Υστεροβυζαντινή ναοδομία στην Κωνσταντινούπολη

1. Εισαγωγή (Ιστορικό πλαίσιο)

Χρονολογικά, η υστεροβυζαντινή ναοδομία στην Κωνσταντινούπολη οριοθετείται από δύο ιστορικά γεγονότα: την ανακατάληψη της πόλης από τους Βυζαντινούς στις 15 Αυγούστου 1261, μετά από τα χρόνια της Φραγκοκρατίας (1204-61), και την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς Τούρκους στις 29 Μαΐου 1453.1 Η υστεροβυζαντινή αρχιτεκτονική στην Κωνσταντινούπολη είναι επίσης γνωστή ως Παλαιολόγεια αρχιτεκτονική, από το όνομα της τελευταίας βυζαντινής αυτοκρατορικής δυναστείας.2 Η πλειονότητα των υστεροβυζαντινών κτισμάτων ανεγέρθηκαν στα πρώτα 60 χρόνια μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης, στα χρόνια των βυζαντινών αυτοκρατόρων Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1261-1282) και Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου (1282-1328), γιατί οι εμφύλιοι πόλεμοι των δεκαετιών του 1320 και του 1340 έθεσαν πρακτικά τέλος στην οικοδομική δραστηριότητα στην Κωνσταντινούπολη.3 Για τον Μιχαήλ Η΄ πρωταρχικής σημασίας ήταν οι επισκευές στα τείχη της πόλης, στο αυτοκρατορικό παλάτι και σε άλλα κοσμικά και δημόσια κτίρια, ενώ θρησκευτικά οικοδομήματα χτίστηκαν κυρίως στη διάρκεια της βασιλείας του γιου του, Ανδρόνικου Β΄. Αξιοσημείωτο πάντως είναι ότι κανείς από τους υπάρχοντες ναούς δεν έχει αποδοθεί σε χορηγία ούτε του Μιχαήλ Η΄ ούτε του Ανδρόνικου Β΄.

Τα περισσότερα έργα θρησκευτικής αρχιτεκτονικής στην υστεροβυζαντινή Κωνσταντινούπολη ήταν ιδιωτικά οικοδομήματα, πολλά από αυτά καθιδρύματα γυναικών της αυτοκρατορικής δυναστείας ή αριστοκρατικών οικογενειών.4 Καθώς η Κωνσταντινούπολη είχε πληγεί από τη λαφυραγωγία, την κακοποίηση και την παραμέληση στα χρόνια της Λατινικής Αυτοκρατορίας,5 τα περισσότερα έργα της υστεροβυζαντινής αρχιτεκτονικής είχαν σχέση με επισκευές, ανοικοδόμηση ή προσθήκες σε υπάρχοντα κτήρια.6 Για παράδειγμα, τα μεγαλύτερα οικοδομικά προγράμματα του 14ου αιώνα ήταν η στήριξη της Αγίας Σοφίας με αντηρίδες μετά το 1317 και η κατασκευή του νέου τρούλου και του ανατολικού τεταρτοσφαίριου μετά το σεισμό του 1346.7 Πέρα από την ανακαίνιση των ήδη υπαρχόντων ναών, ανεγέρθηκαν διάφορα κτίσματα, συνήθως παρεκκλήσια (προσκολλημένα παραπλεύρως του ναού, ταφικού κατά κανόνα χαρακτήρα). Αυτές οι περιμετρικές προσθήκες σε παλαιότερους ναούς συχνά συνδέονταν μεταξύ τους ως τμήματα του περίστωου που περιέβαλλε τις τρεις πλευρές του ναού (βόρεια, δυτική και νότια), ένα αναγνωρίσιμο χαρακτηριστικό των υστεροβυζαντινών εκκλησιών.

2. Αυτοκρατορικά καθιδρύματα

Ο μόνος ναός που μπορεί με ασφάλεια να αποδοθεί σε αυτοκρατορική χορηγία, και ταυτόχρονα ο πρωιμότερος σωζόμενος υστεροβυζαντινός ναός στην Κωνσταντινούπολη, είναι η νότια εκκλησία της Μονής Λιβός (Fenarî Isa Camii), που ιδρύθηκε με χορηγία της αυτοκράτειρας Θεοδώρας, συζύγου του Μιχαήλ Η΄ και μητέρας του Ανδρόνικου Β΄.8 Ο ναός, που χτίστηκε κάποια στιγμή μεταξύ 1282 και 1303 (έτος θανάτου της Θεοδώρας) και αφιερώθηκε στον Ιωάννη τον Πρόδρομο, ανεγέρθηκε ως αυτοκρατορικό μαυσωλείο· τελευταία φορά ενταφιάστηκε εκεί μέλος της Παλαιολόγειας δυναστείας το 1406.9 Η νότια εκκλησία υπήρξε προσθήκη στην πολύ παλαιότερη εκκλησία της Θεοτόκου (εικ.1). Αυτό το σύμπλεγμα εκκλησιών στη Μονή Λιβός φαίνεται ότι αποτελούσε μίμηση παρόμοιων συμπλεγμάτων, όπως η Μονή Παντοκράτορος που είχε ανεγερθεί στα χρόνια της Κομνήνειας δυναστείας. Επιπλέον, ο πλούσιος αρχιτεκτονικός διάκοσμος της νότιας εκκλησίας της Μονής Λιβός θυμίζει έντονα τα κομνήνεια μαυσωλεία.10 Γύρω στα 1460-80, το εσωτερικό είχε απογυμνωθεί εντελώς λόγω καταστροφών, συμπεριλαμβανομένων των ταφικών σημάτων, και ο χώρος υπέστη σημαντικές αλλαγές για να μετατραπεί σε τζαμί.11

Ελάχιστα γνωρίζουμε για τη Μονή του Χριστού Φιλάνθρωπου, που βρισκόταν κοντά στα θαλάσσια τείχη και στον κατεστραμμένο σήμερα Άγιο Γεώργιο των Μαγγάνων. Το καθολικό χτίστηκε κατά πάσα πιθανότητα από την Ειρήνη Χούμναινα, χήρα του Ιωάννη Παλαιολόγου (γιου του Ανδρόνικου Β΄), γύρω στο 1308.12 Το μόνο σωζόμενο τμήμα της υποδομής του ναού, ωστόσο, παρουσιάζει ως προς τον αρχιτεκτονικό διάκοσμο ομοιότητες με τη νότια εκκλησία της Μονής Λιβός, που καθιστά πιθανή την υπόθεση της αυτοκρατορικής χορηγίας (εικ.2).

Άλλος ένας υστεροβυζαντινός ναός που μπορεί να είχε σχέση με την αυτοκρατορική δυναστεία είναι η μικρή εκκλησία που είναι γνωστή ως Παναγία Μουχλιώτισσα, αφιερωμένη αρχικά στην Θεοτόκο Παναγιώτισσα και γνωστή επίσης ως Παναγία των Μογγόλων (εικ.3).13 Ο ναός χτίστηκε τον πρώιμο 13ο αιώνα στην περιοχή μιας παλαιότερης μονής, όμως εξαγοράστηκε και αναστηλώθηκε περί τα 1285 από τη Μαρία Παλαιολογίνα, μετέπειτα μοναχή με το όνομα Μάρθα, η οποία ήταν είτε η αδελφή του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου είτε η κόρη του,14 που ήταν γνωστή και ως Μαρία των Μογγόλων.15 Η Παναγία Μουχλιώτισσα είναι μία από τις δύο εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης που δεν μετατράπηκαν ποτέ σε μουσουλμανικά τεμένη.16 Αυτός ο μικροσκοπικός, περίκεντρος ναός με κάτοψη τετράκογχου έχει σήμερα σε μεγάλο βαθμό αναστηλωθεί, επιβιώνουν όμως η βόρεια και η ανατολική από τις τέσσερις αψίδες του, όπως και ο τρουλαίος πυρήνας πάνω από το κεντρικό διαμέρισμα (εικ.4). Οι αψίδες που έχουν σωθεί, πολυγωνικές εξωτερικά και ημικυκλικές εσωτερικά, με ημικυκλικές κόγχες στους εσωτερικούς τοίχους, θυμίζουν την οργάνωση του χώρου σε πρωιμότερα αυτοκρατορικά οικοδομήματα, όπως μαυσωλεία της Ύστερης Αρχαιότητας και περίκεντρους μεσοβυζαντινούς ναούς.

3. Μεγαλύτερα ιδιωτικά καθιδρύματα

Ανάμεσα στα μεγαλύτερα σωζόμενα ιδιωτικά καθιδρύματα στην Κωνσταντινούπολη συγκαταλέγονται οι αναστηλωμένοι ναοί του Αγ. Ανδρέα εν Κρίσει (Koca Mustafa paşa camii), της Παμμακάριστου (Fethiye camii), του Χριστού της Χώρας (Kariye camii), καθώς και οι προσθήκες στο Kilise Camii, μια βυζαντινή εκκλησία της οποίας δε γνωρίζουμε σήμερα την αρχική αφιέρωση.

Ο Άγιος Ανδρέας εν Κρίσει, αφιερωμένος στον άγιο Ανδρέα της Κρήτης, αναστηλώθηκε και διευρύνθηκε από την Θεοδώρα Ραούλαινα (+ 1300), ανιψιά του Μιχαήλ Η΄.17Αυτός ο τεράστιος (π. 15 x 30 μ.) αλλά μάλλον χαμηλός σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός, με τρούλο πάνω από το κεντρικό διαμέρισμα, μετατράπηκε σε τέμενος γύρω στο 1486-91, και υπέστη εκτεταμένες επισκευές από τους Τούρκους μετά τον σεισμό του 1765.18 Σήμερα τα αρχιτεκτονικά του χαρακτηριστικά ως υστεροβυζαντινού ναού είναι δυσδιάκριτα· ωστόσο το βυζαντινό ουσιαστικά εσωτερικό του, η εκλεπτυσμένη αρχιτεκτονική γλυπτική στα υπέρθυρα, τα βυζαντινά κιονόκρανα του 5ου και 6ου αιώνα, οι κίονες με βυζαντινές επιγραφές και άλλα βυζαντινά spolia αποτελούν τεκμήρια των οικοδομικών πρακτικών στην υστεροβυζαντινή Κωνσταντινούπολη.

Το παρεκκλήσιο της Θεοτόκου Παμμακάριστου χτίστηκε από την αριστοκράτισσα Μαρία Δούκαινα Βράναινα, ως μαυσωλείο για το σύζυγό της, τον πρωτοστράτορα Μιχαήλ Δούκα Γλάβα Ταρχανειώτη, και άλλα μέλη της οικογένειάς του (εικ.5).19 Μετά το θάνατο του συζύγου της γύρω στο 1310, η Μαρία επέβλεψε την ανέγερση αυτού του μικροσκοπικού παρεκκλησίου με τους τρεις τρούλους.20 Αποτελούσε ουσιαστικά έναν ξεχωριστό ναό, προσαρτημένο στη νοτιοανατολική γωνία της παλαιότερης εκκλησίας του 12ου, πιθανότατα, αιώνα. Αργότερα ένας εξωνάρθηκας περιέβαλε ολόκληρο το σύμπλεγμα συνδέοντας τη δυτική και τη νότια πλευρά της αρχικής εκκλησίας με το παρεκκλήσιο (εικ.6). Οι μακρές επιγραφές από κομμάτια πλίνθων ή χαραγμένες στις σειρές από μάρμαρο μνημονεύουν την ίδρυση του υστεροβυζαντινού αυτού κτηρίου.21 Στα μέσα του 15ου αιώνα ο Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος επέλεξε τη μονή της Παμμακάριστου ως έδρα του Πατριαρχείου.22 Το σύμπλεγμα διατήρησε αυτήν τη χρήση μέχρι το 1587, οπότε μετατράπηκε σε τζαμί.

Γύρω στο 1316-21, ο μέγας λογοθέτης Θεόδωρος Μετοχίτης, ένας από τους πλέον μορφωμένους και με τη μεγαλύτερη επιρροή ανθρώπους της αυλής του Ανδρόνικου Β΄, αναστήλωσε τη μεσοβυζαντινή Μονή του Χριστού της Χώρας.23 Ο Μετοχίτης διεύρυνε το καθολικό και πρόσθεσε ένα ταφικό παρεκκλήσιο στα νότια (εικ.7). Έχτισε επίσης δύο νάρθηκες, κωδωνοστάσιο κι ένα διώροφο παράρτημα στα βόρεια της αρχικής εκκλησίας, που πιθανότατα θα λειτουργούσε σα βιβλιοθήκη. Η εκκλησία μετατράπηκε σε τζαμί το 1453, οπότε χάθηκαν τα λειτουργικά της και άλλα σκεύη και κατασκευές· ωστόσο ο μνημειακός της διάκοσμος, αποτελούμενος από την αρχιτεκτονική γλυπτική, τα μωσαϊκά και τις τοιχογραφίες, με αποκορύφωμα μια περίτεχνη και πολύπλοκη παράσταση της Εις Άδου Καθόδου, μαρτυρά τη λαμπρότητα των ταφικών μνημείων των πλούσιων ευγενών (εικ.8).24

Ένας άλλος μεσοβυζαντινός ναός, γνωστός σήμερα με την ονομασία Κιλισέ Τζαμί, επεκτάθηκε τη δεκαετία του 1320, όταν του προσαρτήθηκε μια διώροφη προσθήκη στα βόρεια, ένα προστώο στα νότια με παρεκκλήσιο και κωδωνοστάσιο (;) κι ένας εξωνάρθηκας με τρεις τρούλους (εικ.9).25 Δεν γνωρίζουμε τίποτα για τον δωρητή, την αρχική αφιέρωση και τη λειτουργία αυτών των προσθηκών του 14ου αιώνα, ωστόσο το αρχιτεκτονικό πρόγραμμα θυμίζει πολύ το αντίστοιχο στη Μονή της Χώρας, και δείχνει ότι επρόκειτο για πλούσιους δωρητές.

4. Μικρότερα ιδιωτικά καθιδρύματα

Αρκετά μικρότερα κτήρια μοιράζονται αναγνωρίσιμο αρχιτεκτονικό σχεδιασμό και λεξιλόγιο με άλλα υστεροβυζαντινά οικοδομήματα στην Κωνσταντινούπολη: το Μπαλαμπάν αγά Μεστσιντί (τέλη 13ου αι.), το Εσα Καπισι Μεστσιντί (τέλη 13ου ή αρχές 14ου αι.), το Μπογντάν σαράι (14ος αι.), το Σινάν πασά Μεστσιντί (πρώτο μισό του 14ου αι.), το Σαντσακτάρ Μεστσιντί (πιθανότατα 14ος αι.), το Τοκλου ντεντε Μεστσιντί (πιθ. 14ος αι.), ο Άγιος Δημήτριος ο Κανάβης (1334) και το Μαναστίρ Μεστσιντί, κτήριο του 11ου αιώνα που επισκευάστηκε κατά πάσα πιθανότητα τον 14ο αιώνα.26 Επειδή ωστόσο αυτά τα οικοδομήματα είτε έχουν υποστεί πολλές αλλαγές είτε είναι ερειπωμένα, ενώ η αρχική τους αφιέρωση, η λειτουργία και ο διάκοσμος έχουν χαθεί, δεν είναι δυστυχώς αξιόπιστα τεκμήρια για μια βαθύτερη κατανόηση της υστεροβυζαντινής αρχιτεκτονικής στην Κωνσταντινούπολη ή της υστεροβυζαντινής αρχιτεκτονικής εν γένει.

5. Τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά της Υστεροβυζαντινής ναοδομίας στην Κωνσταντινούπολη

Σε γενικές γραμμές ο μεσοβυζαντινός κωνσταντινουπολίτικος κανόνας, που διακρινόταν για τον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού και την υστεροαρχαϊκή αρχή της συνοχής ως προς τον σχεδιασμό, υποχωρεί στις υστεροβυζαντινές εκκλησίες, που δεν έχουν συνοχή ως προς την ένταξη των δομικών στοιχείων στο σύνολο και έχουν γενικά περιορισμένες μορφικές αναλογίες μεταξύ των αρχιτεκτονικών τους στοιχείων.27 Παρότι οι σωζόμενες υστεροβυζαντινές εκκλησίες στην Κωνσταντινούπολη φαινομενικά μιμούνταν παλαιότερες βυζαντινές πρακτικές, η εξωτερική διαμόρφωση των κτηρίων δεν αντιστοιχεί στη δομή και τη διάταξη των χώρων του εσωτερικού.28 Διακοσμητικές αρχές, που συχνά βασίζονται στην ασυμμετρία και στη φαινομενικά τυχαία χρήση διακοσμητικών στοιχείων, κυριαρχούν στην ανέγερση και διαμόρφωση των τοίχων των ναών.

Η υστεροβυζαντινή ναοδομία στην Κωνσταντινούπολη χαρακτηρίζεται από τη χρήση πλίνθου και πέτρας για την ανέγερση ισχυρών τοίχων, με ραδινές αψιδωτές κόγχες σε αρκετές επιφάνειες και με πλατιές ζώνες διακοσμητικών μοτίβων από οπτόπλίνθους πάνω από τα αψιδώματα, ιδίως στους τοίχους της αψίδας. Η Νότια εκκλησία της Μονής Λιβός, η υποδομή του Χριστού Φιλάνθρωπου και το παρεκκλήσιο της Παμμακάριστου αποτελούν παραδείγματα μιας πλινθοπερίκλειστης τοιχοδομίας με ζωηρές χρωματικές εναλλαγές, στην οποία εναλασσόμενες πολλαπλές σειρές τούβλων και μικρών πετρών εναλλάσσονται με σειρές μαρμάρων που αποτελούνται από τροχίλους, σπείρες και πρισματικής τομής μέλη, και τις επιφάνειες των τοίχων διαμορφώνουν ημικιονίσκοι σε δεύτερη χρήση και πολλά διακοσμητικά θέματα όπως μαίανδρους, τοξωτά και ριπιδοειδή σχήματα, εκτελεσμένα με οπτοπλίνθους (εικ.2, 10, 11). Συχνά στον ίδιο ναό υπάρχουν παράθυρα και διακοσμητικές κόγχες διαφορετικού σχήματος και μεγέθους στις παρειές των των τοίχων. Τα τύμπανα των τυφλών αψιδωμάτων συνήθως κοσμούνται με κεραμοπλαστικά κοσμήματα όπως άβακα, πλίνθους σε διάταξη ανάστροφου Π ή σε διάταξη Χ, ρομβοειδή πλακίδια κ.α. Οξυκόρυφα τόξα, που συνήθως θεωρείται επίδραση από ισλαμική αρχιτεκτονική, μπορεί κανείς να δει στους πλάγιους τοίχους του παρεκκλησίου της Παμμακάριστου (εικ.12) και της Μονής της Χώρας. Ορισμένες φορές αναθηματικές επιγραφές και επιγράμματα, με οπτοπλινθοδομή ή χαραγμένα σε μάρμαρο, διατρέχουν τους τοίχους των ναών, όπως συμβαίνει στην Παμμακάριστο.

Οι σωζόμενες κωνσταντινουπολίτικες εκκλησίες που ανεγέρθηκαν μετά την ανακατάληψη της πόλης από τους Βυζαντινούς το 1261 επιδεικνύουν περιορισμένη τεχνοτροπικήσυνάφεια. Έχει προταθεί ωστόσο μια διάκριση σε κατηγορίες, αυτών που χτίστηκαν μέχρι το 1300 κι αυτών που χτίστηκαν μεταξύ 1300 και 1330.29 Εν πάση περιπτώσει, αδιαμφισβήτητη είναι η γοητεία της νέας αισθητικής που διακρίνει τα μνημεία αυτά.

6. Ο ρόλος της υστεροβυζαντινής αρχιτεκτονικής της Κωνσταντινούπολης

Χωρίς να αρνείται κανείς τη σημασία της υστεροβυζαντινής αρχιτεκτονικής στην Κωνσταντινούπολη, ο ρόλος της στην κατανόηση της βυζαντινής αρχιτεκτονικής και κουλτούρας ακόμη δεν έχει μελετηθεί σε βάθος. Συνήθως η βυζαντινή παράδοση στο σύνολό της εξετάζεται επικεντρώνοντας σε μια και μόνη πόλη, την Κωνσταντινούπολη, κι ωστόσο η ναοδομία στην Κωνσταντινούπολη παύει μετά το 1330, εξαιτίας των εμφυλίων πολέμων και της οικονομικής παρακμής. Ο περιορισμένος πλούτος των αυτοκρατορικών και αριστοκρατών δωρητών έχει οδηγήσει σε επανεξέταση του ρόλου της υστεροβυζαντινής Κωνσταντινούπολης ως κύριου, ακόμη και αποκλειστικού κέντρου προέλευσης καλλιτεχνικών επιρροών.30 Η πιθανότητα να ήταν επίσης αποδέκτης η Κωνσταντινούπολη και να υπήρξαν κι άλλα κέντρα καλλιτεχνικής ανάπτυξης συχνά παραγνωρίζεται,31 αν και έχει αρχίσει να προβάλλεται η επιρροή της σύγχρονης αρχιτεκτονικής από τη δυτική Μικρά Ασία και τη Νίκαια (σημ. Iznik), το κέντρο της εξόριστης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας πριν την ανακατάληψη του 1261.32

Ένα επιπλέον πρόβλημα για την κατανόησή μας της υστεροβυζαντινής ναοδομίας είναι η επισκίασή της συχνά από τα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες της ίδιας περιόδου, που έχουν μελετηθεί περισσότερο σε βάθος και είναι αντικείμενο θαυμασμού. Πολύ συχνά οι μελετητές προσπαθούν να καταλήξουν πάνω στη χρονολόγηση ή την ποιότητα ενός μνημείου ή να αντιπαραβάλλουν τις εξελίξεις στην αρχιτεκτονική με αυτές της μνημειακής αρχιτεκτονικής.33 Η προσέγγιση της υστεροβυζαντινής αρχιτεκτονικής γίνεται συχνά μέσω μη-βυζαντινής αρχιτεκτονικής ή μέσω άλλων τεχνών και της λογοτεχνίας· μια τέτοια προσέγγιση συνήθως οδηγεί στην ασύστατη υπόθεση ότι η τεχνοτροπικές εξελίξεις στη βυζαντινή τέχνη και στη βυζαντινή αρχιτεκτονική ήταν ταυτόχρονες.34

Αυτό που είναι βέβαιο, ωστόσο, είναι ότι η πλειοψηφία των θρησκευτικών οικοδομημάτων στην υστεροβυζαντινή Κωνσταντινούπολη ήταν κτήρια που προορίζονταν για ταφική χρήση. Τα περισσότερα μορφολογικά τους στοιχεία, όπως αρκοσόλια και άλλα ταφικά σήματα, βεβηλώθηκαν και αφαιρέθηκαν από τις εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης μετά την οθωμανική κατάκτηση. Τα κατά τόπους σωζόμενα εικονογραφικά προγράμματα, όπως αυτό του παρεκκλησίου της Μονής της Χώρας, με τις εξαιρετικά διατηρημένες τοιχογραφίες της Εις Άδου καθόδου και της Δευτέρας Παρουσίας, καθώς και της Παναγίας Χώρας του Αχωρήτου, που υποδέχεται τις ψυχές των Χριστιανών, δείχνουν ότι τα εσχατολογικά θέματα, ο θάνατος και η μετα θάνατον ζωή, ήταν μέλημα της καλλιτεχνικής κίνησης κατά την περίοδο αυτή.35




1. S. Ćurčić, “Religious Settings of the Late Byzantine Sphere” στο H. C. Evans (ed.), Byzantium: Faith and Power (1261-1557) (New York and New Haven 2004), σελ. 65.

2. R. Krautheimer (αναθ. από τον R. Krautheimer και τον S. Ćurčić), Early Christian and Byzantine Architecture (New Haven and London 1986), σελ. 413-50 (7ο μέρος).

3. S. Ćurčić, “Religious Settings of the Late Byzantine Sphere”, στο H. C. Evans (ed.), Byzantium: Faith and Power (1261-1557) (New York and New Haven 2004), σελ. 65-94· S. Ćurčić, “Architecture”, στο Oxford Dictionary of Byzantium 1 (New York-Oxford 1991) σελ. 157-59 και ιδίως “Seventh Period (14th to 15th C), σελ. 159· K.-P. Matschke, “Builders and Building in Late Byzantine Constantinople”, στο N. Necipoglu (ed.) Byzantine Constantinople. Monuments, Topography and Everyday Life, (Leiden-Boston-Cologne 2001), σελ. 315-28.

4. Σχετικά με γυναίκες χορηγούς, βλ. A.-M. Talbot, “Building activity in Constantinople under Andronikos II: The Role of Women Patrons in the Construction and Restoration of Monasteries”, στο N. Necipoglu (ed.), Byzantine Constantinople. Monuments, Topography and Everyday Life (Leiden-Boston-Cologne 2001), σελ. 329-43.

5. Μια άλλη άποψη προτείνει ο D. Jacoby, “The Urban Evolution of Latin Constantinople (1204-1261)”, στο N. Necipoglu (ed.), Byzantine Constantinople. Monuments, Topography and Everyday Life (Leiden-Boston-Cologne 2001), σελ. 277-97, αν και αναγνωρίζει ότι τα κτήρια που ήταν προϊόντα της φραγκικής οικοδομικής δραστηριότητας απομακρύνοταν από το βυζαντινό ιδίωμα.

6. S. Ćurčić, “Religious Settings of the Late Byzantine Sphere”, στο H. C. Evans (ed.), Byzantium: Faith and Power (1261-1557) (New York and New Haven 2004), σελ. 65-94, με παραπομπές στο άρθρο του R. Ousterhout για την υστεροβυζαντινή ναοδομία στην Κωνσταντινούπολη, “Constantinople, Bythinia, and Regional Developments in Later Palaeologan Architecture”, στο S. Ćurčić and D. Mouriki (eds), The Twilight of Byzantium (Princeton 1991), pp. 75-91· και E. Zanini, “Materiali e techniche costruttive nell’architettura paleologa a Constantinopoli: Un approccio archeologico”, στο A. Iacobini - M. Della Valle (eds.), L’arte di Bisanzio al tempo dei Paleologi, 1261-1453 (Rome 1999), σελ. 301-320.

7. Πιο πρόσφατα πάνω στο ζήτημα: S. Ćurčić, “Some Reflections on the Flying Buttresses of Haghia Sophia in Istanbul”, Sanat Tarihi Defterleri 8 (2004), σελ. 7-22· K.-P. Matschke, “Builders and Building in Late Byzantine Constantinople”, στο N. Necipoglu (ed.), Byzantine Constantinople. Monuments, Topography and Everyday Life (Leiden, Boston, Cologne 2001), σελ. 322 για την αντιστήριξη της Αγίας Σοφίας και σελ. 319-322 για την εκ νέου ανέγερση τρούλου.

8. Th. Macridy at al., “The Monastery of Lips and the Burials of the Palaeologi”, Dumbarton Oaks Papers 18 (1964), σελ. 253-277.

9. Th. Macridy at al., “The Monastery of Lips and the Burials of the Palaeologi”, Dumbarton Oaks Papers 18 (1964), σελ. 253-277· W. Müller-Wiener, Bildlexikon zur Topographie Istanbul : Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jh. (Tübingen 1977), σελ. 126-31.

10. S. Ćurčić, “Religious Settings of the Late Byzantine Sphere”, στο H. C. Evans (ed.), Byzantium: Faith and Power (1261-1557) (New York and New Haven 2004), σελ. 65-94, όπου παραπέμπει στο βιβλίο του Α. Πασαδαίου, Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος των βυζαντινών κτιρίων της Κωνσταντινουπόλεως (Αθήνα 1973).

11. Th. Macridy at al., “The Monastery of Lips and the Burials of the Palaeologi”, Dumbarton Oaks Papers 18 (1964), σελ. 253-277· W. Müller-Wiener, Bildlexikon zur Topographie Istanbul : Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jh. (Tübingen 1977), σελ. 126-31.

12. W. Müller-Wiener, Bildlexikon zur Topographie Istanbul : Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jh. (Tübingen 1977), σελ. 109· S. Eyice, Son Devir Byzans Mimârisi. Istanbul’da Palaiologos’lar Devri Antilari (Istanbul 1980), σελ. 72-8, και πιν. 123-30.

13. W. Müller-Wiener, Bildlexikon zur Topographie Istanbul : Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jh. (Tübingen 1977), σελ. 204-5.

14. Ο W. Müller-Wiener, Bildlexikon zur Topographie Istanbul : Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jh. (Tübingen 1977), σελ. 204 θεωρεί τη Μαρία κόρη του Μιχαήλ Η΄, ενώ η A.-M. Talbot, “The Restoration of Constantinople under Michael VIII”, Dumbarton Oaks Papers 47 (1993), σελ. 256, τη θεωρεί αδελφή του Μιχαήλ.

15. Σχετικά με τη Μαρία Παλαιολογίνα και το γάμο της με τον Μογγόλο Χάνο Hulagu ή Abagu, βλ. τον επίσημο διαδικτυακό τόπο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως: http://www.ec-patr.org/afieroma/churches/show.php?lang=en&id=03 [έλεγχος πρόσβασης Φεβρ. 2008]

16. Η Αγία Ειρήνη και η Παναγία Μουχλιώτισσα ήταν οι δύο εκκλησίες που παρέμειναν χριστιανικές για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Η Παναγία Μουχλιώτισσα βρισκόταν στη συνοικία του Φαναριού (ανάμεσα στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και στο Ιωακείμειο Παρθεναγωγείο σήμερα) που είχε παραχωρηθεί στους Έλληνες μετά την Οθωμανική κατάκτηση. Ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ δώρισε την εκκλησία στον Έλληνα αρχιτέκτονα Χριστόδουλο ως αμοιβή για την ανέγερση του Fethiye Camii στην τοποθεσία του κατεδαφισμένου ναού των Αγίων Αποστόλων. Χάρη στο φιρμάνι του Μωάμεθ του Πορθητή ο ναός απέφυγε την μετατροπή σε τέμενος επί Σελήμ Α΄, και παρέμεινε Ορθόδοξη εκκλησία μέχρι σήμερα. Βλέπε σχετικά: http://www.ec-patr.org/afieroma/churches/show.php?lang=en&id=03 [έλεγχος πρόσβασης Φεβρ. 2008]; S. Kirimtayif, Converted Byzantine churches in Istanbul: their transformation into mosques and masjids (Istanbul 2001).

17. W. Müller-Wiener, Bildlexikon zur Topographie Istanbul : Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jh. (Tübingen 1977), σελ. 172-76· A. Van Millingen, Byzantine Churches in Constantinople: Their History and Architecture (London 1912), σελ. 106-121.

18. W. Müller-Wiener, Bildlexikon zur Topographie Istanbul : Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jh. (Tübingen 1977), σελ. 172-76· A. Van Millingen, Byzantine Churches in Constantinople: Their History and Architecture (London 1912), σελ. 106-21.

19. H. Hallensleben, “Untersuchungen zur Baugeschichte der ehemahligen Pammakaristoskirche, der heutigen Fethiye camii in Istanbul”, Istanbuler Mitteilungen 13-14 (1963-64), σελ. 128-93· W. Müller-Wiener, Bildlexikon zur Topographie Istanbul : Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jh. (Tübingen 1977), σελ. 132-35· A. Van Millingen, Byzantine Churches in Constantinople: Their History and Architecture (London 1912), σελ. 138-63· C. Mango “Pammakaristos, Church of Hagia Maria”, στο Oxford Dictionary of Byzantium 3 (New York-Oxford 1991), σελ. 1567-68.

20. Σχετικά με την εξέλιξη του διπλού νάρθηκα, βλ. S. Ćurčić, “The Twin-domed Narthex in Paleologan Architecture”, Zbornik radova vizantološkog instituta 13 (1971), σελ. 333-344.

21. A.-M. Talbot, “Epigrams in Context: Metrical Inscriptions on Art and Architecture of the Palaiologan Era”, Dumbarton Oaks Papers 53 (1999), σελ. 75-90. Σχετικά με το επιτύμβιο επίγραμμα που αποδίδεται στον Μανουήλ Φιλη, βλ. J. Ebersolt, J. and A. Thiers, Les églises de Constantinople (London 1979), σελ. 228-30.

22. C. Mango, “Pammakaristos, Church of Hagia Maria”, στο Oxford Dictionary of Byzantium 3 (Oxford - New York 1991), σελ. 1567-68.

23. R. Ousterhout, The Architecture of the Kariye Camii in Istanbul. Dumbarton Oaks Studies 25 (Washington D.C. 1987)· S. Ćurčić, “Religious Settings of the Late Byzantine Sphere”, στο H. C. Evans (ed.), Byzantium: Faith and Power (1261-1557) (New York and New Haven 2004), σελ. 65-94.

24. Ø. Hjort, “The Sculpture of Kariye Camii”, Dumbarton Oaks Papers 33 (1979), σελ. 199-289· R. Ousterhout, The Architecture of the Kariye Camii in Istanbul. Dumbarton Oaks Studies 25 (Washington D.C. 1987)· P. Underwood, The Kariye Djami 1 (New York 1966).

25. W. Müller-Wiener, Bildlexikon zur Topographie Istanbul : Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jh. (Tübingen 1977), σελ. 169-71· H. Hallensleben, “Zur Annexbauten der Kilise Camii in Istanbul”, Istanbuler Mitteilungen 15 (1965), σελ. 323-30.

26. W. Müller-Wiener, Bildlexikon zur Topographie Istanbul : Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul bis zum Beginn d. 17. Jh. (Tübingen 1977), σελ. 79-80, 98, 110, 118-19, 184-85, 194-95, 198-99, 206-08· A. Van Millingen, Byzantine Churches in Constantinople: Their History and Architecture (London 1912), σελ. 280-87

27. Σχετικά με τις αρχές του μεσοβυζαντινού αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και τον απόηχό τους στην Παλαιολόγεια αρχιτεκτονική, βλ. S. Ćurčić, “Articulation of Church Façades during the First Half of the Fourteenth Century”, στο S. Petković (ed.), Vizantijska umetnost sredinom XIV veka, (Beograd 1978), σελ. 17-27.

28. S. Ćurčić, “Articulation of Church Façades during the First Half of the Fourteenth Century”, στο S. Petković (ed.), Vizantijska umetnost sredinom XIV veka, (Beograd 1978), σελ. 17-27· J. Trkulja, Aesthetics and symbolism of Late Byzantine church façades, 1204-1453. (διδ. διατρ., Princeton Univ., 2004).

29. S. Ćurčić, “Religious Settings of the Late Byzantine Sphere”, στο H. C. Evans (ed.), Byzantium: Faith and Power (1261-1557) (New York and New Haven 2004), σελ. 65-94, με παραπομπές στο S. Eyice, Son Devir Byzans Mimârisi. Istanbul’da Palaiologos’lar Devri Antilari (Istanbul 1980).

30. S. Ćurčić, “Religious Settings of the Late Byzantine Sphere”, στο H. C. Evans (ed.), Byzantium: Faith and Power (1261-1557) (New York and New Haven 2004), σελ. 65-94.

31. Πρόσφατα οι H. Buchwald και S. Ćurčić αναθέρμαναν το ενδιαφέρον για την τεχνοτροπία και τα τοπικά χαρακτηριστικά της υστεροβυζαντινής ναοδομίας, αναγνωρίζοντας κάποια λάθη της μέχρι τώρα έρευνας και την ανάγκη για ορθότερη προσέγγιση, βλ. H. Buchwald, Form, Style and Meaning in Byzantine Church Architecture (Aldershot-Brookfield 1999)· S. Ćurčić, Middle Byzantine Architecture on Cyprus: Provincial or Regional? (Nicosia 2000)· S. Ćurčić “The Role of Late Byzantine Thessaloniki in Church Architecture in the Balkans”, Dumbarton Oaks Papers 57 (2003), σελ. 65-84.

32. H. Buchwald, “Lascarid Architecture”, Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik 28 (1979), σελ. 261-296.

33. Πιο πρόσφατα πάνω στο ζήτημα: R. Ousterhout, “Contextualizing the Later Churches of Constantinople; Suggested Methodologies and a Few Examples”, Dumbarton Oaks Papers 54 (2000), σελ. 241-50.

34. Βλ. ενδεικτικά R. Ousterhout, “An Apologia for Byzantine Architecture”, Gesta 35.1 (1996), σελ. 21-33.

35. Βλ. ενδεικτικά R. Ousterhout, The Art of the Kariye Camii (London-Istanbul 2002)· S. D. Nersessian, “Program and Iconography of the Frescoes of the Parekklesion”, στο P. Underwood, The Kariye Djami (New York 1966), σελ. 303-49.