Χάλκη

1. Τοποθεσία

Η Χάλκη με έκταση 2,5 τ.χλμ. είναι το δεύτερο μεγαλύτερο νησί των Πριγκηποννήσων. Το μέγιστο υψόμετρό του φτάνει τα 448 πόδια. Βρίσκεται μεταξύ της Αντιγόνης και της Πριγκήπου και του μικρασιατικού ακρωτηρίου Μάλτεπε. Απέχει 10 μίλια από το λιμάνι της πόλης και 2,5 μίλια από το Μάλτεπε. Στα τουρκικά ονομάζεται Χεϊμπελί αντά, επειδή το σχήμα του νησιού θυμίζει δισάκι (heybe).1 Η ονομασία Χάλκη «έμεινεν εις αυτήν ό του χαλκού, ος τις εκμεταλεύετο εν αυτή το πάλαι».2 Σχετικά με την ετυμολογία αυτής της ονομασίας έχουν διατυπωθεί και άλλες απόψεις: «Ωνομάσθη είτε από του ανορυττουμένου αυτόσε άλλοτε χαλκού, είτε από του παρά την Χαλκηδόνα ρέοντος Χάλκιδος ποταμού».3

Ο Petrus Gyllius (1499-1555) καταγράφει στο οδοιπορικό του τη χώρα της Χάλκης.4 O Ερέμια Τσελεμπί Κιομουρτζιάν αναφέρει τα μοναστήρια που βρίσκονται στα Πριγκηπόννησα, συμπληρώνει όμως ότι οι οικισμοί των νησιών είχαν συχνά λεηλατηθεί από τα πληρώματα του οθωμανικού στόλου.5

2. Πληθυσμός

Οι κάτοικοι της Χάλκης στις αρχές του 19ου αιώνα δεν ξεπερνούσαν τους 800. Μισό αιώνα αργότερα, το 1875, μαζί με τους σπουδαστές των μεγάλων της σχολών φτάνουν τις 3.500.6 Ο πληθυσμός της Χάλκης μέχρι τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα αποτελούνταν στο μεγαλύτερο μέρος του από Ρωμιούς. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της εφημερίδας Μακεδονία, το 1951 η κοινότητα της Χάλκης αποτελούνταν από 800 άτομα.7 Λίγα χρόνια αργότερα, το 1955, σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Χριστόφορος Χρηστίδης από το προσωπικό του αρχείο, η εν λόγω κοινότητα διέθετε ένα εξατάξιο δημοτικό σχολείο, ένα μορφωτικό σύνδεσμο και μία φιλόπτωχο αδελφότητα.8 Σήμερα στο νησί κατοικούν περίπου 100 ορθόδοξοι.9

Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα η πλειονότητα των κατοίκων της Χάλκης ήταν ψαράδες. Επιπλέον, στο νησί καλλιεργούσαν αμπέλια και ελιές. Ο Σ. Βυζάντιος αναφέρει τα εξής για τον οικισμό της Χάλκης: «Το δε χωρίον κείται παρά την ακτήν, την βλέπουσαν προς ανατολάς, και το παρ’ αυτό αγκυροβόλιον κέκλεισται προκυμαία αυτοσχεδίω, ήτις ην ίσως το πάλαι τακτικωτέρα. Οι δε κάικοι αυτού, οίτινες, προ 40 ετών, μόλις ηριθμούντο εις 800, ασχολούνται πάντες σχεδόν εις πορθμείαν ή αλιείαν, και έχουσιν όλας τας αρετάς και τα ελαττώματα των πορθμέων του Καταστένου, διακρινόμενοι διά τινος ιδιαιτέρου περί την φωνήν σεσυρμένου τόνου».10

Στα μέσα του 19ου αιώνα, με την έλευση του ατμόπλοιου και την καθιέρωση τακτικών δρομολογίων και με την ίδρυση σημαντικών σχολών, το νησί σταδιακά εξελίσσεται σε σημαντικό πνευματικό κέντρο και παραθεριστικό θέρετρο των πλούσιων κατοίκων της Πόλης. Η παλιά κοινωνία των ψαράδων και των οινοπαραγωγών μετατρέπεται σε κοσμική κοινωνία. Όπως αναφέρεται στο Ιστορικό και Γεωγραφικό Λεξικό των Βουτυρά και Καρύδη, η Χάλκη «κατέστη ιδίως από πεντηκονταετίας η μάλλον διάσημος των Πριγκηποννήσων, σεμνυνομένη διά τας εν αυτή δύο μεγάλας εθνικάς Σχολάς, την Εμπορικήν και την Θεολογικήν, και την Αυτοκρ. Ναυτικήν Σχολήν, προαγόμενας και ευδοκιμούσας εν πάσι, καθ ον χρόνον εν τη γείτονι αυτής Πριγκήπω, κατά την έκφρασιν φίλου διδασκάλου οι πλούτω κομώντες ησχολούντο να μεταβάλλωσι τους βράχους και τας ακτάς εις κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνος».11

3. Θρησκεία

3.1. Μονή της Αγίας Τριάδας

Για πολλούς αιώνες η ιστορία της Χάλκης παρέμεινε στενά συνυφασμένη με τα μεγάλα μοναστήρια της. Άγνωστος παραμένει ο χρόνος ίδρυσης της μονής της Αγίας Τριάδας. Κατά την παράδοση, ιδρυτής της φέρεται να είναι ο πατριάρχης Φώτιος Α΄ (β΄ μισό 9ου αιώνα). Είναι πιθανό ότι η μονή υπήρχε από τις αρχές του 9ου αιώνα και ανακαινίστηκε από το Φώτιο.12 Αν και υπέστη σημαντικές ζημιές κατά την Άλωση της Πόλης, το 1540 αναστηλώθηκε με τις προσπάθειες του μετέπειτα πατριάρχη Μητροφάνη Γ΄. Τότε δημιουργήθηκε και η περίφημη βιβλιοθήκη της μονής. Αργότερα, το 1772, ανακαινίσθηκε από το Χιώτη μοναχό και ηγούμενο Σαμουήλ τον Κωφό. Ανακαινισμένος εκ βάθρων το 1843, ο ναός της Αγίας Τριάδας αποτελεί μια τρίκλιτη βασιλική.

3.2. Μονή της Παναγίας Καμαριώτισσας

Άλλο σημαντικό μοναστήρι της Χάλκης ήταν η μονή της Παναγίας Καμαριώτισσας. Τον 11ο αιώνα μοναχοί συγκρότησαν στη θέση ένα κοινόβιο. Στη θέση του κοινοβίου, το 15ο αιώνα ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος ανέγειρε ναό και μονή του Προδρόμου. Τελικά, το συγκρότημα αυτό έμεινε γνωστό ως μονή της Θεοτόκου Καμαριώτισσας από ένα μικρό ναό της Θεοτόκου του οποίου η καμπάνα ήταν κρεμασμένη σε μια πετρόκτιστη καμάρα. Το 1796 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ανοικοδόμησε ριζικά το μοναστήρι. Ο Υψηλάντης προίκισε τη μονή με πλούσια μετόχια στο Βουκουρέστι και στην Πρώτη. Όμως μετά την επανάσταση την επιστασία της μονής ανέλαβε το Πατριαρχείο. Στα κτήρια της μονής αυτής είχε φιλοξενηθεί η Εμπορική Σχολή (1831-1916). Στο ίδιο μέρος λειτούργησε και το ορφανοτροφείο θηλέων (1919-1942). Το 1916 το κτίσμα κατέλαβε το υπουργείο Ναυτικών για να στεγάσει τη ναυτική σχολή (η Αυτοκρατορική Ναυτική Σχολή είχε μεταφερθεί από το Κασίμπασα και είχε εγκατασταθεί στο νησί από τη δεκαετία του 1840). Όμως, το Πατριαρχείο κατάφερε να ανακτήσει τον έλεγχο της μονής και εγκατέστησε εκεί την Εθνική Στέγη, το ορφανοτροφείο δηλαδή θηλέων και προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Τελικά όμως το 1942 καταλήφθηκε οριστικά από την τουρκική κυβέρνηση και έγινε παράρτημα της εκεί ναυτικής σχολής.13

3.3. Μονή του Αγίου Γεωργίου

Η αγιοταφίτικη μονή του Αγίου Γεωργίου βρίσκεται στην ανατολική ακτή του νησιού, απέναντι από την Πρίγκηπο. Την αποκαλούσαν και Άγιο Γεώργιο του Κρημνού, γιατί τα κελιά της μοιάζουν να αιωρούνται κρεμασμένα πάνω από τους γκρεμούς της απότομης ακτής. Η ακριβής χρονολογία ίδρυσής της δεν είναι εξακριβωμένη, αλλά μάλλον υπήρχε από τα χρόνια του Βυζαντίου. Η σημερινή μονή, ωστόσο, ιδρύθηκε το β΄ μισό του 16ου αιώνα. Το 1758 ανοικοδομήθηκε εκ βάθρων από το μητροπολίτη Ιωαννίκιο Καρατζά, ο οποίος έγινε μετέπειτα πατριάρχης. Ο Ιωαννίκιος μετά την καθαίρεσή του έγινε κτήτορας της μονής και πριν από το θάνατό του αφιέρωσε τη μονή στον Πανάγιο Τάφο. Έτσι η μονή έγινε αγιοταφίτικο μετόχι. Την περίοδο της Τουρκικής Δημοκρατίας η ναυτική σχολή κατέλαβε όλες τις μοναστηριακές ιδιοκτησίες, το αγίασμα της Αγίας Φωτεινής και το νεκροταφείο και έτσι περιορίστηκε η ιδιοκτησία της μονής εντός του περιβόλου του ναού.14

3.4. Μονή του Αγίου Σπυρίδωνα

Η μονή του Αγίου Σπυρίδωνα βρίσκεται στη νοτιοανατολική πούντα, το απότομο ακρωτήρι που οριοθετεί το λεγόμενο Τσαμλιμάνι του νησιού. Οικοδομήθηκε με τις προσπάθειες του ασκητή Αρσενίου Γανοχωρίτη, ο οποίος το 1868 έχτισε την πρώτη σκήτη στο χώρο αυτό αφιερωμένη στον Άγιο Σπυρίδωνα. Στο μεγάλο σεισμό του 1894 η σκήτη ισοπεδώθηκε, αλλά με τη συνδρομή πολλών εύπορων ορθοδόξων ο Αρσένιος την ανοικοδόμησε στη σημερινή της μορφή. Μετά το θάνατο του καλόγερου Αρσενίου (1906) η μονή αναγνωρίστηκε ως σταυροπηγιακή.15

3.5. Εκκλησία του Αγίου Νικολάου

Ο κοινοτικός ναός του νησιού τιμάται στο όνομα του αγίου Νικολάου, προστάτη των θαλασσινών, διότι οι περισσότεροι κάτοικοί του ήταν θαλασσινοί και ασχολούνταν με την αλιεία. Βρίσκεται στην κεντρική πλατεία του νησιού και χτίστηκε το 1857.16

Όπως είναι γνωστό, μέχρι και το 1923 η Χάλκη και όλα τα Πριγκηπόννησα υπάγονταν εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Χαλκηδόνος. Από το 1924 και μετά δημιουργείται η Μητρόπολη Πριγκηποννήσων.

4. Νεκροταφείο – Αγίασμα

Σε μικρή απόσταση από τη μονή του Αγίου Σπυρίδωνα, στη νότια λοφoπλευρά του νησιού, βρίσκονται το νεκροταφείο της Χάλκης και το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας. Καθοριστικό ρόλο στην περιτοίχιση του νεκροταφείου και στην οικοδόμηση του νεκροταφειακού παρεκκλησιού έπαιξε η Αδελφότητα της Αγίας Βαρβάρας. Αρχιτέκτονας του παρεκκλησιού ήταν ο Δημήτριος Παναγιωτίδης.17

Το αγίασμα του Αγίου Νικήτα, ένα από τα ιστορικά προσκυνήματα των κατοίκων της Χάλκης, όπως και ολόκληρο το κτήμα που βρίσκεται, επιτάχθηκε το 1800 για την εγκατάσταση της Αυτοκρατορικής Ναυτικής Σχολής. Μέχρι το 1922 η διοίκηση της σχολής επέτρεπε στον ιερέα να λειτουργεί μία φορά το χρόνο στις 15 Σεπτεμβρίου. Τελικά, το 1930 η είσοδος του αγιάσματος σφραγίστηκε με τούβλα και απαγορεύτηκε η είσοδος σε αυτό. Μνημονεύονται επίσης άλλα δύο αγιάσματα, της Αγίας Παρασκευής κοντά στο ναό του Αγίου Νικολάου και της Αγίας Ευφημίας.18

5. Εκπαίδευση

5.1. Θεολογική σχολή

Από το 1844, επί πατριαρχίας Γερμανού Α΄, η μονή Αγίας Τριάδας ξεκινά να φιλοξενεί τη Θεολογική Σχολή. Το κτήριο όμως που στέγαζε τη σχολή μετατράπηκε σε ερείπιο μετά το σφοδρό σεισμό του 1894. Το νέο κτήριο εγκαινιάζεται το 1896 και είναι έργο του Περικλή Φωτιάδη.19

Από το 1923 και εξής οι εκάστοτε σχολάρχες εκτελούν και καθήκοντα του ηγούμενου της μονής Αγίας Τριάδας. Μεταξύ 1844 και 1919 η σχολή είχε επτά τάξεις: τέσσερις λυκειακές και τρεις θεολογικές. Το 1919-1923 καταργήθηκε το λυκειακό τμήμα και η σχολή λειτούργησε ως ακαδημία πέντε τάξεων. Το 1923 επανήλθε η παλιά επτατάξια μορφή της και το 1951 προστέθηκε ένα έτος στο θεολογικό τμήμα. Ωστόσο, το 1971 έκλεισε το θεολογικό τμήμα της σχολής έπειτα από εντολή των τουρκικών αρχών.20

5.2. Κοινοτικό σχολείο

Το 1907 χτίστηκε το κτήριο του κοινοτικού σχολείου του νησιού. Ο αριθμός των μαθητών στα κοινοτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα της Χάλκης είναι ενδεικτικός του επιπέδου της παρεχόμενης παιδείας, αλλά και της δημογραφικής πορείας της κοινότητας. Το 1923 φοιτούσαν συνολικά 275 μαθητές. Το 1933 ο συνολικός αριθμός τους ήταν 150. Το σχολικό έτος 1951-1952 φοιτούσαν συνολικά 66 μαθητές και 64 το έτος 1961-1962. Μία δεκαετία μετά, το σχολικό έτος 1971-1972, ο αριθμός αυτός ήταν 26. Το 1979 υπήρχαν πια μόνο 8 μαθητές και την επόμενη χρονιά έκλεισε το σχολείο.21




1. Gülen, N., “Heybeliada”, Dünden Bugüne İstanbul Ansiklopedisi 4 (İstanbul 1994), σελ. 54.

2. Βυζάντιος, Σ., Η Κωνσταντινούπολις. Περιγραφή Τοπογραφική, Αρχαιολογική και Ιστορική (Αθήνα 1862), σελ. 298.

3. Βουτυράς, Σ.Ι. – Καρύδης, Γ., Λεξικόν Ιστορίας και Γεωγραφίας (Κωνσταντινούπολη 1881), σελ. 981.

4. Gyllius, P., İstanbul Boğazı (De Bosporo Thracio), Eren (İstanbul 2000), σελ. 243-244.

5. Kömürciyan, E.Ç., İstanbul Tarihi. XVII. Asırda İstanbul (İstanbul 1988), σελ. 50.

6. Μήλλας, Α., «Η Χάλκη των Πριγκηποννήσων», στο Επτά Ημέρες Καθημερινής Ζ΄:  Κοιτίδες Ελληνισμού (Αθήνα 1996), σελ. 156.

7. Σταματόπουλος, Κ.Μ., Η Τελευταία Αναλαμπή. Η Κωνσταντινουπολίτικη Ρωμηοσύνη στα Χρόνια 1948-1955 (Αθήνα 1996), σελ. 291.

8. Χρηστίδης, Χ., Τα Σεπτεμβριανά (Αθήνα 2000), σελ. 306.

9. Σταυρίδης, Β., Αι Μητροπόλεις Χαλκηδόνος, Δέρκων και Πριγκηποννήσων Α΄ (Θεσσαλονίκη 1991), σελ. 281.

10. Βυζάντιος, Σ., Η Κωνσταντινούπολις. Περιγραφή Τοπογραφική, Αρχαιολογική και Ιστορική (Αθήνα 1862), σελ. 299.

11. Βουτυράς, Σ.Ι. – Καρύδης, Γ., Λεξικόν Ιστορίας και Γεωγραφίας (Κωνσταντινούπολη 1881), σελ. 981.

12. Gregory, Timothy, "Princes' Islands", στο Oxford Dictionary of Byzantium, τόμ. 3 (New York & Oxford 1991), σελ. 1720.

13. Οικουμενικόν Πατριαρχεόν Ημερολόγιον 2008 (Αθήνα 2007), σελ. 198-199· Σταυρίδης, Β., Αι Μητροπόλεις Χαλκηδόνος, Δέρκων και Πριγκηποννήσων Α΄ (Θεσσαλονίκη 1991), σελ. 283· Gülen, N., Heybeliada (İstanbul 1982), σελ. 102, 111-115· Βυζάντιος, Σ., Η Κωνσταντινούπολις. Περιγραφή Τοπογραφική, Αρχαιολογική και Ιστορική (Αθήνα 1862), σελ. 303-309.

14. Μήλλας, Α., «Η Χάλκη των Πριγκηποννήσων», στο Επτά Ημέρες Καθημερινής Ζ΄:  Κοιτίδες Ελληνισμού (Αθήνα 1996), σελ. 265-267.

15. Γκίνης, Ν. – Στράτος, Κ., Εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης (Αθήνα 1999), σελ. 191· Μήλλας, Α., «Η Χάλκη των Πριγκηποννήσων», στο Επτά Ημέρες Καθημερινής Ζ΄:  Κοιτίδες Ελληνισμού (Αθήνα 1996), σελ. 283-285.

16. Γκίνης, Ν. – Στράτος, Κ., Εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης (Αθήνα 1999), σελ. 188.

17. Παπάς, Α., «Σημειώσεις επί των Ορθοδόξων Νεκροταφείων της Πόλης κατά τον ΙΘ’ και Κ’ Αιώνα», Η Καθ’ Ημάς Ανατολή Ε΄ (Αθήνα 2000), σελ. 42.

18. Ατζέμογλου, Ν., Τα Αγιάσματα της Πόλης (Αθήνα 1990), σελ. 156-157.

19. Γκίνης, Ν. – Στράτος, Κ., Εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης (Αθήνα 1999), σελ. 193-194.

20. Σταυρίδης, Β., Η Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης (Θεσσαλονίκη 1994), σελ. 21-59· Σταυρίδης, Β., Αι Μητροπόλεις Χαλκηδόνος, Δέρκων και Πριγκηποννήσων Α΄ (Θεσσαλονίκη 1991), σελ. 282· Βυζάντιος, Σ., Η Κωνσταντινούπολις. Περιγραφή Τοπογραφική, Αρχαιολογική και Ιστορική (Αθήνα 1862), σελ. 302-303.

21. Σταυρίδης, Β., Αι Μητροπόλεις Χαλκηδόνος, Δέρκων και Πριγκηποννήσων Α΄ (Θεσσαλονίκη 1991), σελ. 283-284.