Πολιορκίες της Κωνσταντινούπολης από Οθωμανούς, 1394/1396-1403, 1422

1. Εισαγωγή

Ήδη από τους πρώτους αιώνες μετά την κτίση της, η Κωνσταντινούπολη αποτέλεσε στόχο επίδοξων κατακτητών. Δεν ήταν μόνο ο πλούτος της που προσέλκυε τους κατακτητές, αλλά και η γοητεία που ασκούσε η προοπτική της κατάκτησης της πρωτεύουσας του βυζαντινού κράτους. Στους πολιορκητές περιλαμβάνονταν οι Ρώσοι, οι Βούλγαροι, οι Άραβες, ο εμίρης της Σμύρνης Τζαχάς και οι σταυροφόροι της Δ΄ Σταυροφορίας. Όπως ήταν φυσικό, η εξάπλωση των Οθωμανών τούς δημιούργησε τη φιλοδοξία να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη, όχι μόνο για να αποκτήσουν τον πλούτο της πόλης, αλλά κυρίως για να αφανίσουν το τελευταίο οχυρό των Βυζαντινών που απειλούσε τις εδαφικές κτήσεις τους.

2. Πολιορκίες της περιόδου 1394-1402

Για τη διάρκεια της πολιορκίας της Πόλης υπάρχει διαφωνία στις πηγές. Ο ιστορικός Uzunçarşılı αναφέρει δύο φάσεις της: η πρώτη πριν από την πολιορκία της περιοχής της Νικόπολης και του Βιδινίου, δηλαδή πριν από το 1396, για έξι μήνες, και η δεύτερη μετά την πολιορκία της Νικόπολης έως την έναρξη του πολέμου με τον Ταμερλάνο.1 Ο ιστορικός Danişmend στο βιβλίο του αναφέρει τέσσερις επιμέρους πολιορκίες, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν τα έτη 1391, 1395, 1396/1397 και 1400.2 Οι βυζαντινές πηγές, αντίθετα, αναφέρουν ότι οι πολιορκίες διήρκεσαν με διαλείμματα από το 1391 έως το 1402. Ο ιστορικός Reinert ωστόσο διαφωνεί με την έναρξη της πρώτης πολιορκίας το 1391 και βασίζει την άποψή του σε μια επιστολή του Μανουήλ Β΄ προς τη μητέρα του, σύμφωνα με την οποία η πρώτη πολιορκία πρέπει να τοποθετηθεί στο 1393 με 1394.3 Προς την άποψη αυτή τείνει και ο ιστορικός Barker, που με τη σειρά του τοποθετεί την ημερομηνία την έναρξης της πολιορκίας την άνοιξη του 1394 και ορίζει τη διάρκειά της στα 8 χρόνια.4 Καθώς τα στοιχεία που αναφέρουν οι δύο τελευταίοι ιστορικοί είναι αρκετά πειστικά, τοποθετούμε την ημερομηνία της πρώτης πολιορκίας στο 1394.

2.1. Η έναρξη του αποκλεισμού και οι πολιορκίες

Το Σεπτέμβριο του 13945 ο Βαγιαζήτ Α΄ στέλνει τα στρατεύματά του προς την Κωνσταντινούπολη για να κάψουν και να ερημώσουν την περιοχή γύρω από την πόλη και στο τέλος να την αποκλείσουν. Παράλληλα, απαιτεί από το Βυζαντινό αυτοκράτορα να υλοποιήσει τα αιτήματά του, ιδρύοντας μια μουσουλμανική συνοικία με 700 οικίες, τζαμί καθώς και ιεροδικείο, στο οποίο ο σουλτάνος θα μπορούσε να διορίσει έναν καδή, να παραχωρήσει μια έκταση εκτός της πόλης προς το Γαλατά για να χτιστεί εκεί τουρκικό φρούριο και, τέλος, να αυξηθεί ο φόρος υποτέλειας και να παραχωρηθεί μέρος από τα έσοδα που προέρχονταν από τους δασμούς των κήπων έξω από την Πόλη. Οι πηγές ερίζουν ακόμα μια φορά για την τύχη των αιτημάτων αυτών: Ο Οθωμανός χρονογράφος Aşık Paşa-zade αναφέρει ότι τα αιτήματα του σουλτάνου έγιναν δεκτά, ενώ από την άλλη μεριά ο Βυζαντινός χρονογράφος Δούκας σημειώνει ότι ο αυτοκράτορας Μανουήλ τα απέρριψε.

Ενώ η Κωνσταντινούπολη παραμένει αποκλεισμένη στη διάρκεια του επόμενου έτους, του 1395, οι Οθωμανοί συνεχίζουν τις κατακτήσεις τους στα Βαλκάνια και τελικά καταλαμβάνουν τη Νικόπολη. Οι πολεμικές αυτές δραστηριότητες των Οθωμανών στα Βαλκάνια αναστατώνουν το δυτικό κόσμο και ειδικά τους Ούγγρους. Από την άλλη μεριά οι Βενετοί, οι οποίοι ζημιώνονταν από την πολιτική του Οθωμανού σουλτάνου, προσπαθούν να βοηθήσουν τους Βυζαντινούς να άρουν τον αποκλεισμό. Έτσι ο βασιλιάς της Ουγγαρίας Σιγισμούνδος καλεί σε σταυροφορία τους αρχηγούς των δυτικών χωρών και ειδικά της Γαλλίας, ώστε να αντιμετωπίσουν το μεγάλο κίνδυνο. Πράγματι, την άνοιξη του 1396 ξεκινά η εκστρατεία των σταυροφόρων, που στην πλειονότητά τους ήταν στρατιώτες από την Ουγγαρία, τη Γαλλία και τη Βενετία καθώς και ιωαννίτες ιππότες. Στην εκστρατεία συμμετέχουν και 10 πολεμικά πλοία επανδρωμένα με έξοδα του Βυζαντίου. Όμως στις 25 Σεπτεμβρίου 1396 οι σταυροφόροι γνωρίζουν την ήττα κατά κράτος στη Νικόπολη, γεγονός που αναπτέρωσε το ηθικό των Οθωμανών για να συνεχίσουν με περισσότερη ένταση την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. Κατά τα επόμενα δύο χρόνια, από το 1397 έως το 1398, οι προσπάθειες του Βυζαντινού αυτοκράτορα Μανουήλ να τερματίσει την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης με τη βοήθεια των Δυτικών αποβαίνουν άκαρπες. Ακόμα και οι παρακλήσεις του πατριάρχη Αντωνίου προς το βασιλιά της Πολωνίας μένουν χωρίς ανταπόκριση. Οι Βενετοί προτείνουν στον αυτοκράτορα να δραπετεύσει διά θαλάσσης και να προσφύγει στη Βενετία, ώστε να ζητήσει τη βοήθεια του πάπα και των κυβερνώντων των δυτικών χωρών. Πράγματι, ο Μανουήλ Β΄ το Δεκέμβριο του 1399 αναχωρεί λάθρα για την Ευρώπη, ενώ οι Οθωμανοί από την πλευρά τους συνεχίζουν τις κατακτήσεις τους στη Μικρά Ασία προκειμένου να επιβληθούν στα άλλα τουρκικά κρατίδια και τελικά να τα ενσωματώσουν.

Η πολυπόθητη βοήθεια για τους Βυζαντινούς εμφανίζεται από την Ανατολή και όχι από τη Δύση. Η προέλαση του Μογγόλου ηγεμόνα Ταμερλάνου από την Περσία προς τη Μικρά Ασία, που σημαδεύεται από αλλεπάλληλες κατακτήσεις των μικρασιατικών πόλεων, αναγκάζει το Βαγιαζήτ να αντιμετωπίσει το νέο και βίαιο αντίπαλο. Από την Ιταλία ο Μανουήλ Β΄ το 1399 έρχεται επίσης σε επαφή με τον Ταμερλάνο. Τον Αύγουστο του 1401 μάλιστα προτείνει στον Ταμερλάνο να του πληρώνει το φόρο υποτέλειας που έδινε στους Οθωμανούς, αν κατορθώσει να ανατρέψει το Βαγιαζήτ.6 Οι κατακτήσεις των στρατευμάτων του Ταμερλάνου προκαλούν μεγάλο πλήγμα στους Οθωμανούς. Το τελειωτικό χτύπημα δίνεται στη μάχη της Άγκυρας το 1402: η καταστροφική ήττα του Βαγιαζήτ τον αναγκάζει να αποσύρει τα στρατεύματά του από τα Βαλκάνια, λύνοντας και τη μακροχρόνια πολιορκία της Κωνσταντινούπολης.

2.2. Οι συνέπειες της πολιορκίας

Η μακροχρόνια και τελικά ανεπιτυχής πολιορκία της Κωνσταντινούπολης όχι μόνο δεν είχε το αποτέλεσμα που επιθυμούσαν οι Οθωμανοί, αλλά και κατέδειξε τις αδυναμίες της οθωμανικής στρατιωτικής μηχανής. Ο οπλισμός δεν ήταν αρκετά αξιόλογος, ώστε να δημιουργήσει σοβαρά πλήγματα στα τείχη της Πόλης.7 Σε αντιστάθμισμα ο Βαγιαζήτ προσπάθησε με το μακροχρόνιο αποκλεισμό να εξωθήσει την πόλη σε παράδοση.

Κατά τον αποκλεισμό της Κωνσταντινούπολης όλες οι καλλιέργειες καταστράφηκαν, γιατί τα οθωμανικά στρατεύματα παρεμπόδιζαν τη γεωργική δραστηριότητα γύρω από την πόλη. Απαγορευόταν η είσοδος και η έξοδος από τις πύλες, με αποτέλεσμα οι καλλιεργητές να μην μπορούν να μεταβούν στα χωράφια τους, αλλά και να μην μπορούν να εισέλθουν στην πόλη αγαθά από αλλού. Έτσι μέσα στην Κωνσταντινούπολη προκλήθηκε σταδιακά σοβαρή έλλειψη δημητριακών, κρασιού, λαδιού και όλων των αναγκαίων αγαθών. Επιπλέον και οι πολεμικές δραστηριότητες των Οθωμανών στα Βαλκάνια και την Ουγγαρία δυσχέραναν συνολικά την τροφοδοσία της Πόλης, ειδικά το φθινόπωρο του 1394, όταν έγινε πιο ασφυκτική η πολιορκία.8 Αυτή η έλλειψη τροφίμων προκάλεσε αναταραχή περισσότερο μεταξύ των χαμηλών οικονομικά στρωμάτων της Πόλης. Η μοναδική ελεύθερη δίοδος των τροφίμων για τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης ήταν η θάλασσα. Κατά τα πρώτα χρόνια της πολιορκίας κατέφθανε βοήθεια από τις ευρωπαϊκές χώρες. Οι Βενετοί το 1394 και το 1395 έστειλαν πλοία με δημητριακά προς βοήθεια και ανακούφιση του πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης.9 Κατά την περίοδο 1396-1397, όμως, δημιουργήθηκε μεγάλο πρόβλημα στην τροφοδοσία, όταν πραγματοποιήθηκε σφοδρή επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Το φάσμα του λιμού εξαπλωνόταν στην πόλη. Ακόμα και όταν την άνοιξη του 1397 κατέφθασαν πλοία από την Τραπεζούντα, τον Κάφφα και την Αμάστριδα,10 δε βελτίωσαν πολύ την κατάσταση, με αποτέλεσμα το καλοκαίρι αρκετοί κάτοικοι να αναγκαστούν να εγκαταλείψουν την Κωνσταντινούπολη.11

Επιπρόσθετα, η παρουσία των οθωμανικών πλοίων κοντά στη θαλάσσια περιοχή της Κωνσταντινούπολης δυσχέραινε κι άλλες δραστηριότητες, όπως την αλιεία ή τη μεταφορά ξυλείας. Λέγεται πως λόγω της έλλειψης καυσόξυλων, οι φούρνοι αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν δοκάρια των σπιτιών για καύσιμα.12 Η κατάσταση επιδεινώθηκε το 1398, όταν μεγάλος αριθμός κατοίκων αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Πόλη, ακόμα και να παραδοθούν στους Οθωμανούς, προκειμένου να σωθούν από την πείνα.13

Όπως είναι φυσικό, η παντελής έλλειψη τροφίμων είχε αυξήσει υπέρμετρα τις τιμές τους, δημιουργώντας ένα είδος «μαύρης αγοράς». Τα περιθώρια κέρδους ήταν τόσο μεγάλα ώστε ακόμα και μέλη της βασιλικής οικογένειας δραστηριοποιούνταν ως «μαυραγορίτες».14 Από την άλλη μεριά, ωστόσο, η κυβέρνηση προσπαθούσε να περιορίσει τη φυγή των κατοίκων από την Κωνσταντινούπολη, ώστε να μη χαθεί η αμυντική δύναμη της πρωτεύουσας. Προκειμένου να το πετύχουν, αντάλλασσαν Τούρκους φυλακισμένους με τρόφιμα ή χρηματικά ποσά. Από την άλλη μεριά, για να διευκολύνεται η μεταφορά τροφίμων προς την Πόλη και να ομαλοποιηθεί η αλιεία, προσπαθούσαν να περιορίσουν την κυκλοφορία των οθωμανικών πλοίων. Έτσι οι ναυτικές δυνάμεις των Βενετών και των Γενουατών επιτέθηκαν στα οθωμανικά πολεμικά πλοία.

Ο αποκλεισμός της Κωνσταντινούπολης είχε έμμεσο αποτέλεσμα και την ταχύτερη εξάπλωση της επιδημίας πανούκλας, που είχε δώσει τα πρώτα της κρούσματα από τα πρώτα χρόνια της πολιορκίας. Οι πηγές αναφέρουν ότι το 1397-1398 τα κρούσματα αυτά πολλαπλασιάστηκαν στη βυζαντινή πρωτεύουσα. Η πανούκλα μεταδόθηκε από τα πλοία των Δυτικών που μετέφεραν ανθρωπιστική βοήθεια προς τον πληθυσμό της πόλης,15 χωρίς όμως να έχουμε περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με την έκταση της επιδημίας.

Η περίοδος αποκλεισμού και πολιορκίας απέδειξε την αδυναμία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και το βαθμό στον οποίο η ανεξαρτησία της εξαρτιόταν από την υποστήριξη των ευρωπαϊκών χωρών.

3. Πολιορκία του 1422

Μετά την ανάκαμψη του οθωμανικού στρατού από την ήττα στη μάχη της Άγκυρας, συνεχίστηκαν οι προσπάθειες των Οθωμανών για να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη. Η πρώτη επανάληψη της προσπάθειας πραγματοποιήθηκε το 1411, όταν για μεγάλο διάστημα η Πόλη βρισκόταν κάτω από τα πυρά των πυροβόλων των Οθωμανών, χωρίς όμως θετικό αποτέλεσμα.

Τον Ιανουάριο του 1421 απεβίωσε ο Οθωμανός σουλτάνος Μωάμεθ Α΄, ο οποίος είχε ορίσει το Μουράτ Β΄ διάδοχό του. Όμως οι υποστηρικτές του Μουράτ Β΄ καθυστέρησαν τη διάδοση του θανάτου του Μωάμεθ Α΄, ώστε ο νέος σουλτάνος να προλάβει να μεταβεί από την Αμάσεια στην οθωμανική πρωτεύουσα, την Προύσα, για να αναλάβει την εξουσία. Τελικά στα τέλη του Μαΐου του 1421 ο Μουράτ Β΄ ανέλαβε την εξουσία. Αυτή η πράξη έφερε το νέο σουλτάνο αντιμέτωπο με τον αδελφό του, το Μουσταφά, ο οποίος επίσης διεκδικούσε το θρόνο.

Την ίδια εποχή στην Κωνσταντινούπολη ο Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος στέφθηκε αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Όταν έφτασαν τα νέα για την ενθρόνιση του νέου σουλτάνου, στη βυζαντινή πλευρά υπήρξαν διαφωνίες για το θέμα της νέας πολιτικής που έπρεπε να ακολουθήσουν οι Βυζαντινοί έναντι των Οθωμανών. Μια μερίδα πίστευε ότι έπρεπε να αναγνωριστεί ως νέος σουλτάνος ο Μουράτ Β΄ και η άλλη μερίδα, με επικεφαλής τον Ιωάννη Η΄, πρότεινε να εκμεταλλευτούν την κατάσταση που επικρατούσε ανάμεσα στους Οθωμανούς και να υποστηρίξουν το Μουσταφά, τον αντίπαλο του νέου σουλτάνου. Τελικά η γνώμη της δεύτερης ομάδας της βυζαντινής αυλής υπερίσχυσε. Πραγματοποιήθηκε συμφωνία μεταξύ των Βυζαντινών και του Μουσταφά, ο οποίος ως αντάλλαγμα της υποστήριξης των Βυζαντινών συμφώνησε να τους παραχωρήσει την Καλλίπολη, τα βορειοδυτικά παράλια της Μαύρης θάλασσας έως τη Βλαχία και μια περιοχή ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και στην Ιερισσό. Οι Βυζαντινοί, για να πραγματοποιήσουν τους στόχους τους, έστειλαν τη στρατιωτική βοήθεια προς το Μουσταφά και κατέλαβαν την Καλλίπολη. Ο Μουσταφά επέστρεψε στην Αδριανούπολη όπου και ενθρονίστηκε σουλτάνος, αλλά αρνήθηκε να παραδώσει τη Καλλίπολη στους Βυζαντινούς. Έπειτα από μια σειρά γεγονότα ο Μουσταφά προχωρώντας προς τη Βλαχία αιχμαλωτίστηκε και εκτελέστηκε. Η λανθασμένη πολιτική κίνηση του Βυζαντινού αυτοκράτορα να υποστηρίξει το Μουσταφά ήταν η αιτία της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης, η οποία ξεκίνησε μετά τη δολοφονία του Μουσταφά από το νόμιμο διάδοχο του οθωμανικού θρόνου.

Η πολιορκία ξεκίνησε στις 10 Ιουνίου 1422 από το μεγάλο και καλά αρματωμένο στρατό των Οθωμανών και κράτησε έως τις 6 Σεπτεμβρίου 1422. Η μοναδική διέξοδος των κατοίκων της Πόλης ήταν η θάλασσα. Σε αυτή την πολιορκία τα βυζαντινά στρατεύματα πρώτη φορά έκαναν χρήση πυροβόλων όπλων. Αλλά και ο Μουράτ είχε αποκτήσει τη δυτική τεχνολογία και τα στρατεύματά του συνοδεύονταν από Γερμανούς κανονιέρηδες.
16 Ο χρονογράφος Ιωάννης Κανανός περιγράφει λεπτομερώς τα όπλα που χρησιμοποίησαν οι Τούρκοι.17 Κατά την πολιορκία της Πόλης, πραγματοποιήθηκαν πολλές επιθέσεις, χωρίς όμως αποτέλεσμα για τους Οθωμανούς. Στις αρχές Σεπτεμβρίου, ο Οθωμανός σουλτάνος έλυσε την πολιορκία και υποχώρησε. Οι βυζαντινές πηγές αποδίδουν την υποχώρηση των στρατευμάτων των Τούρκων στη θαυματουργή παρέμβαση της Παναγιάς. Στην πραγματικότητα όμως ο Μουράτ Β΄ διαισθάνθηκε νέο κίνδυνο για το θρόνο του και αποφάσισε να λύσει την πολιορκία. Ο νέος αντίπαλος, πάλι με το όνομα Μουσταφά, υποστήριζε ότι ήταν γιος του Μωάμεθ Α΄ και βρισκόταν υπό την προστασία Οθωμανού αξιωματούχου στην περιοχή της Παφλαγονίας. Ο Μουσταφά με τη χρηματική ενίσχυση του Βυζαντίου απόκτησε στρατό και προχώρησε προς την Προύσα. Αργότερα επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη και προσκύνησε το Μανουήλ Β΄ πραγματοποιώντας και συμφωνίες με τους Βυζαντινούς. Τελικά και ο τελευταίος αντίπαλος του Μουράτ εκτελέστηκε κοντά στη Νίκαια στις αρχές του 1423.




1. Uzunçarşılı, İ.H., Osmanlı Tarihi 1: Anadolu Selçukluları ve Anadolu Beylikleri hakkında bir mukaddime ile Osmanlı Devleti’nin kuruluşundan İstanbul’un fethine kadar (Ankara 1988), σελ. 271, σημ. 1.

2. Danişmend, İ.H., İzahlı Osmanlı Tarihi Kronolojisi 1 (İstanbul 1971), σελ. 94.

3. Reinert, S.W., “The Muslim presence in Constantinople, 9th-15th centuries: Some Preliminary Observations”, στο Ahrweiler, H. – Laiou, A.E. (επιμ.), Studies on the Internal Diaspora of the Byzantine Empire (Washington 1998), σελ. 146-147.

4. Βλ. Barker, J.W., Manuel II Palaiologus (1391-1425): A study in Late Byzantine Statesmanship (New Jersey 1969), σελ. 123.

5. Σύμφωνα με τις οθωμανικές πηγές, η πρώτη επέμβαση των Οθωμανών κατά της Κωνσταντινούπολης ξεκίνησε το 1391 και διήρκεσε 7 μήνες, βλ. Danişmend, İ.H., İzahlı Osmanlı Tarihi Kronolojisi 1 (İstanbul 1971), σελ. 94. Ο Uzunçarşılı όμως προσδιορίζει το διάστημα της πολιορκίας σε 6 μήνες, βλ. Uzunçarşılı, İ.H., Osmanlı Tarihi 1: Anadolu Selçukluları ve Anadolu Beylikleri hakkında bir mukaddime ile Osmanlı Devleti’nin kuruluşundan İstanbul’un fethine kadar (Ankara 1988), σελ. 271, σημ. 1.

6. Barker, W.J., Manuel II Palaiologus (1391-1425): A study in Late Byzantine Statesmanship (New Brunswick – New Jersey 1969), παρ. XVIII, σελ. 504-509.

7. Bartusis, M.C., The late Byzantine army: arms and society, 1204-1453 (Philadelphia 1992), σελ. 336.

8. Bernicolas-Hatzopoulos, D., “The first siege of Constantinople by the Ottomans (1394-1402) and its repercussions on the civilian population of the city”, Byzantine Studies/Etudes Byzantines 10:1 (1983), σελ. 40.

9. Nicol, D.M., The last centuries of Byzantium (1261-1453), (Cambridge 1993), σελ. 302· Bernicolas-Hatzopoulos, D., “The first siege of Constantinople by the Ottomans (1394-1402) and its repercussions on the civilian population of the city”, Byzantine Studies/Etudes Byzantines 10:1 (1983), σελ. 40.

10. Bernicolas-Hatzopoulos, D., “The first siege of Constantinople by the Ottomans (1394-1402) and its repercussions on the civilian population of the city”, Byzantine Studies/Etudes Byzantines 10:1 (1983), σελ. 40.

11. Bernicolas-Hatzopoulos, D., “The first siege of Constantinople by the Ottomans (1394-1402) and its repercussions on the civilian population of the city”, Byzantine Studies/Etudes Byzantines 10:1 (1983), σελ. 41.

12. Nicol, D.M., The last centuries of Byzantium (1261-1453) (Cambridge 1993), σελ. 306.

13. Nicol, D.M., The last centuries of Byzantium (1261-1453) (Cambridge 1993), σελ. 306.

14. Βλ. περισσότερα στο Bernicolas-Hatzopoulos, D., “The first siege of Constantinople by the Ottomans (1394-1402) and its repercussions on the civilian population of the city”, Byzantine Studies/Etudes Byzantines 10:1 (1983), σελ. 41-42.

15. Bernicolas-Hatzopoulos, D., “The first siege of Constantinople by the Ottomans (1394-1402) and its repercussions on the civilian population of the city”, Byzantine Studies/Etudes Byzantines 10:1 (1983), σελ. 50.

16. Bartusis, M.C., The late Byzantine army: arms and society, 1204-1453 (Philadelphia 1992), σελ. 337.

17. Bartusis, M.C., The late Byzantine army: arms and society, 1204-1453 (Philadelphia 1992), σελ. 337.