Γλυπτική στην Κωνσταντινούπολη

1. Εισαγωγή

Με τη γλυπτική στην Κωνσταντινούπολη μπορεί να συνδεθεί πληθώρα αντικειμένων σε μεγάλη ποικιλία υλικών, τεχνικών, θεμάτων και τεχνοτροπιών. Η μνημειακή γλυπτική συχνά ανάγεται στην περίοδο πριν από την Εικονομαχία (πριν από τον 8ο-9ο αιώνα). Αντικείμενα μικρής κλίμακας, από ακριβά ελεφαντοστά, φορητά έργα μεταλλουργίας και σμάλτα που προορίζονταν για την αριστοκρατία μέχρι μπρούντζινους σταυρούς, μολύβδινα και πήλινα αντικείμενα για καθημερινή χρήση ή για προσκυνητές, κατασκευάζονταν διαρκώς και χρησιμοποιούνταν σε μεγάλες ποσότητες. Οι αναπόφευκτες απώλειες λόγω της φύσης των φορητών αντικειμένων, οι πυρκαγιές και οι σεισμοί, οι λαφυραγωγίες στα χρόνια της Φραγκοκρατίας (1204-1261) και η περαιτέρω καταστροφή χριστιανικών και εικονιστικών έργων τέχνης στα Οθωμανικά χρόνια –για να αναφέρουμε λίγους από τους λόγους– άφησαν αποσπασματικά στοιχεία σχετικά με τη γλυπτική στην Κωνσταντινούπολη σε όλη την υπερχιλιετή ιστορία της (εικ. 1). Παρ’ όλ’ αυτά γνωρίζουμε ότι η πόλη φιλοξενούσε σπουδαίες συλλογές υστερορωμαϊκής και κοσμικής γλυπτικής, και ότι αρχιτεκτονική γλυπτική και ανάγλυφα κοσμούσαν επίσης πολλές εκκλησίες.

2. Κοσμική γλυπτική και γλυπτική της Ύστερης Αρχαιότητας στην Κωνσταντινούπολη

Τα παλάτια και οι δημόσιοι χώροι της Κωνσταντινούπολης ήταν γεμάτα με γλυπτά που είχαν μεταφερθεί από τις μεγαλύτερες πόλεις της Αυτοκρατορίας.1 Ανάμεσα στα εντυπωσιακότερα θα πρέπει να συγκαταλέγονταν μεγάλης κλίμακας περίοπτα γλυπτά, που είχαν μεταφερθεί για την κόσμηση δημόσιων χώρων, σύμφωνα με τα αυτοκρατορικά ιδεώδη, όπως αγάλματα αυτοκρατόρων και αξιωματούχων αλλά και τιμητικές στήλες.2 Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α΄ (324-337) εγκαινίασε τις σπουδαιότερες συλλογές γλυπτικής στη νεοϊδρυθείσα πρωτεύουσά του: στο φόρουμ που έφερε το όνομά του, στα αυτοκρατορικά λουτρά του Ζευξίππου και στον Ιππόδρομο, καθώς και κάποιες μικρότερες συλλογές στη Βασιλική και στο Στρατήγιον.3

Στο φόρουμ του Κωνσταντίνου, εκτός από αγάλματα θεών του ελληνικού παγανιστικού πανθέου και διάφορων ζώων, όπως δελφινιών και ελεφάντων, ορισμένα έργα συνδέονταν με τον ίδιο τον αυτοκράτορα: η στήλη από πορφυρίτη, στην οποία στεκόταν ένα ορειχάλκινο άγαλμα του αυτοκράτορα, και το Παλλάδιο της Ρώμης, το υποτιθέμενο αρχαίο άγαλμα-προστάτης της πόλης που είχε φέρει στη Ρώμη ο Αινείας.4 Τα αυτοκρατορικά λουτρά του Ζευξίππου κοσμούνταν «κίοσι και μαρμάροις ποικίλοις και χαλκουργήμασι» (με κίονες και πολύχρωμα μάρμαρα και μπρούντζινα αγάλματα).5 Η συστηματική διακόσμηση του Ιπποδρόμου περιλάμβανε αγάλματα ημίθεων, ηρώων και αρματοδρόμων, όπως αυτό του διάσημου αθλητή Πορφυρίου, ή αρχαίων τεθρίππων (άρματα με τέσσερα άλογα), από τα οποία το τελευταίο μεταφέρθηκε ως λάφυρο στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας στην Κωνσταντινούπολη. Η στήλη των Όφεων (εικ. 2) και ο αποκαλούμενος οβελίσκος του Θεοδοσίου (εικ. 3) καθώς και ο κτιστός οβελίσκος (εικ. 4) βρίσκονται ακόμη στον Ιππόδρομο.6 Στη συλλογή του Ιπποδρόμου κυριαρχούσε η θριαμβευτική εικονογραφία που σχετιζόταν με τα αθλήματα και την αυτοκρατορική πολιτική.

Πλούσιοι αριστοκράτες συνέλεγαν γλυπτά κατά το αυτοκρατορικό πρότυπο. Τον 5ο αιώνα ο υψηλόβαθμος αξιωματούχος Λαύσος, πραιπόσιτος στην αυλή του Θεοδοσίου Β΄ (401-450), συγκέντρωσε σε μια στοά στο παλάτι του και εξέθετε δημόσια τα διασημότερα έργα της ελληνικής Αρχαιότητας, συμπεριλαμβανομένου του χρυσελεφάντινου Δία του Φειδία από το ιερό της Ολυμπίας και της Κνιδίας Αφροδίτης του Πραξιτέλη.7

Η γλυπτική προς δημόσια έκθεση συνέχισε να είναι αντικείμενο εκτίμησης στους κατοπινούς αιώνες.8 Για παράδειγμα, νέα γλυπτά κατασκευάζονταν για τη διακόσμηση των αυτοκρατορικών κήπων και πάρκων στη μεσοβυζαντινή Κωνσταντινούπολη (10ος-12ος αιώνας). Ένα αποσπασματικά σωζόμενο γλυπτό που απεικόνιζε μία χήνα, πιθανότατα από τον κήπο στο προάστιο των Αρετών, κοσμεί σήμερα το Καζλί Τσεσμέ (Kazli Çesme), ένα οθωμανικό σιντριβάνι που κατασκευάστηκε το 1537 (εικ. 5).9 Ως προς την τεχνοτροπία, το μεσοβυζαντινό γλυπτό παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με την αρχιτεκτονική γλυπτική της σύγχρονής του μονής Λιβός (σημ. Fenari Isa Camii),10 όμως αρχικά κοσμούσε πιθανότατα το σιντριβάνι, όπως η μπρούντζινη χήνα του 3ου ή 4ου αιώνα που βρέθηκε, υποτίθεται, στον Ιππόδρομο, αλλά είχε αρχικά φτιαχτεί για ένα σιντριβάνι (εικ. 6).11

Η κοσμική μνημειακή γλυπτική χαρακτήριζε κυρίως την Κωνσταντινούπολη της Ύστερης Αρχαιότητας· παράδειγμα ωστόσο του συνεχιζόμενου βυζαντινού ενδιαφέροντος για τη γλυπτική και της μακρόβιας ρωμαϊκής καλλιτεχνικής παράδοσης αποτελεί η αναθηματική στήλη του Μιχαήλ Η΄ (1261-1282).12 Πάνω στην πέτρινη στήλη στεκόταν ένα υπερμέγεθες μπρούντζινο άγαλμα του Αρχάγγελου Μιχαήλ μαζί με τη γονατιστή μορφή του αυτοκράτορα που πρόσφερε στον ομώνυμό του προστάτη ένα ομοίωμα της πόλης.13 Το μνημείο αυτό, που έχει πλέον χαθεί, περιγράφεται από Βυζαντινούς χρονικογράφους, ποιητές και περιηγητές και απεικονίζεται στο χάρτη της Κωνσταντινούπολης του 15ου αιώνα που σχεδίασε ο Φλωρεντίνος ιερωμένος Buondelmonti (εικ. 7).14

3. Χριστιανική γλυπτική στην Κωνσταντινούπολη

Η χριστιανική γλυπτική στην Κωνσταντινούπολη σχετίζεται συνήθως με τις επιτύμβιες στήλες και τις σαρκοφάγους (εικ. 8 και 9), την αρχιτεκτονική γλυπτική, την ανάγλυφη διακόσμηση των μελών της ανωδομής των εκκλησιών και των λειτουργικών κατασκευών, μεταξύ άλλων των αμβώνων (εικ. 10) και των κιβωρίων, που κατασκευάζονταν συχνά σε κωνσταντινουπολίτικα εργαστήρια και εξάγονταν σε όλη την αυτοκρατορία.15 Τα διακοσμητικά θέματα προέρχονταν από την ελληνορωμαϊκή κληρονομιά, ενώ για κάποιο (σύντομο) διάστημα εμπλουτίστηκαν από ανατολικά, σασσανιδικά μοτίβα, όπως δείχνουν σπαράγματα της αρχιτεκτονικής γλυπτικής από τον Άγιο Πολύευκτο (εικ. 11).16 Το θεματολόγιο της διακόσμησης των εκκλησιαστικών λειτουργικών κατασκευών περιλάμβανε φύλλα ακάνθου, άμμα Σολομώντος17 και διάφορα άλλα σχοινοειδή θέματα, καθώς και φοίνικες, άνθη, τετράποδα και φτερωτά πλάσματα, συνήθως πουλιά και γρύπες. Τα θέματα αυτά, που χρησιμοποιούνται ευρέως και σε άλλα μέλη της εκκλησίας, όπως πόρτες, φράγματα του πρεσβυτερίου ή πλαίσια εικόνων, αν και συνηθισμένα, έχουν συχνά αποτροπαϊκό χαρακτήρα.18 Μετά την Εικονομαχία, οι ανάγλυφες εικόνες αποτέλεσαν μια νέα κατηγορία μνημειακής γλυπτικής στην παραγωγή της Κωνσταντινούπολης: δείγμα της αποτελεί η εικόνα της Θεοτόκου Οδηγήτριας, του 11ου αιώνα, που βρίσκεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης (εικ. 12).19 Στην Υστεροβυζαντινή περίοδο, τα ανάγλυφα σχετίζονται κυρίως με τις ταφικές εγκαταστάσεις στις εκκλησίες, όπως στη μονή του Χριστού της Χώρας (Kariye Camii) (εικ. 13).20

4. Η παραγωγή γλυπτικής στην Κωνσταντινούπολη

Έχει διαπιστωθεί η παραγωγή και το εμπόριο μαρμάρινων γλυπτών στην Κωνσταντινούπολη.21 Αλεξανδρινά εργαστήρια προμήθευαν αυτοκρατορικές σαρκοφάγους από αιγυπτιακό πορφυρίτη, το πολυτιμότερο μάρμαρο στην Ύστερη Αρχαιότητα και στη Βυζαντινή περίοδο (εικ. 14).22 Μάρμαρο που εξορυσσόταν στην Προκόννησο και στην Πέρινθο, στη θάλασσα του Μαρμαρά απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, χρησιμοποιούνταν στην αρχιτεκτονική γλυπτική των ναών, σε κίονες, κιονόκρανα, βάσεις, και σε άλλα μέλη και λειτουργικές κατασκευές.23 Τον 5ο και 6ο αιώνα, προκατασκευασμένα μαρμάρινα μέλη μεταφέρονταν διά θαλάσσης όχι μόνο στην Κωνσταντινούπολη αλλά και σε ολόκληρη τη μεσογειακή λεκάνη.24

Τα περισσότερα λατομεία τελούσαν υπό αυστηρό αυτοκρατορικό έλεγχο κατά την Πρώιμη και Μέση Βυζαντινή περίοδο.25 Μετά τον 11ο αιώνα συνέχισαν να χρησιμοποιούνται ανάγλυφα που προέρχονταν περιστασιακά από σπόλια (παλαιότερα γλυπτά σε δεύτερη χρήση), όπως στην αρχιτεκτονική γλυπτική της μονής Παντοκράτορα που έχει συνδεθεί με γλυπτά από τον Άγιο Πολύευκτο, εκκλησία η οποία εκείνη την εποχή είχε ήδη εγκαταλειφθεί και ερειπωθεί.26 Κατάλοιπα αρχιτεκτονικής γλυπτικής, που ενδεχομένως ανήκαν κάποτε σε μέλη και ταφικά μνημεία κωνσταντινουπολίτικων εκκλησιών, όπως τόξα και κιονόκρανα σκαλισμένα στις τρεις ή τέσσερις πλευρές τους (εικ. 15) ή μαρμάρινες πλάκες από σαρκοφάγους, δεν ήταν πάντα σπόλια ή ξαναδουλεμένα παλαιότερα γλυπτά, αλλά ενίοτε κατασκευάζονταν εξ αρχής στην Κωνσταντινούπολη. Γύρω στο 1300 αναβίωσε η γλυπτική σε πέτρα, ακολουθώντας αρχαία πρότυπα με αυξανόμενη πλαστικότητα και διευρυμένο θεματολόγιο εικονιστικών, φυτικών και διακοσμητικών μοτίβων.27

Η παραγωγή γλυπτών από ανθεκτικό υλικό μαρτυρείται ευρύτερα, αν και η έρευνα επικεντρώνει κυρίως στα μαρμάρινα δείγματα. Η παρακμή της παραγωγής μνημειακών, πέτρινων λειτουργικών κατασκευών για τους ναούς σχετίζεται με την εμφάνιση των ξύλινων αντικειμένων, ενδεχομένως υπό την επιρροή της υψηλής ποιότητας οθωμανικής ξυλογλυπτικής.28 Από την άλλη πλευρά, η παραγωγή μεταλλικών γλυπτών δεν έχει μελετηθεί σε βάθος, ιδίως όσον αφορά την ύστερη περίοδο. Για παράδειγμα, η αναθηματική στήλη του Μιχαήλ Η΄ (13ος αιώνας) επιστεφόταν από ένα σύνθετο σύνταγμα περίοπτων γλυπτών από επιχρυσωμένο μπρούντζο.29 Για την κατασκευή ενός τόσο σύνθετου γλυπτού, οι καλλιτέχνες θα πρέπει να χρησιμοποίησαν την τεχνική του χαμένου κεριού, που θεωρείται ότι οι Έλληνες εκείνης της περιόδου την είχαν ξεχάσει. Δύο προτάσεις έχουν γίνει από τους ερευνητές· είτε ότι υπήρχε ήδη ένα τέτοιο υπερμέγεθες γλυπτό που είχε κατασκευαστεί κατά την Ύστερη Αρχαιότητα είτε ότι προσκλήθηκε ομάδα καλλιτεχνών από τη Δύση, πιθανότατα από την Ιταλία, αν και περαιτέρω έρευνα μπορεί να φέρει στο φως νέες πληροφορίες σχετικά με την κατασκευή μπρούντζινων αντικειμένων και στο Βυζάντιο.30

5. Στάση απέναντι στη γλυπτική στην Κωνσταντινούπολη

Δύο γενικές αντικρουόμενες τάσεις κυριαρχούσαν στον τρόπο που αντιμετωπιζόταν η γλυπτική στην Κωνσταντινούπολη διαχρονικά. Η πρώτη, που μπορούμε να την ονομάσουμε αντικλασική, φαινομενικά απομακρυνόταν από τα κλασικά πρότυπα και την προχριστιανική ελληνιστική κληρονομιά και στρεφόταν σε νέες μορφές γλυπτικής σχετικές με χριστιανικά θέματα, γιατί τα αγάλματα, συνδεδεμένα με είδωλα και μαγεία, ήταν αναπόφευκτα ασύμβατα με το χριστιανισμό.31 Η δεύτερη τάση ανέτρεχε πίσω σε κλασικά πρότυπα που προτιμούσε η αρχαία Ρώμη και η Νέα Ρώμη, δηλαδή η Κωνσταντινούπολη, και συνδέεται συχνά με την κοσμική και παγανιστική γλυπτική. Τα δύο αυτά μοντέλα δείχνουν πώς, με το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις εξαϋλωμένες μορφές της χριστιανικής εικονογραφίας, τα ανάγλυφα στην Κωνσταντινούπολη υπερφαλάγγισαν τα περίοπτα γλυπτά, που είχαν συνδεθεί με το παγανιστικό παρελθόν. Όμως η προσεκτική διερεύνηση της στάσης των Βυζαντινών απέναντι στη γλυπτική δείχνει ότι τα τρισδιάστατα γλυπτά ήταν λιγότερο συνήθη απ’ όσο στον αρχαίο κόσμο, αλλά οι Βυζαντινοί συνέχισαν να θαυμάζουν την αρχαία γλυπτική και να κατασκευάζουν νέα έργα.32 Ένας συμβιβασμός ανάμεσα στις δύο αντίθετες τάσεις της γλυπτικής επετεύχθη πιθανότατα με την επιλεγμένη χρήση σπολίων ή σύγχρονων γλυπτών που έδιναν έμφαση στις τρέχουσες θρησκευτικές αντιλήψεις με τρόπο που να προβάλλεται η σύνδεσή τους με ένα αναγνωρίσιμο αλλά απόμακρο παρελθόν.33




1. Βλ. Basset, S., The Urban Image of Late Antique Constantinople (Cambridge 2004), με παραπομπές σε παλαιότερη βιβλιογραφία· Guberti Bassett, S., “Excellent Offerings: The Lausos Collection in Constantinople”, The Art Bulletin 82:1 (2000), σελ. 6-25.

2. Για τις στήλες της Ευδοκίας, του Μαρκιανού, του Αρκάδιου, του Ιουστινιανού καθώς και για τη λεγόμενη Γοτθική, βλ. Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbul: Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jh. (Tübingen 1977), σελ. 51-55, 248-257.

3. Basset, S., The Urban Image of Late Antique Constantinople (Cambridge 2004), σελ. 50-78.

4. Basset, S., The Urban Image of Late Antique Constantinople (Cambridge 2004), σελ. 68-71.

5. Μαλάλας, Χρονογραφία, Dindorf, L. (ed.), (Bonn 1831), σελ. 321, πρβλ. Basset, S., The Urban Image of Late Antique Constantinople (Cambridge 2004), σελ. 51. Η συλλογή περιλάμβανε μαρμάρινες προτομές, ορισμένες από τις οποίες ακολουθούσαν την ελληνιστική παράδοση, βλ. Basset, S., ό.π., σελ. 55. Για τη συλλογή γλυπτών πορτρέτων βλ. επίσης Duthuit, G., “A Masterpiece of Byzantine Sculpture”, The Burlington Magazine for Connoisseurs 66:387 (1935), σελ. 276-278.

6. Η μπρούντζινη στήλη των Όφεων αρχικά μνημόνευε τη νίκη των Ελλήνων επί των Περσών στις Πλαταιές. Ο αποκαλούμενος οβελίσκος του Θεοδοσίου αποτελούνταν από τον οβελίσκο από τον αιγυπτιακό ναό του Καρνάκ, που είχε κατασκευαστεί στα χρόνια του φαραώ Τούθμωση Γ΄ (1490-1436 π.Χ.), και τη θεοδοσιανή μαρμάρινη βάση (περ. 390) στην οποία ήταν τοποθετημένος. Στη μαρμάρινη βάση απεικονίζονται σε υψηλής ποιότητας ανάγλυφα επεισόδια από τον Ιππόδρομο, όπως η ανέγερση του οβελίσκου ή ο Θεοδόσιος (375-95) στο αυτοκρατορικό του κάθισμα να παρακολουθεί τους αγώνες έτοιμος να απονείμει τον στέφανο στο νικητή. Ο κτιστός οβελίσκος από μεγάλες πέτρες κατασκευάστηκε σε μεταγενέστερη φάση και συντηρήθηκε το 19ο αιώνα, όμως συχνά συνδέεται με τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο (913-959). Η λειτουργία του ωστόσο είναι λιγότερο σκοτεινή από την ιστορία του. Ο κτιστός οβελίσκος μαζί με τον οβελίσκο του Θεοδοσίου παρέπεμπαν στους δύο οβελίσκους που υπήρχαν στον Ιππόδρομο (Circus Maximus) στη Ρώμη. Για τη συλλογή του Ιπποδρόμου βλ. Guberti Bassett, S., “The Antiquities in the Hippodrome of Constantinople”, Dumbarton Oaks Papers 45 (1991), σελ. 87-96.

7. Bardill, J., “The Palace of Lausus and Nearby Monuments in Constantinople: A Topographical Study”, The American Journal of Archaeology 101:1 (1997), σελ. 67-95· Guberti Bassett, S., “Excellent Offerings: The Lausos Collection in Constantinople”, The Art Bulletin 82:1 (2000), σελ. 6-25.

8. Dawkins, R.M., “Ancient Statues in Mediaeval Constantinople”, Folklore 35:3 (1924), σελ. 209-248.

9. Maguire, H., “Gardens and Parks in Constantinople”, Dumbarton Oaks Papers 54 (2000), σελ. 251-264.

10. Macridy, Τ., “The Monastery of Lips and the Burials of the Palaeologi”, Dumbarton Oaks Papers 18 (1964), σελ. 253-277.

11. Maguire, Η, “Gardens and Parks in Constantinople”, Dumbarton Oaks Papers 54 (2000), σελ. 251-264.

12. Talbot, Α.-Μ., “The Restoration of Constantinople under Michael VIII”, Dumbarton Oaks Papers 47 (1993), σελ. 258-260.

13. Talbot, Α.-Μ., “The Restoration of Constantinople under Michael VIII”, Dumbarton Oaks Papers 47 (1993), σελ. 258-260, με παραπομπές.

14. Η Talbot, A.-M., “The Restoration of Constantinople under Michael VIII”, Dumbarton Oaks Papers 47 (1993), σελ. 258-260, αναφέρει τα έργα του Παχυμέρη και του Γρηγορά, το εισαγωγικό ποίημα στο τυπικό του Μιχαήλ Η΄ για τη μονή Αυξεντίου και τα οδοιπορικά του 15ου αιώνα ενός ανώνυμου Αρμένιου προσκυνητή, του Ρώσου διακόνου Ζωσιμά και του Φλωρεντίνου ιερωμένου Buondelmonti.

15. Oxford Dictionary of Byzantium 3 (New York – Oxford 1991), βλ. λ. “Sculpture” (L. Boura), σελ. 1.856-1.857· Grierson, P., “Tombs and Obits of the Byzantine Emperors (337-1042)”, Dumbarton Oaks Papers 16 (1962), σελ. 1-65· Peschlow, U., “Ein paläologisches Reliefdenkmal in Konstantinopel”, Gesta 33:2 (1994), σελ. 93-103· Effenberger, Α., Konstantinopel: Scultura bizantina dai musei di Berlino (Ravenna 2000)· Brooks, S., “Sculpture and Late Byzantine Tomb”, στο Evans, H.C. (επιμ.), Byzantium: Faith and Power (1261-1557), (New York – New Haven 2004), σελ. 95-115· Sodini, J.-P., “Sculpture”, στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.groveart.com (τελευτ. έλεγχος: Φεβρουάριος 2008).

16. Harrison, R.M., A Temple for Byzantium. The Discovery and Excavation of Anicia Juliana’s Palace-Church in Istanbul (Austin 1989), σελ. 77-129.

17. Ο Γ. Δημητροκάλλης στο άρθρο «Λακωνικοί λημνίσκοι», Λακωνικαί Σπουδαί 16 (2002), σελ. 229-248, προσφέρει μια εξαιρετική παρουσίαση του γεωμετρικού μοτίβου του σολομώντειου άμματος: Θεωρεί ότι επρόκειτο για θέμα με υποτιθέμενες μαγικές ιδιότητες κι ότι λόγω αυτής της ιδιότητας γνώρισε τέτοια διάδοση στην Κωνσταντινούπολη και την Πελοπόννησο τον 11ο αιώνα.

18. Σχετικά με την πλατιά διάδοση των φυτικών και σχοινοειδών θεμάτων στην κλασική, βυζαντινή και την ισλαμική τέχνη, βλ. Frantz, Α., “Byzantine Illuminated Ornament: A Study of Chronology”, The Art Bulletin 16 (1934), σελ. 43-76· Trilling, J., “Medieval Interlace Ornament: The making of a Cross-Cultural Idiom”, Ars Medievale 9:2 (1995), σελ. 59-86· Boura, L., “Architectural Sculptures of the Twelfth and the Early Thirteenth Centuries in Greece”, Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας 9 (1977-1979), σελ. 63-72· Trkulja, J., Aesthetics and symbolism of Late Byzantine church ades, 1204-1453 (Diss. Princeton University 2004), σελ. 74-87· Boura, L., The Griffin through the Ages (Αθήνα 1983). Για τη χρήση του θέματος του γρύπα στο πλαίσιο των υστεροβυζαντινών ταφικών μνημείων, βλ. Ćurčić, S., “Some Uses (and Reuses) of Griffins in Late Byzantine Art”, στο Mouriki, D. – Ćurčić, S. et al. (επιμ.) Byzantine East, Latin West. Art-historical Studies in Honour of Kurt Weitzmann (Princeton 1995), σελ. 597-601.

19. Άλλο παράδειγμα αποτελούν οι ανάγλυφες εικόνες του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και της Θεοτόκου Δεομένης (12ος αι.) από τη μονή Περιβλέπτου: Effenberger, Α., Konstantinopel: Scultura bizantina dai musei di Berlino (Ravenna 2000), σελ. 90-91, αρ. κατ. 26-27.

20. Brooks, S., “Sculpture and Late Byzantine Tomb”, στο Evans, H.C. (επιμ.) Byzantium: Faith and Power (1261-1557) (New York – New Haven 2004), σελ. 95-115 και σημ.· Hjort, Ø., “The Sculpture of Kariye Camii”, Dumbarton Oaks Papers 33 (1979), σελ. 199-289· Hjort, Ø., “A Fragment of Early Paleologan Sculpture in Istanbul”, Acta Archaeol. & Hist. Pertinentia 6 (1975), σελ. 107-113.

21. Για την παραγωγή μαρμάρου βλ. ενδεικτικά Asgari, N., “The Proconnesian Production of Architectural Elements in Late Antiquity, Based on Evidence from Marble Quarries”, στο Mango, C. – Dagron, G. (επιμ.), Constantinople and Its Hinterland (Aldershot 1995), σελ. 263-88 και σημ.· Asgari, N., “Roman and Early Byzantine Marble Quarries of Proconnesus”, 10th International Congress of Classical Archaeology (Ankara 1973), σελ. 467-480· Sodini, J.-P., “La commerce des marbres à l'époque protobyzantine”, στο Hommes et richesses dans l'Empire byzantin I (IVe-VIIe siècle) (Paris 1989), σελ. 163-186.

22. Oxford Dictionary of Byzantium 3 (New York – Oxford 1991), βλ. λ. “Sculpture” (L. Boura), σελ. 1.856-1.857

23. Πλήρη φορτία δομικών υλικών για εκκλησίες μεταφέρονταν διά θαλάσσης, όπως επιβεβαιώνουν τα ευρήματα της υποθαλάσσιας αρχαιολογίας. Στο ναυάγιο του Μαρζαμεμί βρέθηκαν διάφορα στοιχεία και μέλη εκκλησιαστικών λειτουργικών κατασκευών από προκοννήσιο μάρμαρο, αλλά κι ένας άμβωνας από θεσσαλικό μάρμαρο (verde antico), που φορτώθηκε κατά πάσα πιθανότατα σε κάποιο λιμάνι της Θεσσαλίας, βλ. Kapitän, G., “Elementi architectonici per una basilica dal relitto navale del VI secolo di Marzamemi (Siracusa)”, Universita Degli Studi di Bologna Institutio di Antichita Ravennati e Bizantine 27 (1980), σελ. 71-136· Kapitän, G., “The Church Wreck off Marzamemi”, Archaeology 22:2 (1969), σελ. 122-123.

24. Sodini, J.-P., “La commerce des marbres à l'époque protobyzantine”, στο Hommes et richesses dans l'Empire byzantin I (IVe-VIIe siècle) (Paris 1989), σελ. 163-186· Asgari, N., “The Proconnesian Production of Architectural Elements in Late Antiquity, Based on Evidence from Marble Quarries”, στο Mango, C. - Dagron, G. (επιμ.), Constantinople and Its Hinterland (Aldershot 1995), σελ. 263-288· Kapitän, G., “Elementi architectonici per una basilica dal relitto navale del VI secolo di Marzamemi (Siracusa)”, Universita Degli Studi di Bologna Institutio di Antichita Ravennati e Bizantine 27 (1980), σελ. 71-136· Kapitän, G., “The Church Wreck off Marzamemi”, Archaeology 22:2 (1969), σελ. 122-123.

25. Sodini, J.-P., “Marble and Stone Working in Byzantium; Seventh-Fifteenth Centuries”, στο Laiou, A.E. (επιμ.), The Economic History of Byzantium: From the Seventh through the Fifteenth Century (Washington, D.C. 2002), σελ. 129-145.

26. Ousterhout, R. et al., Study and restoration of the Zeyrek Camii in Istanbul: first report, 1997-98”, Dumbarton Oaks Papers 54 (2000), σελ. 265-270.

27. Belting, Η., “Zur Skulptur aus der Zeit um 1300 Konstantinopel”, Müncher Jahrbuch der Bildenden Kunst 3:23 (1972), σελ. 63-93· Hjort, Ø., “The Sculpture of Kariye Camii”, Dumbarton Oaks Papers 33 (1979), σελ. 199-289· Macridy, T., “The Monastery of Lips and the Burials of the Palaeologi”, Dumbarton Oaks Papers 18 (1964), σελ. 253-277· Boura, L., “Architectural Sculptures of the Twelfth and the Early Thirteenth Centuries in Greece”, Δελτίον Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας 9 (1977-1979), σελ. 63-72· Liveri, Α., Die byzantinischen Steinreliefs des 13. und 14. Jahrhunderts im griechischen Raum (Athens 1996), σελ. 27, 36, 178-180, εικ. 70, 72-73.

28. Sodini, J.-P., “Marble and Stone Working in Byzantium; Seventh-Fifteenth Centuries”, στο Laiou, A.E. (επιμ.), The Economic History of Byzantium: From the Seventh through the Fifteenth Century (Washington, D.C. 2002), σελ. 129-145.

29. Talbot, A.-M., “The Restoration of Constantinople under Michael VIII”, Dumbarton Oaks Papers 47 (1993), σελ. 258-260, με περαιτέρω παραπομπές.

30. Talbot, A.-M., “The Restoration of Constantinople under Michael VIII”, Dumbarton Oaks Papers 47 (1993), σελ. 258-260. Πιο πρόσφατα, ο Wright, G.R.H., “Some Byzantine Bronze Objects from Beycesultan”, Anatolian Studies 50 (2000), σελ. 159-170, έδειξε ότι στη Μικρά Ασία, όπου η τεχνική του χαμένου κεριού ήταν σε χρήση ήδη από περίπου το 2500 π.Χ., η κατεργασία του μπρούντζου είχε σχεδόν αδιάσπαστη παράδοση τουλάχιστον μέχρι το 12ο αιώνα, όπως πιστοποιούν μπρούντζινες αλυσίδες, εγκόλπια και άλλα αντικείμενα που έχουν βρεθεί.

31. Mango, C., “Antique Statuary and the Byzantine Beholder”, Dumbarton Oaks Papers 17 (1963), σελ. 55-75.

32. Για μια ισορροπημένη και κριτική προσέγγιση της γενικώς αποδεκτής άποψης ότι οι Βυζαντινοί πίστευαν ότι στα αγάλματα κατοικούσαν δαίμονες, καθώς και για άλλες πλευρές της «δεισιδαιμονίας» και της «ευπιστίας» των Βυζαντινών, βλ. James, L., “Pray Not to Fall into Temptation and Be on Your Guard: Pagan Statues in Christian Constantinople”, Gesta 35:1 (1996), σελ. 12-20, όπου υπάρχει μια επιτυχημένη ανάλυση του τρόπου με τον οποίο οι Βυζαντινοί αντιμετώπιζαν την τέχνη, όπως φαίνεται από τις αναφορές τους σε αγάλματα, και καταδεικνύεται η ανάγκη διάκρισης ανάμεσα στα παγανιστικά γλυπτά και τις ιερές εικόνες. Επίσης οι Saradi-Mendelovici, Η., “Christian Attitudes toward Pagan Monuments in Late Antiquity and Their Legacy in Later Byzantine Centuries”, Dumbarton Oaks Papers 44 (1990), σελ. 47-61, και Guberti Bassett, S., “Excellent Offerings: The Lausos Collection in Constantinople”, The Art Bulletin 82:1 (2000), σελ. 6-25, παρουσιάζουν μια αναθεωρημένη εικόνα της στάσης των Βυζαντινών απέναντι στο παγανιστικό τους παρελθόν.

33. Guberti Bassett, S., “Excellent Offerings: The Lausos Collection in Constantinople”, The Art Bulletin 82:1 (2000), σελ. 6-25. Για μια εξαιρετική παρουσίαση της σύγχρονης έρευνας σχετικά με τον τρόπο που αντιλαμβάνονταν οι Βυζαντινοί το παρελθόν τους, βλ. Grigg, R., “Byzantine Credulity as an Impediment to Antiquarianism”, Gesta 26:1 (1987), σελ. 3-9. Σχετικά με την αρχιτεκτονική γλυπτική σε δεύτερη χρήση και τις απομιμήσεις της, βλ. επίσης Ousterhout, R., “Contextualizing the Later Churches of Constantinople; Suggested Methodologies and a Few Examples”, Dumbarton Oaks Papers 54 (2000), σελ. 241-250.