Αρμένιοι στην Κωνσταντινούπολη

1. Επισκόπηση της αρμενικής παρουσίας στην Κωνσταντινούπολη

1.1. Πρώιμη Βυζαντινή περίοδος

Το πρώτο σημαντικό κύμα Αρμενίων που εισήλθαν στο βυζαντινό έδαφος εξωθήθηκε εκεί από την ήττα του μεγάλου στρατιωτικού αρχηγού Βαρτάν Μαμικονιάν στη μάχη του Avarayr (γνωστή και ως μάχη του Vartanantz) το 451 και την κατοπινή υποταγή της Αρμενίας στους Σασσανίδες. Η Αρμενία στράφηκε για βοήθεια και υποστήριξη στο γείτονα προς δυσμάς, κι έτσι μέρος της αρμενικής αριστοκρατίας μετέβη στο Βυζάντιο. Μέλη της οικογένειας Μαμικονιάν, όπως και πολλοί άλλοι που ήρθαν την ίδια περίοδο, ενσωματώθηκαν στο διοικητικό και στρατιωτικό μηχανισμό, προλειαίνοντας το έδαφος για τη μεταγενέστερη λαμπρή παρουσία των Αρμενίων στην αυτοκρατορία.

Από τον 6ο αιώνα και εξής, το αρμενικό στοιχείο έγινε ιδιαίτερα ισχυρό στο Βυζάντιο. Οι Αρμένιοι, μαζί με τους Ιταλούς και τους Εβραίους, υπήρξαν η μία από τις τρεις πιο πλούσιες εμπορικές ομάδες. Κατείχαν επίσης εξέχουσα θέση στα στρατεύματα του Ιουστινιανού Α΄ και στη φρουρά των ανακτόρων του. Αυτό ίσχυε ακόμα περισσότερο την περίοδο που ακολούθησε τις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Πέρση ηγεμόνα Χοσρόη Β΄ και το Βυζαντινό αυτοκράτορα Μαυρίκιο το 591, όταν σημαντικά εδάφη με αρμενικό πληθυσμό περιήλθαν υπό βυζαντινό έλεγχο. Το γεγονός αυτό ενδυνάμωσε τις προηγούμενες πολιτικές και πολιτιστικές ανταλλαγές και οδήγησε στην εισροή Αρμενίων σε βυζαντινά εδάφη, αυξάνοντας την αρμενική παρουσία στην πρωτεύουσα· εκεί ορισμένοι από τους νεοφερμένους δραστηριοποιήθηκαν στο διοικητικό μηχανισμό και στο στρατό. Επιπλέον ο Καύκασος, και συγκεκριμένα τα αρμενικά εδάφη, αποτέλεσαν την κύρια πηγή προέλευσης νέων στρατολογούμενων για το Βυζάντιο, αφότου η επαρχία του Ιλλυρικού γνώρισε την εισβολή των Αβάρων και των Σλάβων και αποκόπηκε.

Τον 7ο αιώνα το κύμα εποικισμού έγινε ακόμα μεγαλύτερο, αφότου η Αρμενία κατακτήθηκε από τους Άραβες, μεταξύ των ετών 639-642. Ένα άλλο στοιχείο που συνέβαλε στον εποικισμό ήταν η διάδοση της παυλικιανής αίρεσης στην Αρμενία, οι οπαδοί της οποίας είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τις εστίες τους κάποια στιγμή πριν από το 662 και είχαν εγκατασταθεί στα βυζαντινά τμήματα της Μικράς Ασίας.1

Ακόμα περισσότεροι εγκαταστάθηκαν περί το 790. Από όσους κατέφυγαν στο Βυζάντιο, πολλοί ανήκαν στην αριστοκρατία, έτυχαν ευνοϊκής υποδοχής από τον αυτοκράτορα και τους δόθηκε γη. Η ακριβής τοποθεσία των εδαφών που τους παραχωρήθηκαν δεν είναι γνωστή, αλλά θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι τουλάχιστον κάποιοι από αυτούς εγκαταστάθηκαν στην πρωτεύουσα, καταλαμβάνοντας αξιώματα στην κρατική διοίκηση και το στρατό.

1.2. Μέση Βυζαντινή περίοδος

Οι μαζικές εγκαταστάσεις που σημάδεψαν την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο μειώθηκαν τον 9ο αιώνα, αλλά η αρμενική παρουσία στην πρωτεύουσα ήταν εντονότερη από ποτέ άλλοτε. Ο αριθμός των Βυζαντινών αυτοκρατόρων αρμενικής καταγωγής είναι εντυπωσιακά μεγάλος, κάτι που απαντάται ήδη τους Πρώιμους Βυζαντινούς χρόνους.2 Ωστόσο, με την ανάρρηση του Βασιλείου Α΄ και την εγκαθίδρυση της λεγόμενης Μακεδονικής δυναστείας, ένας βασιλικός οίκος αρμενικής καταγωγής κατέλαβε πρώτη φορά το θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Από το 867 έως το 1056 δεν υπήρξε ηγεμόνας στο βυζαντινό θρόνο που να μην έχει έστω εν μέρει αρμενική καταγωγή.3

Αφότου ο Βασίλειος Α΄ ανέβηκε στο θρόνο, το ποσοστό των Αρμενίων στην αυτοκρατορία αυξήθηκε σημαντικά. Ο Βασίλειος κατέλαβε εδάφη στο ανατολικό τμήμα της Μικράς Ασίας, που κατοικούνταν κατά μεγάλο μέρος από Αρμενίους. Με τη βυζαντινή επίθεση κατά μήκος του ανατολικού μετώπου το έτος 927 και με την προσάρτηση των εδαφών γύρω από τη Μελιτηνή, αυτό το ποσοστό αυξήθηκε ακόμη περισσότερο. Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά τον 11ο αιώνα, 10-15% της βυζαντινής αριστοκρατίας ήταν αρμενικής καταγωγής.4 Η μάχη στο Μαντζικέρτ το 1071 και η επακόλουθη απώλεια των ανατολικών και κεντρικών τμημάτων της Μικράς Ασίας από τα σελτζουκικά στρατεύματα τερμάτισαν τον αρμενικό εποικισμό και τον κυρίαρχο ρόλο τους στα βυζαντινά πράγματα. Κατά την Κομνήνεια περίοδο (1081-1185) στις τάξεις της βυζαντινής αριστοκρατίας παρουσιάζονται λιγότεροι Αρμένιοι ευγενείς, ίσως εξαιτίας του γεγονότος ότι η αρμενική αριστοκρατία έτεινε να εγκαθιδρύσει ανεξάρτητα βασίλεια στην Κιλικία.5

1.3. Ύστερη Βυζαντινή περίοδος

Αξιοσημείωτο είναι ότι κατά τη διάρκεια του 13ου αιώνα εμφανίζονται αρμενικές περιγραφές της Κωνσταντινούπολης, γεγονός που καταδεικνύει την παρουσία Αρμενίων, έστω μόνο περιηγητών, στη βυζαντινή πρωτεύουσα.6 Κατά την τελευταία περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οι Αρμένιοι εξακολουθούσαν να ζουν στην Κωνσταντινούπολη, καθώς και σε άλλα τμήματα της αυτοκρατορίας, μέχρι το τέλος της Βυζαντινής περιόδου, ακόμη και τους Οθωμανικούς χρόνους. Ωστόσο, ήταν κατά κύριο λόγο έμποροι και δε φαίνεται να διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στη διοίκηση.7

2. Η δραστηριότητα του αρμενικού στοιχείου

2.1. Στρατός και διοίκηση

Από τον 9ο αιώνα μέχρι τις σταυροφορίες, αρκετοί στρατιωτικοί διοικητές και διοικητικοί υπάλληλοι αρμενικής καταγωγής επηρέασαν την ιστορία του Βυζαντίου. Ο δρουγγάριος του πλωίμου Αλέξιος Μωσηλέ ήταν επικεφαλής του βυζαντινού στόλου στη μάχη των Πηγών εναντίον των Βουλγάρων, το έτος 922. Ο πιο γνωστός από τους Αρμένιους ευγενείς ήταν ο Mleh ή Μελιάς (θάν. 934), του οποίου τα πολεμικά κατορθώματα αποδόθηκαν αργότερα στο Διγενή Ακρίτα, τον ήρωα του ομώνυμου βυζαντινού έπους.8 Ο στρατηγός Ιωάννης Κουρκούας ήταν επικεφαλής των νικηφόρων βυζαντινών στρατευμάτων στη μάχη της Μελιτηνής το 934. Ο στρατηγός Βάρδας Φωκάς (καίσαρ Βάρδας) έπαιξε σημαντικό ρόλο στις μάχες για τον αυτοκρατορικό θρόνο, στα χρόνια της βασιλείας του Νικηφόρου Β΄ Φωκά, του Ιωάννη Τσιμισκή και του Βασιλείου Β΄, και αυτοαναγορεύτηκε αυτοκράτορας με την υποστήριξη των στρατευμάτων του. Ο Βάρδας Σκληρός, γόνος μιας άλλης επιφανούς αρμενικής οικογένειας, ήταν στρατηγός υπό τις διαταγές του Ιωάννη Τσιμισκή. Συνέβαλε σημαντικά στην υπεράσπιση της Κωνσταντινούπολης ενάντια στις στρατιωτικές δυνάμεις του Σβιατοσλάβου Α΄ του Κιέβου, το έτος 970, κατέπνιξε τη στάση του Βάρδα Φωκά και έφτασε κοντά στην κατάληψη του θρόνου. Άλλα μέλη της αρμενικής αριστοκρατίας που άφησαν το στίγμα τους στον πολιτικό και στρατιωτικό βίο του Βυζαντίου ανήκαν σε μεγάλες οικογένειες, όπως οι Βούρτζηδες, Θεοδωροκάνοι, Δαλασσηνοί, Ταρωνίτες, Τορνίκιοι, Βραχάμιοι και Κεκαυμένοι, και όλοι τους καταλάμβαναν σημαντικές θέσεις στο βυζαντινό κράτος το διάστημα ανάμεσα στον 9ο και τον 11ο αιώνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ανάμεσα στις τάξεις των στρατευμάτων του Ρωμανού Δ΄ καταγράφεται η παρουσία Αρμενίων.9

2.3. Εκκλησία

Οι Αρμένιοι έπαιξαν εξέχοντα ρόλο στο θρησκευτικό βίο του Βυζαντίου. Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, αδελφή του Βάρδα Φωκά και σύζυγος του αυτοκράτορα Θεοφίλου (828-842), ήταν υπέρμαχος των εικόνων την εποχή της Εικονομαχίας και ανακηρύχθηκε στη συνέχεια αγία από την ορθόδοξη Εκκλησία. Οι Αρμένιοι είχαν τόσο καλά ενσωματωθεί στη βυζαντινή κοινωνία, ώστε πολλοί από αυτούς προσχώρησαν στην Ορθοδοξία και κατέλαβαν υψηλότατες θέσεις στην ιεραρχία της Εκκλησίας. Ο Αττικός, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (406-425), ήταν αρμενικής καταγωγής, όπως εξάλλου και οι διάδοχοί του Ιωάννης Ζ΄ Γραμματικός (837-843), Φώτιος Α΄ (858-867 και 877-886), Θεοφύλακτος Λεκαπηνός (933-956), Μιχαήλ Β΄ Κουρκούας (1143-1146) και Θεοδόσιος Α΄ Βορραδιώτης (1179-1183), που εναντιώθηκε αποφασιστικά στην ένωση με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και υπήρξε ένας από τους δριμύτερους επικριτές του Ισλάμ.

2.4. Πολιτιστικός και πνευματικός βίος

Οι Αρμένιοι κυριάρχησαν τόσο στον πολιτιστικό όσο και στον πνευματικό βίο της πρωτεύουσας. Το 848 ο στρατηγός Βάρδας Φωκάς αναδιοργάνωσε το Πανδιδακτήριον, τη γνωστή σχολή ανώτερης εκπαίδευσης, η οποία λειτουργούσε στη Μαγναύρα, στο συγκρότημα του Μεγάλου Παλατιού. Οι περίφημοι λόγιοι που δίδαξαν στη σχολή τον 9ο αιώνα ήταν επίσης αρμενικής καταγωγής, όπως για παράδειγμα οι πατριάρχες Ιωάννης Ζ΄ Γραμματικός, που διακρίθηκε για το θεολογικό του έργο κατά την αναβίωση της Εικονομαχίας το 815, καθώς και ο Φώτιος Α΄, ο υπέρμαχος των εικόνων και περίφημος λόγιος. Στη σχολή αυτή δίδαξε και ο Λέων ο Μαθηματικός (περ. 790-869), ένας σπουδαίος επιστήμονας που, εκτός από τη συγγραφή σημαντικών φιλοσοφικών και λογοτεχνικών πραγματειών, ασχολήθηκε και με τη μεταγραφή αρχαίων ελληνικών κειμένων, ενώ ανακάλυψε και το σύστημα των φρυκτωριών, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για να σημαίνει συναγερμός στην πόλη για επιθέσεις από θαλάσσης.

Μετά το σεισμό του 989 ο μεγάλος τρούλος του πατριαρχικού ναού της Κωνσταντινούπολης, της Αγίας Σοφίας, κατέρρευσε. Ένας Αρμένιος, ο Τιριδάτης, ένας από τους πλέον φημισμένους αρχιτέκτονες της εποχής του, επελέγη από τον αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄ για να αναλάβει αυτή τη δύσκολη επισκευή, την οποία και ολοκλήρωσε με επιτυχία.10

Σε πολύ μεγάλο βαθμό, το αρμενικό στοιχείο που εξετάσαμε παραπάνω εμφανίζεται πλήρως αφομοιωμένο στο βυζαντινό κράτος, κοινωνικά και ιδεολογικά. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι οι αρμενικής προέλευσης αριστοκρατικές οικογένειες στα βυζαντινά εδάφη και ειδικότερα στην πρωτεύουσα ήταν ορθόδοξοι· και στην περίπτωση που ήταν χαλκηδόνιοι φαίνεται ότι μεταστρέφονταν στην Ορθοδοξία ήδη από την πρώτη γενιά που δημιουργούσε μόνιμη εγκατάσταση σε βυζαντινά εδάφη.11 Από την άλλη πλευρά, στις πηγές μαρτυρείται ταυτόχρονα και μια δυσπιστία ή και προκατάληψη των Βυζαντινών απέναντι στους Αρμενίους,12 ενώ συχνά οι Βυζαντινοί συγγραφείς φροντίζουν να αναφέρουν ότι κάποιο σημαντικό πρόσωπο είναι Αρμένιος ή αρμενικής καταγωγής. Ωστόσο είναι αμφίβολο κατά πόσο η γενικότερα μάλλον αρνητική βυζαντινή στάση απέναντι στους Αρμενίους, που υπαγορευόταν εξάλλου από τις μεταξύ τους πολιτικοθρησκευτικές σχέσεις, αφορούσε την αφομοιωμένη στη βυζαντινή κοινωνία αρμενική αριστοκρατία.13 Οι αρμενικές πηγές από την πλευρά τους εμφανίζουν κι αυτές μια σταθερά αρνητική εικόνα των Βυζαντινών, αλλά είναι αμφίβολο κατά πόσο η εκατέρωθεν αρνητική προκατάληψη, που διαπιστώνεται στις πηγές, είναι αξιόπιστη ένδειξη για τις αρμενοβυζαντινές σχέσεις.14

2.5. Αστικά δημογραφικά στοιχεία

Εικάζεται ότι οι Αρμένιοι της Κωνσταντινούπολης ήταν εγκατεστημένοι κοντά στο λιμάνι, σε δική τους ξεχωριστή συνοικία, στην περιοχή του Μαρμαρά, που εκτείνεται ανάμεσα στις γειτονιές της σύγχρονης Samatya και του Kumkapi, είτε επίσης στην περιοχή όπου εκτείνονται σήμερα οι συνοικίες Beşiktaş, Kuruçeşme και Üsküdar. Στην πραγματικότητα ωστόσο οι πηγές για την αρμενική παρουσία στην Κωνσταντινούπολη είναι πολύ φειδωλές και δεν αφήνουν να διαφανεί αν υπήρχε κάποια συμπαγής αρμενική παροικία στην πόλη –αν και είναι αδιαμφισβήτητη η παρουσία Αρμενίων στην πρωτεύουσα– και πού ήταν αυτή εγκατεστημένη. Σε κάθε περίπτωση, η αρμενική αυτή παρουσία ήταν διακριτή από την αρμενικής καταγωγής βυζαντινή αριστοκρατία.15 Στους Αρμένιους είχε επιτραπεί να χτίζουν τις δικές τους εκκλησίες, όπως διακρίνεται από αποσπασματικές αναφορές στις πηγές. Αρμενικά νεκροταφεία, που ωστόσο ανάγονται πλέον στην Οθωμανική περίοδο, βρίσκονταν ανάμεσα στις σημερινές συνοικίες Taksim και Harbiye, αλλά χάθηκαν από την ανοικοδόμηση υψηλών πολυκατοικιών μετά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο.




1. Βλ. Garsoïan, N., The Paulician Heresy. A Study of the Origin and Development of Paulicianism in Armenia and the Eastern Provinces of the Byzantine Empire (The HagueParis 1967).

2. Οι ακόλουθοι αυτοκράτορες ήταν αμιγώς ή εν μέρει Αρμένιοι: Ηράκλειος (610-641), ο σφετεριστής Μιζίζιος (Mezezius) (668-669), ο Βαρδάνης Φιλιππικός (Vardan) (711-713), ο Αρτάβασδος (Artavazd) (741/742-743), ο Λέων Ε΄ ο Αρμένιος (813-820) και ο Μιχαήλ Γ΄ (842-867).

3. Αυτός ο κατάλογος περιλαμβάνει ορισμένους από τους πλέον ένδοξους αυτοκράτορες: Βασίλειος Α΄ (867-886), Λέων ΣΤ΄ ο Σοφός (Λέων ο Φιλόσοφος) (886-912), Αλέξανδρος (912-913), Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος (913-959), Ρωμανός Α΄ Λεκαπηνός (919-944), Ρωμανός Β΄ (959-963), Νικηφόρος Β΄ Φωκάς (963-969), Ιωάννης Α΄ Τσιμισκής (969-976), Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος (976-1025), Κωνσταντίνος Η΄ (1025-1028), Ζωή (1028-1050), Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος (1042-1055) και Θεοδώρα (1055-1056). Ορισμένοι μελετητές, μάλιστα, έχουν χρησιμοποιήσει τον όρο «Αρμενική δυναστεία» αντί του ευρέως αποδεκτού «Μακεδονική δυναστεία», βλ. Chahin, M., The Kingdom of Armenia: A history (London 2001), σελ. 232.

4. Kazhdan, A. (επιμ.), The Oxford Dictionary of Byzantium 1 (New York – Oxford 1991), σελ. 182, βλ. λ. “Armenians” (A. Kazhdan).

5. Kazhdan, A.P. – Epstein, A.W., Change in Byzantine Culture in the Eleventh and Twelfth Centuries (Berkeley – Los Angeles – London 1985), σελ. 179.

6. Ciggaar, K. N., Western Travellers to Constantinople: The West and Byzantium, 962-1204 (Leiden – New York – Köln 1996), σελ. 48.

7. Kazhdan, A. (επιμ.), The Oxford Dictionary of Byzantium 1 (New York – Oxford 1991), σελ. 182, βλ. λ. “Armenians” (A. Kazhdan).

8. Dédéyan, G., “Mleh le Grand, stratège de Lycandos”, Revue des études arméniennes 15 (1981), σελ. 73-102.

9. Kazhdan, A.P. – Epstein, A.W., Change in Byzantine Culture in the Eleventh and Twelfth Centuries (Berkeley – Los Angeles – London 1985), σελ. 172.

10. Organesian, K.L., Zodehii Trdat (Erevan 1951)· Μυλωνάς, Π., «Η επισκευή του τρούλλου της Αγίας Σοφίας», Αρχαιολογία 32 (1989), σελ. 59-60· Bouras, Ch., “Master Craftsmen, Craftsmen, and Building Activities in Byzantium”, στο Laiou, A.E. (επιμ.), The Economic History of Byzantium: From the Seventh through the Fifteenth Century 2 (Washington D.C. 2002), σελ. 551.

11. Cheynet, J.-C., Pouvoir et contestations à Byzance (963-1210) (Byzantina Sorbonensia 9, Paris 1990), σελ. 283. Πρβλ. Brousselle, I., “L’integration des armeniens dans l’aristocratie byzantine au IXe siecle”, στο Martin-Hisard, B. κ.ά. (επιμ.), L’Armenie et Byzance. Histoire et Culture (Byzantina Sorbonensia 12, Paris 1996), σελ. 50.

12. Kazhdan, A. (επιμ.), The Oxford Dictionary of Byzantium 1 (New York – Oxford 1991), σελ. 182, βλ. λ. “Armenians” (A. Kazhdan).

13. Εξάλλου, σύμφωνα με τους ερευνητές, δεν είναι σαφές αν μπορούμε, προκειμένου για τις οικογένειες αυτές, να μιλάμε για «αρμενικό» πληθυσμό· τέτοιος ήταν ο βαθμός αφομοίωσής τους στη βυζαντινή κοινωνία. Βλ. συνοπτικά Garsoïan, N.G., “The problem of Armenian integration into the Byzantine Empire”, στο Ahrweiler, H. – Laiou, A.E., (επιμ.), Studies on the internal diaspora of the Byzantine Empire (Washington D.C. 1998), σελ. 93-103. Πρβλ. και το απόσπασμα στα «Παραθέματα», από το ίδιο άρθρο.

14. Garsoïan, N.G., “The problem of Armenian integration into the Byzantine Empire”, στο Ahrweiler, H. – Laiou, A.E., (επιμ.), Studies on the internal diaspora of the Byzantine Empire (Washington D.C. 1998), σελ. 67.

15. Garsoïan, N.G., “The problem of Armenian integration into the Byzantine Empire”, στο Ahrweiler, H. – Laiou, A.E., (επιμ.), Studies on the internal diaspora of the Byzantine Empire (Washington D.C. 1998), σελ. 58-61.