1. Εισαγωγή
Η ιστορία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως είναι στενά συνδεδεμένη με την εξέλιξη της ίδιας της πόλης· έτσι, ο επίσκοπος της Νέας Ρώμης σταδιακά εξελίχθηκε στον οικουμενικό πατριάρχη. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας του, το Πατριαρχείο ανέπτυσσε το έργο του σε στενή συνεργασία με την αυτοκρατορική διοίκηση, ιδεωδώς υπό την αρχή της συμφωνίας, της στενής και ειρηνικής σύμπραξης. Εντούτοις, μεμονωμένοι πατριάρχες βρέθηκαν ορισμένες φορές τελείως παραγκωνισμένοι από ισχυρούς αυτοκράτορες ή σε σφοδρή αντιπαράθεση με την αυτοκρατορική βούληση. Παρόλο που ο αυτοκράτορας έπρεπε θεωρητικά να σέβεται την επιλογή της εκκλησίας για την πατριαρχία, τις περισσότερες φορές οι αυτοκράτορες διασφάλιζαν την εκλογή του δικού τους υποψηφίου στη θέση του πατριάρχη. Πάντως, στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του, το Πατριαρχείο συνεργάστηκε στενά με την αυτοκρατορική διοίκηση κι έπαιξε μείζονα ρόλο, τόσο στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας όσο και στις σχέσεις με τις άλλες εκκλησίες, δυνάμεις και λαούς.
2. Ιστορία
2.1. Πρώιμη περίοδος
Σύμφωνα με την παράδοση, η επισκοπική έδρα του Βυζαντίου ιδρύθηκε από τον Απόστολο Ανδρέα, ωστόσο η παράδοση αυτή δεν έχει σταθερό ιστορικό έδαφος και αποτελεί επινόηση, προκειμένου να αντικρουστούν οι αποστολικές διεκδικήσεις της επισκοπικής έδρας της Ρώμης. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ήταν πάντοτε στενά συνδεδεμένο με το γόητρο της πόλης. Υπήρχε επίσκοπος του Βυζαντίου πριν από την επανίδρυση της πόλης ως Νέας Ρώμης από τον Κωνσταντίνο Α΄ το 330. Σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την ίδρυση της νέας πόλης, ο επίσκοπος Βυζαντίου προήχθη σε αρχιεπίσκοπο.
Στα πρώτα στάδια της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως, πάντως, ο ρόλος του αρχιεπισκόπου δεν ήταν σημαντικός έξω από την πόλη. Οι επίσκοποι κατά την πρώιμη περίοδο, όπως ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (επίσκοπος 26 Φεβρουαρίου 398 - 20 Ιουνίου 404) μεταφέρθηκαν στην πόλη εξαιτίας της αίγλης ή της αυτοκρατορικής εύνοιας. Ο Ιωάννης ήταν γνωστός ρήτορας και, όσο διάστημα βρισκόταν στην αυλή, δεν επιβαρύνθηκε με σημαντικά διοικητικά καθήκοντα εκτός πόλεως. Ο Ιωάννης έπεσε θύμα των δολοπλοκιών της αυλής και καθαιρέθηκε, όπως και ο προκάτοχός του Γρηγόριος Ναζιανζηνός (επίσκοπος 27 Νοεμβρίου 380 - 381). Σε αυτήν τη φάση, ο αρχιεπίσκοπος λειτουργούσε περισσότερο ως μέλος της αυτοκρατορικής αυλής και υπηρετούσε την αυτοκρατορική βούληση. Οι αυτοκράτορες προτιμούσαν αρχιεπισκόπους που συμφωνούσαν μαζί τους δογματικά και υπηρετούσαν τον αυτοκρατορικό οίκο σχεδόν σαν αυλικοί εφημέριοι ή επίσημοι ιεροκήρυκες. Όταν ο Θεοδόσιος Α΄ (379-395) καθιέρωσε το χριστιανισμό ως την επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, ο ρόλος του πατριάρχη έγινε ακόμη πιο σημαντικός, εφόσον ο χριστιανισμός ήταν πλέον επίσημος κλάδος της αυτοκρατορικής διοίκησης.
Οι χριστολογικές έριδες, ως παρενέργεια, οδήγησαν στην ενδυνάμωση του ρόλου του αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως και σε διαμάχες με άλλες επισκοπικές έδρες. Ο επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση του αρειανισμού ή στη Σύνοδο της Νίκαιας (325), την πρώτη σύνοδο που αναγνωρίστηκε ως οικουμενική.1 Η πρώτη Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως, που συγκλήθηκε από το Θεοδόσιο Α΄ το 381, έδωσε στην Κωνσταντινούπολη προβάδισμα ως προς το κύρος επί όλων των υπόλοιπων επισκοπικών εδρών πλην της παλαιάς Ρώμης, αλλά ο Μελέτιος, επίσκοπος Αντιοχείας, ήταν πρόεδρος της συνόδου. Αργότερα, ο Νεστόριος (επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, 10 Απριλίου 428 - 22 Ιουνίου 431) πυροδότησε θεολογική διαμάχη αρνούμενος τον τίτλο «Θεοτόκος» για την Παναγία. Η διαμάχη απλώς μείωσε το κύρος της επισκοπικής έδρας της Κωνσταντινούπολης, ενώ η επισκοπική έδρα της Αλεξάνδρειας επί πατριαρχίας του Κυρίλλου (πατριάρχης Αλεξανδρείας, 18 Οκτωβρίου 412 - 27 Ιουνίου 444) και του Διοσκόρου (πατριάρχης 444-451) έγινε ορατή από πολλούς από τους μαχητές της ορθοδοξίας. Η θεολογία του Κυρίλλου θριάμβευσε στη Σύνοδο της Εφέσου (431) και ο Νεστόριος καθαιρέθηκε. Από την άλλη πλευρά, και παρά την αυτοκρατορική υποστήριξη, η ληστρική Σύνοδος της Εφέσου (449) δεν έγινε δεκτή και τελικά καθαιρέθηκε και ο Διόσκορος. Η Σύνοδος της Χαλκηδόνας ανύψωσε το κύρος του πάπα Λέοντα, που θεωρήθηκε πλέον ο υπερασπιστής της ορθοδοξίας, αλλά οι κανόνες της συνόδου ανύψωσαν την αρχιεπισκοπική έδρα της Κωνσταντινούπολης σε Πατριαρχείο, δίνοντάς της δικαιοδοσία επί των επισκοπών της Ασίας, του Πόντου και της Θράκης και επικυρώνοντας το κύρος της μετά τη Ρώμη (κανόνας 28). Η Κωνσταντινούπολη έλαβε επίσης το δικαίωμα να είναι ο αποδέκτης των αιτημάτων των περιφερειακών μητροπολιτών (κανόνες 9, 17). Οι τελευταίες χριστολογικές έριδες, ο μονοθελητισμός και η Εικονομαχία, και οι σχετικές με αυτές σύνοδοι δεν αύξησαν το κύρος των οικουμενικών πατριαρχών, διότι το ίδιο το Πατριαρχείο έδειξε ότι είναι υποταγμένο στην αυτοκρατορική βούληση.
Ενώ οι οικουμενικές σύνοδοι αναβάθμισαν τυπικά το κύρος και το ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σύμφωνα με τη βυζαντινή αντίληψη ο αυτοκράτορας ήταν ο αρμόδιος για τη σύγκληση και τη χορηγία οικουμενικής συνόδου. Η θέση αυτή αποτέλεσε σημείο αντιπαράθεσης στην τελευταία Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439). Με τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451), το Πατριαρχείο έλαβε τη θέση του στην πενταρχία, το θεσμό των πέντε επισκοπικών θρόνων: της Ρώμης, της Κωνσταντινούπολης, της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και των Ιεροσολύμων. Πριν από τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας, ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν ένας αρχιεπίσκοπος με μικρή κανονική εξουσία και σε διαρκή διαμάχη με την επισκοπική έδρα της Αλεξάνδρειας για το κύρος και την πρωτοκαθεδρία στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Μέχρι τον 6ο αιώνα, ο τίτλος του οικουμενικού πατριάρχη ήταν ουσιαστικά ένας τιμητικός τίτλος για τον αρχιεπίσκοπο της Κωνσταντινούπολης, ένα σύμβολο του ρόλου του ως του ανώτερου ορθόδοξου πατριάρχη της οικουμενικής αυτοκρατορίας, του οποίου η έδρα ήταν στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα. Πάντως, όταν ο Ιωάννης Δ΄ Νηστευτής (12 Απριλίου 582 - 2 Σεπτεμβρίου 595) αυτοανακηρύχτηκε οικουμενικός πατριάρχης, αυτό σκανδάλισε τον πάπα Πελάγιο Β΄ και το Γρηγόριο Α΄.2 Ο Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριος (25 Μαρτίου 1043 - 2 Νοεμβρίου 1058), ένας πολύ φιλόδοξος πατριάρχης,3 χρησιμοποίησε τον τίτλο στα μολυβδόβουλά του αφότου ο ίδιος και ο λεγάτος του πάπας Ουμβέρτος είχαν αναθεματίσει ο ένας τον άλλο (16 Ιουλίου 1054). Η χρήση του τίτλου, πάντως, δεν υπήρξε ποτέ μείζον σημείο διαφωνίας μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης. Από τον 7ο αιώνα, τα Πατριαρχεία Αντιοχείας και Αλεξανδρείας δε διαδραμάτιζαν πλέον σπουδαίο πολιτικά ρόλο και το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως βρέθηκε να εμπλέκεται σε μια διαρκή έριδα με τον πάπα στη Ρώμη για διάφορα ζητήματα.
2.2. Μέση Βυζαντινή περίοδος
Η Μέση Βυζαντινή περίοδος εγκαινιάστηκε με την κατακτητική ισλαμική επέκταση (μάχη του Yarmuk, 636) και με την Εικονομαχία (714-843). Οι κατακτήσεις στην πραγματικότητα ευνόησαν την αύξηση του κύρους του Πατριαρχείου, καθώς τα Πατριαρχεία Αντιοχείας και Αλεξανδρείας έχασαν τη δύναμή τους και το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως δεν ήταν πλέον αναγκασμένο να προσπαθεί να επιτύχει την ενότητα με τις εκκλησίες που δεν αναγνώριζαν το δόγμα της Χαλκηδόνας. Η Εικονομαχία έκανε το Πατριαρχείο να φαίνεται αδύναμο και υποτελές στην αυτοκρατορική βούληση, αλλά τελικά η άποψη της Εκκλησίας θριάμβευσε. Μετά την Εικονομαχία, το Πατριαρχείο μπήκε σε μια εποχή ανάπτυξης και μεγαλύτερου κύρους. Οι αυτοκράτορες δεν προσπαθούσαν πλέον να επιβάλουν το δόγμα στην Εκκλησία, αν και μερικές φορές οι πατριάρχες βρίσκονταν σε διαμάχη με τους αυτοκράτορες. Την περίοδο αυτή κυριάρχησε η διαμάχη με τον πάπα και το αναπόφευκτο σχίσμα του 1054.4
Η Κωνσταντινούπολη ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει τη δύναμή της με την υποστήριξη του αυτοκράτορα διεκδικώντας αρμοδιότητες στο Ιλλυρικό (8ος αιώνας) και στη Βουλγαρία (9ος αιώνας). Κατά τη διάρκεια του 9ου αιώνα, η Ρώμη προσπάθησε να παρέμβει στη διαμάχη μεταξύ Φωτίου και Ιγνατίου, καθώς και στη διαφωνία για την τετραγαμία του Λέοντος Στ΄. Αυτές οι έριδες ενδεχομένως εμφανίζουν το Πατριαρχείο αδύναμο, καθώς η αυτοκρατορική βούληση πέτυχε να τοποθετήσει το δικό της υποψήφιο στο θρόνο και ο Λέων Στ΄ ήταν σε θέση να παντρευτεί τέταρτη φορά. Εντούτοις, όπως και στην Εικονομαχία, ο αυτοκράτορας κατόρθωσε να περάσει την πολιτική του βραχυπρόθεσμα αλλά δεν μπορούσε να επιτύχει την αλλαγή ενός κανονικού νόμου ή δόγματος. Η αλληλοδιαδοχή μεταξύ Φωτίου και Ιγνατίου ήταν ζήτημα αυτοκρατορικής πολιτικής, καθώς δεν υπήρχε δογματική διαφωνία. Ο τέταρτος γάμος του Λέοντος Στ΄ έγινε ανεκτός κατ’ οικονομίαν, αλλά οι τέταρτοι γάμοι απαγορεύτηκαν οριστικά από τότε και στο εξής. Κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο, αναπτύχθηκε επίσης η ιδέα της συμφωνίας, με τον αυτοκράτορα και τον Πατριάρχη να εργάζονται μαζί σαν τα δύο χέρια του Θεού. Ο αυτοκράτορας οριζόταν από το Θεό, αλλά ήταν καθήκον του να προστατεύει την Εκκλησία και το δόγμα, όπως προσδιορίστηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας και την παράδοση. Ιδανικά, ο Πατριάρχης έπρεπε να συνεργάζεται στενά με τον αυτοκράτορα, ώστε να διασφαλίζει την καλή διοίκηση της Εκκλησίας. Ο πατριάρχης μπορούσε να είναι ο αποδέκτης εκκλήσεων και αιτημάτων τόσο σε εκκλησιαστικές όσο και σε κοσμικές υποθέσεις. Η Εκκλησία καθόριζε το δόγμα, αλλά η αίρεση ήταν μέλημα του αυτοκράτορα, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος να την καταπολεμήσει. Για παράδειγμα, ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (4 Απριλίου 1081 - 15 Αυγούστου 1118) επιλήφθηκε προσωπικά της περίπτωσης του Βασιλείου του Βογομίλου και τον έκαψε στην πυρά. Βεβαίως, ο πατριάρχης μπορούσε να επικαλεστεί το εξαιρετικό ηθικό κύρος του και να αψηφήσει τον αυτοκράτορα, αν και σπάνια με επιτυχία. Ο Ισαάκιος Κομνηνός δεν μπορούσε να συλλάβει και να καθαιρέσει το δημοφιλή πατριάρχη Μιχαήλ Α΄ Κηρουλάριο, έως ότου αυτός έφυγε από την πόλη. Πάντως, τελικά ο Κηρουλάριος συνελήφθη. Ορισμένοι πατριάρχες ήταν τελείως δουλοπρεπείς, ενώ άλλοι είχαν γόνιμη συνεργασία με τον αυτοκράτορα.
Οι πατριάρχες συμμετείχαν ενεργά στις ιεραποστολές και στη διπλωματία, που από βυζαντινή άποψη ήταν αξεχώριστες. Ο πατριάρχης Νικόλαος Α΄ Μυστικός (πατριάρχης 1 Μαρτίου 901 - 1 Φεβρουαρίου 907 και Μάιος 912 - Μάιος 925) επικοινωνούσαν ενεργά με αρχηγούς στη νότια Ιταλία, τη Βουλγαρία και τον Καύκασο. Ιεραποστολές στάλθηκαν στους Σλάβους και στους Ρώσους, με πλέον φημισμένη αυτήν του Κυρίλλου και του Μεθοδίου (893). Στο απόγειο του μεγαλείου του, τον 11ο αιώνα, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως είχε μεγάλο αριθμό προσωπικού, επικεντρωμένου γύρω από τη Μεγάλη Εκκλησία Αγία Σοφία. Ο πατριάρχης βασιζόταν σε πέντε ή έξι κύριους αξιωματούχους: το μέγα οικονόμο, τον επικεφαλής του σακελλίου, το μέγα σακελλάριο, το μέγα σκευοφύλακα, το χαρτοφύλακα και τον πρωτέκδικο. Αυτοί οι αξιωματούχοι συχνά είχαν καθήκοντα που ξεπερνούσαν κατά πολύ τους τίτλους τους. Το Πατριαρχείο καλούσε τακτικά τους μητροπολίτες να συναντηθούν για διάφορα ζητήματα σε σύνοδο ή την ενδημούσα σύνοδο. Το 1107 ο Αλέξιος Α΄ ίδρυσε την Πατριαρχική Σχολή, αν και ένα πατριαρχικό σχολείο μπορεί να υπήρχε και πιο πριν. Η Εκκλησία και το Πατριαρχείο ήταν ενεργά αναμεμειγμένα στην πολιτιστική αναγέννηση της περιόδου αυτής.
2.3. Ύστερη Βυζαντινή περίοδος
Μετά τη Δ΄ Σταυροφορία το 1204, καθώς παρήκμαζε η αυτοκρατορία, το κύρος της Εκκλησίας και του Πατριαρχείου αυξανόταν, αν και το παλαιότερο μεγαλείο του είχε χαθεί, ακριβώς όπως και η ίδια η πόλη ήταν σκιά της παλαιότερης δόξας της. Εντούτοις, ο πατριαρχικός θρόνος κατεχόταν από ανθρώπους με ταλέντο και ικανότητες, όπως ο μελετητής Γρηγόριος Β΄ της Κύπρου (πατριάρχης 28 Μαρτίου 1283 - Ιούνιος 1289).5 Οι πατριάρχες, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, θεωρούνταν ότι έπρεπε να συνεργαστούν με τον αυτοκράτορα, αν και υπήρχαν άνδρες που ήταν πιο ανεξάρτητοι στην προσέγγισή τους. Ο ασκητικός Αθανάσιος Α΄ (πατριάρχης Οκτώβριος 1289 - Οκτώβριος 1293, Ιούνιος 1303 - Σεπτέμβριος 1309) επιδίωξε να ενισχύσει τον κανονικό νόμο και καθαιρέθηκε για τη μη δημοφιλή επιμονή του στην αυστηρή μοναστική πειθαρχία.6 Δεν υποχώρησε ποτέ μπροστά στην αυτοκρατορική θέληση, αλλά καθαιρέθηκε από τον Ανδρόνικο Β΄, που τον είχε ενθρονίσει. Σε μείζον ζήτημα για τον πατριάρχη αναδείχθηκε η ένωση με τη Δυτική Εκκλησία, την οποία υποστήριζαν οι αυτοκράτορες με την ελπίδα της εξασφάλισης στρατιωτικής βοήθειας από τη Δύση. Οι αυτοκράτορες είδαν την ένωση ως πολιτική αναγκαιότητα, προκειμένου να εξασφαλιστεί στρατιωτική βοήθεια. Στη σύνοδο της Λυών (7 Μαΐου - 17 Ιουλίου 1274) ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος έστειλε τρεις αντιπροσώπους και υποσχέθηκε υποταγή της Βυζαντινής Εκκλησίας, παρά το γεγονός ότι καμία επίσημη αντιπροσωπεία δεν παρέστη από την πλευρά της.7 Στη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439), ο πατριάρχης Ιωσήφ Β΄ (πατριάρχης 21 Mαΐου 1416 - 10 Ιουνίου 1439) συνεργάστηκε στενά με τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο, για την αναζήτηση στρατιωτικής βοήθειας από τη Δύση.8 Όπως και να έχει, αυτοκράτορας και πατριάρχης απέτυχαν να πείσουν το βυζαντινό λαό και τους μοναχούς να δεχτούν ένωση με τη Δύση, την οποία μισούσαν και εχθρεύονταν από την εποχή της Δ΄ Σταυροφορίας (1204).
Ο πατριάρχης κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έπρεπε επίσης να αντιμετωπίσει τη νέα πολιτική πραγματικότητα μιας αυτοκρατορίας υπό συρρίκνωση. Η Ύστερη Βυζαντινή περίοδος ξεκίνησε με εσωτερικό σχίσμα, το αρσενιατικό. Ο πατριάρχης Αρσένιος (πατριάρχης 1255-1259, 1261-1264) αφόρισε το νέο αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο, αφότου αυτός τύφλωσε και εκθρόνισε τον Ιωάννη Δ΄, τον τελευταίο αυτοκράτορα από τη δυναστεία των Λασκαριδών. Σε απάντηση, ο Αρσένιος καθαιρέθηκε. Συνεχίστηκε η συνήθης πρακτική: οι αυτοκράτορες πραγματοποιούσαν την άμεση βούλησή τους. αλλά τελικά θριάμβευε η Εκκλησία. Σε αυτή την περίπτωση το σχίσμα δεν αποκαταστάθηκε μέχρι το 1310.9 Παρομοίως, οι προσπάθειες για ένωση ακολούθησαν αυτό το πρότυπο. Οι αυτοκράτορες ήταν σε θέση να υποσχεθούν ένωση στη Δύση, αλλά η Εκκλησία παρέμενε αδέσμευτη.
Παρά τη συρρίκνωση των πόρων και την πραγματικότητα της φθίνουσας αυτοκρατορίας, το Πατριαρχείο κατάφερνε να αυξήσει το κύρος του σε ορισμένες περιοχές. Η δικαιοδοσία του Αγίου Όρους μεταφέρθηκε από τον αυτοκράτορα στον πατριάρχη το 1312. Το κύρος και η εξουσία του πατριάρχη αναγνωρίστηκαν σε περιοχές που ο αυτοκράτορας δεν είχε πλέον ή δεν είχε ποτέ πολιτική εξουσία, όπως στη Ρωσία, ακόμη και μέχρι τη Λιθουανία, αν και πολλές από τις περιοχές αυτές επιδίωκαν την εκκλησιαστική ανεξαρτησία τους πέρα από το σεβασμό τους προς τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ο μοναχισμός και οι ανθρωπιστικές σπουδές εξακολούθησαν να ανθούν με τη στήριξη του Πατριαρχείου. Αν και τελικώς οι Σλάβοι έμελλε να κερδίσουν την εκκλησιαστική ανεξαρτησία τους από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, αυτό επέζησε μετά την πτώση της αυτοκρατορίας το 1453.
Θα ήταν απλό αλλά ανακριβές να δει κανείς το Πατριαρχείο ως κάτι παραπάνω από ένα εργαλείο του κράτους. Το ότι υπήρχε μια ορισμένη σταθερότητα είναι αδιαμφισβήτητο. Από τον Απόστολο Ανδρέα, σύμφωνα με την παράδοση, μέχρι το 1204 υπήρξαν περισσότεροι από 120 επίσκοποι και πατριάρχες. Ο μέσος όρος θητείας ενός πατριάρχη αυτή την περίοδο ήταν εννέα χρόνια. Τριάντα πέντε από αυτούς τους πατριάρχες πέθαναν μετά την παραίτηση ή την καθαίρεσή τους ενώ πέντε καθαιρέθηκαν προσωρινά. Προέρχονταν από ολόκληρη την αυτοκρατορία. Από το 1204 έως το 1453 υπήρξαν περισσότεροι από 30 πατριάρχες, με μέσο όρο πατριαρχίας τα οκτώ χρόνια. Δεκατέσσερις από αυτούς καθαιρέθηκαν και επτά επανατοποθετήθηκαν. Όλοι ήταν Έλληνες, εκτός από τον Ιωσήφ Β΄ (1416-1439) που ήταν Βούλγαρος. Το 80% των πατριαρχών αυτήν την περίοδο ήταν μοναχοί. Την Οθωμανική περίοδο (1453-περ. 1900) η μέση θητεία ενός πατριάρχη ήταν τα τρία χρόνια. Την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο, ο ρόλος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως εξελίχθηκε αλλά παρέμεινε εντελώς υποταγμένος στην αυτοκρατορική βούληση. Στη Μέση και την Ύστερη περίοδο, το Πατριαρχείο και ο αυτοκράτορας προσπάθησαν να συνεργαστούν αρμονικά. Αν και το Πατριαρχείο κατά καιρούς έπρεπε να υποχωρήσει στην αυτοκρατορική βούληση, σε θέματα δόγματος η Εκκλησία διατήρησε πάντα την ανεξαρτησία της.