Δήμοι της Κωνσταντινούπολης

1. Εισαγωγή

Ό,τι ήταν για την αρχαία Αθήνα η Αγορά και για την αρχαία Ρώμη το forum, για την Κωνσταντινούπολη ήταν ο Ιππόδρομος – μέρος στο οποίο εκδηλώνονταν οι πολιτικές πεποιθήσεις του λαού της βυζαντινής πρωτεύουσας. Στην πραγματικότητα ο Ιππόδρομος, ο οποίος είχε τη μορφή μεγάλου σταδίου, ήταν το μόνο μέρος όπου μπορούσε να συγκεντρωθεί μεγάλος αριθμός ανθρώπων –μερικές δεκάδες χιλιάδες– και όπου ο αυτοκράτορας μπορούσε να απευθυνθεί στους υπηκόους του ή αυτοί σε αυτόν, όπως συνέβη με τους αυτοκράτορες Αναστάσιο Α΄, Ιουστινιανό Α΄, Μαυρίκιο, Φωκά και Ηράκλειο, σύμφωνα με τις πηγές. Εξάλλου, στον Ιππόδρομο συχνά πραγματοποιούνταν και η ανάδειξη των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος, ο οποίος στο γύρισμα του 4ου προς τον 5ο αιώνα ήταν πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (398-404), μιλάει κάπως επικριτικά για το πάθος των συμπολιτών του για τους αγώνες στον Ιππόδρομο, καθώς και για αυτού του είδους τις δημόσιες συγκεντρώσεις. Τονίζει ότι τότε ολόκληρη η πόλη μεταφέρεται στο στάδιο, ενώ τα σπίτια και οι πλατείες ερημώνουν. Σε αυτό δεν μπορούν να τους αποτρέψουν ούτε η ανέχεια, ούτε η έλλειψη ελεύθερου χρόνου, ούτε η σωματική αδυναμία, ούτε ο πόνος στα πόδια. Για τους αποστόλους και τους προφήτες δεν γνωρίζουν τίποτε, προσθέτει ο γνωστός θεολόγος και ρήτορας, ενώ για τα άλογα και τους αρματοδρόμους ξέρουν τα πάντα.1

2. Παρατάξεις

Από πολύ νωρίς στην ιστορία της Κωνσταντινούπολης οι πολιτικές πεποιθήσεις του συγκεντρωμένου λαού στον Ιππόδρομο εκφράζονταν μέσα από τα αθλητικά σωματεία που σχετίζονταν με τις αρματοδρομίες. Τα σωματεία αυτά στην Κωνσταντινούπολη ονομάζονταν δήμοι και τα ισχυρότερα από αυτά ήταν οι Βένετοι («γαλάζιοι») και οι Πράσινοι· οι άλλες δύο παρατάξεις, που συχνά συνέπρατταν με τις προηγούμενες και τελικά φαίνεται ότι απορροφήθηκαν από αυτές, ήταν οι Ρούσιοι («κόκκινοι») και οι Λευκοί. Στις πηγές για τους δήμους και τα μέλη τους χρησιμοποιούνται οι όροι: δῆμοι, δημόται, δῆμος, μέρος. Στην παλαιότερη βιβλιογραφία οι δήμοι αναφέρονται ως φατρίες του Ιπποδρόμου, αναφορά που υποβαθμίζει τη θέση τους στη ζωή της Κωνσταντινούπολης και των άλλων μεγάλων πόλεων της Αυτοκρατορίας και, ταυτόχρονα, αποτελεί υπεραπλούστευση. Παρότι οι δήμοι αρχικά ήταν όντως σωματεία οπαδών, που έλαβαν τις ονομασίες τους από τα χρώματα του εξοπλισμού των ηνιόχων στις αρματοδρομίες, στην Κωνσταντινούπολη πολύ γρήγορα αναδείχτηκαν σε σημαντικό πολιτικό παράγοντα, καθώς και ο χώρος δραστηριότητάς τους, ο Ιππόδρομος, είχε κεντρική θέση στη δημόσια ζωή της πρωτεύουσας. Παρόμοια εξέλιξη είχαν οι δήμοι και σε άλλες μεγάλες πόλεις της Ανατολής, όπου ο ρωμαϊκός αυτός αθλητικός θεσμός απέκτησε πολιτικό χαρακτήρα υπό την επιρροή των φιλελεύθερων παραδόσεων των αρχαίων πόλεων.

Αρχίζοντας από τα μέσα του 5ου αιώνα, οι σχέσεις μεταξύ των δήμων επηρεάζουν πολύ την πολιτική ζωή της Αυτοκρατορίας, και μάλιστα όχι μόνο στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και σε άλλες μεγάλες πόλεις, όπως είναι η Αλεξάνδρεια στην Αίγυπτο, η Απάμεια και η Αντιόχεια στη Συρία. Η αυτοκρατορική κυβέρνηση ήταν υποχρεωμένη να υπολογίζει τους δήμους ως σημαντικούς πολιτικούς παράγοντες και συχνά στηριζόταν στον ένα ή στον άλλο δήμο. Συνήθως μία παράταξη, οι Βένετοι ή οι Πράσινοι, έχαιρε της υποστήριξης της ανώτατης εξουσίας, ενώ η άλλη βρισκόταν, κατά κάποιον τρόπο, σε δυσμένεια. Ωστόσο, μερικές φορές οι παρατάξεις ενώνονταν σε κοινή εξέγερση κατά της αυτοκρατορικής εξουσίας, αντιστεκόμενες στον απολυταρχισμό της και στις τάσεις σκληρού συγκεντρωτισμού. Στις διασωθείσες πηγές γίνεται αναφορά σε πολυάριθμες και πολύ συχνές ταραχές στον Ιππόδρομο κατά τον 5ο και τον 6ο αιώνα: τα έτη 491, 493, 498, 501, 507, 511, 512, 514, 515, 518, 520, 523, 532, 547, 549, 550, 553, 556, 559, 560, 561, 562, 563, 565. Μερικές χρονιές, όπως το 507, το 561 και το 562, συγκρούσεις και ταραχές σημειώθηκαν δύο φορές, ενώ υπήρξαν και περίοδοι κρίσης οι οποίες δεν μπορούν να χρονολογηθούν με ακρίβεια. Έχει υπολογιστεί ότι εκδηλώθηκαν πάνω από τριάντα συγκρούσεις σε περίοδο 74 ετών.2

Επικεφαλής των παρατάξεων των Πράσινων και των Βένετων ήταν οι λεγόμενοι δήμαρχοι, τους οποίους τοποθετούσε η αυτοκρατορική κυβέρνηση. Εν καιρώ ειρήνης οι δήμοι συμμετείχαν σε δημόσια έργα, για παράδειγμα στην κατασκευή των τειχών της πόλης, ενώ σε έκτακτες περιστάσεις, όταν η Κωνσταντινούπολη απειλούνταν από κάποιον κίνδυνο, λειτουργούσαν ως πολιτοφυλακή. Θεωρείται ότι η μερίδα του πληθυσμού της πόλης που ήταν οργανωμένη στην πολιτοφυλακή αποτελούσε τον πυρήνα των δήμων· γύρω από τον πυρήνα αυτόν συγκεντρώνονταν και στις δύο παρατάξεις τα ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο αριθμός των ενεργών μελών των δήμων δεν ήταν μεγάλος. Έτσι, για παράδειγμα, σύμφωνα με το Θεοφύλακτο Σιμοκάττη, που βασιζόταν σε επίσημα στοιχεία, το 602 στην Κωνσταντινούπολη υπήρχαν 1.500 Πράσινοι και 900 Βένετοι.3 Σύμφωνα με μεταγενέστερη πηγή, που πιθανότατα διογκώνει τους αριθμούς, οι δύο δήμοι την εποχή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β΄ (408-450) αριθμούσαν συνολικά 8.000 άτομα,4 που δεν ήταν ωστόσο παρά μόνο μικρό μέρος των κατοίκων της πρωτεύουσας. Τασσόμενος υπέρ των Βένετων ή υπέρ των Πράσινων, ο λαός συχνά έκανε πολιτική επιλογή. Ωστόσο οι δήμοι δεν μπορούν να θεωρηθούν πολιτικές παρατάξεις με τη σύγχρονη σημασία της λέξης.

Παλαιότερα θεωρούνταν λανθασμένα ότι οι Βένετοι ήταν εκπρόσωποι των αριστοκρατικών ενώ οι Πράσινοι των λαϊκών στρωμάτων της βυζαντινής κοινωνίας. Φαίνεται όμως ότι η σύνθεση των δήμων ήταν πιο περίπλοκη και συνδύαζε περισσότερες τάσεις, πολιτικοκοινωνικές και θρησκευτικές. Το μεγαλύτερο μέρος και των δύο παρατάξεων αποτελούνταν από τα ευρύτερα στρώματα του αστικού πληθυσμού, όμως μέσα από τις παρατάξεις εξέφραζαν τα συμφέροντά τους άλλα, πολύ ισχυρά τμήματα της βυζαντινής κοινωνίας. Έτσι, οι ιθύνοντες των Βένετων εκπροσωπούσαν τα συμφέροντα της παλιάς ελληνορωμαϊκής αριστοκρατίας των γαιοκτημόνων και από θρησκευτικής άποψης υποστήριζαν την ορθοδοξία. Οι ιθύνοντες των Πράσινων, από την άλλη, εξέφραζαν τα συμφέροντα των αστών αξιωματούχων που αναδείχθηκαν στο παλάτι και στην κρατική διοίκηση, καθώς και τις επιδιώξεις των πλούσιων εμπόρων. Είχαν δεσμούς με την Ανατολή και έκλιναν προς το μονοφυσιτισμό και άλλες ανατολικές αιρέσεις. Ο μονοφυσιτισμός, αν και κηρύχθηκε αίρεση στην Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο στη Χαλκηδόνα το 451, είχε ωστόσο ισχυρή βάση και πολλούς οπαδούς, ιδίως στις ανατολικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας.

3. Συγκρούσεις δήμων και αυτοκράτορα

Μεγάλες ταραχές στον Ιππόδρομο σημειώθηκαν ιδιαίτερα στη διάρκεια της διακυβέρνησης του αυτοκράτορα Αναστασίου Α΄ (491-518). Για τον Αναστάσιο έχει διατυπωθεί η άποψη ότι ήταν υποστηρικτής της παράταξης των Πράσινων, λόγω των μονοφυσιτικών του τάσεων, ωστόσο αντιμετώπισε εξεγέρσεις και από τους δύο μεγάλους δήμους, ενώ ο Μαλάλας τον αναφέρει ως υποστηρικτή των Ρούσιων.5 Στη διάρκεια της βασιλείας του, πολλές φορές πυρπολήθηκαν δημόσια κτήρια, ενώ αγάλματα του αυτοκράτορα καταρρίπτονταν και σέρνονταν στο δρόμο με την υποκίνηση των δήμων. Στον Ιππόδρομο ο όχλος αποδοκίμαζε έντονα τον αυτοκράτορα και συμμετείχε σε αναταραχές. Έτσι στις ταραχές στον Ιππόδρομο το 501 σκοτώθηκε ο γιος του Αναστασίου και περίπου τρεις χιλιάδες άτομα. Με αφορμή ένα θρησκευτικής φύσης ζήτημα το 512 ξέσπασε στάση που λίγο έλειψε να στοιχίσει στον αυτοκράτορα το θρόνο. Για το γεγονός αυτό στα χρονικά του Ιωάννη Μαλάλα διαβάζουμε ότι ο λαός εξεγέρθηκε λόγω μιας προσθήκης στον Τρισάγιο Ύμνο, που θεωρήθηκε μονοφυσιτικής έμπνευσης. Ο έπαρχος της πόλης Πλάτων το έσκασε τρομαγμένος, ενώ οι στασιαστές απαιτούσαν την ανάρρηση άλλου αυτοκράτορα και επιτέθηκαν στα σπίτια όσων θεωρούσαν υπαίτιους των καινοτομιών. Ο Αναστάσιος αναγκάστηκε να εμφανιστεί στον Ιππόδρομο και να απευθυνθεί στο λαό, εξηγώντας την αβασιμότητα του φόβου για την πίστη.6 Το αποκορύφωμα της κρίσης ήταν η επανάσταση του στρατηγού της Θράκης Βιταλιανού, ο οποίος τρεις φορές –τα έτη 513, 514 και 515– έφθασε έως τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, όμως ο Αναστάσιος κατόρθωσε να βγει νικητής από αυτήν την επικίνδυνη δοκιμασία.

Οι δήμοι συγκρούστηκαν με την αυταρχική διακυβέρνηση του Ιουστινιανού Α΄ (527-565), ο οποίος ήθελε με τον περιορισμό της δράσης τους να ενισχύσει την απολυταρχική του εξουσία. Με τον τρόπο αυτό προκλήθηκε η μεγαλύτερη εσωτερική κρίση στο Βυζάντιο τον 6ο αιώνα. Ο Ιουστινιανός χρησιμοποίησε τον πολιτικό χαρακτήρα των δήμων υποστηρίζοντας όμως τη μία ή την άλλη παράταξη ανάλογα με το συσχετισμό των δυνάμεων τη δεδομένη στιγμή. Παρόλο που γενικά ευνοούσε τους Βένετους, η πολιτική του απέναντι στους δήμους ήταν ευμετάβλητη. Η δυσαρέσκεια για το γεγονός αυτό καθώς και για τη δυσβάστακτη φορολογία ένωσαν, μόλις δόθηκε η αφορμή, τους μέχρι χθες αντίπαλους δήμους και από κοινού στράφηκαν κατά του Ιουστινιανού.

Η μεγάλη αυτή εξέγερση των δήμων, που ονομάστηκε Στάση του Νίκα και διήρκεσε μόνο οκτώ ημέρες, σημειώθηκε τον Ιανουάριο του 532. Η στάση αυτή άφησε βαθιά ίχνη στη συνείδηση των συγχρόνων του Ιουστινιανού και περιγράφεται από μια σειρά χρονικογράφους στα ιστορικά τους έργα. Ήταν το απόγειο της δύναμης των δήμων, που λίγο έλειψε να ρίξουν από το θρόνο έναν από τους ισχυρότερους αυτοκράτορες της βυζαντινής ιστορίας.

Μετά τη Στάση του Νίκα, οι παρατάξεις των Βένετων και των Πράσινων τέθηκαν ένα χρονικό διάστημα στο περιθώριο, ωστόσο ήδη στο δεύτερο μισό της διακυβέρνησης του Ιουστινιανού Α΄ εμφανίζονται και πάλι. Τις τελευταίες δεκαετίες του 6ου και τις πρώτες του 7ου αιώνα, οι δήμοι άρχισαν πάλι να αναδεικνύονται. Οι αντιπαραθέσεις των δήμων οξύνθηκαν ιδιαίτερα την εποχή της τυραννικής εξουσίας του αυτοκράτορα Φωκά (602-610), όταν η Αυτοκρατορία βρισκόταν σε ένα είδος λανθάνοντος εμφύλιου πολέμου και συχνά σημειώνονταν σκληρές συγκρούσεις μεταξύ των αντίπαλων παρατάξεων. Στην αρχή τον αυτοκράτορα υποστήριζαν οι Πράσινοι, όμως, όταν άρχισε ο Φωκάς να εκδιώκει τους μονοφυσίτες, ήρθε σε σύγκρουση με αυτούς· τότε άρχισαν να τον υποστηρίζουν οι Βένετοι. Την κρίσιμη στιγμή, στις αρχές Οκτωβρίου του 610, όταν ο στόλος του εξάρχου της Καρθαγένης Ηρακλείου εμφανίστηκε στα στενά του Βοσπόρου με την πρόθεση να ανατρέψει τον τύραννο της Κωνσταντινούπολης, οι οπαδοί των Πράσινων κατέβασαν την αλυσίδα στον Κεράτιο και άφησαν τα πλοία να εισπλεύσουν στον κόλπο.

4. Οι δήμοι μετά τον 7ο αιώνα

Σε μεταγενέστερες περιόδους οι Πράσινοι και οι Βένετοι, μαζί με τη Σύγκλητο, διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο όταν χήρευε ο θρόνος και ο προηγούμενος αυτοκράτορας δεν είχε ορίσει με οποιονδήποτε τρόπο τον διάδοχό του. Η αλήθεια είναι ότι αυτό δε συνέβαινε τόσο συχνά. Οι δήμοι είχαν επίσης σημαντικό ρόλο και στην ταραγμένη εποχή από το 695 έως το 717, ένα διάστημα δηλαδή είκοσι δύο ετών κατά το οποίο σημειώθηκαν επτά αλλαγές στο βυζαντινό θρόνο. Έτσι, για παράδειγμα, η παράταξη των Βένετων μετά την ανατροπή του Ιουστινιανού Β΄ (685-695, 705-711) το 695, αναγόρευσε αυτοκράτορα το Λεόντιο (695-698), μέχρι τότε στρατηγό του νέου θέματος της Ελλάδας. Από την άλλη πλευρά, οι Πράσινοι ενίσχυσαν πολύ τον Τιβέριο Γ΄ Αψίμαρο (698-705) να ανεβεί στον αυτοκρατορικό θρόνο.

Παλαιότερα λανθασμένα θεωρούνταν ότι οι δραστηριότητες των δήμων διακόπηκαν την εποχή του αυτοκράτορα Ηρακλείου (610-641). Ένα χωρίο στο χρονικογράφο Θεοφάνη σχετικά με μια κρίσιμη στιγμή το 811 –όταν στις συγκρούσεις με τους Βουλγάρους ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α΄ σκοτώθηκε και ο βαριά τραυματισμένος γιος του Σταυράκιος, ο οποίος ήταν βέβαιο ότι δε θα επιζούσε, έπρεπε να επιλέξει τον διάδοχο– επιβεβαιώνει το ρόλο των δήμων μέχρι τις αρχές του 9ου αιώνα. Όμως, οι δήμοι όλο και περισσότερο προσλαμβάνουν «διακοσμητικό» χαρακτήρα, συμμετέχοντας απλώς στις μεγαλοπρεπείς τελετές του παλατιού, κάτι που μπορούμε να διαπιστώσουμε μέχρι και το 12ο αιώνα.



1. Patrologia Graeca, τόμ. 54, στήλ. 660-661, τόμ. 64, στήλ. 625.

2. Чекалова, А.А., “Восстание Ника и социально-политическая борьба в Константинополе в конце V — первой половине VI в.”, Византийские очерки (Москва 1977), σελ. 161.

3. Θεοφύλακτος Σιμοκάττης, Ιστορίαι, de Boor, C. – Wirth, P. (επιμ.), Theophylacti Simocattae Historiae (Stuttgart 1972), σελ. 297.

4. Ψευδο-Κωδινός, Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως, Preger, T. (επιμ.), Scriptores originum Constantinopolitanarum II (Leipzig 1907, ανατ. New York 1975), σελ. 182.

5. «Ἐφίλει δὲ ὁ αὐτὸς βασιλεὺς τὸ Ῥούσιον μέρος Κωνσταντινουπόλεως, τοῖς δὲ Πρασίνοις καὶ Βενέτοις πανταχῇ ἐπεξήρχετο στασιάζουσιν», Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, Dindorf, L. (επιμ.), Ioannis Malalae Chronographia (CSHB, Bonn 1831), σελ. 393.

6. Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, Dindorf, L. (επιμ.), Ioannis Malalae Chronographia (CSHB, Bonn 1831), σελ. 406-408.