Καθολικοί στην Κωνσταντινούπολη

1. Οι Ρωμαιοκαθολικοί στην Κωνσταντινούπολη

Από τον πρώιμο Μεσαίωνα, άτομα και ομάδες ρωμαιοκαθολικών (ή λατινόρρυθμων), έμποροι, διπλωμάτες και τυχοδιώκτες, είχαν συχνή, αλλά μόνο προσωρινή παρουσία στην Κωνσταντινούπολη. Εντούτοις, οι ρίζες της λατινικής κοινότητας βρίσκονται πίσω στον 11ο αιώνα, όταν δόθηκε η άδεια στη Βενετία να συστήσει εμπορική παροικία ως αναγνώριση για τη στρατιωτική βοήθεια που είχε προσφέρει στους Βυζαντινούς αυτοκράτορες. Στους αιώνες που ακολούθησαν, και ιδιαίτερα μετά τη Δ΄ Σταυροφορία του 1202-1204, ο αριθμός των Λατίνων αυξήθηκε ραγδαία. Οι δύο μεγαλύτερες ομάδες ήταν των Βενετών, οι οποίοι κατοικούσαν σε ξεχωριστή συνοικία μέσα στην Κωνσταντινούπολη, και των Γενοβέζων, που ζούσαν στο προάστιο του Γαλατά (επίσης ονομαζόταν και Πέρα), αντικρίζοντας την πρωτεύουσα απέναντι από το Χρυσό Κέρας. Επιπλέον, στην πόλη υπήρχαν σημαντικές κοινότητες Καταλανών, Φλωρεντίνων και Ραγουζαίων. Αυτή ήταν και η περίοδος ακμής της λατινικής χριστιανοσύνης στην Κωνσταντινούπολη, που αποδεικνύεται και από τους 35 ναούς που ιδρύθηκαν ανά τους αιώνες.

2. Η Magnifica Comunità

Οι συνθήκες για τη λατινική κοινότητα άλλαξαν δραματικά με την οριστική οθωμανική κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Τις ημέρες που η πρωτεύουσα υπέστη μεγάλες καταστροφές, ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ γενικά δεν έθιξε την περιοχή του Γαλατά, τόσο ως αναγνώριση της έγκαιρης απόφασης των κατοίκων να συνεργαστούν μαζί του στην τελική φάση της πολιορκίας, όσο και επειδή ήθελε να προστατεύσει το εμπόριο. Πολλοί από τους Λατίνους κατοίκους είχαν εγκαταλείψει την οθωμανική Κωνσταντινούπολη, πριν και αμέσως μετά την πτώση της. Εντούτοις, ένας πυρήνας οικογενειών, κυρίως με γενοβέζικη καταγωγή, παρέμενε εκεί. Αυτή η μικρή κοινότητα είχε κέντρο της το Γαλατά και ήταν γνωστή ως Magnifica Comunità (τυπικός όρος όταν αναφερόμαστε σε αστικές συσσωματώσεις στο πλαίσιο των ιταλικών πόλεων). Επιβλεπόταν από ένα συμβούλιο δώδεκα αξιωματούχων· αυτό είχε αντικαταστήσει το Γενοβέζο διοικητή (podestà) που υπήρχε πριν από την κατάκτηση και διέθετε περιορισμένες αρμοδιότητες ως προς τη διοίκηση και τα θρησκευτικά δικαιώματα της κοινότητας, οι οποίες αφορούσαν κυρίως τη διοίκηση των λατινικών εκκλησιών στην ευρύτερη Κωνσταντινούπολη. Σε αντίθεση με άλλες μη μουσουλμανικές εθνοθρησκευτικές ομάδες (μιλλέτ) ή κοινότητες, η Magnifica Comunità δεν αναγνωριζόταν νομικά, ούτε διέθετε πολιτικά δικαιώματα, αλλά κατ’ ουσία βρισκόταν στα όρια της αρμοδιότητας των Οθωμανών αξιωματούχων της περιοχής του Γαλατά.1

Η Magnifica Comunità, γεωγραφικά και πνευματικά, είχε βάση της το σημαντικότερο λατινικό ναό που είχε απομείνει στην οθωμανική πρωτεύουσα, τον καθεδρικό του Αγίου Φραγκίσκου (San Francesco) στο Γαλατά. Στο ναό εκείνο συνεδρίαζαν οι επικεφαλής της κοινότητας και εκεί τηρούνταν τα θρησκευτικά και κοινοτικά αρχεία. Ήταν η έδρα της σημαντικότερης αδελφότητας της πόλης και μιας μικρής κοινότητας φραγκισκανών μοναχών, του μεγαλύτερου θρησκευτικού τάγματος της πόλης εκείνη την εποχή. Εντοπίζονται και άλλες σημαντικές θρησκευτικές τοποθεσίες, όπως η ιησουιτική εκκλησία του San Benedetto, με το σχολείο της και τη μεγάλη βιβλιοθήκη, ο ναός του San Giorgio με το σχολείο των καπουκίνων μοναχών, το νοσοκομείο του San Giovanni και το μικρό παρεκκλήσι, Sant’ Antonio Abbate, του οποίου το αγίασμα, θεωρούμενο ως θαυματουργό, ήταν ευρέως γνωστό στο ρωμαιοκαθολικό, τον ορθοδόξο και το μουσουλμανικό πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης.

3. Πρώτοι αιώνες της Οθωμανικής περιόδου

Κατά την Οθωμανική περίοδο, η λατινική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης ήταν πολύ μικρή, ειδικότερα σε σύγκριση με τις αντίστοιχες κοινότητες των ορθοδόξων, Αρμενίων, Εβραίων και άλλων μειονοτήτων. Αρκετές αναφορές από τα τέλη του 16ου αιώνα και τις αρχές του 17ου τοποθετούν τον αριθμό των ρωμαιοκαθολικών υπηκόων των σουλτάνων στους 500 (περίπου 24 οικογένειες). Επιπλέον, υπήρχαν 2.000 σκλάβοι, 500 απελευθερωμένοι σκλάβοι, 700 έμποροι και υπάλληλοι των πρεσβειών, οι οποίοι βρίσκονταν προσωρινά στην πόλη. Ενώ σε αυτές τις ομάδες ο αριθμός των μελών γνώριζε σημαντικές διακυμάνσεις, η Magnifica Comunità παρέμενε σχετικά σταθερή αριθμητικά μέχρι το 19ο αιώνα.2

Εξαιτίας του μικρού αριθμητικού μεγέθους της, η λατινική αυτή κοινότητα ήταν υποχρεωμένη να αγωνίζεται συνέχεια, ώστε να διατηρήσει την ξεχωριστή ταυτότητά της και να αποφύγει την αφομοίωσή της από άλλες, μεγαλύτερες πληθυσμιακές ομάδες της Κωνσταντινούπολης. Η διαφορετική ενδυμασία των Perots (όπως ήταν γνωστοί οι ντόπιοι ρωμαιοκαθολικοί Οθωμανοί υπήκοοι), η οποία περιλάμβανε ένα ψηλό λευκό κολάρο και ένα ξεχωριστό καπέλο για τους άνδρες, όπως και μία ραγουζιανού τύπου σκούφια για τις γυναίκες, αποτελούσε το σταθερό διακριτικό σύμβολο.3 Η εκπαίδευση αποτελούσε άλλο ένα μέσο διατήρησης της θρησκευτικής ταυτότητας της κοινότητας: κατά τους πρώιμους νεότερους χρόνους ιδρύθηκαν σχολεία των ιησουιτών και καπουκίνων μοναχών στο Γαλατά, ύστερα από αίτημα της κοινότητας, με σκοπό να καθοδηγούν και να κατηχούν τα παιδιά τους σύμφωνα με το ρωμαιοκαθολικό δόγμα και τις ρωμαιοκαθολικές πρακτικές. Σε αυτά τα σχολεία φοιτούσαν ακόμα και παιδιά που δεν είχαν ασπαστεί τον καθολικισμό, μετατρέποντάς με αυτόν τον τρόπο τα σχολεία αυτά σε αποτελεσματικά ιεραποστολικά εργαλεία.

Η θρησκεία ήταν το κεντρικό στοιχείο της ταυτότητας των Λατίνων Οθωμανών υπηκόων· μια σημαντική όψη αυτής της πραγματικότητας ήταν η διαχείριση των λατρευτικών χώρων και η προσπάθεια για διατήρηση των θρησκευτικών πρακτικών της κοινότητας. Έως τα τελευταία υπολείμματα της λατινικής κοινότητας στην οθωμανική πρωτεύουσα, οι επικεφαλής (ρέκτορες) της Magnifica Comunità υπεράσπιζαν με ιδιαίτερη επιμονή το δικαίωμά τους να έχουν υπό την εποπτεία τους τους λατινικούς ναούς στην πόλη, τις αδελφότητες, τα νοσοκομεία και τα μοναστήρια, όπως επίσης και τη θρησκευτική ζωή, κυρίως δηλαδή τη διεξαγωγή των λιτανειών και των ιερών εορτών. Αυτές οι διεκδικήσεις αποδείχτηκαν σημείο μιας αναφαινόμενης σύγκρουσης ανάμεσα στη λατινική κοινότητα, τους Γάλλους και Βενετούς προστάτες της και την παπική έδρα. Το βασικό ζήτημα ήταν αυτό της υπαγωγής σε κάποια ανώτερη Αρχή: στους Βυζαντινούς χρόνους, η λατινική Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης επιβλεπόταν από έναν πατριάρχη επιλεγμένο από τον πάπα. Όμως, με την οθωμανική κατάκτηση, αυτοί οι πατριάρχες δεν είχαν πλέον τη δυνατότητα να ζουν στην πόλη. Έτσι, ορίστηκαν πατριαρχικοί επίτροποι, συχνά από βενετικές περιοχές, με σκοπό να επιβλέπουν τους ναούς και τις θρησκευτικές εκδηλώσεις της κοινότητας, όπως επίσης να διασφαλίζουν την ορθότητα του δόγματος και την υπακοή στη Ρώμη.

Αν και αυτοί οι πατριαρχικοί επίτροποι θεωρητικά αποτελούσαν την υπέρτατη Αρχή για θρησκευτικά θέματα που αφορούσαν την κοινότητα, στην πράξη σπάνια επισκέπτονταν την πόλη, αν όχι ποτέ. Γι’ αυτόν το λόγο η Magnifica Comunità –η οποία υποστήριζε ότι ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής της είχε παραχωρήσει με αχτναμέ το 1453 τη διαχείριση των λατινικών εκκλησιών της Κωνσταντινούπολης – απολάμβανε εκ των πραγμάτων σημαντική αυτονομία. Το ασαφές πλαίσιο των αρμοδιοτήτων για τη λειτουργία των ναών και για θρησκευτικά ζητήματα αποτελούσε αφορμή διαμάχης σε θέματα δικαιοδοσιών. Για παράδειγμα, το 1622, η Ρώμη, επιδιώκοντας να διασφαλίσει τη θέση της, αποφάσισε την αντικατάσταση του πατριαρχικού επιτρόπου με επίσκοπο, κίνηση στην οποία η Magnifica Comunità αντιστάθηκε σθεναρά. Η σύγκρουση κορυφώθηκε τελικά το 1643 με τον αφορισμό της κοινότητας, που ίσχυσε, όμως, για μικρό χρονικό διάστημα.

Παρά τις αξιοσημείωτες προσπάθειές της, η Magnifica Comunità έφθινε, καθώς οι οικογένειες έσβηναν σιγά σιγά, μέλη της κοινότητας μετανάστευαν στην Ευρώπη ή συχνότερα αφομοιώνονταν από τις μεγαλύτερες κοινότητες των ελληνορθοδόξων και των μουσουλμάνων. Το 1582, ένας παρατηρητής ανέφερε ότι 400 οικογένειες είχαν χαθεί για την κοινότητα μόνο με την ενσωμάτωσή τους στους ορθόδοξους, ενώ, αν και λιγότερο συνηθισμένο φαινόμενο, κάποιοι είχαν προσηλυτιστεί στο Ισλάμ. Οι επιγαμίες ανάμεσα στη ρωμαιοκαθολική και ορθόδοξη (και περιστασιακά τη μουσουλμανική) κοινότητα ήταν τόσο συνηθισμένες, που το 1627 ο πατριαρχικός αντιπρόσωπος του πάπα προσπάθησε ανεπιτυχώς να απαγορεύσει τέτοιου είδους ενώσεις.4

Ακόμα και αν δεν προσηλυτίζονταν ή παντρεύονταν με μουσουλμάνους ή ορθόδοξους, οι Λατίνοι Οθωμανοί υπήκοοι έδιναν μία εκ των προτέρων χαμένη μάχη για τη διατήρηση της ταυτότητάς τους. Ο Pietro della Valle, ταξιδιώτης του 17ου αιώνα, ανέφερε ότι, ενώ ακολουθούσαν το λατινόρρυθμο τυπικό, είναι «εξελληνισμένοι (grecheggiano) ως προς τις συνήθειές τους».5 Αυτή η διαδικασία αφομοίωσης ήταν περισσότερο διακριτή γλωσσικά, καθώς τα ελληνικά είχαν εξελιχθεί στην κύρια γλώσσα της κοινότητας, αν και τα ιταλικά συνέχιζαν να είναι η επίσημη διοικητική γλώσσα. Η σταδιακή περιθωριοποίηση της λατινικής κοινότητας επιταχύνθηκε στη διάρκεια του 17ου αιώνα, καθώς οι Perots βαθμιαία αντικαταστάθηκαν από τους Έλληνες ως κύριοι διπλωματικοί και εμπορικοί διαμεσολαβητές κατά την περίοδο των Φαναριωτών. Αυτή η διαδικασία έφτασε στο αποκορύφωμά της το 1682, όταν τα τελευταία υπολείμματα της κατ’ όνομα αυτοδιοίκησης της κοινότητας εξαφανίστηκαν και η Magnifica Comunità πέρασε εξ ολοκλήρου στη δικαιοδοσία της οθωμανικής διοίκησης.

Η βαθμιαία συρρίκνωση της Magnifica Comunità περιορίστηκε από τη μετανάστευση μερικών ρωμαιοκαθολικών στην Κωνσταντινούπολη, αλλά ακόμα περισσότερο από προσηλυτισμούς στον καθολικισμό, που ήλθαν ως αποτέλεσμα των προσπαθειών των ιησουιτών μοναχών και άλλων ιεραποστόλων που δραστηριοποιούνταν στην οθωμανική επικράτεια. Το έργο τους εξ ανάγκης επικεντρωνόταν στους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς της αυτοκρατορίας, και το κύριο μέρος των προσήλυτων προερχόταν από την αρμενική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης, πολλοί από τους οποίους παρακινήθηκαν προς τον προσηλυτισμό μέσα από τη σχέση τους με σχολεία των ιησουιτών και των καπουτσίνων στο Γαλατά. Πράγματι, μέχρι το 1700, υπήρχαν 8.000 Αρμένιοι ρωμαιοκαθολικοί στην πρωτεύουσα, οι οποίοι τόσο πολύ ξεπερνούσαν σε αριθμό τα εναπομείναντα μέλη της Magnifica Comunità, ώστε η ιδιότητα του καθολικού συνδέθηκε κατά κύριο λόγο με τους Αρμένιους, ενώ οι ονομασίες Λατίνος και Φράγκος χρησιμοποιούνταν όταν γινόταν αναφορά σε ρωμαιοκαθολικούς με καταγωγή από την Ευρώπη.6

4. Οι Ρωμαιοκαθολικοί το 19ο και τον 20ό αιώνα

Αν κατά τους τρεις πρώτους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας η λατινική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης διακρινόταν από μια μορφή στασιμότητας, το 19ο αιώνα υπήρξε κάποια αξιοσημείωτη αλλαγή. Σημειώθηκε αύξηση των μελών της κοινότητας, καθώς Ιταλοί, Ισπανοί, Πολωνοί και άλλοι μετανάστες και πρόσφυγες, εγκαταλείποντας την Ευρώπη εξαιτίας διάφορων προβλημάτων, έφθαναν στην Κωνσταντινούπολη, ενώ παράλληλα Αρμένιοι και άλλοι χριστιανοί της Ανατολής συνέχιζαν να προσηλυτίζονται, σε μικρούς αριθμούς, στον καθολικισμό. Συντελέστηκε και μια σχετική αύξηση στον αριθμό του κλήρου και των καλογραιών, φθάνοντας τους εκατό μέχρι τα μέσα του αιώνα, ενώ κατασκευάστηκε και ένας νέος ναός από τους καπουκίνους μοναχούς το 1845. Ο Γαλατάς επίσης συγκέντρωνε αυξανόμενο αριθμό ρωμαιοκαθολικών πρωτοβάθμιων σχολείων και οικοτροφείων, τόσο για αγόρια όσο και για κορίτσια, τα οποία προσέλκυαν επίσης Έλληνες, Αρμένιους, μουσουλμάνους και Εβραίους μαθητές. Μέχρι το 1872 ο αριθμός των Λατίνων καθολικών στην Κωνσταντινούπολη και στα περίχωρά της προσέγγιζε τους 22.000, οι οποίοι ήταν χωρισμένοι σε έντεκα ενορίες, με τους Αρμένιους καθολικούς να ξεπερνούν τα 30.000 άτομα.7 Οι πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη κατά το 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα επηρέασαν και τη λατινική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης. Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, στις αρχές του 19ου αιώνα, επί ένα χρονικό διάστημα οι ρωμαιοκαθολικοί Οθωμανοί υπήκοοι μαζί με τους υπόλοιπους χριστιανούς αντιμετωπίζονταν με καχυποψία. Όμως, την περίοδο του Τανζιμάτ (1839-1876), οι ανησυχίες για την πολιτική αφοσίωση των καθολικών υπηκόων διαλύθηκαν και, μάλιστα, κάποιοι ρωμαιοκαθολικοί κατέλαβαν επίσημες κρατικές θέσεις με σημαντική επιρροή. Τα ζητήματα που αφορούσαν την πολιτική νομιμοφροσύνη των Οθωμανών ρωμαιοκαθολικών ανέκυψαν άλλη μια φορά με την είσοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, στο πλευρό της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας. Η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως και οι συστηματικές σφαγές των Αρμενίων, έθεσαν σε κίνδυνο τη θέση των ρωμαιοκαθολικών και οδήγησαν σε κατακόρυφη πτώση του αριθμού τους. Η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε τα Μεταπολεμικά χρόνια, όταν η Κωνσταντινούπολη είχε καταληφθεί από τους συμμάχους και κατά τη διάρκεια του τετραετούς πολέμου, ο οποίος είχε αποτέλεσμα την ανακήρυξη της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923. Τα γεγονότα αυτά οδήγησαν σε σημαντική μείωση του αριθμητικού μεγέθους της λατινικής κοινότητας, τα μέλη της οποίας ήταν πλέον τόσο λίγα όσο το 16ο αιώνα: το 1927 η λατινική κοινότητα αριθμούσε μόλις 3.400 μέλη.8




1. İnalcik, H., “Ottoman Galata, 1453-1553”, στο Edhem, Ε. (επιμ.), Première Rencontre Internationale sur l’Empire Οttoman et la Turquie Moderne (Istanbul – Paris 1991), σελ. 25-31.

2. Daleggio D’Alessio, E., “La communauté de Constantinople au lendemain de la conquête ottoman”, Échos d’orient 36 (1937), σελ. 311.

3. Sturdza, M.-D., Dictionnaire historique et généalogique des grandes familles de Grèce, d’Albanie et de Constantinople (Paris 1983), σελ. 564.

4. Dursteler, E., Venetians in Constantinople: Nation, Identity, and Coexistence in the Early Modern Mediterranean (Baltimore 2006), σελ. 143.

5. Della Valle, Pietro, De’ Viaggi di Pietro Della Valle il Pellegrino. Descritti da lui medesimo in Lettere familiari. Parte Prima cioè La Turchia (Rome 1650), σελ. 53.

6. Frazee, C., Catholics and Sultans: The Church and the Ottoman Empire 1453-1923 (London 1983), σελ. 178.

7. Frazee, C., Catholics and Sultans: The Church and the Ottoman Empire 1453-1923 (London 1983), σελ. 223-228.

8. Daleggio D’Alessio, E., “La communauté de Constatinople au lendemain de la conquête ottomane”, Échos d’orient 36 (1937), σελ. 309.