1. Το Βυζάντιο και η πόλη του Κωνσταντίνου Ο Κωνσταντίνος επέλεξε για τη νέα του πρωτεύουσα τη θέση του Βυζαντίου, που ήταν μια αποικία της ελληνικής πόλης των Μεγάρων η οποία είχε ιδρυθεί τον 7ο αι. π.Χ. Η Νέα Ρώμη ιδρύθηκε το 324 και εγκαινιάστηκε στις 11 Μαΐου 330. Ο Κωνσταντίνος επέλεξε αυτήν τη θέση προφανώς λόγω των στρατηγικών της πλεονεκτημάτων. Το Βυζάντιο ενσωματώθηκε στη νέα πόλη μαζί με αρκετά από τα αρχαία του οικοδομήματα. Οι τρεις ειδωλολατρικοί ναοί που υπήρχαν στην Ακρόπολη (στη θέση του σημερινού Τοπκαπί), οι οποίοι ήταν αφιερωμένοι στην Αφροδίτη, στην Άρτεμη και στο θεό Ήλιο, δεν υπέστησαν τροποποιήσεις.
Η πόλη διέθετε δύο λιμάνια εντός των τειχών, το Βοσφόριον ή Προσφόριον στην πέμπτη ρεγεώνα και το Νεώριον στην έκτη, με μια αγορά δίπλα τους, η οποία αργότερα έγινε το Στρατήγιον. Η Κωνσταντινούπολη είχε έναν Ιππόδρομο –η ανέγερση του οποίου ξεκίνησε σύμφωνα με την παράδοση από το Σεπτίμιο Σεβήρο και ολοκληρώθηκε από τον Κωνσταντίνο–, δημόσια λουτρά και ένα υδραγωγείο, το οποίο κατασκευάστηκε από τον Αδριανό. Ένα νέο τείχος υψώθηκε περίπου 3 χλμ. δυτικά των αρχαίων τειχών του Βυζαντίου. Ο Κωνσταντίνος έφτιαξε επίσης ένα φόρο ακριβώς έξω από τα αρχαία τείχη (γνωστό ως Φόρο του Κωνσταντίνου), από το οποίο σώζεται μόνο ο κεντρικός κίονας από πορφυρίτη, το γνωστό σήμερα ως Çemberlitaş.
Μια κεντρική οδός πλαισιωμένη από στοές, που αργότερα ονομάστηκε Μέση, διέσχιζε την πόλη από τα ανατολικά προς τα δυτικά. Ξεκινούσε από το Μίλιο, που βρισκόταν στην πλατεία Αυγουσταίου, στα βορειοδυτικά της Αγίας Σοφίας. Περίπου ένα χιλιόμετρο δυτικά του Φόρου του Κωνσταντίνου, η οδός σχημάτιζε διχάλα, με τη μια διακλάδωση να οδηγεί νοτιοδυτικά, στη Χρυσή Πύλη, και την άλλη προς τα βορειοδυτικά. Το ανάκτορο βρισκόταν στα νοτιοανατολικά της πόλης, ανάμεσα στον Ιππόδρομο και την ακτή του Μαρμαρά. Μόνο τρεις εκκλησίες μπορούν να αποδοθούν στον Κωνσταντίνο, εκτός από το μαυσωλείο του στη θέση όπου χτίστηκαν αργότερα οι Άγιοι Απόστολοι: η Αγία Ειρήνη, που ήταν ο μητροπολιτικός ναός, και δύο μαρτύρια αφιερωμένα στους τοπικούς μάρτυρες Ακάκιο και Μώκιο. Έτσι, η πόλη διατήρησε τον παγανιστικό της χαρακτήρα.1
2. Από τον Κωνστάντιο Β΄ στο τέλος της Εικονομαχίας
2.1. Η πόλη
Οι ανάγκες ενός ταχέως αυξανόμενου πληθυσμού επέβαλαν ορισμένα μέτρα που άλλαξαν την αστική δομή της πόλης.2 Δύο νέα λιμάνια κατασκευάστηκαν: το λιμάνι του Ιουλιανού (Νέος Λιμήν, 362) βρισκόταν στα ανατολικά του Mεγάλου Παλατιού, στην Προποντίδα. Μόλις λίγα χρόνια αργότερα, κατασκευάστηκε το λιμάνι του Θεοδοσίου Α΄ στη θάλασσα του Μαρμαρά.3 Η Κωνσταντινούπολη διέθετε αρκετές σιταποθήκες, που βρίσκονταν κυρίως κοντά στον Κεράτιο κόλπο. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η έλλειψη φυσικών πηγών νερού στην πόλη, το υδραγωγείο επεκτάθηκε σημαντικά και έφθασε μέχρι τη Βιζύη στη Θράκη και ακόμα πιο δυτικά. Οι εργασίες ξεκίνησαν από τον Κωνστάντιο και ολοκληρώθηκαν από τον Ουάλη το έτος 373.4
Η ανοικοδόμηση μιας νέας γραμμής τειχών από το Θεοδόσιο Β΄ (ή μάλλον από τον έπαρχο πραιτορίου Ανθέμιο) παρείχε στην πόλη ένα θαυμάσιο αμυντικό σύστημα.5 Τα Θεοδοσιανά τείχη, που ολοκληρώθηκαν το 413, βρίσκονταν περίπου 1,5 χλμ. δυτικά των τειχών του Κωνσταντίνου. Τμήματά τους σώζονται ακόμη και σήμερα. Προφανώς, αυτά τα τείχη χρησίμευαν και για την προστασία του νεόδμητου υδρευτικού συστήματος. Τρεις μεγάλες κινστέρνες βρίσκονταν ανάμεσα στα τείχη του Κωνσταντίνου και του Θεοδοσίου, μια περιοχή που ήταν αραιοκατοικημένη καθ’ όλη τη Βυζαντινή περίοδο. Στην Κωνσταντινούπολη υπήρχαν περίπου 80 σκεπαστές δεξαμενές, οι περισσότερες από τις οποίες χτίστηκαν μεταξύ 4ου και 7ου αιώνα, συμπεριλαμβανομένων και δύο που σώζονται στην περιοχή γύρω από την Αγία Σοφία: την Κιστέρνα Φιλοξένου (σημ. Binbirdirek) και τη Βασιλική (σημ. Yerebatan).6 Η Κωνσταντινούπολη καλλωπίστηκε επιπλέον με τα δύο νέα φόρα, του Θεοδοσίου ή του Ταύρου (το 393), στα βορειοδυτικά του Φόρου του Κωνσταντίνου, και εκείνο του Αρκαδίου (ή του Ξηρόλοφου, το 403), στη νότια διακλάδωση της Μέσης οδού.7 Και τα δύο ήταν διακοσμημένα με έναν ιστορημένο κίονα με σπειροειδή ανάγλυφα εμπνευσμένα από τις στήλες τουΤραϊανού και του Μάρκου Αυρήλιου στη Ρώμη. Υπήρχαν άλλοι δύο δημόσιοι χώροι, ο Αμαστριανός και το Φόρο του Βοός, που βρίσκονταν μεταξύ του Ξηρόλοφου και του Φόρου του Ταύρου (ή Θεοδοσίου).
Η Notitia Urbis Constantinopolitanae, μια ανώνυμη λατινική περιγραφή της Κωνσταντινούπολης που συντάχθηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Θεοδοσίου Β΄, προσφέρει ανεκτίμητες και μοναδικές στατιστικές πληροφορίες για την πόλη: στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη υπήρχαν 14 εκκλησίες, 2 σύγκλητοι, 5 παλάτια, 8 δημόσια και 153 ιδιωτικά λουτρά, 4 φόρα, 4 λιμάνια, 5 αποθήκες, 2 θέατρα, 4 δεξαμενές και 4.388 οικίες. Προς το τέλος του 5ου αιώνα, κατασκευάστηκαν τα θαλάσσια τείχη, που οχύρωσαν την πόλη κατά μήκος της θάλασσας του Μαρμαρά και του Κεράτιου κόλπου.8 Τον 5ο αιώνα χτίστηκαν τα Μακρά Τείχη ή το Τείχος του Αναστασίου, περί τα 65 χλμ. δυτικά της Κωνσταντινούπολης.9
Ο πρώτος ναός που αφιερώθηκε στην Αγία Σοφία (τη του Θεού Σοφία), η Μεγάλη Εκκλησία των Βυζαντινών, ολοκληρώθηκε από τον Κωνστάντιο Β΄ το έτος 360 και καταστράφηκε από πυρκαγιά το 404.10 Ο Θεοδόσιος Β΄ την ανοικοδόμησε το 415. Στα νότια του μητροπολιτικού ναού βρισκόταν το Αυγουσταίο, ένας ανοιχτός χώρος με περίβολο, διακοσμημένος με διάφορα μνημεία. Η Αγία Σοφία καταστράφηκε δεύτερη φορά κατά τη διάρκεια της Στάσης του Νίκα το 532.
Η βασιλεία του Ιουστινιανού Α΄ σήμανε νέα οικοδομική δραστηριότητα έπειτα από μια σειρά από πυρκαγιές και εξεγέρσεις (όπως η προαναφερθείσα Στάση του Νίκα, το έτος 532), οι οποίες είχαν καταστρέψει μεγάλα τμήματα της πόλης. Στις ιουστινιάνειες κατασκευές ανήκαν περισσότερες από 30 εκκλησίες, όπως η Αγία Σοφία, που παρέμεινε ο μητροπολιτικός ναός της Κωνσταντινούπολης, η εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, οι Άγιοι Σέργιος και Βάκχος11 και ο ναός της Ζωοδόχου Πηγής.12 Ο Ιουστινιανός Α΄ ανακαίνισε επίσης ολόκληρα τμήματα του ανακτόρου που είχαν καταστραφεί στη διάρκεια της εξέγερσης. Άλλη μεγάλη προστάτιδα των τεχνών υπήρξε η πατρικία Ιουλιανή Ανικία, η οποία ανοικοδόμησε ή ανακαίνισε αρκετές εκκλησίες στην πόλη, συμπεριλαμβανομένου του Αγίου Πολυεύκτου (524-527), του οποίου τα θεμέλια ανακαλύφθηκαν κατά την ανασκαφή τη δεκαετία του 1960.13
Η επέκταση του Μεγάλου Παλατιού συνεχίστηκε. Μία μεγάλη περίστυλη αυλή, που οδηγούσε σε μια θολωτή αίθουσα και ήταν διακοσμημένη με εκπληκτικά επιδαπέδια ψηφιδωτά, χρονολογείται στον 6ο ή στον 7ο αιώνα.
2.2. Οι πολίτες
Διάφορα γεγονότα υποδεικνύουν ότι ο πληθυσμός της πόλης έφθινε.14 Αρχικά, τον 6ο αιώνα οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης υπέφεραν από επιδημίες πανώλης, εκ των οποίων η μία που ξέσπασε το 542 μπορεί να οδήγησε στο θάνατο ακόμα και το μισό πληθυσμό της πόλης ή και περισσότερους. Το 618 διακόπηκε η τακτική τροφοδοσία της Κωνσταντινούπολης με σιτηρά από την Αίγυπτο και οι σιταποθήκες φαίνεται ότι σταματούν να υπάρχουν. Το 626 οι Άβαροι κατέστρεψαν το υδραγωγείο του Ουάλη, το οποίο επισκευάστηκε μόλις το 768 από τον Κωνσταντίνο Ε΄.15 Προφανώς, οι κάτοικοι της πόλης ήταν τόσο λίγοι, που δεν είχαν ανάγκη επιπλέον νερό. Ακόμα, η χωρητικότητα του λιμανιού της πόλης μειώθηκε στο ένα τέταρτο σε σχέση με τον 5ο αιώνα. Τα θαύματα του Αγίου Αρτεμίου (7ος αιώνας), ωστόσο, απεικονίζουν μια πόλη ζωντανή, που υποδεχόταν επισκέπτες από απομακρυσμένες περιοχές, όπως η Αλεξάνδρεια και η Αφρική.16
2.3. Η αλλαγή
Από τον 6ο αιώνα και εξής, παρατηρείται ολοένα και περισσότερο μια αλλαγή στη νοοτροπία: εξαιτίας της καταστροφικής επιδημίας της βουβωνικής πανώλης των ετών 746-747, οι κάτοικοι άρχισαν να θάβουν τους νεκρούς εντός των τειχών της πόλης, μια πρακτική που δεν ήταν αποδεκτή τα προηγούμενα χρόνια.17 Δημόσια κτήρια, όπως τα λουτρά, εγκαταλείφθηκαν και ορισμένα από τα φόρα της πόλης μετατράπηκαν σε ζωοπάζαρα. Επιπλέον, πηγές όπως οι Παραστάσεις Σύντομοι Χρονικαί και τα Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως αποκαλύπτουν ότι η πληθώρα των αρχαίων αγαλμάτων που κοσμούσαν την πόλη αντιμετωπιζόταν με δυσπιστία και καχυποψία.18
3. Από τον 9ο αιώνα έως το 1204
Η Κωνσταντινούπολη άρχισε να ανακάμπτει κατά τον 9ο αιώνα.19 Ο πληθυσμός αυξανόταν σταθερά και, στις αρχές του 13ου αιώνα, η πόλη πρέπει να είχε περίπου 400.000 κατοίκους.20 Ο αυτοκράτορας Θεόφιλος (829-842) επισκεύασε τα θαλάσσια τείχη και έκανε προσθήκες στο Μέγα Παλάτιο. Ανοικοδόμησε επίσης το ανάκτορο στην τοποθεσία Βρύας στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης, το οποίο είναι εμπνευσμένο από αραβικά πρότυπα. Ο Βίος του Βασιλείου εξιστορεί την εκτεταμένη οικοδομική δραστηριότητα του Βασιλείου Α΄ (867-886). Αυτή περιοριζόταν ωστόσο σε εκκλησίες, οι οποίες είτε οικοδομούνταν εκ νέου είτε ανακαινίζονταν, και σε ανάκτορα. Ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία που ενέγειρε ο Βασιλείος Α΄ ήταν η Νέα Εκκλησία στο εσωτερικό του ανακτορικού συγκροτήματος.21
3.1. Μοναστηριακά ιδρύματα
Ένα βασικό χαρακτηριστικό της μεσαιωνικής Κωνσταντινούπολης ήταν ο πολλαπλασιασμός των αστικών μοναστηριών. Η ανοικοδόμηση τέτοιων μονών, με πληθώρα δραστηριοτήτων, όπως η εκπαίδευση και η φιλανθρωπία, έγινε ένα είδος μόδας στους κύκλους των αυτοκρατόρων και των μελών της αριστοκρατίας. Πραγματικά, 100 νέα θρησκευτικά ιδρύματα έχουν καταγραφεί στην περίοδο μεταξύ των ετών 750 και 1204, η πλειονότητα των οποίων ήταν μοναστήρια.22 Στις πιο σημαντικές χορηγίες συγκαταλέγεται η μονή της Θεοτόκου Περιβλέπτου, που βρίσκεται στα νοτιοδυτικά της πόλης και είναι χτισμένη μεταξύ των ετών 1030 και 1034 από τον αυτοκράτορα Ρωμανό Γ΄ Αργυρό.23 Επίσης, η μονή του Αγίου Γεωργίου στα Μάγγανα, που βρίσκεται στα ανατολικά της Ακρόπολης και έχει οικοδομηθεί από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄ Μονομάχο (1042-1055), μαζί με ένα ανάκτορο και ένα νοσοκομείο, και, τέλος, η μονή Παντοκράτορος στον τέταρτο λόφο, χορηγία του αυτοκράτορα Ιωάννη Β΄ Κομνηνού.
3.2. Το Μέγα Παλάτιο
Η μορφή του Μεγάλου Παλατιού είναι επαρκώς γνωστή από πηγές του 10ου αιώνα, ειδικά το Περί βασιλείου τάξεως (DeCerimoniis), που συντάχθηκε από τον Κωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο, όπου περιγράφεται με λεπτομέρειες το τυπικό της αυλής. Εξαιτίας των προσθηκών στο διάβα των αιώνων από διάφορους αυτοκράτορες η κάτοψη του ανακτόρου ήταν αρκετά ασύμμετρη, καθώς περιλάμβανε κατασκευές διάφορων τύπων, κήπους και γήπεδα για αθλοπαιδιές. Το 10ο αιώνα, ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Β΄ Φωκάς οχύρωσε το κεντρικό τμήμα του ανακτόρου.24 Σπαράγματα αυτού του τείχους σώζονται ακόμη σήμερα. Εξαιτίας της πολυπλοκότητας του Μεγάλου Παλατιού, οι οποιεσδήποτε απόπειρες αναπαράστασης της κάτοψής του παραμένουν υποθετικές. Την τελευταία δεκαετία διάφορες νόμιμες και παράνομες ανασκαφές έχουν αποκαλύψει εκτεταμένες θεμελιώσεις στην περιοχή. Αξιοσημείωτα ερείπια που βρίσκονται σήμερα στην ακτή και δέσποζαν αρχικά στο λιμάνι του Βουκολέοντος ανήκουν στο ομώνυμο παλάτι.25
3.3. Το Ανάκτορο των Βλαχερνών
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118) το διοικητικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης μετατέθηκε από το Μέγα Παλάτιο στο Ανάκτορο των Βλαχερνών, που βρισκόταν στα βορειοδυτικά της πόλης και νότια της περίφημης εκκλησίας των Βλαχερνών.26 Το ανάκτορο χτίστηκε περί το 500. Τόσο ο Αλέξιος Α΄ όσο και ο Μανουήλ Α΄ το επέκτειναν με την προσθήκη μεγάλων αιθουσών υποδοχής. Αυτή η περιοχή αναπτύχθηκε από τον 5ο αιώνα και εξής και φαίνεται ότι μέλη αριστοκρατικών οικογενειών επιδίωκαν να εγκατασταθούν εκεί.27
Ένα από τα σημαντικότερα έργα του Αλεξίου Α΄ ήταν η ανακαίνιση και επέκταση του Ορφανοτροφείου του Αγίου Πέτρου στην περιοχή της Ακρόπολης, το οποίο περιλάμβανε, εκτός από το ορφανοτροφείο, ένα άσυλο για τους τυφλούς και τους ηλικιωμένους, καθώς κι ένα σχολείο.
3.4. Πέραν (πέρα από την Κωνσταντινούπολη)
Άλλη μια σημαντική εξέλιξη ήταν η εγκαθίδρυση των ιταλικών συνοικιών κατά μήκος του Κεράτιου κόλπου.28 Η Πίζα, η Βενετία και η Γένοβα απολάμβαναν ειδικά εμπορικά προνόμια κατά τη διάρκεια της βασιλείας της δυναστείας των Κομνηνών, τα οποία τους επέτρεπαν τη δημιουργία σημαντικών παροικιών. Οι Ενετοί εγκαταστάθηκαν κοντά στο Πέρα, και οι Πιζανοί και Γενουάτες στα ανατολικά τους.
4. Η υστεροβυζαντινή Πόλη
Οι τρεις πυρκαγιές που ξέσπασαν το 1203, η πολιορκία και η άλωση της πόλης από τους σταυροφόρους το 1204, με τη συνακόλουθη συστηματική λαφυραγώγηση, προκάλεσαν σημαντικές καταστροφές στην πόλη. Η επακόλουθη σκόπιμη ή ακούσια εγκατάλειψη και οι φυσικές καταστροφές, όπως οι σεισμοί κατά τη διάρκεια της λατινικής κυριαρχίας (1204-1261), άφησαν την Κωνσταντινούπολη σε ερειπωμένη κατάσταση, με μειωμένο πληθυσμό.29
Η πόλη ανέκτησε μερικώς τις δυνάμεις της υπό τη βασιλεία του Μιχαήλ Η΄ (1259-1282), στον οποίο αποδίδεται η ανακατάληψή της.30Αυτός επιδιόρθωσε τα θαλάσσια τείχη, τα λιμάνια, τα αυτοκρατορικά παλάτια (ιδιαιτέρως το Ανάκτορο των Βλαχερνών), εκκλησίες και μοναστήρια, συμπεριλαμβανομένης της Αγίας Σοφίας, και τα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Ένας τεράστιος κίονας, στην κορυφή του οποίου έστεκε ένα ορειχάλκινο άγαλμα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, τοποθετήθηκε μπροστά από το ναό των Αγίων Αποστόλων για τον εορτασμό της ανάκτησης της πόλης.31 Το επονομαζόμενο Tεκφούρ Σαράι, ένα παλαιολόγειο τριώροφο ανάκτορο στο βορειοδυτικό τμήμα της πόλης, του οποίου έχει διατηρηθεί μέρος των εξωτερικών τοίχων, πιθανώς χρονολογείται σε αυτή την περίοδο. Ο Μιχαήλ Η΄ παραχώρησε το Γαλατά, ένα ακρωτήριο στο βόρειο τμήμα του Κεράτιου κόλπου, αντικριστά στην Κωνσταντινούπολη, στους Γενουάτες. Αυτοί οι τελευταίοι δημιούργησαν εκεί μια οχυρωμένη συνοικία. Ο επονομαζόμενος Πύργος του Γαλατά είναι το πιο σημαντικό απομεινάρι της γενοβέζικης οχύρωσης.32
Η ανάκαμψη συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια της μακράς βασιλείας του γιου του Μιχαήλ Η΄, του Ανδρόνικου Β΄ (1282-1328), που επίσης επιδιόρθωσε τείχη, οικίες και δημόσια κτήρια. Πλήθος εκκλησιών και μοναστηρίων (ορισμένα εκ των οποίων σώζονται ακόμη) ανοικοδομήθηκαν ή ανακαινίστηκαν από μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας ή αριστοκράτες ευεργέτες. Η Θεοδώρα Παλαιολογίνα, σύζυγος του Μιχαήλ Η΄, ανακαίνισε τη μονή Λιβός. Η μονή της Χώρας ανακαινίστηκε από τον αξιωματούχο Θεόδωρο Μετοχίτη. Την Παμμακάριστο ανέλαβαν ο Μιχαήλ Γλαβάς Ταρχανειώτης και η σύζυγός του. Το γυναικείο μοναστήρι της Βεβαίας Ελπίδος ιδρύθηκε στο πρώτο μισό του 14ου αιώνα από τη Θεοδώρα Συναδηνή, ανιψιά του Μιχαήλ Η΄. Μετά τα μέσα του 14ου αιώνα, η πόλη άρχισε να παρακμάζει με ταχείς ρυθμούς, ενώ η οικοδομική δραστηριότητα που σημειώθηκε ήταν πολύ μικρή.
1. Janin, R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 1-30· Dagron, G., Naissance d’une capitale. Constantinople et ses institutions de 330 a 451 (Paris 21984), σελ. 13-47· Mango, C., Le développement urbain de Constantinople (IVe-VIIe siecles) (Paris 2004), σελ. 13-36. 2. Beck, H.G. (επιμ.), Studien zur Frühgeschichte Konstantinopels (München 1973)· Mango, C., Le développement urbain de Constantinople (IVe-VIIe siecles) (Paris 2004), σελ. 37-62· Basset, S., The Urban Image of Late Antique Constantinople (Cambridge 2004). 3. Αυτό το λιμάνι αποκαλύφθηκε πρόσφατα, βλ. Gün Işığında Istanbul'un 8000 Yılı: Marmaray, Metro, Sultanahmet Kazıları (Istanbul 2007), σελ. 164-299. 4. Για το σύστημα υδροδότησης, βλ. Bayliss, R. – Crow, J., “The fortifications and water supply systems of Constantinople”, Antiquity 74 (2000), σελ. 25-26· Bono, P. – Crow, J. – Bayliss, R., “The Water Supply of Constantinople: archaeology and hydrogeology of an early medieval city”, Environmental Geology 40 (2001), σελ. 1.325-1.333. 5. van Millingen, A., Byzantine Constantinople: Τhe Walls of the City and Adjoining Historical Sites (London 1899)· Meyer-Plath, B. – Schneider, A.M., Die Landmauer von Konstantinopel 2 (Berlin 1943)· Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls, Byzantion – Konstantinupolis – Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jhs. (Tübingen 1977), σελ. 286-319. 6. Forchheimer, P. – Strzygowski, J., Die byzantinischen Wasserbehälter von Konstantinopel (Vienna 1893)· Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls, Byzantion – Konstantinupolis – Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jhs. (Tübingen 1977), σελ. 280, 283-285. 7. Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls, Byzantion – Konstantinupolis – Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jhs. (Tübingen 1977), σελ. 250-253, 258-266. 8. Berger, A., “Regionen und Strassen im frühen Konstantinople”, IstMitt 47 (1997), σελ. 349-414. 9. Crow, J., “The Long Walls of Thrace”, στο Mango, C. – Dagron, G. (επιμ.), Constantinople and Its Hinterland. Papers from 27th Spring Symposium of Byzantine Studies, Oxford, April 1993 (Aldershot 1995), σελ. 109-124. 10. Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls, Byzantion – Konstantinupolis – Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jhs. (Tübingen 1977), σελ. 84-96. Βλ. επίσης, Mainstone, R., Hagia Sophia: Architecture, Structure and Liturgy of Justinian’s Great Church (London 1988). 11. Για τα τελευταία δεδομένα σχετικά με αυτή την εκκλησία, βλ. και για την παλαιότερη βιβλιογραφία, Bardill, J., “The Church of Sts. Sergius and Bacchus in Constantinople and the Monophysite Refugees”, Dubarton Oaks Paper 54 (2000), σελ. 1-11. 12. Janin, R., La géographie ecclésiastique de l'empire byzantin I: Le siège Constantinople et le patriarcat oecuménique 3: Les églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 223-228. 13. Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls, Byzantion – Konstantinupolis – Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jhs. (Tübingen 1977), σελ. 190-192· Harisson, R.M., Excavations at Sarachane in Istanbul, 2 τόμ. (Princeton – Washington, D.C. 1986-1992). 14. Mango, C., Le développement urbain de Constantinople (IVe-VIIe siècles) (Paris 2004), σελ. 51-62· Magdalino, P.,Constantinople médiévale: études sur l'évolution des structures urbaines (Paris 1996), σελ. 18-19. 15. Magdalino, P., “Constantine V and the Middle Age of Constantinople”, στο Magdalino, P., Studies on the History and Topography of Byzantine Constantinople (Aldershot 2007). 16. Crisafulli, V.S. – Nesbitt, J. (επιμ.), The Miracles of St. Artemios. A Collection of Miracle Stories by an Anonymous Author of Seventh Century Byzantium (New York 1997). 17. Mango, C., Le développement urbain de Constantinople (IVe-VIIe siècles), (Paris 2004), σελ. 57-58· Dagron, G., “Ainsi rien n'échappera à la réglementation”, État, Église, corporations, confréries: à propos des inhumations à Constantinople (IVe-Xe siècle)”, στο Kravari, V. – Lefort, J. – Morrisson, C. (επιμ.), Hommes et richesses dans l'Empire byzantin, II: VIIIe-XVe siècle (Paris 1991), σελ. 153-182. 18. Ο Mango υποστηρίζει ότι η κρίση που ξεκίνησε τον 6ο αιώνα άλλαξε σε βάθος την αστική προοπτική της πόλης και τις λειτουργίες της, βλ. Mango, C., Le développement urbain de Constantinople (IVe-VIIe siècles) (Paris 2004). Ο Magdalino δίνει μια διαφορετική ερμηνεία, που υπογραμμίζει τη συνέχεια, βλ. Magdalino, P., Constantinople médiévale: études sur l'évolution des structures urbaines (Paris 1996). 19. Ousterhout, R., “Reconstructing Ninth-Century Constantinople”, στο Brubaker, L. (επιμ.), Byzantium in the Ninth Century: Dead or Alive? (Aldershot 1998), σελ. 115-130. 20. Magdalino, P., Constantinople médiévale: études sur l'évolution des structures urbaines (Paris 1996), σελ. 61-67. 21. Magdalino, P., “Observations on the Nea Ekklesia of Basil I”, Jahrbuch des Österreichischen Byzantinistik 37 (1987), σελ. 51-64, επανέκδοση στο Magdalino, P., Studies on the History and Topography of Byzantine Constantinople (Aldershot 2007), κεφ. VI. 22. Janin, R., La géographie ecclésiastique de l'empire byzantin I: Le siège Constantinople et le patriarcat oecuménique 3: Les eglises et les monasteres2 (Paris 21969)· Magdalino, P., Constantinople médiévale: études sur l'évolution des structures urbaines (Paris 1996), σελ. 67-75. 23. Mango, C., “The Monastery of St. Mary Peribleptos (Sulu manastır) at Constantinople Revisited”, Revue des Études Armeniennes 23 (1992), σελ. 473-493. Η θεμελίωση της Περιβλέπτου αποκαλύφθηκε πρόσφατα, βλ. Dark, K., “The Byzantine Church and Monastery of St Mary Peribleptos in Istanbul”, The Burlington Magazine 141 (1999), σελ. 656-664. 24. Mamboury, E. – Demangel, R., Le quartier des Manganes (Paris 1939). 25. Βλ. Mango, C., “The Palace of the Boukoleon”, Cahiers Archéologiques 45 (1997), σελ. 41-50. 26. Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls, Byzantion – Konstantinupolis – Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jhs. (Tübingen 1977), σελ. 225-228. 27. Papadopoulos, J.B., Le palais et les églises des Blacherne (Thessalonike 1928)· Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls, Byzantion – Konstantinupolis – Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jhs. (Tübingen 1977), σελ. 223-224. 28. Magdalino, P., Constantinople médiévale: études sur l'évolution des structures urbaines (Paris 1996), σελ. 78-84. 29. Magdalino, P., Constantinople médiévale: études sur l'évolution des structures urbaines (Paris 1996), σελ. 86-102. 30. Kidonopoulos, V., Bauten in Konstantinopel, 1204-1328: Verfall und Zerstörung, Restaurierung, Umbau und Neubau von Profan- und Sakralbauten (Wiesbaden 1994)· Kidonopoulos, V., “The Urban Physiognomy of Constantinople from the Latin Conquest through the Palaiologan Era”, στο Brooks, S.T. (επιμ.), Byzantium: Faith and Power (1261-1557). Perspectives on Late Byzantine Art and Culture (New York 2006), σελ. 98-117· Magdalino, P., “Pseudo-Kodinos’ Constantinople”, στο Mango, C., Studies on Constantinople (Aldershot 1993), αρ. XII. 31. Talbot, A.-M., “The Restoration of Constantinople under Michael VIII”, Dumbarton Oaks Papers 47 (1993), σελ. 243-61· βλ. επίσης, Talbot, A.-M., “Empress Theodora Palaiologina, Wife of Michael VIII”, Dumbarton Oaks Papers 46 (1992), σελ. 295-303. 32. Schneider, A.M. – Nomidis, M.I., Galata (Istanbul 1944)· Eyice, S., Galata ve kulesi (Istanbul 1969).
|