υπήρχε η φήμη ότι εδώ τριγυρνούσαν μέρα νύχτα «σκοτεινοί τύποι και σε συνεργασία με τις Τσιγγάνες κανόνιζαν κρυφές συναντήσεις για ωραίες γυναίκες με τους ερωμένους τους».13 Την ίδια εποχή αναφέρεται ότι στην πύλη του Κοντοσκαλίου υπήρχαν πολλά καπηλειά, περισσότερα και πιο διασκεδαστικά σε σύγκριση με τα Ψαμαθιά –παράδοση που όπως θα δούμε στη συνέχεια εξακολούθησε μέχρι και τον 20ό αιώνα– καθώς και ότι στην περιοχή υπήρχαν πολλά μποστάνια, που κάλυπταν εν μέρει της ανάγκες της πρωτεύουσας. Ο Αρμένιος Ιερεμίας Κιομουρτζιάν αναφέρει επίσης ότι εδώ βρισκόταν το μεγάλο αρχοντικό του πρίγκιπα Ιμπραχίμ και λίγο πιο πέρα το σαράι των διαδόχων του θρόνου.14

2. Η ρωμαίικη κοινότητα του Κοντοσκαλίου, 16ος-20ός αιώνας

Στην περιοχή, σύμφωνα με το Μανουήλ Γεδεών είχαν εγκατασταθεί στη μετά την Άλωση περίοδο και «εκ Μυτιλήνης Έλληνες ιδίως οι ράπτοντες τους αμπάδες [είδος μάλλινου υφάσματος] και πολλοί εκ της Κυζικικής Χερσονήσου»15 ενώ στους μετέπειτα αιώνες εγκαταστάθηκαν και τουρκόφωνοι χριστιανοί από την Ανατολή, όπως και στη γειτονική περιοχή των Ψαμαθιών και του Επταπυργίου. Στα μέσα του 17ου αιώνα υπήρχαν στη συνοικία 4 εκκλησίες, η Αγία Κυριακή, η Θεοτόκος Ελπίδα, ο Άγιος Νικόλαος και ο Άγιος Ιωάννης, ενώ στην περιοχή υπήρχε και βυζαντινή μονή, η μονή του Μυρελαίου, χτισμένη το 10ο αιώνα επί Ρωμανού Λεκαπηνού και τόπος ταφής της οικογένειας Ρωμανού, η οποία ωστόσο στις αρχές του 16ου αιώνα μετατράπηκε σε τζαμί, το επονομαζόμενο Μποντρούμ τζαμί.16

Επίσης, κοντά στην πύλη του παλιού λιμανιού των Κατέργων (Kadirga Limanı) υπήρχε και ένα αρχαίο κτίσμα, κατάλοιπο όπως πίστευαν οι χριστιανοί βυζαντινής μονής όπου είχε ταφεί ο άγιος Ιωάννης ο δια Χριστόν πτωχός ή Καλυβίτης. Στη θέση αυτή υπήρχε ένα χτιστό φρέαρ –το μαρμάρινο στόμιο του οποίου σωζόταν μέχρι τις αρχές του 1990– που επί οθωμανικής κυριαρχίας ήταν προσκύνημα και το νερό που ανάβλυζε θεωρούνταν αγίασμα θαυματουργό του αγίου Ιωάννου του Καλυβίτη.17 Εικόνα του αγίου Ιωάννη του Καλυβίτη φυλάσσεται στο ναό της Αγίας Κυριακής.

Μια μεγάλη πυρκαγιά το 1660 που κράτησε τρεις μέρες «έκαυσε τας τέσσαρας μεγάλας εκκλησίας του Κοντοσκαλίου»· ο Άγιος Νικόλαος και ο Άγιος Ιωάννης δεν ανοικοδομήθηκαν ξανά, αλλά μάλλον ως ανάμνησή τους συνέχισαν να υπάρχουν δύο ομώνυμα αγιάσματα, του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου στο Κάτιργκα-λιμάν και του Αγίου Νικολάου σε σπηλαιώδες υπόγειο κτίσμα.18 Στα μέσα λοιπόν του 17ου αιώνα, η κοινότητα των χριστιανών ορθοδόξων είχε δύο εκκλησίες, καθεμία από τις οποίες αποτελούσε και μια ξεχωριστή ενορία.

Η Αγία Κυριακή ή Για Κυριακή, όπως την αναφέρει ο Πατεράκης στον κατάλογό του το 1604, αναφέρεται και στον κατάλογο του Καραμπεϊνίκωφ, ο οποίος επισκέπτεται το ναό το 1583.19 Η εκκλησία ανοικοδομήθηκε εκ βάθρων το 1730 «δι' εξόδων και δαπάνης πάντων των ευσεβών και ορθοδόξων χριστιανών, δια πόνου και κόπου και μόχθου πολλού, έως μέχρι θανάτου των παρευρεθέντων χριστιανών [sic]».20 Οι τόποι καταγωγής όλων των δωρητών και ευεργετών που αναγράφονταν στην επιγραφή που μνημόνευε την ανοικοδόμηση του ναού παραπέμπουν σε χριστιανούς από την Καππαδοκία, οι οποίοι όπως αναφέραμε, σε μεγάλο βαθμό κατοικούσαν στην περιοχή. Εξάλλου το κήρυγμα τόσο εδώ, όπως και στην εκκλησία της Παναγίας Ελπίδας, γινόταν στα τουρκικά.21

Και οι δύο εκκλησίες κάηκαν στη μεγάλη πυρκαγιά του Hocapaşa το 1865, που κατέκαψε όλες τις γύρω περιοχές (Εμίνονου, Μπεγιαζίτ, Αγία Σοφία, Σουλτάναχμέτ) και βέβαια και την περιοχή του Κοντοσκαλίου. Το μέγεθος της καταστροφής και η «εκσυγχρονιστική» πολιτική της περιόδου των μεταρρυθμίσεων του οθωμανικού κράτους συντέλεσαν ώστε μετά την πυρκαγιά να μην ανοικοδομηθεί η περιοχή ως είχε, όπως ήταν η συνήθης πρακτική μέχρι τότε. Μέσω της δημιουργίας μιας επιτροπής βελτίωσης των δρόμων, ελήφθησαν μέτρα αποφυγής που αφορούσαν το οικοδομικό υλικό και την κατάσταση των δρόμων, και σχεδιάστηκε ένα αστικό πλάνο που προέβλεπε καινούργιες οδικές αρτηρίες, μεταξύ των οποίων και το δρόμο που θα ένωνε το Divan Yolu με το Κοντοσκάλι.22 Και ο Μανουήλ Γεδεών μνημονεύει τον ανασχεδιασμό της περιοχής λέγοντας ότι μετά την πυρκαγιά η περιοχή «ρυμοτομηθείσα κανονικώς ανεκτίσθη εξ οικοδομών λιθίνων, ως επί το πλείστον καλών.»23 Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει ότι μετά την πυρκαγιά από το ναό της Αγίας Κυριακής σώθηκαν μόνο οι τέσσερις τοίχοι καθώς και ότι ο ναός στεγάστηκε προσωρινά στο κτήριο της αλληλοδιδακτικής σχολής.24

Λίγα χρόνια πριν από την τελική ανοικοδόμηση της εκκλησίας, το 1875, αυτή αναφέρεται ως «η εκκλησία με τα πολλά σκαλιά.»25 Το 1893 στην ενοριακή συνέλευση της Αγίας Κυριακής αποφασίστηκε η εκ βάθρων ανοικοδόμηση της εκκλησίας, της οποίας ο σχεδιασμός ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα του Ζωγραφείου, μεταξύ άλλων σημαντικών οικοδομημάτων, Περικλή Φωτιάδη.26 Το νέο κτήριο του ναού ήταν ένα μεγαλοπρεπές, επιβλητικό οκταγωνικό οικοδόμημα με καμπαναριό, συμβολικό της δύναμης των χριστιανορθόδοξων κοινοτήτων της Πόλης.

Ο ναός διέθετε και ομώνυμο αγίασμα,27 ενώ στην περιοχή υπήρχαν και άλλα αγιάσματα: δύο της Αγίας Παρασκευής, από τα οποία το ένα βρισκόταν σε υπόγειο κατεδαφισμένης σήμερα αρμενικής οικίας, δύο του Αγίου Δημητρίου, του Αγίου Μηνά, του Αγίου Γεωργίου, και ένα τρίτο της Αγίας Παρασκευής, κοντά στο ναό της Αγίας Κυριακής, το οποίο σύμφωνα με το Μανουήλ Γεδεών βρισκόταν μέσα σε ελληνικό παντοπωλείο στο οποίο προσέτρεχαν οι κάτοικοι από τη Βλάγκα στις 26 Ιουλίου, οπότε και γιόρταζε.28

Ο δεύτερος ενοριακός ναός ήταν η εκκλησία της Παναγίας Ελπίδας για την οποία «ουδείς δύναται να βεβαιώσει ότι κατέχει τον τόπο του κατά τα τελευταία της ελληνικής αυτοκρατορίας έτη ναού της Ελπίδος των απελπισμένων ως έγραψε ο αείμνηστος των βυζαντινολόγων ιατρός Μόρτμαν».29 Την εκκλησία αναφέρει ο περιηγητής Gerlach στο ημερολόγιό του το 1576, ενώ την επισκέπτεται λίγα χρόνια αργότερα, το 1593, και ο Καραμπεϊνίκωφ για να μοιράσει ελέη στην εκκλησία και τον παπά της. Αναφέρεται και το 1604 στον κατάλογο του Πατεράκη ως Ολπίδα. Σύμφωνα με διάφορες μαρτυρίες, στο υπέρθυρο της παλαιότερης εκκλησίας υπήρχε εντοιχισμένη αχρονολόγητη επιγραφή που αναφερόταν σε ανιστόρηση του ναού επί πατριαρχίας Καλλίνικου Β', ο οποίος υπήρξε τρεις φορές Πατριάρχης μεταξύ 1690-1702.30

Ο ναός υπέστη σημαντικές φθορές από διαδοχικές πυρκαγιές. Κάηκε στη μεγάλη πυρκαγιά του 1660, ωστόσο με τη μεσολάβηση του τότε πρεσβευτή της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη Νικήτα Αλεξίεβιτς δόθηκε ετήσια χρηματική χορηγία από τη ρωσική κυβέρνηση για την ανοικοδόμησή του.31 Η νέα εκκλησία ήταν ξύλινη και ξανακάηκε το 1719, το 1762 και στη μεγάλη πυρκαγιά του 1865. Μέχρι το 1895, οπότε και σύμφωνα με το σουλτανικό φιρμάνι τέθηκε ο θεμέλιος λίθος της νέας εκκλησίας, οι τουρκόφωνοι Καραμανλήδες χριστιανοί εκκλησιάζονταν σε έναν ξύλινο ναΐσκο.32 Ο νέος ναός, στον τύπο της τρίκλιτης τρουλαίας βασιλικής ήταν έργο του αρχιτέκτονα Βασίλειου Τσιλένη και θεωρήθηκε ως ένας από τους μεγαλοπρεπέστερους ναούς της πόλης. Χτισμένη από τους Θρακιώτες μάστορες της ενορίας, η εκκλησία με τον αυστηρό μπαρόκ ρυθμό της αποτελεί δείγμα των αρχιτεκτονικών τάσεων της εποχής και επιβάλλεται στο χώρο, τονίζοντας και αυτή τη δύναμη της εδώ ορθόδοξης κοινότητας.33

Κάτω από το ναό υπήρχε αγίασμα του Αγίου Γεωργίου, το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί ως ενοριακή εκκλησία το διάστημα 1955-1961 και το οποίο ανακαινίστηκε εκ βάθρων το 2003.34 Πρόσφατα ανακαινίστηκε και ο ναός.35

Και οι δύο ενορίες διέθεταν σχολεία ήδη από το 18ο αιώνα, στον περίβολο των εκκλησιών τους. Συγκεκριμένα στην ενορία της Αγίας Κυριακής αναφέρεται ελληνική σχολή από το 1762. Το 1889 ανεγείρεται καινούργια ενοριακή σχολή στον περίβολο της εκκλησίας, όπως μαθαίνουμε από επιγραφή, από άλλη πηγή πληροφορούμαστε ότι το 1896 προστέθηκε μια ακόμη αστική σχολή στον αυλόγυρο της εκκλησίας, ενώ το σχολείο των αρρένων ιδρύθηκε με πρωτοβουλία της Φιλόμουσης Αδελφότητας «Ηώς».36 Το 1906 καταγράφονται τρεις σχολές στη συνοικία: μια επτατάξια αστική, ένα επτατάξιο παρθεναγωγείο και ένα τριτάξιο νηπιαγωγείο. Οι σχολές αυτές αναφέρονται ως «Ηνωμένα Εκπαιδευτήρια» και των δύο ενοριών.37

Στις αρχές του 20ού αιώνα και στο πλαίσιο θεσμοθέτησης και συγκρότησης των ορθόδοξων κοινοτήτων, οι δύο ενορίες ενώθηκαν και διοικούνταν από επταμελή Κεντρική Εφορεία και επιμέρους επιτροπές (μια για κάθε ναό και μια για τα σχολεία). Σύμφωνα με τον κανονισμό που καταρτίστηκε, «η εν Κοντοσκαλίω ελληνορθόδοξος ενορία της Αγίας Ελπίδος και η τοιαύτη της Αγίας Κυριακής εισίν ηνωμέναι συμφώνως τω πρακτικώ της γενικής και κοινής αμφοτέρων των ενοριών συνελεύσεως κατά την 20 Μαρτίου του 1911 έτους, κεκευρωμένω υπό της σεπτής Πατριαρχικής αρχής, και επομένως αποτελούσι μίαν κοινότητα ήτις ονομάζεται “Ελληνική ορθόδοξος κοινότης Κοντοσκαλίου”».38

Οι σύλλογοι και οι αδελφότητες που ιδρύονται στην περιοχή κατά το 19ο αιώνα –την περίοδο της έντονης σωματειακής οργάνωσης– είναι είτε ενοριακές είτε αδελφότητες της περιοχής Κοντοσκαλίου. Η «Φιλόπτωχος Αδελφότης Κοντοσκαλίου Μεταμόρφωσις» ιδρύθηκε το 1898 και λειτούργησε μέχρι το 1922 ενώ αναβίωσε στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Δεχόταν μέλη και από τα δύο φύλα και σκοπό είχε την οικονομική αρωγή των απόρων και των δύο ενοριών. Διέθετε διάφορα τμήματα (ιατρικής βοήθειας, παροχής βοηθημάτων σε άπορους μαθητές και ανίκανους για εργασία, βοήθεια παροχής εργασίας που θα λειτουργούσε όταν θα το επέτρεπαν τα έσοδα της αδελφότητας) και σκόπευε να ιδρύσει εργαστήριο για γυναίκες και κοπέλες.39

Άλλες φιλανθρωπικές αδελφότητες ήταν «Η Φιλανθρωπική Αδελφότητα Ηώς» με έτος ίδρυσης το 1883 και η «Αγαθοεργός Αδελφότητα των Κυριών», η οποία ιδρύθηκε το 1910 και το 1914 παρουσιάστηκε με το όνομα «Ο Ευαγγελισμός». Απέναντι από την εκκλησία της Αγίας Κυριακής στεγαζόταν σε νεοκλασικό κτήριο από το 1876 η «εν Κοντοσκαλίω συνοικίας Αγίας Κυριακής, Φιλόμουσος Αδελφότητα “Ειλικρίνεια”», έτος κατά το οποίο μάλλον ιδρύεται και μία άλλη φιλόμουσος αδελφότητα στην περιοχή, «Η Ελπίς», ενώ το 1880 ιδρύεται και η Φιλόμουσος Αδελφότητα Κοντοσκαλίου «Η Δικαιοσύνη». Το 1897 βρίσκουμε επίσης το «εν Κοντοσκαλίω Θρησκευτικών Αναγνωστήριον» και το σύλλογο των δεσποινίδων «Η Εύελπις.»40 Το 1886 τέλος ιδρύεται η «Εν Κωνσταντινουπόλει Φιλόμουσος και Φιλόπτωχη Αδελφότητα των Υποδηματοποιών Εργατών “Η Ελπίς”», η οποία συνέχιζε την παράδοση της συντεχνιακής αλληλεγγύης.41

Η περιοχή του Κοντοσκαλίου ήταν από τις ευνοημένες εκείνες περιοχές οι οποίες συνδέθηκαν με το σιδηροδρομικό δίκτυο της πόλης από την αρχή του, γύρω στα 1876.42 Η προσβασιμότητα της περιοχής αύξησε τον πληθυσμό της και τη μετέτρεψε σε κόμβο διέλευσης. Στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα η περιοχή χαρακτηριζόταν «ελληνοκρατούμενη» και φημιζόταν για τις ταβέρνες της, πολλές από τις οποίες ανήκαν σε χριστιανούς και μάλιστα σε Πελοποννήσιους.43 Η αφήγηση του δημοσιογράφου Στέφανου Παπαδόπουλου για την περιοχή είναι χαρακτηριστική: «Ένα Πάσχα θυμούμαι νεαρός τότε επήγα από τα Ψωμαθιά, όπου έμενα, στο Κοντοσκάλι. Ενόμιζα ότι είμαι στην Ελλάδα. Τόσες πολλές ελληνικές σημαίες είχε εκεί οι περισσότερες δε ήσαν των ταβερνών. Εξηγείται όμως η πληθώρα εκείνη των ταβερνών. Ευθηνά ήσαν εκεί τα ενοίκια καταστημάτων, πολύς δε κόσμος περνούσε από το Κοντοσκάλι. Τα βράδυα εξάλλου κατέβαιναν εκεί για να πάρουν το σιδηρόδρομο και να παν στα σπίτια των, στο Γεντίκουλε και εις τα ελληνοκατοικούμενα τότε μεγάλα θρακικά προάστια Μακροχώρι και Άγιο Στέφανο».44

Ως ψαροχώρι κατοικημένο κυρίως από Ρωμιούς και Αρμένιους με μερικές από τις πιο φημισμένες απλές ψαροταβέρνες της πόλης (όπως του Μηνά, του Γιώργου, κ.λπ.) αναφέρεται η περιοχή μέχρι και τη δεκαετία του 1970.45

Ωστόσο, η περιοχή με το πέρασμα στην Τουρκική Δημοκρατία έχασε ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού της, κάτι που ενισχύθηκε και από τη μεταπολεμική μαζική μετακίνηση του χριστιανικού πληθυσμού από τις συνοικίες του Κερατίου και των τειχών προς πιο κεντρικές.46 Παρ' όλα αυτά το Κοντοσκάλι εξακολούθησε να αποτελεί μια από τις ακμαιότερες συνοικίες της κυρίως πόλης. Σύμφωνα με πατριαρχική απογραφή το 1949 στην περιοχή κατοικούσαν 309 οικογένειες, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, το 1955, και σύμφωνα με στοιχεία από το προσωπικό αρχείο του Χριστόφορου Χρηστίδη ο αριθμός αυτός είχε φτάσει τις 405 οικογένειες.

Το σχολικό έτος 1951-1952 φοιτούσαν 125 μαθητές στο σχολείο της περιοχής.47 Ήδη από το 1937 είχαν συγχωνευθεί το αρρεναγωγείο της Αγίας Κυριακής με το παρθεναγωγείο της Παναγίας Ελπίδας και έτσι η κοινότητα είχε ένα μόνο σχολείο. Το 1955 βρισκόταν υπό ανέγερση νέο κτήριο για την αστική αυτή σχολή του Κοντοσκαλίου.48 Στα 1951 μάλιστα είχε γίνει προσπάθεια οργάνωσης ενός πρότυπου δημοτικού σχολείου στην περιοχή όπου η διδασκαλία θα γινόταν με σύγχρονες εποπτικές μεθόδους. Η πρωτοβουλία ανήκε σε σημαντικό βαθμό στο δάσκαλο της κοινότητας Ηλία Βιγγόπουλο, ο οποίος είχε σταλεί γι' αυτό το σκοπό με δαπάνη της κοινότητας στο πανεπιστήμιο της Περούτζια το 1952 για να εξοικειωθεί με το σύστημα Montessori, το οποίο και εφάρμοσε στην αστική σχολή.49

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 υπήρχε στην κοινότητα θεατρικός σύλλογος, συσσίτιο που παρείχε τροφή σε 26 μαθητές και 8 άπορους γέροντες, ιατρείο και είχε ανασυγκροτηθεί, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, η φιλόπτωχος αδελφότητα «Μεταμόρφωση».50

Η κοινότητα το 1954 βρέθηκε στο στόχαστρο των αντιμειονοτικών μέτρων της τουρκικής κυβέρνησης: με αφορμή μια διένεξη των Ελλήνων του Κοντοσκαλίου, και συγκεκριμένα μεταξύ των Θρακών της ενορίας της Παναγίας Ελπίδας και των Ανατολιτών –Καραμανλήδων κυρίως– της Αγίας Κυριακής έγινε προσπάθεια να διχοτομηθεί η κοινότητα με βάση τα όρια των δύο ενοριών. Κάτι τέτοιο σήμαινε ουσιαστικά αμφισβήτηση από πλευράς των τουρκικών αρχών των συνθετότερων μορφών κοινοτικής οργάνωσης. Με την ίδια αφορμή μάλιστα έγινε προσπάθεια να καταργηθεί και ο ίδιος ο θεσμός των Μείζονων Ιδρυμάτων. Και στις δύο περιπτώσεις επενέβησαν οι ιθύνοντες της μειονότητας και τα μέτρα δεν εφαρμόστηκαν.51

Η κλιμακούμενη πολιτική κρίση που επικράτησε στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας με την όξυνση του Κυπριακού και τα ακόλουθα αντιμειονοτικά μέτρα που υιοθετήθηκαν και η κοινότητα Κοντοσκαλίου αποψιλώθηκε πληθυσμιακά.




1. Γεδεών, Μ., «Κωνσταντινούπολις», στο Βουτυράς, Σ.Ι. –Καρύδης, Γ., Λεξικόν Ιστορίας και Γεωγραφίας (Κωνσταντινούπολη 1881), σελ. 947.

2. Βυζάντιος, Σ., Η Κωνσταντινούπολις. Περιγραφή Τοπογραφική, Αρχαιολογική και Ιστορική Α (Αθήνα 1851), σελ. 276.

3. Βυζάντιος, Σ., Η Κωνσταντινούπολις. Περιγραφή Τοπογραφική, Αρχαιολογική και Ιστορική Α (Αθήνα 1851), σελ. 276.

4. Κιομουρτζιάν, Ι.Τ., Οδοιπορικό στην Πόλη του 1680 (Αθήνα 1992), σελ. 22.

5. Büyük Lugat ve Ansiklopedisi 7 (Istanbul 1972)· Γεδεών, M., «Κωνσταντινούπολις», στο Βουτυράς, Σ.Ι – Καρύδης, Γ.,  Λεξικόν Ιστορίας και Γεωγραφίας (Κωνσταντινούπολη 1881), σελ. 948.

6. Βυζάντιος, Σ., Η Κωνσταντινούπολις. Περιγραφή Τοπογραφική, Αρχαιολογική και Ιστορική Α (Αθήνα 1851), σελ. 276.

7. Βυζάντιος, Σ., Η Κωνσταντινούπολις. Περιγραφή Τοπογραφική, Αρχαιολογική και Ιστορική, τ. Α (Αθήνα 1851) σελ. 276.

8. Κιομουρτζιάν, Ι.Τ., Οδοιπορικό στην Πόλη του 1680 (Αθήνα 1992), σελ. 22· Belge, M., Istanbul Gezi Rehberi (Istanbul 2007), σελ. 69.

9. Γεράσιμος, Σ., «Έλληνες της Κωνσταντινούπολης στα μέσα του ΙΣΤ' αιώνα», Η Καθ' ημάς Ανατολή Β (Αθήνα 1994), σελ. 118.

10. Σύμφωνα με τουρκικές πηγές από τα χρόνια μεταξύ των ετών 1520-1535 ο πληθυσμός των χριστιανών στην Κωνσταντινούπολη ήταν 25.252. Mantran, R., H Καθημερινή Ζωή στην Κωνσταντινούπολη τον αιώνα του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (Αθήνα 1999), σελ. 79.

11. Ωστόσο αυτοί οι αριθμοί αναφέρονται μάλλον μόνο σε εκείνους που πλήρωναν κεφαλικό φόρο στο συγκεκριμένο βακούφι. Γεράσιμος, Σ., «Έλληνες της Κωνσταντινούπολης στα μέσα του ΙΣΤ' αιώνα», Η Καθ' ημάς Ανατολή Β (Αθήνα 1994), σελ. 118-119.

12. Γεράσιμος, Σ., «Έλληνες της Κωνσταντινούπολης στα μέσα του ΙΣΤ' αιώνα», Η Καθ' ημάς Ανατολή Β (Αθήνα 1994), σελ. 122.

13. Κιομουρτζιάν, Ι.Τ., Οδοιπορικό στην Πόλη του 1680 (Αθήνα 1992), σελ. 22.

14. Κιομουρτζιάν, Ι.Τ., Οδοιπορικό στην Πόλη του 1680 (Αθήνα 1992), σελ. 22.

15. Γεδεών, Μ., Μνεία των προ εμού (Αθήνα 1934), σελ. 172.

16. Κιομουρτζιάν, Ι.Τ., Οδοιπορικό στην Πόλη του 1680 (Αθήνα 1992), σελ. 22.

17. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 284.

18. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 282.

19. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 282.

20. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 282.

21. Γεδεών, Μ., Ιστορία των του Χριστού Πενήτων (Αθήνα 1939), σελ. 72 και του ιδίου Μνεία των προ εμού (Αθήνα 1934), σελ. 174, παρατίθενται στο Κάννερ, Έ., Φτώχεια και Φιλανθρωπία στην Ορθόδοξη Κοινότητα της Κωνσταντινούπολης 1753-1912 (Αθήνα 2004), σελ. 99.

22. Çelik, Z., Τhe Remaking of İstanbul (University of Washington Press, Seattle and London 1986), σελ. 55.

23. Γεδεών, Μ., «Κωνσταντινούπολις», στο Βουτυράς, Σ.Ι. –  Καρύδης, Γ., Λεξικόν Ιστορίας και Γεωγραφίας (Κωνσταντινούπολη 1881), σελ. 947.

24. Γεδεών, Μ., «Κωνσταντινούπολις», στο Βουτυράς, Σ.Ι. –  Καρύδης, Γ., Λεξικόν Ιστορίας και Γεωγραφίας (Κωνσταντινούπολη 1881), σελ. 947.

25. Ορθόδοξοι ενοριακοί Ναοί και Αγιάσματα της Περιφέρειας Βλάγκας, Κοντοσκαλίου και Υψωμαθείων (Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Μύρων, Αθήνα 2004), σελ. 21

26. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 282, 694-695.

27. Το αγίασμα αυτό αναφέρεται σε άλλη πηγή ως αγίασμα του Αγίου Βασιλείου. Ορθόδοξοι ενοριακοί Ναοί και Αγιάσματα της Περιφέρειας Βλάγκας, Κοντοσκαλίου και Υψωμαθείων (Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Μύρων, Αθήνα 2004), σελ. 22.

28. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 284.

29. Γεδεών, Μ., «Δέκα Νέοι Θεομητορικοί Ναοί εντός των Τειχών της του Κωνσταντίνου πόλεως», στο Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 290.

30. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 293.

31. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 293.

32. Ημερολόγιον 2008 Οικουμενικού Πατριαρχείου (Αθήνα 2008), σελ. 180.

33. Γκίνης, Ν. – Στράτος, Κ., Εκκλησίες στην Κωνσταντινούπολη (Αθήνα 1999), σελ. 73.

34. Ορθόδοξοι ενοριακοί Ναοί και Αγιάσματα της Περιφέρειας Βλάγκας, Κοντοσκαλίου και Υψωμαθείων (Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Μύρων, Αθήνα 2004), σελ. 28-29.

35. Ημερολόγιον 2008 Οικουμενικού Πατριαρχείου (Αθήνα 2008), σελ. 180.

36. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 284, 294· Ορθόδοξοι ενοριακοί Ναοί και Αγιάσματα της Περιφέρειας Βλάγκας, Κοντοσκαλίου και Υψωμαθείων (Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Μύρων, Αθήνα 2004), σελ. 21-22.

37. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 294· Γκίνης, Ν. – Στράτος, Κ., Εκκλησίες στην Κωνσταντινούπολη (Αθήνα 1999), σελ. 69.

38. Κάννερ, Έ., Φτώχεια και Φιλανθρωπία στην Ορθόδοξη Κοινότητα της Κωνσταντινούπολης 1753-1912 (Αθήνα 2004), σελ. 191· Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 296.

39. Μαμώνη, Κ. – Ιστικοπούλου, Λ., Γυναικείοι Σύλλογοι στην Κωνσταντινούπολη (1861-1922) (Αθήνα 2002), σελ. 177.

40. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 286, 695.

41. Κάννερ, Έ., Φτώχεια και Φιλανθρωπία στην Ορθόδοξη Κοινότητα της Κωνσταντινούπολης 1753-1912 (Αθήνα 2004), σελ. 208.

42. Çelik, Z., Τhe Remaking of İstanbul (University of Washington Press, Seattle and London 1986), σελ. 99-100.

43. Παπαδόπουλος, Σ., Αναμνήσεις από την Πόλη (Αθήνα 1978), σελ. 35-36.

44. Παπαδόπουλος, Σ., Αναμνήσεις από την Πόλη (Αθήνα 1978), σελ. 35-36.

45. Belge, M., Istanbul Gezi Rehberi (Ιστανμπούλ 2007), σελ. 68.

46. Σταματόπουλος, Κ., Η Τελευταία Αναλαμπή (Αθήνα 1996), σελ. 110.

47. Σταματόπουλος, Κ., Η Τελευταία Αναλαμπή (Αθήνα 1996), σελ. 290, 297.

48. Τη νύχτα μάλιστα των Σεπτεμβριανών αναφέρεται ότι ο όχλος χρησιμοποίησε υλικά από αυτή την οικοδομή για να καταστρέψει το σχολείο και την εκκλησία. Σταματόπουλος, Κ., Η Τελευταία Αναλαμπή (Αθήνα 1996), σελ. 109.

49. Σταματόπουλος, Κ., Η Τελευταία Αναλαμπή (Αθήνα 1996), σελ. 112.

50. Σταματόπουλος, Κ., Η Τελευταία Αναλαμπή (Αθήνα 1996), σελ. 171, 208.

51. Σταματόπουλος, Κ., Η Τελευταία Αναλαμπή (Αθήνα 1996), σελ. 32, 49.