Παναγία Παμμακάριστος (Μουσείο Φετιχιέ Τζαμί)

1. Ιστορία

Η Θεοτόκος Παμμακάριστος ιδρύθηκε ως γυναικείο μοναστήρι και ως τέτοιο λειτούργησε κατά τους Μεσοβυζαντινούς χρόνους. Πέραν της λειτουργίας της ως μοναστικού καθολικού, η εκκλησία της Παμμακαρίστου ήταν επίσης ο χώρος ταφής του ιδρυτή και των μελών της οικογένειάς του. Αντιστοίχως το παρεκκλήσιο που προστέθηκε σε μεταγενέστερη περίοδο χτίστηκε ως ταφικό παρεκκλήσιο των κτητόρων του. Η λειτουργία της μονής δεν διακόπηκε μετά την Οθωμανική κατάκτηση της πόλης το 1453. Το 1456 έγινε έδρα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, που μέχρι τότε είχε έδρα τους Αγίους Αποστόλους. Το 1490 ο Βαγιαζήτ Α΄ επιχείρησε να το μετατρέψει σε τέμενος αλλά οι κάτοχοί του πέτυχαν να αποδείξουν ότι ο Μεχμέτ Β΄ το είχε παραχωρήσει στο Πατριαρχείο. Η μονή παρέμεινε έδρα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως μέχρι το 1587. Το 1591 το καθολικό μετατράπηκε σε τέμενος και μετονομάστηκε σε Φετιχιέ Τζαμί (Fethiye camii, το τέμενος της νίκης). Η ονομασία μνημόνευε τη νίκη τού Μουράτ Γ΄ επί της Γεωργίας και του Αζερμπαϊτζάν και η μετατροπή της εκκλησίας σε τέμενος στόχευε στην εξυπήρέτηση του αυξανόμενου μουσουλμανικού πληθυσμού της πόλης. Το 1640 πλήγηκε από πυρκαγιά και, σύμφωνα με μιαν ενεπίγραφη πλάκα στη νότια πρόσοψη, δεν επισκευάστηκε παρά μόνο το 1845. Οι πρώτες συστηματικές αναστηλωτικές ενέργειες έγιναν από τη Γενική Διεύθυνση Βακουφιών (Vakiflar Genel Müdürlügü) μεταξύ 1936 και 1938. Μετά την αναστήλωση το κτήριο δεν επεστράφη σε χρήση παρά μόλις το 1960, όταν ο κύριος χώρος (χωρίς το παρεκκλήσιο) ξανάρχισε να χρησιμοποιείται ως τζαμί. Το παρεκκλήσιο αναστηλώθηκε από το Αμερικανικό Βυζαντινό Ινστιτούτο (Byzantine Institute of America) και, αφότου επέστρεψε στην αρχική του μορφή του 14ου αιώνα, μετατράπηκε σε μουσείο.

2. Αρχιτεκτονική

Το καθολικό απαρτίζεται από τρία μέρη: τον κυρίως ναό του οποίου προηγείται ένας νάρθηκας, το προσαρτημένο στα νότια παρεκκλήσιο και το περίστωο που περιβάλλει την βόρεια, νότια και δυτική όψη του ναού και εφάπτεται με τη δυτική όψη του παρεκκλησίου.

2.1. Ο κυρίως ναός

Αρχαιολογικές μελέτες έχουν φέρει στο φως τα κομνήνεια θεμέλια του κυρίως ναού, τα οποία αποδίδονται στον 11ο ή στον 12ο αιώνα από διάφορους μελετητές. Ορισμένοι τοποθετούν την ίδρυσή του στα χρόνια της βασιλείας του Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα (1071-1078), ενώ άλλοι την τοποθετούν στην κομνήνεια περίοδο. Η δεύτερη χρονολόγηση βασίζεται σε μιαν επιγραφή στον κοσμήτη του Βήματος, η οποία δεν σώζεται αλλά έχει καταγραφεί σε χειρόγραφο του 18ου αιώνα και η οποία αναφέρει τον Αδριανό-Ιωάννη Κομνηνό, αδελφό του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118), καθώς και την σύζυγό του Άννα Δούκαινα. Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν την χρονολόγηση του ναού στον 12ο αιώνα, άποψη που ενισχύεται από την τεχνική της κρυμμένης πλίνθου στην τοιχοδομία, μια τεχνική που απαντάται συχνά σε μνημεία του 12ου αιώνα.

Η εκκλησία ανήκει στον σταυροειδή εγγεγραμμένο τύπο. Ο νάρθηκάς της πιθανόν να προστέθηκε σε δεύτερο χρόνο, μετά την ανέγερση του ναού. Ακριβώς κάτω από τον κυρίως ναό βρίσκεται μια μεγάλη, κιονοστήρικτη και καμαροσκεπής κιστέρνα που έχει λειτουργία υποδομής. Η ανέγερση κτηρίων πάνω από κιστέρνες ήταν συνήθης πρακτική στη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη.

Η εκκλησία υπέστη μιαν ευρύτατης κλίμακας ανακαίνιση στα τέλη του 13ου αιώνα, με πρωτοβουλία του Μιχαήλ Γλαβά Ταρχανειώτη, υψηλόβαθμου αξιωματούχου και στρατιωτικού διοικητή επί Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου. Λίγο καιρό μετά τον θάνατό του το 1306, και πιθανότατα μεταξύ 1310 και 1315, η χήρα του Μαρία Δούκαινα Κομνηνή Παλαιολογίνα Βράναινα πρόσθεσε ένα ταφικό παρεκκλήσιο, εφαπτόμενο στη νότια πλευρά της εκκλησίας, για να φιλοξενήσει τον τάφο του συζύγου της.

2.2. Το παρεκκλήσιο

Ένα εκτενές επίγραμμα στη νότια όψη του παρεκκλησίου, γραμμένο από τον Μανουήλ Φιλή, μαρτυρεί ότι την προσήκη έφερε σε πέρας η Μαρία Γλαβά (μετέπειτα μοναχή Μάρθα) στη μνήμη του συζύγου της Μιχαήλ Γλαβά Ταρχανειώτη:

Τὸν σύζυγον δὲ φεῦ τελευτήσαντά μοι
καὶ τῆς χοϊκῆς ἀπαναστάντα στέγης,
οἴκισον εἰς ἄφθαρτον αὐτὸς παστάδα·
κἀνταῦθα τηρῶν τὴν σορὸν τοῦ λειψάνου,
μὴ τις ἐνεχθῇ συντριβὴ τοῖς ὀστέοις.
Πρωτοστράτορ, καὶ ταῦτα σὴν δήπου χάριν
ἡ σύζυγος πρὶν, ἀλλὰ νῦν Μάρθα. γράφει.

Το παρεκκλήσιο ανήκει στον σταυροειδή εγγεγραμμένο τύπο, με νάρθηκα. Πάνω από τον κεντρικό χώρο υψώνεται ένας ψηλός τρούλος πάνω σε σφαιρικά τρίγωνα που φέρονται από τέσσερις μαρμάρινους κίονες με πλούσιο ανάγλυφο διάκοσμο και ζωγραφισμένα κιονόκρανα. Ο νάρθηκας είναι διώροφος και στεγάζεται με δύο τρουλίσκους. Τέσσερα ή πέντε ταφικά αρκοσόλια βρίσκονται στο ισόγειό του.

Οι τονισμένες ψηλές αναλογίες του παρεκκλησίου είναι χαρακτηριστικές των αρχιτεκτονικών τάσεων της περιόδου. Ανάμεσα στα παλαιολόγεια μνημεία της Κωνσταντινούπολης, το παρεκκλήσιο της Παναγίας Παμμακαρίστου αποτελεί το πλέον αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της υστεροβυζαντινής τάσης για επιμήκυνση των αρχιτεκτονικών μορφών, η οποία εμφανίζεται ακόμη πιο έντονη σε εκκλησίες στη Σερβία και στη Θεσσαλονίκη από την ίδια περίοδο.

Ο εξωτερικός διάκοσμος του παρεκκλησίου είναι επίσης αντιπροσωπευτικός της υστεροβυζαντινής αρχιτεκτονικής τεχνοτροπίας. Η τοιχοδομία είναι κατασκευασμένη από δόμους και κόκκινους όπλινθους μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονται ευρείες στρώσεις κονιάματος. Σειρές λίθινων δόμων εναλλάσσονται με ζώνες οριζοντίως τοποθετημένων πλίνθων κατά την ρωμαϊκή τεχνική τοιχοδομίας που είναι γνωστή ως opus listatum και γνώρισε μεγάλη διάδοση στην κωνσταντινουπολίτικη αρχιτεκτονική. Οι όψεις διαρθρώνονται με βαθμιδωτά πλαίσια γύρω από τα παράθυρα, με τυφλά αψιδώματα, πεταλόσχημες και οξυκόρυφες κόγχες και οδοντωτές ζώνες. Η νότια πρόσοψη χωρίζεται οριζοντίως σε τρεις ζώνες, η κατώτερη από τις οποίες ορίζεται από μια σειρά μαρμάρινων μελών. Οι κατακόρυφες διαιρέσεις έχουν άνισα πλάτη. Η απουσία συμμετρίας ή ακόμα και ρυθμού, καθώς και η ποικιλία των αρχιτεκτονικών κοσμημάτων προσδίδουν στις όψεις έντονα διακοσμητικό χαρακτήρα, ο οποίος ενισχύεται από τα κοσμήματα που έχουν γίνει είτε με κατάλληλα κομμένες πλίνθους είτε με εναλλαγή πέτρινων και πλίνθινων στοιχείων. Όλα αυτά τα στοιχεία συμβάλλουν στην πολυχρωμία του αποτελέσματος και κατακερματίζουν την ενότητα των επιφανειών, προσδίδοντάς τους πλαστικότητα.

2.3. Το περίστωο

Στο β΄ μισό του 14ου αίώνα η εκκλησία τροποποιήθηκε και πάλι, αυτή τη φορά με την προσθήκη ενός περίστωου που περιέτρεχε τη βόρεια, δυτική και νότια όψη της και περιέκλειε εν μέρει και τη δυτική πλευρά του παρεκκλησίου.

3. Μεταγενέστερες αρχιτεκτονικές επεμβάσεις

Η εμφάνιση του αρχιτεκτονικού συμπλέγματος άλλαξε ακόμα περισσότερο όταν η εκκλησία μετατράπηκε σε τζαμί. Οι αψίδες του κυρίως ναού και του περίστωου κατεδαφίστηκαν και το κτίσμα προεκτάθηκε προς τα ανατολικά με μια θολωτή τριγωνική προσθήκη που φιλοξενούσε το μιχράμπ. Οι περισσότεροι εσωτερικοί τοίχοι γκρεμίστηκαν για να δημιουργηθεί ένας ευρύτερος και ενιαίος χώρος. Με την αφαίρεση του βόρειου τοίχου αφομοιώθηκε και το παρεκκλήσιο στον κύριο χώρο του τζαμιού. Τα ανοίγματα των παραθύρων άλλαξαν κατά το πρότυπο των οθωμανικών παρθύρων, κάνοντας το εσωτερικό σημαντικά σκοτεινότερο.

Τα έργα του Αμερικανικού Βυζαντινού Ινστιτούτου επανέφεραν το παρεκκλήσιο στην προ-οθωμανική του μορφή. Από έμμεσα στοιχεία μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι οι επιφάνειες των τοίχων ήταν σκεπασμένες με κονίαμα και γραπτό διάκοσμο. Ωστόσο, μετά την αναστήλωση του 1960, οπότε όλα τα κονιάματα αφαιρέθηκαν, κάθε έρευνα προς αυτήν την κατεύθυνση καθίσταται πλέον αδύνατη.

4. Διάκοσμος

Ο εσωτερικός διάκοσμος της ανακαινισμένης από τον Μιχαήλ Γλαβά Ταρχανειώτη εκκλησίας κατά τον ύτερο 13ο αιώνα δεν σώζεται. Από τον ζωγραφικό διάκοσμο σώζονται μόνο κάποιες σκηνές από τη ζωή της Παναγίας στον αρχικά εξωτερικό νότιο τοίχο (τώρα στο εωτερικό του νότιου κλίτους). Το εύρημα αυτό επιτρέπει την υπόθεση ότι η διακόσμηση των εξωτερικών τοίχων με εικονογραφικά προγράμματα αντίστοιχα με εκείνα των εσωτερικών ίσως να μην ήταν η εξαίρεση στη βυζαντινή τέχνη· κι ότι οι περιορισμένες ενδείξεις μιας τέτοιας πρακτικής ενδεχομένως να οφείλονται στη δυσκολία διάσωσής τους από τα στοιχεία της φύσης στα οποία ήταν εκτεθειμένες.

Στο παρεκκλήσιο κυριαρχούν τα λαμπρά ψηφιδωτά, αναστηλωμένα από το Αμερικανικό Βυζαντινό Ινστιτούτο. Ο ψηφιδωτός διάκοσμος σώζεται κατά κύριο λόγο στα ανώτερα τμήματα των τοίχων, στις καμάρες και στον κεντρικό τρούλο. Χρονολογούνται στο διάστημα περί το 1310-1315, οπότε ανεγέρθηκε το παρεκκλήσιο. Μαζί με τα ψηφδωτά από την Αγία Σοφία και τη Μονή της Χώρας (Καριγιέ τζαμί), αποτελούν τα εντυπωσιακότερα σωζόμενα δείγματα μνημειακής ζωγραφικής στη βυζαντινή πρωτεύουσα.

Ο κεντρικός τρούλος του παρεκκλησίου είναι πτυχωτός και οι εικοσιτέσσερις πτυχές του είναι καλυμμένες με χρυσές ψηφίδες. Στις πτυχές εικονίζονται ολόσωμοι παλαιοδιαθηκικοί προφήτες, ενώ στο μετάλλιο της κορυφής εικονίζεται ο Χριστός Παντοκράτορας. Στην αψίδα του Βήματος αναπτύσσεται η σκηνή της Δέησης: ο Χριστός Υπεράγαθος εικονίζεται στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας, ενώ στα τύμπανα δεξιά και αριστερά εικονίζονται η Παναγία και ο άγιος Ιωάννης Πρόδρομος. Το σταυροθόλιο της αψίδας κοσμείται με μετάλλια με παραστάσεις των τεσσάρων Αρχαγγέλων: Μιχαήλ, Γαβριήλ, Ουριήλ και Ραφαήλ. Σκηνές του Δωδεκαόρτου κοσμούν τα τύμπανα των κεραιών του σταυρού· σώζονται δύο, η Βάπτιση και η Ανάληψη. Οι υπόλοιπες επιφάνειες καλύπτονται από απεικονίσεις μοναχών και ηγουμένων, καθώς και με γεωμετρικά και φυτικά κοσμήματα. Πρόκειται για ψηφιδωτά υψηλής ποιότητας, με λεπτές αποχρώσεις και ραδινές μορφές, ενδεικτικά του ενδιαφέροντος της υστεροβυζαντινής τέχνης για κλασικά πρότυπα.

Μια ζώνη με θυρεούς σε χαμηλό ανάγλυφο περιτρέχει τους τοίχους στο ύψος των παραθύρων. Η επιπεδόγλυφη τεχνική αλλά και η συμπερίληψη εραλδικών κοσμημάτων στο βυζαντινό θεματολόγιο είναι χαρακτηριστικά της τέχνης κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο.