1. Τοποθεσία - ονομασία
Η συνοικία Εντιρνέ Καπού είναι χτισμένη στο υψηλότερο σημείο μεταξύ του έκτου και του έβδομου λόφου της Κωνσταντινούπολης1 και πήρε το όνομά της από την ομώνυμη πύλη των Θεοδοσιανών τειχών, τη δεύτερη μεγάλη πύλη των τειχών αυτών. Η πύλη, «δεύτερη των υπό του Κόλπου προς την Προποντίδα αριθμουμένη», σύμφωνα με το Σκαρλάτο Βυζάντιο,2 επί Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ονομαζόταν Πύλη του Πολυάνδρου ή Πύλη του Μυρίανδρου και Πύλη Χαρισίου.3 Οι δύο πρώτες ονομασίες αποδίδονται στο πολυσύχναστο της τοποθεσίας της πύλης, η οποία βρισκόταν στη μέση οδό που οδηγούσε στο κέντρο της πόλης και άρα σε σημείο απ' όπου «μυριάδες» ανθρώπων περνούσαν καθημερινά. Ο Βυζάντιος δε θεωρεί έγκυρη την παρεμφερή εξήγηση του Κωδινού ότι η πύλη πήρε αυτή την ονομασία κατά τη διάρκεια της ανακαίνισης των τειχών από το Θεοδόσιο, από το πλήθος των συγκεντρωμένων εκεί αντιπάλων Βενετών και Πρασίνων, καθένας από τους οποίους προσπαθούσε να θέσει τη συγκεκριμένη πύλη υπό την προστασία του.4
Η ονομασία Εντιρνέ Καπού δόθηκε στην πύλη και τη γύρω περιοχή μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, λόγω του ότι από εδώ ξεκινούσε ο δρόμος που οδηγούσε στην Αδριανούπολη (τουρκ. Εντιρνέ). Η συγκεκριμένη πύλη είχε ιδιαίτερη σημασία και σπουδαιότητα για τους Οθωμανούς, καθώς σύμφωνα με την παράδοση από εδώ μπήκε ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Πορθητής στην πόλη,5 ενώ εδώ λέγεται ότι έπεσε ο σύντροφος του προφήτη Μωάμεθ Ebû Εyup el-Ensârî κατά την πολιορκία της πόλης από τους Άραβες το 674.6 Σε ανάμνηση ίσως αυτών των δύο γεγονότων, κατά τη στέψη τους και την παραλαβή του σπαθιού του Ebû Εyup el-Ensârî οι νέοι σουλτάνοι εισέρχονταν στην πόλη από αυτή την πύλη.7 Από αυτή την πύλη, που θεωρούνταν η κεντρική και η επίσημη πύλη της πόλης, εισέρχονταν σε αυτή και οι ξένοι πρεσβευτές, ενώ από εδώ περνούσε ο δρόμος που οδηγούσε στον ιερό για τους μουσουλμάνους χώρο του Εγιούπ. Η σημασία της πύλης φαίνεται και από την ύπαρξη στην περιοχή γενιτσαρικού τάγματος, επιφορτισμένου με την ασφάλεια της πύλης.
Η περιοχή αποτέλεσε μια από τις πρώτες συνοικίες με μουσουλμανικό πληθυσμό στην Κωνσταντινούπολη μετά την Άλωση, κάτι που φαίνεται και από το πλήθος των θρησκευτικών χώρων (τζαμιά, μεντρεσέδες, τεκέδες). Το σημαντικότερο από αυτά είναι το τζαμί που φιλοτεχνήθηκε στη διάρκεια της βασιλείας του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (1520-1566) προς τιμήν της κόρης του Μιχριμάχ, η οποία δάνεισε και το όνομά της στο τζαμί.8 Ο Σκαρλάτος Βυζάντιος αναφέρει ότι έξω από την πύλη είχαν τα εργαστήριά τους Τούρκοι λιθοξόοι «ασχολούμενοι αδιακόπως προς λάξευσιν των επιτυμβίων στηλών, αι οποίαι πυκνούσι κατάλευκοι τα καταντίκρυ κοιμητήρια, σκιαζόμενα υπό δάσους κυπαρισσίων» και συμπληρώνει ότι «από της πύλης ταύτης εξέρχονται τα πλειότερα νεκροκρέββατα μεταφέροντα αενάως τους κατοίκους της μεγαλουπόλεως του Κωνσταντίνου εις την ασυγκρίτως αυτής πολυπληθεστέραν ταύτην νεκρούπολην. Τας δε μελαγχολικάς ιδέας [...] μόλις διασκεδάζει η θέα του εκτεταμένου ορίζοντος των πεδιάδων της Θράκης».9 Και ο Αρμένιος περιηγητής που επισκέπτεται την πόλη στα τέλη του 17ου αιώνα, Ιερεμίας Κιομουρτζιάν, αναφέρεται στα νεκροταφεία (αρμενικό και ελληνικό) τα οποία υπήρχαν απέναντι από την πύλη, προσθέτοντας ότι στην περιοχή υπήρχαν κονάκια που ανήκαν σε Τούρκους και μπαξέδες –όπως το μποστάνι του Μπαϊράμ Πασά, όπου υπήρχε και γέφυρα για καμήλες που συνέδεε την περιοχή με την απέναντι συνοικία του Χάσκιοϊ. Στην εξωτερική πλευρά των τειχών και μέχρι την επόμενη πύλη ο περιηγητής αναφέρει ότι συναντά κανείς παλιά μεγάλα αρχοντικά, όμορφους κήπους, ροδώνες και μποστάνια.10
2. Πληθυσμός
Στην περιοχή συνέχισαν και μετά την Άλωση να κατοικούν και χριστιανικοί πληθυσμοί. Η εγγύτητα της περιοχής με το Φανάρι συνετέλεσε ώστε η κοινότητα του Εντιρνέ Καπού να αποτελέσει μέχρι και το 19ο αιώνα μία από τις σημαντικές ορθόδοξες κοινότητες εντός των τειχών.11 Μετά την Άλωση και σύμφωνα με απογραφή του καδή της Κωνσταντινούπολης το 1478 υπήρχαν στη χερσόνησο της Κωνσταντινούπολης 3.151 εστίες Ρωμιών.12 Τον επόμενο αιώνα ο πληθυσμός τόσο των μουσουλμάνων όσο και των μη μουσουλμάνων αυξήθηκε.13 Σε ό,τι αφορά μάλιστα το χριστιανικό ορθόδοξο πληθυσμό, σύμφωνα με κατάστιχα του 1540 και του 1544 που αφορούν στα εισοδήματα του βακουφίου του Μωάμεθ Β’ καταγράφονται εντός των τειχών 1.547 Ρωμιοί.14
Συγκεκριμένα και σύμφωνα με τα παραπάνω κατάστιχα, στην Πύλη της Αδριανούπολης, στο Εντιρνέ Καπού –που αναφέρεται στα κατάστιχα ως «Συνοικία της Αγοράς της Πύλης της Αδριανουπόλεως»–, υπήρχαν 19 οικογένειες ορθόδοξων. Στο πλαίσιο της εποικιστικής πολιτικής της Κωνσταντινούπολης με πληθυσμούς, χριστιανούς και μη, από άλλες νεοκατακτηθείσες περιοχές, ο Μωάμεθ ο Πορθητής εγκατέστησε στην περιοχή το 1475 ένα μέρος από τους Καφφατιανούς χριστιανούς της Κριμαίας.15
3. Η ορθόδοξη κοινότητα του Εντιρνέ Καπού
3.1. Εκκλησία
Η χριστιανική συνοικία της Πύλης της Αδριανούπολης εκτεινόταν γύρω από το ναό του Αγίου Γεωργίου. Ο αρχικός βυζαντινός ναός ή μονή του Αγίου Γεωργίου είχε κατεδαφιστεί το 1555 προκειμένου να χτιστεί στο χώρο του το τζαμί της Μιχριμάχ. Ωστόσο, με σουλτανικό φιρμάνι «εδόθη άδεια τοις χριστιανοίς και έκτισαν μετά δώδεκα έτη, ου μακράν τούτου τον νυν σωζόμενον ξυλόστεγον ναόν του Αγίου Γεωργίου τον οποίον ωνόμασαν Μονήν, εις μνήμην της πρώτης εκείνης από της οποίας μετέβησαν εις ταύτην οι μοναχοί».16 Μια εκδοχή του λαϊκού μύθου θέλει το ναό να χτίζεται στο σημείο όπου παλαιότερα, κατά την κατάκτηση της πόλης από τους Λατίνους το 1204, είχε χτιστεί άλλος ναός προκειμένου να «ξορκίσει» ένα φάντασμα που τριγυρνούσε στην περιοχή.17
Ανάμεσα στα χαρακτηριστικά του ναού, ο οποίος έγινε αργότερα ενοριακός, ήταν οι 4 γρανιτένιοι κίονες που συγκρατούσαν τον τρούλο και οι οποίοι είχαν μεταφέρθηκαν από το ναό του Προδρόμου που υπήρχε παλαιότερα στο Μακρυχώρι, καθώς και ένα παλαιό χειρόγραφο ευαγγέλιο του 12ου αιώνα το οποίο ανήκε στο ναό της Αγίας Σοφίας, το μόνο που είχε διασωθεί από τα λειτουργικά βιβλία της Μεγάλης Εκκλησίας.18 Το χειρόγραφο κειμήλιο παραδόθηκε στο πατριαρχικό σκευοφυλάκιο επί πατριαρχίας Φωτίου (1929-1935) με την υποχρέωση ο κάθε πατριάρχης να λειτουργεί στο ναό την πρώτη Κυριακή μετά τη γιορτή του αγίου Γεωργίου.19 Το κτήριο του ναού επισκευάστηκε το 1726, κάηκε σε πυρκαγιά του 173020 και ανοικοδομήθηκε εκ βάθρων το 1836.21 Στη νότια πλευρά του ναού, συνεχόμενο με το αριστερό κλίτος, υπάρχει θολωτό αγίασμα του Αγίου Βασιλείου, κατάλοιπο βυζαντινής κινστέρνας.22
Όπως μας πληροφορεί ο Μανουήλ Γεδεών, ο ναός παλαιότερα άκμαζε γιατί έξω από την πύλη και σε μικρή απόσταση υπήρχαν ανεμόμυλοι χριστιανών ορθόδοξων, με αποτέλεσμα οι συντεχνίες των αλευράδων, των μυλωνάδων, των ψωμάδων, των σιμιτζήδων, των σιτεμπόρων κ.λπ. να έχουν την εκκλησία υπό την προστασία τους.23 Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει ότι εδώ σωζόταν και γυναικεία μονή του Προδρόμου μέχρι το 1637, η οποία στη συνέχεια μετατράπηκε σε τζαμί.24
Η ελληνορθόδοξη κοινότητα του Εντιρνέ Καπού ήταν πολυπληθής και εκτεινόταν άλλοτε μέχρι τις παρακείμενες ενορίες του Τεκφούρ Σαράι και Αραμπατζή Μεϊντάν, ενώ δυτικά γειτόνευε με τον Άγιο Δημήτριο της ενορίας Σαρμασίκι. Η ενορία της στις αρχές του 20ού αιώνα συγκαταλεγόταν στη δεύτερη τάξη ενοριών, με βάση προφανώς τη σπουδαιότητα και άρα και τα κέρδη τους, σύμφωνα με τη διαίρεση του συνδέσμου των νεωκόρων της Κωνσταντινούπολης «Ταξιάρχης».25
3.2. Εκπαίδευση – σύλλογοι
Στην κοινότητα λειτουργούσε ήδη το 1764, όπως αναφέρεται στο πατριαρχικό σιγίλλιο του Σαμουήλ Χαντζερή, σχολείο, στο οποίο δίδασκε το 1850 ο Βασίλειος Φωτειάδης. Η παλιά εξατάξια αστική/δημοτική σχολή στεγαζόταν σε νεοκλασικό κτήριο πίσω από την κόγχη του ιερού.26 Η κοινότητα διέθετε και φιλόπτωχο αδελφότητα, την "Εν Εδιρνέ Καπού Φιλόπτωχο Αδελφότητα των Κυριών Αγία Βαρβάρα", η οποία ιδρύθηκε το 1896 με σκοπό τη χρηματική ή υλική (κυρίως προμήθεια με κάρβουνα) βοήθεια των απόρων της ενορίας, και διοικούνταν από πενταμελές προεδρείο με άντρα πρόεδρο, σε αντίθεση με όλα τα υπόλοιπα μέλη που ήταν γυναίκες. 27 Η φιλόπτωχος αδελφότητα στεγαζόταν σε κτήρια δίπλα στο ναό.28 Επίσης, στα τέλη του 19ου-αρχές 20ού αιώνα, επί πατριαρχίας Ιωακείμ Γ’, ιδρύθηκε στο Φανάρι μια Φιλόπτωχος Αδελφότητα που σκοπό είχε την αρωγή των απόρων της περιφέρειας Φαναρίου και των πέριξ περιοχών, μεταξύ των οποίων και της κοινότητας Εντιρνέ Καπού.29
3.3. Η παρακμή της κοινότητας
Το πέρασμα στην Τουρκική Δημοκρατία σηματοδότησε τη σταδιακή παρακμή της κοινότητας. Σε πατριαρχική απογραφή του 1949 καταγράφονται 49 οικογένειες στην κοινότητα, η οποία διέθετε και συσσίτιο κάθε μεσημέρι σε 20 απόρους από τις 49 αυτές οικογένειες.30 Σύμφωνα με στοιχεία από το προσωπικό αρχείο του Χρηστόφορου Χρηστίδη, το 1955 υπήρχαν στην κοινότητα 45 οικογένειες, ενώ λειτουργούσε δημοτικό τετρατάξιο σχολείο, φιλόπτωχος αδελφότητα, μορφωτικός σύνδεσμος, σχολικό συσσίτιο και κοινοτικό ιατρείο.31 Τα γεγονότα της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου 1955 συντέλεσαν στη δημιουργία κύματος εσωτερικής μετανάστευσης προς άλλες μεγαλύτερες και κεντρικότερες κοινότητες, με αποτέλεσμα οι περισσότερες κοινότητες εντός των τειχών, μεταξύ των οποίων και η κοινότητα Εντιρνέ Καπού, να εγκαταλειφθούν σταδιακά. Το σχολείο της κοινότητας έκλεισε το 1974 32 και σήμερα πλέον δεν κατοικεί κανένας Ρωμιός στην περιοχή.
1. Belge, M., Istanbul Gezi Rehberi (İstanbul 2007), σελ. 76. 2. Βυζάντιος, Σ., Η Κωνσταντινούπολις. Περιγραφή Τοπογραφική, Αρχαιολογική και Ιστορική Α (Αθήνα 1851), σελ. 348. 3. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 212. 4. Βυζάντιος, Σ., Η Κωνσταντινούπολις. Περιγραφή Τοπογραφική, Αρχαιολογική και Ιστορική Α (Αθήνα 1851), σελ. 348. 5. Βυζάντιος, Σ., Η Κωνσταντινούπολις. Περιγραφή Τοπογραφική, Αρχαιολογική και Ιστορική Α (Αθήνα 1851), σελ. 348. 6. Büyük Lugat ve Ansiklopedisi 4 (Κωνσταντινούπολη 1972). 7. Φραγκούδης, Γ., Η Κωνσταντινούπολις (Βυζάντιον - Σταμπούλ). Περιγραφή της Κωνσταντινουπόλεως λήγοντος του 19ου αιώνος (Αθήνα 1901), σελ. 86. 8. Βυζάντιος, Σ., Η Κωνσταντινούπολις. Περιγραφή Τοπογραφική, Αρχαιολογική και Ιστορική Α (Αθήνα 1851), σελ. 351. 9. Βυζάντιος, Σ., Η Κωνσταντινούπολις. Περιγραφή Τοπογραφική, Αρχαιολογική και Ιστορική Α (Αθήνα 1851), σελ. 351. 10. Κιομουρτζιάν, Ι.Τ., Οδοιπορικό στην Πόλη του 1680 (Αθήνα 1992), σελ. 62. 11. Σβολόπουλος, Κ., Κωνσταντινούπολη 1856-1908. Η Ακμή του Ελληνισμού (Αθήνα 1995), σελ. 44. 12. Γεράσιμος, Σ., «Έλληνες της Κωνσταντινούπολης στα μέσα του ΙΣΤ' αιώνα», Η Καθ' ημάς Ανατολή Β (Αθήνα 1994), σελ. 118. 13. Σύμφωνα με τουρκικές πηγές από τα χρόνια μεταξύ των ετών 1520-1535 ο πληθυσμός των χριστιανών στην Κωνσταντινούπολη ήταν 25.252. Mantran, R., H Καθημερινή Ζωή στην Κωνσταντινούπολη τον αιώνα του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (Αθήνα 1999), σελ. 79. 14. Ωστόσο αυτοί οι αριθμοί αναφέρονται μάλλον μόνο σε εκείνους που πλήρωναν κεφαλικό φόρο στο συγκεκριμένο βακούφι. Γεράσιμος, Σ., «Έλληνες της Κωνσταντινούπολης στα μέσα του ΙΣΤ' αιώνα», Η Καθ' ημάς Ανατολή Β (Αθήνα 1994), σελ. 118-119. 15. Γεράσιμος, Σ., «Έλληνες της Κωνσταντινούπολης στα μέσα του ΙΣΤ' αιώνα», Η Καθ' ημάς Ανατολή Β (Αθήνα 1994), σελ. 127. 16. Βυζάντιος, Σ., Η Κωνσταντινούπολις. Περιγραφή Τοπογραφική, Αρχαιολογική και Ιστορική Α (Αθήνα 1851), σελ. 351. 17. Belge, M., İstanbul Gezi Rehberi (İstanbul 2007), σελ. 77. 18. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 212-213. 19. Γεννάδιος Ηλιουπόλεως, «Ο Ναός του Αγίου Γεωργίου Εδιρνέ Καπού», Ορθοδοξία (Κωνσταντινούπολη 1951), σελ. 274. 20. Γεννάδιος Ηλιουπόλεως, «Ο Ναός του Αγίου Γεωργίου Εδιρνέ Καπού», Ορθοδοξία (Κωνσταντινούπολη 1951), σελ. 272. 21. Γκίνης, Ν. – Στράτος, Κ., Εκκλησίες στην Κωνσταντινούπολη (Αθήνα 1999), σελ. 64. 22. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 213. 23. Γκίνης, Ν. – Στράτος, Κ., Εκκλησίες στην Κωνσταντινούπολη (Αθήνα 1999), σελ. 64. 24. Γεδεών, Μ., Κωνσταντινούπολις, στο Βουτυράς, Σ.Ι. – Καρύδης, Γ., Λεξικόν Ιστορίας και Γεωγραφίας (Κωνσταντινούπολη 1881), σελ. 941. 25. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 95. 26. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 213. 27. Μαμώνη, Κ. – Ιστικοπούλου, Λ., Γυναικείοι Σύλλογοι στην Κωνσταντινούπολη (1861-1922) (Αθήνα 2002), σελ. 128. 28. Παπαστράτης, Θ., Επταλόφου Βοσπορίδος Οδοιπορία, Έλληνες, Αρμένιοι, Τούρκοι, Εβραίοι (Θεσσαλονίκη 1998), σελ. 28. 29. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1996), σελ. 101. 30. Σταματόπουλος, Κ.Μ., Η Τελευταία Αναλαμπή (Αθήνα 1996), σελ. 171, 290. 31. Χρηστίδης, Χ., Τα Σεπτεμβριανά (Αθήνα 2000), σελ. 294. 32. Παπαστράτης, Θ., Επταλόφου Βοσπορίδος Οδοιπορία, Έλληνες, Αρμένιοι, Τούρκοι, Εβραίοι (Θεσσαλονίκη 1998), σελ. 28.
|
|
|