Ρως στην Κωνσταντινούπολη

1. Πόλεμοι και εμπόριο (9ος-15ος αιώνας)

Η παρουσία Ρώσων στην Κωνσταντινούπολη καταγράφηκε στο ρωσικό Παλαιό Χρονικό ("Повесть временных лет"), που χρονολογείται στο 10ο αι., καθώς και σε βυζαντινές πηγές (Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν). Οι αρχικές επαφές μεταξύ Κιέβου και Κωνσταντινούπολης ήταν εχθρικές. Το 860 οι Ρώσοι πολιόρκησαν τη βυζαντινή πρωτεύουσα· κι αργότερα, στις αρχές του 10ου αι., ρωσικές ορδές με επικεφαλής τους Όλεγ και Ίγκορ την απείλησαν αρκετές φορές και λεηλάτησαν τις γύρω περιοχές. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας έπρεπε να πληρώνει ετήσιο φόρο στον πρίγκιπα του Κιέβου.

Το περίφημο ταξίδι της Πριγκίπισσας Όλγας από το Κίεβο στην Κωνσταντινούπολη και η επίσκεψή της στον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο επίσης καταγράφονται στο ρωσικό Παλαιό Χρονικό. Αυτό περιέχει πληροφορίες για τις εμπορικές συμφωνίες ανάμεσα στο Κίεβο και το Βυζάντιο. Υπό την απειλή νέων πολιορκιών και επιδρομών το Βυζάντιο συμφώνησε να παραχωρήσει προνόμια για ελεύθερο εμπόριο σε ρώσους εμπόρους από το Κίεβο και το Νόβγκοροντ (συνθήκες των ετών 907, 911, 943, 972). Ως επακόλουθο, ένας μεγάλος αριθμός εμπόρων που πουλούσαν αγαθά όπως πολύτιμες γούνες, κερί και πλήθος σκλάβων (αιχμάλωτοι πολέμου από τα εδάφη που συνόρευαν με το Κίεβο, που κυβερνούνταν από τους Πετσενέγκους) κατέφθασαν από τον ποταμό Δνείπερο μέσα στα μονόξυλά τους. Πίσω στο Κίεβο οι έμποροι έφερναν μεταξωτά υφάσματα, όπλα, έργα τέχνης από χρυσό και αγαθά πολυτελείας. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο υπήρχαν δύο στόλοι ρωσικών πλοίων: ο πρώτος ξεκινούσε από το Κίεβο τον Απρίλιο κι έφθανε στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούνιο, ο δεύτερος ξεκινούσε αργότερα από το Τσερνιγκόφ και το Περιασλάβλ στη βορειοδυτική Ρωσία κι έφθανε τον Αύγουστο.1 Η γειτονιά όπου διέμεναν οι Ρώσοι έμποροι ήταν η περιοχή της Μονής του Αγίου Μάμαντα, που βρισκόταν έξω από τα τείχη της πόλεως στην άκρη της προβλήτας του Κεράτιου Κόλπου, δίπλα στο Παλάτι των Βλαχερνών. Η πλησιέστερη πύλη εισόδου στην πόλη ήταν η Ξυλόπορτα. Από αυτήν οι Ρώσοι έμπαιναν στην πόλη σε ομάδες των 50 άοπλων ανδρών και εμπορεύονταν γουναρικά, κερί και δούλους. Είχαν το δικαίωμα να μείνουν και να λάβουν οικονομική στήριξη από το κρατικό Θησαυροφυλάκιο για έξι μήνες.

Τον 11ο-12ο αι. πιθανότατα διατηρήθηκε το ίδιο επίπεδο σχέσεων, διότι ο Αντώνιος (ένας Ρώσος προσκυνητής, που επισκέφθηκε την πρωτεύουσα το 1200) περιέγραψε τους εμπορικούς δρόμους της πόλεως μαζί με τους τόπους προσκυνήματος.

Οι εμπορικές σχέσεις ανάμεσα στους βόρειους λαούς και το Βυζάντιο διακόπηκαν την εποχή της εισβολής των Τατάρων – στα μέσα και στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα, μετά την οποία η διαμεσολάβηση στο εμπόριο με το Βυζάντιο κατά μήκος του άξονα Βορρά-Νότου στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας και των παρακείμενων περιοχών πέρασε στα χέρια των Βενετών και κατά κύριο λόγο των Γενουατών εμπόρων που πάτησαν στα σημαντικά σημεία επικοινωνίας στην Κριμαία και στις εκβολές των μεγάλων βορείων ποταμών – το Δνείπερο, το Δνείστερο και το Βόλγα.

Το 14ο –15ο αι. οι Ρώσοι κατευθύνθηκαν και πάλι προς τη νότια ακτή της Μαύρης Θάλασσας αλλά το μείζον ενδιαφέρον ήταν στα εδάφη της Μικράς Ασίας, και η Κωνσταντινούπολη έμενε έξω από τον κύριο δρόμο της μετακίνησης των αγαθών. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου τα ρωσικά εδάφη ενώθηκαν στο Μεγάλο Δουκάτο Βλαντιμίρ και Μόσχας.

2. Προσκύνημα (9ος –15ος αιώνας)

Ήδη από τον 9ο–10ο αι. υπάρχουν αρχεία για Ρώσους προσκυνητές στην Κωνσταντινούπολη. Εντούτοις, μετά την βάπτιση του πρίγκιπα Βλαδιμήρου το 988 και τον ασπασμό του Χριστιανισμού στο Κίεβο, οι Ρώσοι μοναχοί ήταν από τους πιο ένθερμους επισκέπτες της βυζαντινής πρωτεύουσας. Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες και σημαντικές ιστορικές πηγές είναι η σωζόμενη περιγραφή της Κωνσταντινούπολης του 1200, γραμμένη από το μοναχό και προσκυνητή Αντώνιο από το Νόβγκοροντ.2 Αυτή η περιγραφή είναι από τις πιο λεπτομερείς αναφορές των ιερών τόπων και κειμηλίων της Κωνσταντινούπολης.

Ιδιαίτερα ζωηρό κύμα προσκυνητών από τα ρωσικά εδάφη στην Κωνσταντινούπολη ξεκίνησε το 14ο –15ο αι. (μέχρι το 1453 – την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Τούρκους), τεκμήρια του οποίου υπήρξαν τα διάφορα οδοιπορικά προσκυνητών, γνωστά ως "хождения" (hozhdenija, χοζντζένιγια).3 Φαίνεται ότι η πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους πιο δημοφιλείς ιερούς τόπους για τους ορθοδόξους χριστιανούς, μαζί με τους Αγίους Τόπους στην Παλαιστίνη, και είλκυε πλήθος προσκυνητών. Ορισμένες από αυτές τις μαρτυρίες είναι στην πραγματικότητα ταξιδιωτικοί οδηγοί για τους τόπους λατρείας και τα κειμήλια που διατηρούνταν σε διάφορους ναούς της πόλης, από τους οποίους ο πιο σπουδαίος ήταν η Αγία Σοφία. Άλλα κείμενα περιλαμβάνουν μοναδικές πληροφορίες για τα δρώμενα που γίνονταν στην πόλη κατά το διάστημα της παραμονής του εν λόγω προσκυνητή.

3. Φιλολογική δραστηριότητα και εκκλησιαστικές σχέσεις ανάμεσα στη Μόσχα και την Κωνσταντινούπολη (14ος –15ος αι.)

Πλήθος αφηγήσεων χρονολογούμενων στα τέλη των Μέσων Χρόνων καταδεικνύουν τον ενεργό ρόλο των ρώσων λογίων και γραφέων στην Κωνσταντινούπολη. Είχαν τα δικά τους εργαστήρια αντιγραφής χειρογράφων (σκριπτόρια) όπως η Μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου ή του Στουδίου, απ’ όπου προέρχεται πλήθος χειρογράφων και φιλολογικών έργων του 14ου –15ου αι. Μοναχοί από τη Σερβία, τη Ρωσία και τη Βουλγαρία ζούσαν μαζί σε τέτοιες κοινότητες. Ένα άλλο μείζον φιλολογικό κέντρο ήταν η Μονή της Θεοτόκου Περιβλέπτου.4 Γνωστά είναι τα ονόματα του Αθανασίου του Σερπούχωφ (ή του Βισότσκι, 1387) και του Ιγνατίου από το Σμολένσκ (συνόδευσε τον Μοσχοβίτη μητροπολίτη Ποιμένα στην Κωνσταντινούπολη το 1389).

Το 1387 ο Μητροπολίτης Κυπριανός ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη. Στην ακολουθία του ανήκε και ο Αθανάσιος του Σερπούχωφ (τοπικός όσιος), που παρέμεινε στη βυζαντινή πρωτεύουσα ως το θάνατό του.

Στα τέλη του 14ου αι. και κατά τη διάρκεια του 15ου αι. ορισμένοι μοσχοβίτες μητροπολίτες ταξίδεψαν στην Κωνσταντινούπολη (όπως ο Ποιμήν, ο Κυπριανός) σε σχέση με τη διαμόρφωση της δομής της επισκοπικής έδρας στη Μόσχα. Τόσο βυζαντινοί όσο και ρώσοι εναλλάσσονταν ως μητροπολίτες Κιέβου κατά το 13ου –14ου αι. Οι στενές σχέσεις των ρωσικών χωρών με τον πατριαρχικό θρόνο στην Κωνσταντινούπολη συνεχίστηκαν καθ’όλη τη διάρκεια των Μέσων Χρόνων.




1. Novello, G. "I Rus’ a Costantinopoli nel X secolo: la via del Dnepr e la permanenza nella capitale", Πορφύρα 6 (2005), σελ. 14-29 = www.porphyra.it

2. Лидов, А.М., (ed.), Реликвии в Византии и Древней Руси. Письменные источники. (Москва 2006).

3. Majeska, G., Russian Travelers to Constantinople 14-15 c., (Wachington DC 1984).

4. Meyendorff, J., Byzantium and the Rise of Russia (Cambridge 1981), σελ. 239; Malamut, E., "Le monastère Saint-Jean Prodrome de Pétra de Constantinople", Le sacré et son inscription dans l'espace à Byzance et en Occident, Publications de la Sorbonne, Byzantina Sorbonensia 18, 2001 Kaplan, M., (ed.), σελ. 219-233.