1. Εξέγερση και ανάρρηση του Ηρακλείου Ο Ηράκλειος Α΄1 ήταν ο γιος του ομώνυμου εξάρχου της Καρχηδόνας. Παρόλο που ο Ηράκλειος ο πρεσβύτερος δεν έδειχνε να έχει σχέδια για το θρόνο ο ίδιος, υπήρξε εντούτοις υποκινητής της εξέγερσης μαζί με το γιο του, το 608. Ωστόσο, μόνο ο γιος του φαίνεται ότι συμμετείχε στην εκστρατεία στην Κωνσταντινούπολη για να ανατρέψει το λαομίσητο σφετεριστή του θρόνου Φωκά, που είχε δολοφονήσει τον αυτοκράτορα Μαυρίκιο και την οικογένειά του. Ο Ηράκλειος είχε υποστήριξη τόσο από τους Πράσινους όσο και από την εκκλησιαστική ιεραρχία στην προσπάθειά του να καθαιρέσει το Φωκά, όμως η βασιλεία του δεν υπήρξε καθόλου ειρηνική. Η βασιλεία του Ηρακλείου ήταν περίοδος εντυπωσιακών ανατροπών, επιτυχιών αλλά και ηττών. Ο Ηράκλειος υπήρξε κεντρικής σημασίας μορφή, όμως οι πηγές για το πρόσωπό του είναι ενίοτε αντιφατικές και δε δίνουν καθαρή εικόνα. Οι ιστορικοί έχουν αναγκαστεί να καταφύγουν κάποιες φορές σε υποθέσεις.2
Παρόλο που ο Ηράκλειος γνώρισε τόσο την επιτυχία όσο και τη συντριβή, οι βυζαντινές πηγές είναι γενικά θετικές στην αποτίμηση της βασιλείας του. Στις αραβικές πηγές μάλιστα έχει αποκτήσει θρυλικές διαστάσεις.3 Όταν κατέλαβε το θρόνο, τα οικονομικά της αυτοκρατορίας ήταν σε πολύ κακή κατάσταση, τη στιγμή που το Βυζάντιο το απειλούσαν οι εισβολές Σλάβων και Αβάρων στο Βορρά και εκείνες των Περσών στην Ανατολή. Τελικά, οι Πέρσες κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ το 614 και κυριάρχησαν στην Αίγυπτο περίπου από το 619 έως το 629. Ο Ηράκλειος σκέφτηκε να μεταφέρει την πρωτεύουσα στην Καρχηδόνα, αλλά τον απέτρεψε ο πατριάρχης Σέργιος Α΄. Στα 626, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε από τις ενωμένες δυνάμεις των Αβάρων και των Περσών, αλλά η πολιορκία απέτυχε. Ο Ηράκλειος συγκρότησε και εκπαίδευσε στρατό και στη συνέχεια εισέβαλε στην Περσία από το Βορρά με τη βοήθεια Καυκάσιων συμμάχων.4 Μέχρι το 627, τα δεδομένα είχαν αλλάξει και ο Ηράκλειος εισέβαλε στην Περσία. Οι Πέρσες σύντομα ζήτησαν ειρήνη.5 Όμως η νίκη αποδείχτηκε εφήμερη, καθώς οι Άραβες εισέβαλαν και νίκησαν το βυζαντινό στρατό, με μια σφοδρή επίθεση στο Γιαρμούκ το 636. Ο Ηράκλειος επιδίωξε τη σταθερότητα, τόσο στα εκκλησιαστικά όσο και σε προσωπικά του ζητήματα, ωστόσο χωρίς επιτυχία. Οι προσπάθειές του να επιτύχει την ενότητα της Εκκλησίας μέσω των δογμάτων του μονοενεργητισμού και του μονοθελητισμού είχαν αποτέλεσμα την επιδείνωση του προβλήματος τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση. Παντρεύτηκε δύο φορές, προκειμένου να επιτύχει την εξασφάλιση της δυναστείας του: πρώτα τη Φαβία, που έλαβε το όνομα Ευδοκία και πέθανε από επιληψία το 612, και στη συνέχεια την ανιψιά του Μαρτίνα το 622 ή το 623. Παρά την ταραγμένη βασιλεία του, πάντως, η δυναστεία αποδείχθηκε ανθεκτική. Ωστόσο ο γάμος του με την ανιψιά του Μαρτίνα προκάλεσε αντιδράσεις και χρειάστηκε ειδική άδεια από τον πατριάρχη Σέργιο Α΄, αφού θεωρήθηκε αιμομιξία από την πλειονότητα των Βυζαντινών. Τα περισσότερα από τα παιδιά είχαν προβλήματα υγείας και πέθαναν σε μικρή ηλικία, πιθανώς εξαιτίας της εξ αίματος συγγένειας, αλλά πολλοί, μεταξύ των οποίων και ο Ηράκλειος, θεώρησαν ότι οι θάνατοι οφείλονταν σε θεϊκή δυσαρέσκεια απέναντι σε έναν τέτοιο γάμο. Ωστόσο, ο Ηράκλειος παρέμεινε πιστός στη Μαρτίνα και τα παιδιά τους. Λίγο πριν πεθάνει το 641, εξέφρασε την επιθυμία ο Ηράκλειος Κωνσταντίνος, ο μεγαλύτερος γιος του από τον πρώτο γάμο του, και ο Ηρακλωνάς (Ηράκλειος Β΄), ο επιζήσας γιος του από το δεύτερο γάμο του με τη Μαρτίνα, να κυβερνήσουν ως συναυτοκράτορες, με τη Μαρτίνα ως αντιβασιλέα του Ηρακλωνά. Ο Ηρακλωνάς είχε γεννηθεί το 626 και ήταν μόλις δεκαπέντε ετών εκείνη την εποχή. 2. Θάνατος του Ηρακλείου και διαδοχή του από τον Κώνσταντα Β΄ Παρόλο που ο Ηράκλειος επιθυμούσε να περιλάβει τη Μαρτίνα και τους απογόνους τους στη διαδοχή, η δυναστεία έμελλε να θεμελιωθεί από τα παιδιά του από τον πρώτο γάμο του με την Ευδοκία. Ο Ηράκλειος Κωνσταντίνος, γνωστός και ως Κωνσταντίνος Γ΄, υπήρξε αυτοκράτορας μόνο μερικούς μήνες το έτος 641, από τις 11 Ιανουαρίου έως τις 24 Μαΐου. Είχε γεννηθεί στις 3 Μαΐου 612 στην Κωνσταντινούπολη. Γνωρίζουμε πολύ λίγα για την παιδική ηλικία του. Ανακηρύχθηκε συναυτοκράτορας στις 22 Ιανουαρίου 613, όπως επιθυμούσε ο πατέρας του Ηράκλειος, προκειμένου να εξασφαλίσει τη διαδοχή όσο καιρό ο αυτοκράτορας εκστράτευε και βρισκόταν μακριά από την πόλη. Μετά το θάνατο του πατέρα του, αντιμετώπισε την αντίθεση της μητριάς του Μαρτίνας αλλά και την πίεση από τις συνεχόμενες καταστροφές των αραβικών εισβολών. Τα αποθέματα σε χρήματα είχαν τελειώσει και η υπεράσπιση της Αιγύπτου είχε αποτύχει. Πέθανε από κακή υγεία, αν και είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι η Μαρτίνα τον δηλητηρίασε. Η Μαρτίνα προσπάθησε να κυβερνήσει μετά το θάνατο του Ηρακλείου Κωνσταντίνου, αλλά δεν ήταν δημοφιλής. Τόσο η ίδια όσο και ο γιος της καθαιρέθηκαν. Ο Ηρακλωνάς υπέστη ρινοτομία και εξορίστηκε μαζί με τη Μαρτίνα στη Ρόδο, το 642. Ο Ηράκλειος Κωνσταντίνος είχε παντρευτεί την εξαδέλφη του Γρηγορία, και ο γιος τους, ο Κώνστας Β΄, ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας μετά το θάνατο του πατέρα του.6 Ο ίδιος ο Ηρακλωνάς είχε ανακηρύξει τον Κώνσταντα συναυτοκράτορα σε μια προσπάθεια να μοιραστεί την εξουσία, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον Κώνσταντα να αποκλείσει από την εξουσία αυτόν και τη μητέρα του Μαρτίνα.
2.1. Κώνστας Β΄
Ο Κώνστας Β΄ γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 630 και έγινε αυτοκράτορας στα 642, σε ηλικία 12 χρόνων. Κυβέρνησε επισήμως ως Κωνσταντίνος, όνομα το οποίο εμφανίζεται άλλωστε στα νομίσματα της βασιλείας του. Ωστόσο, ήταν ευρέως γνωστός με το όνομα Κώνστας. Ο πεθερός του, ο στρατηγός Βαλεντίνος, ο οποίος καθαίρεσε τη Μαρτίνα, στέφθηκε συναυτοκράτορας και ουσιαστικά ασκούσε μόνος του την εξουσία, κάτι που οδήγησε σε λαϊκή εξέγερση το 645 υπέρ του νόμιμου διαδόχου. Ο Βαλεντίνος σκοτώθηκε και ο Κώνστας, σε ηλικία μόλις 15 ετών, έμεινε μόνος αυτοκράτορας.
Η κατάσταση στην οποία παρέλαβε την αυτοκρατορία ο Κώνστας ήταν δραματική. Μετά το θάνατο του Ηρακλείου, με τη Συρία, την Παλαιστίνη και τμήμα της Μεσοποταμίας να έχουν περάσει στα χέρια των Αράβων και με τις καταστροφές από τον πόλεμο με τους Πέρσες ακόμη πρόσφατες, το κράτος βρισκόταν στα όρια της χρεοκοπίας και χωρίς πραγματική ηγεσία. Με την Αρμενία και την Ανατολία αντιμέτωπες με τις αραβικές επιδρομές, τη βυζαντινή Αφρική και την Ιταλία να σπαράσσονται από εξεγέρσεις και την πίεση των Σλάβων από Βορρά, η αυτοκρατορία βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο. Η κυριότερη μέριμνα του νεαρού αυτοκράτορα υπήρξε ο αγώνας εναντίον των Αράβων και των Σλάβων, παρόλο που ηττήθηκε από τους πρώτους και σημείωσε περιορισμένες επιτυχίες στις μάχες εναντίον των τελευταίων. Αυτό που φαίνεται ότι πρόσφερε στο Βυζάντιο μια περίοδο ανάπαυλας, μετά την απώλεια της Αρμενίας το 654 και τις καταστροφές στη Ρόδο, την Κύπρο και την Κρήτη από τον αραβικό στόλο, ήταν ο εμφύλιος που ξέσπασε μεταξύ των Αράβων και οδήγησε σε επίσημη ανακωχή με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.7
Το 662, ο Κώνστας αναχώρησε για την Ιταλία, όπου έφθασε το 663 και οργάνωσε το στρατηγείο του στη Σικελία. Η Ιταλία, όπως και η βόρεια Αφρική, μαστίζονταν από εξεγέρσεις που έθεταν σε κίνδυνο τη βυζαντινή κυριαρχία τους. Ο Κώνστας προσπάθησε να ανασυγκροτήσει το βυζαντινό στρατό και στόλο στην Ιταλία και να εδραιώσει το βυζαντινό έλεγχο, όμως η προσπάθειά του συνοδεύτηκε από αντιδημοφιλείς εκκλησιαστικές πολιτικές, κυρίως στο ζήτημα του μονοθελητισμού: αρνούμενος να τον καταδικάσει, ο Κώνστας επιπλέον καταδίωξε τους αντιπάλους του, τον πάπα Μαρτίνο Α΄ και το Μάξιμο Ομολογητή, με αφορμή τις στάσεις που πραγματοποιούνταν σε Ιταλία και Αφρική εναντίον της πολιτικής του. Παράλληλα εφάρμοσε υψηλή φορολογία και δημεύσεις περιουσιών, τακτικές που τον κατέστησαν εξαιρετικά λαομίσητο στη Δύση. Αντιμετώπισε σειρά εξεγέρσεων και τελικά δολοφονήθηκε στο λουτρό του στις Συρακούσες το 668, από τον κόμητα του θέματος Οψικίου Μιζίζιο, ο οποίος στη συνέχεια ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας. Το νεκρό σώμα του στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη και η ταφή έγινε στο ναό των Αγίων Αποστόλων. 3. Κωνσταντίνος Δ΄ Ο Κωνσταντίνος Δ΄,8 έβδομος γιος του Κώνσταντα Β΄, γεννήθηκε περί το 650. Ο πατέρας του τον ανακήρυξε συναυτοκράτορα τον Απρίλιο του 654. Μετά τη δολοφονία του πατέρα του, ο Κωνσταντίνος με δική του πρωτοβουλία πήγε στη Σικελία και νίκησε το σφετεριστή του θρόνου Μιζίζιο. Κυβέρνησε μαζί με τους νεότερους αδελφούς του Ηράκλειο και Τιβέριο μέχρι το 681, όταν τους καθαίρεσε και τους ακρωτηρίασε, πιθανώς εξαιτίας μιας συνωμοσίας. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, αναζήτησε διπλωματικές λύσεις για τα προβλήματα στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Είχε την προεδρία στην ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη (681), προκειμένου να θέσει τέλος στην έριδα του μονοθελητισμού, και εξασφάλισε την ειρήνη με τους Άραβες, τους Λομβαρδούς και τους Βούλγαρους. Πέθανε από δυσεντερία το 685. Οι δύο γιοι του, Ιουστινιανός και Ηράκλειος, καθώς και η σύζυγός του Αναστασία, επέζησαν. 4. Ιουστινιανός Β΄ Ο Ιουστινιανός Β΄ ήταν ο τελευταίος από τη δυναστεία των Ηρακλειδών9 και η βασιλεία του ήταν το ίδιο τρικυμιώδης όσο και αυτή του μακρινού προγόνου του Ηρακλείου. Έγινε αυτοκράτορας δύο φορές, το 685-695 και το 705-711. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη περί το 688 και πέθανε στη Δαμάτρη στις 7 Νοεμβρίου 711. Είχε μια κόρη με την Ευδοκία, την πρώτη σύζυγό του. Αρχικά, ο Ιουστινιανός Β΄ πέτυχε νίκες ενάντια στους Άραβες με το στρατηγό Λεόντιο επικεφαλής των στρατευμάτων του. Ο αυτοκράτορας αποτόλμησε μεταρρυθμίσεις τόσο στην Εκκλησία όσο και στην πολιτεία. Ήταν ο πρώτος που περιέλαβε την εικόνα του Χριστού στα νομίσματα και ξεκίνησε μεγάλα οικοδομικά έργα που είχαν επακόλουθο την επιβολή βαριάς φορολογίας. Ο Λεόντιος τον καθαίρεσε το 695, ακρωτηρίασε τη μύτη του και τον εξόρισε στη Χερσώνα. Εκεί, ο Ιουστινιανός παντρεύτηκε την αδελφή του Χαζάρου χαγάνου Θεοδώρα και ζήτησε τη βοήθεια του χαγάνου, για να ανακτήσει το θρόνο. Τελικά, έλαβε βοήθεια από το Βούλγαρο χάνο Τέρβελ το 704. Το 705, ο Τέρβελ και ο Ιουστινιανός καθαίρεσαν τον Τιβέριο Β΄. Ο Ιουστινιανός αντάμειψε γενναιόδωρα τον Τέρβελ, τον ανακήρυξε καίσαρα και ίσως του έδωσε την κόρη του σε γάμο. Στη δεύτερη αυτοκρατορική θητεία του, ο Ιουστινιανός αναφέρεται ότι φορούσε μια χρυσή μύτη για να καλύψει τον ακρωτηριασμό του. Ο Ιουστινιανός ήταν επικεφαλής μιας εκστρατείας εναντίον της Χερσώνας το 711, όταν ο στόλος εξεγέρθηκε και ανακήρυξε αυτοκράτορα το Φιλιππικό. Ο Φιλιππικός επιτέθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ανάγκασε τον Ιουστινιανό να καταφύγει στη Μικρά Ασία. Ο στρατηγός Ηλίας τον καταδίωξε, τον αιχμαλώτισε και τον αποκεφάλισε ο ίδιος, ενώ μετέφερε το κεφάλι του στην Κωνσταντινούπολη. Η τύχη της Θεοδώρας, της πρώτης ξένης Βυζαντινής αυτοκράτειρας, και του γιου τους Τιβερίου δεν είναι σαφής. Η δυναστεία ουσιαστικά έσβησε με την εκτέλεση του Ιουστινιανού Β΄.
5. Η έριδα περί Μονοθελητισμού Η ανάκτηση των ανατολικών επαρχιών μετά τη νίκη του Ηρακλείου επί των Περσών επανέφερε στο προσκήνιο το ζήτημα του Μονοφυσιτισμού. Η εξασφάλιση της εκκλησιαστικής ειρήνης είχε μεγάλη σημασία για τον Ηράκλειο, που ήθελε να αποφύγει τις κεντρόφυγες τάσεις στις ανατολικές επαρχίες. Έτσι υποστήριξε τις προσπάθειες του πατριάρχη Σεργίου να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στο δόγμα των δύο φύσεων που είχε επισφραγίσει η Δ΄ Οικουμενική σύνοδος της Χαλκηδόνος (451) και στον Μονοφυσιτισμό. Προς την κατεύθυνση αυτή υιοθετήθηκε η διδασκαλία της μίας ενέργειας του Χριστού, κοινής και για τις δύο φύσεις. Ωστόσο, παρά την υποστήριξη της πολιτικής του Σεργίου από τον Κύρο, πατριάρχη Αλεξανδρείας και τον πάπα Ονώριο, οι αντιδράσεις ήταν έντονες και το 638, υπό την πίεση του πατριάρχη Ιεροσολύμων Σωφρονίου και της μετριοπαθούς στάσης του πάπα Ονωρίου, ο Σέργιος συνέταξε το διάταγμα του Ηρακλείου Έκθεσις περί πίστεως, όπου παρέκαμπτε το ζήτημα της μιας ενέργειας, υποστήριζε ότι ο Χριστός έχει ένα θέλημα και απαγόρευε τη διαμάχη επί αυτών των ζητημάτων. Η απαγόρευση αυτή μαρτυρούσε και την αποτυχία της συμβιβαστικής προσπάθειας ως προς την πολιτική της σκοπιμότητα: ούτως ή άλλως, το 638 η Συρία και η Παλαιστίνη είχαν πέσει στα χέρια των Αράβων και σύντομα θα ακολουθούσε η Αίγυπτος. Στη Δύση και τη λατινική Βόρεια Αφρική η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη. Ενώ ο Κώνστας Β΄ υποστήριζε τη μονοθελητική διδασκαλία, στη Βόρεια Αφρική η αντίθεση στην κεντρική εξουσία εκφράστηκε μέσα από μια σειρά συνόδους που καταδίκαζαν τη μονοθελητική διδασκαλία ως αιρετική. Ηγέτης της ορθόδοξης παράταξης σε αυτές υπήρξε ο Μάξιμος Ομολογητής, ένας από τους σημαντικότερους θεολόγους της εποχής του. Η διαμάχη αυτή ευνόησε την προσπάθεια του σφετεριστή εξάρχου της Καρχηδόνος Γρηγορίου, ο οποίος το 646 αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας, ηττήθηκε όμως την επόμενη χρονιά από τους Άραβες. Η Βόρεια Αφρική παρέμεινε υπό τον έλεγχο των Βυζαντινών και ο Κώνστας προσπάθησε να δώσει μια λύση με τον Τύπο, που εκδόθηκε το 648 και απαγόρευσε ρητά κάθε συζήτηση πάνω στο ζήτημα των ενεργειών και των θελήσεων, ενώ ταυτόχρονα όριζε την απομάκρυνση της Εκθέσεως από το νάρθηκα της Αγίας Σοφίας. Το αποτέλεσμα ήταν να ακολουθήσει και η Ιταλία το παράδειγμα της Βόρειας Αφρικής, καθώς το 649 ο πάπας Μαρτίνος συγκάλεσε σύνοδο στο Λατερανό, η οποία καταδίκασε τόσο την Έκθεση όσο και τον Τύπο. Παρόλο που για πολιτικούς λόγους αποφεύχθηκε η απόδοση ευθυνών στους αυτοκράτορες Ηράκλειο και Κώνσταντα για τα διατάγματα αυτά, ο τελευταίος ανέλαβε δράση εναντίον του πάπα Μαρτίνου. Παράλληλα, ο έξαρχος Ραβέννας Ολύμπιος προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τη δυσαρέσκεια της Ρώμης κατά της Κωνσταντινούπολης με σκοπό να αποσπάσει την Ιταλία από τον αυτοκρατορικό έλεγχο, ενώ ο Κώνστας ήταν απασχολημένος στην Ανατολή με την πρώτη ναυτική εκστρατεία τού χαλίφη Μωαβία. Ο θάνατος του Ολυμπίου το 652 σήμανε και το τέλος τής στάσης του και την επόμενη χρονιά ο πάπας Μαρτίνος καταδικάστηκε ως ένοχος εσχάτης προδοσίας για το ρόλο του σε αυτήν. Την ίδια τύχη είχε και ο Μάξιμος· οι δύο ηγέτες της αντιμονοθελητικής παράταξης πέθαναν στην εξορία μετά από βασανισμούς και – στην περίπτωση του Μαξίμου – πολυετή φυλάκιση. Στα χρόνια του Κωνσταντίνου Δ΄, με την εδραίωση των Αράβων στην Ανατολή να καθιστά πλέον σαφές ότι η ανάκτηση των ανατολικών επαρχιών ήταν ανέφικτη για το Βυζάντιο, η εμμονή στο Μονοθελητισμό έχασε κάθε νόημα. Αντίθετα η συνέχισή της προκαλούσε ρήγμα ανάμεσα στην αυτοκρατορία και τις δυτικές επαρχίες. Έτσι ο Κωνσταντίνος Δ΄ συγκάλεσε, κατόπιν συνεννόησης με τον πάπα, σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη για την καταδίκη του Μονοθελητισμού. Η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος, μετά από εργασίες ενός έτους, καταδίκασε το 681 το Μονοθελητισμό και τους ηγέτες του και διακήρυξε τις δύο θελήσεις του Χριστού, που αντιστοιχούσαν σε καθεμιά από τις δύο τέλειες φύσεις του. Με τον τρόπο αυτό διευθετήθηκε οριστικά η τελευταία μείζων χριστολογική διαμάχη, η οποία είχε ταλανίσει την αυτοκρατορία επί μισόν αιώνα και σημάδεψε την πολιτική των Ηρακλειδών.10 6. Αποτίμηση Η δυναστεία των Ηρακλειδών ήταν μακροχρόνια και, από την άποψη αυτή, επιτυχημένη. Αντιμέτωποι με τις μεγαλύτερες απειλές για την αυτοκρατορία, ο Ηράκλειος και οι διάδοχοί του κατόρθωσαν να διασφαλίσουν τη διαδοχή επί πέντε γενεές. Ωστόσο, η δυναστεία έσβησε με το βίαιο θάνατο του Ιουστινιανού Β΄, ενώ τα μέλη της αδυνατούσαν να αποδειχθούν σταθερά αποτελεσματικοί απέναντι στις κρίσεις που προέκυπταν.
Εκτός από τη διαρκή προσπάθεια διατήρησης της εξουσίας τους, τα μέλη της δυναστείας έπρεπε επίσης να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που έθετε ο μετασχηματισμός της αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια του 7ου αιώνα. Διαδοχικές επιδρομές απειλούσαν την εδαφική ακεραιότητα της αυτοκρατορίας, οπότε το διοικητικό της σύστημα χρειάστηκε βαθιές αλλαγές προκειμένου να ενισχυθεί η άμυνα στη Μικρά Ασία. Μετά τη νίκη του Ηρακλείου επί των Σασσανιδών, με την οποία οι ανατολικές επαρχίες πρόσκαιρα επανήλθαν στο Βυζάντιο, τα κύματα των αραβικών επιδρομών σύντομα κατέλυσαν τη βυζαντινή κυριαρχία στη βόρεια Αφρική· μεταξύ 674 και 678 ακόμη και η Κωνσταντινούπολη βρέθηκε σε κλοιό πολιορκίας από τους Άραβες. Η ίδρυση των θεμάτων αποδείχτηκε καίριας σημασίας για την άμυνα της Μικράς Ασίας, και υπό τον Ιουστινιανό Β΄ και τον Τιβέριο Γ΄ το ανατολικό μέτωπο έφτασε να σταθεροποιηθεί, μολονότι οι αραβικές επιθέσεις και οι βυζαντινές αντεπιθέσεις συνεχίστηκαν επί αιώνες. Ο ύστερος 7ος αιώνας σημαδεύτηκε από την ανάδειξη των Βουλγάρων ως ισχυρού αντιπάλου της αυτοκρατορίας και την ίδρυση του κράτους τους σε εδάφη που αποσπάστηκαν από το Βυζάντιο.
Ο 7ος αιώνας είναι επίσης ο αιώνας κατά τον οποίο τα αστικά κέντρα της Ύστερης Αρχαιότητας παρήκμασαν, με όλες τις αλλαγές που συνεπαγόταν η κατάσταση αυτή για τις κοινωνικές και οικονομικές δομές της αυτοκρατορίας. Οι διαρκείς πόλεμοι, οι λιμοί και η πίεση στην οικονομική τους ανεξαρτησία οδήγησε σε συρρίκνωση και ενίοτε αφανισμό των μεγάλων αστικών κέντρων της Μεσογείου. Στο τέλος της δυναστείας των Ηρακλειδών πρόβαλε ένα Βυζάντιο που χαρακτηριζόταν από συγκεντρωτισμό στη φορολογική πολιτική και στην άσκηση της εξουσίας, καθώς όλα τα περιφερειακά κέντρα υποχωρούσαν μπροστά στην Κωνσταντινούπολη και εξέλιπαν (με εξαίρεση ορισμένα αστικά κέντρα που επιβίωναν ως εμπόρια και λιμάνια)· χαρακτηριζόταν επίσης από την αγροτική οικονομία και μια διοίκηση προσανατολισμένη στην οργάνωση της άμυνας.
Τέλος, οι εδαφικές απώλειες και ο επαναπροσδιορισμός των συνόρων σήμανε την ανάδυση ενός πιο ομοιογενούς πληθυσμιακά κράτους, ελληνόφωνου στη συντριπτική πλειονότητα και πιστού στο δόγμα της Χαλκηδόνος.
1. Η πιο πρόσφατη μελέτη για τον Ηράκλειο είναι αυτή του Kaegi, W.E., Heraclius, Emperor of Byzantium (Cambridge 2003), στην οποία μπορούν να βρεθούν οι περισσότερες από τις σχετικές πληροφορίες γι’ αυτή την περίοδο. Ωστόσο, για μια ευρύτερη άποψη για την εποχή και το πολιτικό κλίμα, βλ. Haldon, J.E., Byzantium in the Seventh Century: The Transformation of a Culture (Cambridge 1990), και Reinink, G.J. – Stolte, B.H. (επιμ.), The Reign of Heraclius (610-641): Crisis and Confrontation (Leuven 2002), για αναλυτικότερη παρουσίαση του Ηρακλείου και το ιστορικού πλαισίου. 2. Kaegi, W.E., Heraclius, Emperor of Byzantium (Cambridge 2003), σελ. 19 κ.ε. 3. El Cheikh, N.M., Byzantium Viewed by the Arabs (Cambridge 2004), σελ. 54, 224. 4. Ο προσδιορισμός της χρονολογικής σειράς και των λεπτομερειών σχετικά με τις κινήσεις του Ηρακλείου είναι δύσκολος. Βλ. Greatrex, G. – Lieu, S.N.C., The Roman Eastern Frontier and the Persian Wars, A.D. 363-630 (London 2002), σελ. 202-209, για αναθεωρημένη και σύντομη χρονολογική σειρά των γεγονότων (που χρησιμοποιείται από τον Kaegi)· Zuckerman, C., “Heraclius in 625”, Revue des etudes byzantines 60 (2002), σελ. 189-197. 5. Για τους περσικούς πολέμους, βλ. Greatrex, G. – Lieu, S.N.C., The Roman Eastern Frontier and the Persian Wars, A.D. 363-630 (London 2002), σελ. 182 κ.ε., που παρέχει χρήσιμες συμπλήρωσεις στον Kaegi, W.E., Heraclius, Emperor of Byzantium (Cambridge 2003), σελ. 19 κ.ε. 6. Η μόνη μονογραφία για τη βασιλεία του Κώνσταντα Β΄ είναι Kaestner, J., De imperio Constantini III (641-668) (Leipzig 1907), και πιο πρόσφατα Stratos, A., Byzantium in the Seventh Century 3 (Amsterdam 1968-1980), σελ. 1-282. 7. Treadgold, W., “The struggle for survival (641-780)”, στο Mango, C. (επιμ.), The Oxford history of Byzantium (Oxford 2002), σελ. 131-133. 8. Stratos, A., Byzantium in the Seventh Century 4 (Amsterdam 1968-1980), σελ. 1-171. 9. Head, C., Justinian II of Byzantium (Madison 1972). 10. Για το ζήτημα του Μονοθελητισμού βλ. P. Verghese, «The Monothelite Controversy – a historical survey», The Greek Orthodox Theological Review 13 (1968), σελ. 196-211· J. Haldon, Byzantium in the 7th century. The transformation of a culture (Cambridge 1990), σελ. 327-375· T.E. Gregory, «Monotheletism», in A. Kazhdan (ed.), The Oxford Dictionary of Byzantium 2 (Oxford – New York 1991), σελ. 1400-1.
|
|
|