Κωνσταντινούπολη την εποχή της Λατινοκρατίας

1. Η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης

1.1. Η Partitio Romaniae

Η Λατινική Αυτοκρατορία στην Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε μετά την άλωση της Πόλης από τα στρατεύματα της Δ΄ Σταυροφορίας. Οι σταυροφόροι ήταν κυρίως ιππότες από τη Δυτική Ευρώπη (από τη Φλάνδρα, τη Βουργουνδία και τη Γερμανία) και Ενετοί, οι οποίοι συμμετείχαν με το στόλο τους υπό την καθοδήγηση του δόγη τους Ερρίκου Δάνδολου (1192-1205). Πολύ πριν από την τελική πτώση της πόλης, οι σταυροφόροι είχαν συνάψει συμφωνία (Partitio Romaniae) για την επακόλουθη διανομή των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στη συνομολόγηση αυτή προβλεπόταν ότι τα 3/8 της πόλης και των κατακτημένων βυζαντινών εδαφών θα ήταν υπό την εξουσία της Βενετίας και του δόγη της. Στο νέο αυτοκράτορα παραχωρούνταν το 1/4 της πόλης και των βυζαντινών εδαφών. Ανάμεσα στους διάφορους όρους της συνθήκης, που όριζαν τη μελλοντική οργάνωση της Λατινικής Αυτοκρατορίας, οι πιο σημαντικοί ήταν οι εξής:

α) Ο τρόπος με τον οποίο θα εκλεγόταν ο αυτοκράτορας: από ένα δωδεκαμελές συμβούλιο, με ίσο αριθμό αντιπροσώπων από τους Βενετούς και τους ιππότες.

β) Η παράταξη που δε θα εξέλεγε αυτοκράτορα είχε το δικαίωμα να επιλέξει το Λατίνο πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη.

γ) Μια επιτροπή από 24 άτομα και από τις δύο παρατάξεις διένειμε στη συνέχεια τα φέουδα (επρόκειτο για ιδιοκτησία ελεύθερη από κάθε δέσμευση και υποχρέωση, κληρονομούμενη τόσο σε άνδρες όσο και σε γυναίκες).

δ) Εχθροί της Βενετίας δε γίνονταν δεκτοί εντός των συνόρων της αυτοκρατορίας σε καιρό πολέμου και ο δόγης δεν ήταν υποχρεωμένος να δηλώσει υποταγή στον αυτοκράτορα. Αυτή η συμφωνία ίσχυσε και μετά την κατάληψη της πόλης το φθινόπωρο του 1204 και όριζε συγκεκριμένα ποια εδάφη ανήκαν στον καθένα από τους αρχηγούς των σταυροφόρων.1

1.2. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης και ο διαμοιρασμός των λαφύρων

Η πολιορκία της πόλης διήρκεσε από τον Ιούνιο του 1203 έως τις 12 Απριλίου 1204. Όλο αυτό το διάστημα, ξέσπασαν τρεις πυρκαγιές που προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές, κυρίως στις εμπορικές συνοικίες γύρω από τον Κεράτιο κόλπο, καθώς και στο κέντρο της πόλης, κοντά στο ναό της Αγίας Σοφίας και στα ανάκτορα.2 Η ίδια η άλωση της Κωνσταντινούπολης περιγράφεται με λεπτομέρειες από πολλούς Βυζαντινούς συγγραφείς (κυρίως από το Νικήτα Χωνιάτη)3 και από σταυροφόρους (Γοδεφρείδος Βιλεαρδουίνος,4 Ροβέρτος του Κλαρί5). Από αυτούς μαθαίνουμε ότι μετά την κατάκτηση και την αρχική λεηλασία, που κράτησε τρεις μέρες, τα λάφυρα συγκεντρώθηκαν σε τρεις εκκλησίες και στη συνέχεια μοιράστηκαν στους σταυροφόρους. Αποτελούνταν κυρίως από αντικείμενα μεγάλης αξίας –εκκλησιαστικά αντικείμενα φτιαγμένα από χρυσό και ασήμι– καθώς και έργα τέχνης, υφάσματα και πολύτιμους λίθους. Η αξία τους ανερχόταν σε περίπου 400.000 ασημένια μάρκα. Από αυτό το ποσό, 50.000 δόθηκαν στους Ενετούς, σύμφωνα με ένα προκαταρκτικό συμβόλαιο (κατά το Γοδεφρείδο Βιλεαρδουίνο).6 Το υπόλοιπο μοιράστηκε στους ιππότες και τους Ενετούς. Ο αριθμός των ιπποτών είναι αβέβαιος – γενικώς θεωρείται ότι ανέρχονταν περίπου στους 35.000, και οι Ενετοί στους 17.000. Η άλωση της Πόλης και η καταστροφή των μνημείων της συνεχίστηκε τους επόμενους μήνες. Ο Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει σε μια ξεχωριστή περιγραφή, που προστέθηκε στο τέλος της ιστορίας του, το λιώσιμο και την καταστροφή πλήθους χάλκινων αγαλμάτων που βρίσκονταν κοντά στον Ιππόδρομο και τις γειτονιές της πόλης, καθώς και την κλοπή αρχιτεκτονικών και δομικών στοιχείων.7

Τα ιερά κειμήλια και τα λείψανα που φυλάσσονταν στις πολυάριθμες εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης ήταν εξαιρετικής σημασίας. Ανεκτίμητης αξίας κειμήλια φορτώθηκαν στα πλοία και στάλθηκαν στη Δύση (το Ιερό Μανδήλιο, ένα τεμάχιο από τον Τίμιο Σταυρό, μέρη από το ακάνθινο στεφάνι το Χριστού, λείψανα αγίων, ανάμεσα στα οποία εκείνα του αγίου Αθανασίου, του αγίου Σίμωνος κ.ά.). Το ίδιο εξάλλου συνέβη με πολλές εικόνες, δισκοπότηρα, κύπελλα και λοιπά εκκλησιαστικά σκεύη φτιαγμένα από χρυσό και ασήμι, τμήματα ψηφιδωτών, μαρμάρινα μέλη, αγάλματα (ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγονται τα περίφημα άλογα που τοποθετήθηκαν στην πρόσοψη του ναού του Αγίου Μάρκου στη Βενετία), ακριβά υφάσματα και άμφια, ακόμη και με δούλους και ζώα. Η μεταφορά αυτού του πλούτου στη Βενετία, στο Παρίσι και σε άλλες πόλεις της Δυτικής Ευρώπης συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, αν και σε μικρότερη έκταση. Το 1238, επί βασιλείας του Βαλδουίνου Β΄, η μητέρα του αυτοκράτορα έβαλε ενέχυρο το ακάνθινο στεφάνι στον Ενετό ποδέστα Alberto Morosini έναντι του ποσού των 13.134 υπέρπυρων. Το κειμήλιο εξαγοράστηκε από το Γάλλο βασιλιά Λουδοβίκο Θ΄ (τον επονομαζόμενο «Άγιο») μαζί με άλλα ιερά κειμήλια από την εκκλησία της Θεοτόκου του Φάρου στην Κωνσταντινούπολη, που μεταφέρθηκαν στη νεοϊδρυθείσα Sainte Chapelle («ιερό παρεκκλήσιο») στο Παρίσι· ορισμένα από αυτά μεταφέρθηκαν αργότερα στο θησαυροφυλάκιο της Παναγίας των Παρισίων.

1.3. Λατίνοι αυτοκράτορες

Οι βασιλείς της Λατινικής Αυτοκρατορίας ακολούθησαν τις παραδόσεις του βυζαντινού τυπικού και στέφονταν στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Ορισμένα από τα εμβλήματα της εξουσίας ήταν επίσης δανεισμένα από το Βυζάντιο. Για τους φεουδάρχες επίσης υιοθετήθηκαν τίτλοι υπό την επίδραση του βυζαντινού συστήματος (για παράδειγμα οι «δεσπότες»). Οι Λατίνοι αυτοκράτορες συγκρότησαν το δικό τους κύκλο νοταρίων, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τα λατινικά, αλλά τα επίσημα έγγραφα συντάσσονταν κατά το πρότυπο των Βυζαντινών. Σε ορισμένους τομείς της κρατικής διοίκησης, όπως η νομισματοκοπία, η φορολογία και η δημοσιονομική οργάνωση, επίσης ακολουθήθηκε το βυζαντινό πρότυπο.

Πρώτος Λατίνος αυτοκράτορας στέφθηκε ο Βαλδουίνος, κόμης της Φλάνδρας, στις 16 Μαΐου 1204, παρόλο που ο Βονιφάτιος Μομφερατικός είχε αναδειχθεί κατά τη διάρκεια της σταυροφορίας. Ορισμένες μεταγενέστερες βενετικές πηγές αναφέρουν και τον ίδιο το Δάνδολο ως διεκδικητή του θρόνου. Ο Βαλδουίνος Α΄ ήταν νέος και είχε την εμπιστοσύνη του στρατεύματος αλλά η βασιλεία του ήταν ολιγόχρονη. Το 1205 ή το 1206 πέθανε σε αιχμαλωσία, μετά την ήττα του από τους Βουλγάρους στην κρίσιμη μάχη της Αδριανούπολης τον Απρίλιο του 1205, λιγότερο από ένα χρόνο μετά τη στέψη του. Για μια σχετικά μεγάλη χρονική περίοδο, τη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας ανέλαβε ο αδελφός του Ερρίκος, κόμης της Φλάνδρας, ο οποίος στη συνέχεια στέφθηκε και αυτοκράτορας· τον Ερρίκο τον διαδέχτηκε ο σύζυγος της αδελφής τους Γιολάντας, ο Ροβέρτος του Κουρτενέ. Αυτοί οι αυτοκράτορες με ασήμαντα κατορθώματα και βραχύβια εξουσία δύσκολα θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την ύπαρξη της Λατινικής Αυτοκρατορίας, η οποία δε διέθετε δικό της στρατό και στόλο και εξαρτιόταν ολοκληρωτικά από τη στήριξη της Βενετίας· η τελευταία με τη σειρά της είχε αρχίσει να οικοδομεί δραστήρια τη δική της αποικιακή αυτοκρατορία και να κατακτά νησιά, πόλεις και εδάφη.

2. Τα ανάκτορα, οι εκκλησίες και τα εδάφη της πόλης: Διαμοιρασμός και δημογραφικές αλλαγές

Ο πρώτος Λατίνος αυτοκράτορας Βαλδουίνος εγκαταστάθηκε στο παλάτι του Βουκολέοντος (σύμφωνα με το Βιλεαρδουίνο8 και το Ροβέρτο του Κλαρί9), και στο ανάκτορο των Βλαχερνών εγκαταστάθηκε ο αδελφός του Ερρίκος. Το Μέγα Παλάτιον παρέμεινε άδειο και εγκαταλείφθηκε. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς περιγράφει την αξιοθρήνητη κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει το οίκημα το έτος 1261.10 Η Αγία Σοφία έγινε η έδρα του Λατίνου πατριάρχη, του Ενετού Τομάζο Μοροζίνι. Με εντολή του πάπα Ιννοκέντιου Γ΄, διόρισε πολλούς ιερείς που αναγνώρισαν το πρωτείο του πάπα, παρά το γεγονός ότι αρκετές εκκλησίες και μοναστήρια κράτησαν τους ορθοδόξους ιερείς τους. Η Αγία Σοφία είχε Ενετούς κληρικούς και βρισκόταν υπό τη δική τους εξουσία. Από τις υπόλοιπες κωνσταντινουπολίτικες εκκλησίες οι ακόλουθες περιήλθαν στην κυριαρχία των καθολικών ιερέων: οι Άγιοι Απόστολοι, ο Άγιος Γεώργιος, η μονή Παντοκράτορος (που ανήκε στους Ενετούς), η Παναγία των Βλαχερνών και αρκετές άλλες, συνολικά περί τις 50. Περίπου 30 ναοί δόθηκαν στο Βαλδουίνο, συν ορισμένοι ακόμη που παραχωρήθηκαν στους Πισάτας. Οι παπικοί λεγάτοι (ο πρώτος εκ των οποίων ήταν ο Benoit, καρδινάλιος της St. Susana) δώρισαν εκκλησίες και μοναστήρια σε διάφορα θρησκευτικά τάγματα: στους Ιωαννίτες (Άγιος Σαμψών), στους Βενεδικτίνους (μονή της Θεοτόκου Ευεργέτιδος). Οι Φραγκισκανοί εγκαταστάθηκαν στο ναό της Παναγίας Κυριώτισσας (το σημερινό Καλεντέρχανε τζαμί) κάποια στιγμή μετά το 1220. Σώζονται μέχρι σήμερα και έχουν αποκαλυφθεί σπαράγματα από νωπογραφίες και σκηνές από το βίο του αγίου Φραγκίσκου, έργο Δυτικού καλλιτέχνη.11 Παρ’ όλες τις προσπάθειες, η εκκλησία παρήκμασε στο διάβα του χρόνου και το 1261 χρειάστηκε να ανακαινιστεί εξ ολοκλήρου.

Την εποχή της Λατινικής Αυτοκρατορίας μεγάλο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού της πόλης μετανάστευσε από αυτήν, σε αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης και ζωής. Η γενική εικόνα της πόλης ήταν αυτή της ερήμωσης και της παρακμής και η πρωτεύουσα είχε χάσει την αίγλη της. Δεν υπήρχε ισχυρή αυτοκρατορική εξουσία και αριστοκρατική τάξη που θα μπορούσε να παίξει το ρόλο του ευεργέτη και χορηγού για τα εκκλησιαστικά και κοσμικά ιδρύματα της πόλης.

3. Η ενετική διακυβέρνηση της πόλης

Στους Ενετούς δόθηκε το πιο σημαντικό τμήμα της πόλης, μεταξύ της Μέσης –της κύριας οδού– και του Κεράτιου κόλπου. Η μονή Παντοκράτορος αποτέλεσε την έδρα της εξουσίας τους. Ο θάνατος του δόγη Ερρίκου Δάνδολου (που ετάφη μέσα στην Αγία Σοφία), ο οποίος ήταν ηλικιωμένος, ήλθε αμέσως μετά την καταδικασμένη μάχη της Αδριανούπολης, τον Απρίλιο του 1205. Διαμεσολαβητής των Ενετών έγινε τότε ο ποδέστας Μαρίνο Ζένο. Ενεργούσε ως ισότιμος με το Λατίνο αυτοκράτορα και υπέγραφαν από κοινού έγγραφα και συμφωνίες με κόκκινο μελάνι, ενώ προχωρούσε ακόμη και σε ανεξάρτητες συμφωνίες την τρίτη δεκαετία του 13ου αιώνα. Το συμβούλιο που ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα περιλάμβανε δώδεκα μέλη: έξι Ενετούς και έξι βαρόνους. Αυτό ήταν το ανώτατο συμβουλευτικό σώμα της νέας εξουσίας. Ο ποδέστας (ο τίτλος ήταν σε ισχύ μέχρι το 1261) είχε πολιτική, στρατιωτική και δικαστική εξουσία. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι ο πρώτος ποδέστας πραγματοποίησε έργα στην πόλη. Οι Ενετοί επέκτειναν την εξουσία τους όχι μόνο στο παλαιότερο εμπορικό τετράγωνο αλλά και πέρα από αυτό, αυξάνοντας έτσι σημαντικά το μέγεθός του.12 Επιπλέον, ο ποδέστας έκανε τεράστιες δωρεές στον Ενετό πατριάρχηστο Grado και σε διάφορες εκκλησίες και μοναστήρια στη Βενετία. Έτσι, για παράδειγμα, οι προβλήτες των πλοίων στον Κεράτιο κόλπο και οι αποβάθρες για το ψάρεμα δωρήθηκαν στο San Giorgio Maggiore στη Βενετία. Οι Ενετοί, έχοντας ήδη γίνει κυβερνήτες ενός σημαντικού τμήματος της πόλης, διεξήγαν ανθηρή εμπορική δραστηριότητα. Την εποχή της Λατινικής Αυτοκρατορίας έγιναν οι απόλυτοι κυρίαρχοι της Ανατολικής Μεσογείου.



1. Thomas, G. – Tafel, G., Urkunden zur älteren Handels- und Staatsgeschichte der Republik Venedig mit besonderer Beziehung auf Byzanz und die Levante. 1. Theil (814-1205) (Wien 1856, επανέκδ. Amsterdam 1964), σελ. 445-452· Carile, A., “Partitio terrarium imperii Romanie”, Studi veneziani 7 (1965), σελ. 125-305.

2. Madden, T.F., “The Fires of the Fourth Crusade in Constantinople, 1203-1204: A Damage Assessment”, Byzantinische Zeitschrift 84/85 (1991-1992), σελ. 72-93. Βλ. και χάρτη στη σελ. 93.

3. Ο City of Byzantium. Annals of Niketas Choniates, Magoulias, H.G. (επιμ.), (Detroit 1984), σελ. 311-320.

4. Geoffroy de Villehardouin, La Conquête de Constantinople II, Faral, E. (επιμ.), (Paris 1939), παρ. 232-251.

5. Robert de Clary, La prise de Constantinople, Hopf, C. (επιμ.), (Chroniques gréco-romaines inedites ou peu connues, Berlin 1873), σελ. 1-85.

6. Geoffroy de Villehardouin, La Conquête de Constantinople II, Faral, E. (επιμ.), (Paris 1939), παρ. 254.

7. O City of Byzantium. Annals of Niketas Choniates, Magoulias, H.G. (επιμ.), (Detroit 1984), σελ. 321-335. Στη σελ. 327 αναφέρεται: «Έστειλαν πύλες της Πόλης στους συμπατριώτες τους στη Συρία και κομμάτια από την αλυσίδα που εκτεινόταν κατά μήκος του λιμανιού εμποδίζοντας την είσοδο, κι έστειλαν αγγελιοφόρους παντού να ανακοινώσουν την πτώση της πόλης».

8. Geoffroy de Villehardouin, La Conquête de Constantinople II, Faral, E. (επιμ.), (Paris 1939), παρ. 263.

9. Robert de Clary, La prise de Constantinople, Hopf, C. (επιμ.), (Chroniques gréco-romaines inedites ou peu connues, Berlin 1873), σελ. 73.

10. Nicephori Gregorae Historia Byzantina I, Shopen, L. (επιμ.), Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae (Bonnae 1829), IV.2.6, σελ. 87.

11. Striker, C.L. – Kuban, Y.D. (επιμ.), Kalenderhane Camii in Istanbul: The Buildings, their History, Architecture and Decoration (Mainz 1997), σελ. 128-142· Jacoby, D., “The Urban Evolution of Latin Constantinople (1204-1261)”, στο Negipoglu, N. (επιμ.), Byzantine Constantinople: Monuments, Topography and Everyday Life (Leiden – Boston – Köln 2001), σελ. 289.

12. Jacoby, D., “The Urban Evolution of Latin Constantinople (1204-1261)”, στο Negipoglu, N. (επιμ.), Byzantine Constantinople: Monuments, Topography and Everyday Life (Leiden – Boston – Köln 2001), σελ. 277-297.