Κινστέρνες

1. Οι κινστέρνες στην Κωνσταντινούπολη

Η Κωνσταντινούπολη βρίσκεται σε μια χερσόνησο με ανεπαρκείς πηγές πόσιμου νερού. Καθώς οι Βυζαντινοί επιθυμούσαν να καταστήσουν την πόλη άτρωτη, οι δεξαμενές εντός των τειχών της πόλης ήταν για την επιβίωση της πρωτεύουσας και μεγαλύτερης πόλης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας εξίσου χρήσιμες με τα τείχη, ειδικά στην περίπτωση πολιορκίας και κατά τις μακρές ξηρασίες των θερινών μηνών.1 Νερό συλλέγονταν από τις πηγές στα δάση της Θράκης και μεταφερόταν στα δυτικά της πόλης, όπου αποθηκευόταν σε μεγάλες δημόσιες κινστέρνες, ανοιχτές ή σκεπαστές. Με περισσότερες από 100 μεγάλες δεξαμενές και τις αμέτρητες στέρνες για τις ιδιωτικές κατοικίες, εξασφαλιζόταν επάρκεια νερού περίπου της τάξεως των 1.000.000 κ.μ. Έτσι, καμία αρχαία πόλη δεν μπορεί να συγκριθεί με την Κωνσταντινούπολη στο μέγεθος και το πλήθος των κινστέρνων.2

Οι μεγάλες κινστέρνες ήταν αναγκαία και πολυδάπανα δημόσια έργα.3 Συνήθως είχαν δάπεδα λαξευμένα πάνω στο φυσικό βράχο και ψηλά τοιχώματα επενδεδυμένα με παχύ υδραυλικό κονίαμα. Οι σκεπαστές κινστέρνες ήταν καλυμμένες με θολωτή στέγαση. Η αποταμίευση του νερού στις μεγάλες δημόσιες κινστέρνες μαρτυρείται ήδη από τον 4ο και 5ο αιώνα σε κεντρικές και πολυπληθείς αστικές ζώνες.4 Οι κινστέρνες αυτές παρείχαν νερό κυρίως στο Μέγα Παλάτιο, τα δημόσια λουτρά και τις δημόσιες κρήνες. Με την επέκταση των τειχών τον 5ο αιώνα, επί Θεοδοσίου Β΄ (408-450), άλλοι δύο λόφοι περιλήφθηκαν εντός της πόλης και απέκτησαν επιπλέον υπαίθριες ανοιχτές κινστέρνες. Η πλειονότητα αυτών των κινστερνών χτίστηκε στο δυτικό τμήμα της πόλης. Μέχρι τον 7ο αιώνα, εποχή κατά την οποία ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε με ταχείς ρυθμούς, χτίστηκαν οι δύο σκεπαστές κινστέρνες που είναι γνωστές σήμερα με τις ονομασίες Yerebatan (Γιερεμπατάν) και Binbirdirek (Μπινμπιρντιρέκ), καθώς και η κινστέρνα των Σαράντα Μαρτύρων (που δεν έχει εντοπιστεί μέχρι σήμερα).5 Παρόλο που ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο ήταν μικρότερος από το ήμισυ των 400-500 χιλιάδων κατοίκων του 5ου και του 6ου αιώνα, οι πηγές αναφέρουν τουλάχιστον δύο μεγάλα μεταναστευτικά κύματα προς την πόλη κατά τον 11ο αιώνα.6 Με τη νέα αύξηση του αστικού πληθυσμού χτίστηκαν επιπλέον κινστέρνες για τα νοικοκυριά, τα μοναστήρια, τα πάρκα και τους κήπους.7 Στα χρόνια της Λατινικής Αυτοκρατορίας (1204-1261) η ύδρευση της πόλης βασιζόταν σχεδόν αποκλειστικά στις κινστέρνες, εκτός από κάποιες περιορισμένης έκτασης παροχές νερού, τοπικά πηγάδια και υπόγειες πηγές.8 Εξαιτίας της γενικότερης εγκατάλειψης οι περισσότερες από τις αρχαίες δημόσιες δεξαμενές έπαψαν να χρησιμοποιούνται στην υστεροβυζαντινή Κωνσταντινούπολη, αλλά η αποθήκευση νερού σε δεξαμενές συνεχίστηκε. Επιπροσθέτως, διάφορα παλαιότερα κτίρια χρησιμοποιήθηκαν ξανά ως δεξαμενές, όπως για παράδειγμα η Σφενδόνη του Ιπποδρόμου, οι μεγάλες αίθουσες του Λαύσου, η ροτόντα του Μυρελαίου.9 Στη μεταβυζαντινή Κωνσταντινούπολη οι περισσότερες δημόσιες κινστέρνες είτε είχαν εγκαταλειφθεί είτε χρησιμοποιούνταν για χρήσεις άλλες από εκείνην της αποθήκευσης νερού. Μέχρι την ύστερη Οθωμανική περίοδο ωστόσο, πολλές οικίες στην παλαιά πόλη είχαν ιδιωτικά πηγάδια, που αντλούσαν νερό από παλιές δεξαμενές.

2. Ανοιχτές κινστέρνες

Οι πιο σημαντικές ανοιχτές κινστέρνες μάζευαν νερό κυρίως από το δάσος του Βελιγραδίου στα δυτικά της πόλης. Γι' αυτές τις δεξαμενές χρησιμοποιούνταν συχνά αγωγοί στους οποίους το νερό κινούνταν με τη βοήθεια της βαρύτητας, για να τροφοδοτήσουν το σύστημα υδροδότησης της πόλης. Γι' αυτό οι ανοιχτού τύπου δεξαμενές βρίσκονταν συνήθως στους λόφους της Κωνσταντινούπολης.

Η πρωιμότερη κινστέρνα που αναφέρεται στις γραπτές πηγές είναι η κινστέρνα του Μόδεστου του 4ου αιώνα, που φέρει το όνομα ενός επάρχου της πόλης.10 Χτισμένη μέσα σε έξι χρόνια, από το 363 έως το 369, αυτή η μεγάλη κινστέρνα ήταν σε κάτοψη περίπου 154 μ. x 90 μ. και κατά πάσα πιθανότητα ήταν ανοιχτού τύπου. Στην ενδέκατη ρεγεώνα, κοντά στη χαμένη σήμερα εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, η κινστέρνα του Μόδεστου δεν είναι πλέον ορατή. Ωστόσο, θα μπορούσε να είναι η κινστέρνα της οποίας τα τοιχώματα αποκαλύφθηκαν στην περιοχή του Saraçhane (η Αγορά των Σαγματοποιών στην οθωμανική πόλη).11

Οι τρεις μεγαλύτερες και πιο σημαντικές ανοιχτές δεξαμενές που είναι ακόμα ορατές βρίσκονται στον Πέμπτο, Έκτο και Έβδομο λόφο της Κωνσταντινούπολης (Εικ. 1).12 Χτίστηκαν μεταξύ του πρώιμου 5ου και πρώιμου 6ου αιώνα, με πρώτη στη σειρά τη μικρότερη σε μέγεθος κινστέρνα, τη λεγόμενη κινστέρνα του Αετίου, δεύτερη την κινστέρνα του Άσπαρος και τελευταία τη μεγαλύτερη όλων, την κινστέρνα του Αγίου Μώκιου. Και οι τρεις δεξαμενές περιήλθαν σε αχρηστία κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο που διαδέχτηκε την Λατινοκρατία στην Κωνσταντινούπολη (1204-61), η οποία σφραγίστηκε από γενική εγκατάλειψη των αστικών υποδομών.

Λαξευμένη μέσα στον Έκτο λόφο κοντά στα χερσαία τείχη, η κινστέρνα που παραγγέλθηκε από τον Αέτιο, έπαρχο της Κωνσταντινούπολης, χτίστηκε το έτος 421. Αυτή η τεράστια δεξαμενή είχε αρχικά διαστάσεις επί της κάτοψης 244 μ. x 85 μ. και βάθος 13-15 μ. Τη δεκαετία του 1960 ο χώρος μεταπλάστηκε για να κατασκευαστεί το Στάδιο Vefa. Η δεύτερη σε μέγεθος κινστέρνα, η κινστέρνα του Άσπαρος, χτίστηκε στα μέσα του 5ου αιώνα στον Πέμπτο Λόφο. Η κινστέρνα είναι ορθογώνιου σχήματος σε κάτοψη, 152 μέτρα σε κάθε πλευρά και περί τα 10-11μ. βάθος. Δέσποζε πάνω από τον Κεράτιο Κόλπο, στη σημερινή περιοχή του Sultan Selim δίπλα στο αυτοκρατορικό τζαμί του Σελήμ Α΄. Η μεγαλύτερη από τις τρεις, η επονομαζόμενη κινστέρνα του Αγίου Μωκίου, βρίσκεται στον Έβδομο Λόφο. Ο Έβδομος λόφος ήταν γνωστός στους Έλληνες ως Ξερόλοφος, όπου σύμφωνα με την παράδοση συγκεντρωνόταν ο λαός για να προσευχηθεί για βροχή σε περιόδους ανομβρίας.13 Η κινστέρνα πήρε το όνομά της από την εκκλησία του Αγίου Μωκίου που βρίσκεται στην περιοχή. Σύμφωνα με την παράδοση η κινστέρνα ήταν έργο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Α΄ (306-337), αλλά όπως αποδείχτηκε πρόκειται για κτίσμα του ύστερου 5ου ή του πρώιμου 6ου αιώνα, ίσως επί βασιλείας του αυτοκράτορα Αναστάσιου (491-518).14 Οι διαστάσεις στο εσωτερικό της κινστέρνας είναι στην κάτοψη περίπου 125 μ. x 175 μ., οι τοίχοι έχουν πάχος 6μ., και το βάθος της ήταν περίπου 10-15 μ. Επί Οθωμανών η κινστέρνα μετονομάστηκε σε Altimermer («Τα έξι μάρμαρα»), ονομασία που κατά πάσα πιθανότητα αναφερόταν στις έξι μαρμάρινες κολώνες που σηματοδοτούσαν την είσοδο στην κινστέρνα.15 Πρόσφατα, η δεξαμενή μετατράπηκε σε χώρο αναψυχής, το γνωστό ως Εκπαιδευτικό Πάρκο του Fatih.

Άλλες ανοιχτού τύπου κινστέρνες υπήρχαν και σε άλλα σημεία της πόλης. Οι περισσότερες από αυτές δεν έχουν γίνει γενικώς αντικείμενο μελέτης. Μια τεράστια κινστέρνα που έχει αποκαλυφθεί στη βόρεια πλευρά της Μέσης, στο κεντρικό τμήμα της Κωνσταντινούπολης, τη σημερινή περιοχή του Sultanahmet, δεν αποτελεί παρά μόνο ένα δείγμα. Τμήμα του ανατολικού της τοίχου είναι ακόμα ορατό από τη δυτική πλευρά της λεωφόρου Babiâli (Εικ. 2).16 Αν και δεν ανασκάφηκε ποτέ στο σύνολό της, το βάθος μέχρι στιγμής υπερβαίνει τα 14μ. Ο ανατολικός τοίχος της κινστέρνας, με ίχνη ορατά για πάνω από 90 μ., εμφανίζει την χαρακτηριστική τοιχοδομία του πρώιμου 5ου αιώνα, με εναλλασσόμενες σειρές οπτοπλίνθων και λίθων.17

Εκτός από αυτές τις τεράστιες ανοιχτού τύπου κινστέρνες μέσα στην πόλη, στο σύστημα ύδρευσης της πόλης εντασσόταν και μια ανοιχτή κινστέρνα που σήμερα είναι γνωστή με την ονομασία Fildami («Οι σταύλοι του ελέφαντα») και βρισκόταν στο Έβδομον (Bakirköy), δηλαδή εκτός των τειχών (Εικ. 3).18 Αυτή η κινστέρνα, χτισμένη πιθανώς επί αυτοκράτορα Ουάλεντα, έχει διαστάσεις περ. 130 μ. x 75μ. σε κάτοψη, ήταν περίπου η μισή σε μέγεθος από την κινστέρνα του Αέτιου και είχε μια χωρητικότητα της τάξης των 125.000 κ.μ. κατά προσέγγιση.19 Η πρόσοψή της αντιστηρίζεται με κόγχες και διατηρείται ακόμη και σήμερα σε όλο της το ύψος της, που φτάνει τα 10 μ.20

3. Σκεπαστές κινστέρνες

Οι σκεπαστές δεξαμενές ήταν περισσότερες σε αριθμό από τις ανοιχτού τύπου κινστέρνες. Τουλάχιστον εβδομήντα τέτοιες κινστέρνες υπήρχαν στην Κωνσταντινούπολη, αν και δεν έχουν εντοπιστεί για όλες αρχαιολογικά τεκμήρια.21 Κάποιες από τις μεγαλύτερες σε μέγεθος σκεπαστές κινστέρνες είχαν ήδη κατασκευαστεί από τον 4ο και 5ο αιώνα, την ίδια περίοδο με τις ανοιχτές κινστέρνες. Η πλέον περίφημη ανάμεσα στις σκεπαστές κινστέρνες είναι οπωσδήποτε η Βασιλική Κινστέρνα του 6ου αιώνα (Yerebatan Saray), που είναι η μεγαλύτερη σωζόμενη βυζαντινή υπόγεια δεξαμενή.

Η δεύτερη μεγαλύτερη σκεπαστή κινστέρνα είναι σήμερα γνωστή με το όνομα Μπινμπιρντιρέκ (Binbirdirek) (Εικ. 4). Η κινστέρνα συνήθως ταυτίζεται με την παλαιά κινστέρνα κάποιου Φιλόξενου, του 5ου ή 6ου αιώνα, η οποία αναφέρεται συχνά σε πρώιμες πηγές, αν και αυτή η ταύτιση δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί με ασφάλεια.22 Ευρισκόμενη ανάμεσα στο αρχαίο φόρο του Κωνσταντίνου και τον Ιπποδρομο, στη σημερινή περιοχή Sultanahmet, η κινστέρνα Binbirdirek είναι ένα μεγάλο επίτευγμα στην πρώιμη αστική εξέλιξη της Κωνσταντινούπολης. Αν και η τουρκική της ονομασία Binbirdirek σημαίνει κυριολεκτικά “1001 κολώνες”, η θολοδομία της κινστέρνας υποβασταζόταν στην πραγματικότητα από 224 (16x14) μαρμάρινους κίονες, που παραμένει οπωσδήποτε ένας εντυπωσιακός αριθμός. Σε κάτοψη, η κινστέρνα είναι 64 μ. x 56 μ., περίπου το ένα τρίτο σε μέγεθος της κάτοψης της Βασιλικής κινστέρνας. Παρόλα αυτά, η κινστέρνα Binbirdirek μπορούσε να υποστηρίξει σε χωρητικότητα τη μισή περίπου ποσότητα από εκείνη του Yerebatan, περί τα 40000 κ.μ. νερού.23 Αυτό κατορθώθηκε με τη χρήση νέων δομικών στοιχείων: κατασκευάστηκαν δίτονοι κίονες, μερικοί εκ των οποίων έφταναν σε ύψος τα 14-15 μ., με την τοποθέτηση δύο κορμών κιόνων του ενός πάνω στον άλλον, ενωμένων με ειδικά σχεδιασμένα εξαρτήματα και ένα μαρμάρινο δακτύλιο (Εικ. 5). Καθώς οι κάτω στύλοι είναι θαμμένοι 4.8 μ. μέσα στην στεγνή λάσπη που έχει συσσωρευτεί στην κινστέρνα με την πάροδο των αιώνων, μόνο μικρό τμήμα τους και οι πάνω κορμοί των κιόνων είναι σήμερα ορατοί (Εικ. 6). Στους περισσότερους κίονες διακρίνονται ακόμη τα σημάδια των μαστόρων από τον 6ο αιώνα (βλ. Εικ. 4.4).24 Μετά την Οθωμανική κατάκτηση το 1453, η δεξαμενή περιέπεσε σε αχρηστία. Ανακαλύφθηκε εκ νέου κατά την ανέγερση του παλατιού του Pasha Fazli στην ίδια θέση τον 17ο αιώνα.25 Αποστεγνωμένη επί αιώνες, η κινστέρνα χρησιμοποιήθηκε ως μεταξουργείο στα οθωμανικά χρόνια, και σήμερα είναι ανακαινισμένη για εμπορική χρήση (Εικ. 7).26

Η κινστέρνα του Θεοδόσιου, που χτίστηκε επί Θεοδοσίου Β΄ (428-433) μάζευε το νερό που διοχετευόταν από το λεγόμενο υδραγωγείο του Ουάλη.27 Με διαστάσεις 45 μ. x 25 μ. σε κάτοψη, αυτή η υπόγεια κινστέρνα διαθέτει 32 μαρμάρινους κίονες, ύψους περί τα 9 μ., που υποβαστάζουν πλίνθινη κιβωριόσχημη οροφή αποτελούμενη από φουρνικά (Εικ. 8, 9).

4. Ιδιωτικές και μοναστηριακές κινστέρνες

Η χρήση οικιακών δεξαμενών ήταν διαδεδομένη στους Έλληνες και στους Ρωμαίους ήδη από τους ελληνιστικούς χρόνους.28 Άλλες, μικρότερης κλίμακας κινστέρνες, που συνήθως περιλάμβαναν από δύο ως τέσσερις σειρές κιόνων, είχαν χτιστεί στην Κωνσταντινούπολη ήδη από τον 5ο-6ο αιώνα.29 Άσημες και αναρίθμητες, ανήκαν κατά πάσα πιθανότητα σε πλούσιες επαύλεις, σε ξενώνες και άλλα σημαντικά ιδρύματα μέσα στην πόλη. Η κινστέρνα σε σχήμα L στα νότια της εκκλησίας της Αγίας Ειρήνης ενδεχομένως να εξυπηρετούσε τον ξενώνα του Σαμψών.30

Ένας αριθμός δεξαμενών κατασκευάστηκε για την εξυπηρέτηση των αναγκών μοναστηριακών ιδρυμάτων, ειδικά μετά την κατάρρευση του αρχαίου συστήματος υδροδότησης κατά τη μεσοβυζαντινή και την υστεροβυζαντινή περίοδο. Για παράδειγμα ο σταυρόσχημος χώρος με «νάρθηκα» που αποκαλύφθηκε κάτω από το κεντρικό κλίτος του ναού της Παμμακαρίστου χρησίμευε ως κινστέρνα τουλάχιστον από την εποχή των Κομνηνών.31 Το κατά πόσον αυτή η υπόγεια κατασκευή θα μπορούσε αρχικά να είχε λειτουργήσει ως κρύπτη κάποιου παλαιότερου και χαμένου πλέον οικοδομήματος που θα βρισκόταν στο ίδιο σημείο, παραμένει ανεξακρίβωτο.32 Τα τοιχώματα της κινστέρνας είναι καλυμμένα με παχειά στρώματα υδραυλικού κονιάματος και οι 14 κίονές της υποβαστάζουν τον θόλο από οπτοπλίνθους, ο οποίος αποτελείται από επιμέρους καμάρες και έκκεντρα φουρνικά. Η κινστέρνα μπορεί να παραβληθεί με άλλες κινστέρνες στην Κωνσταντινούπολη, τόσο ως προς την κατασκευή όσο και ως προς την αξιοποίηση υλικού σε δεύτερη χρήση. Συγκεκριμένα, όπως και σε άλλες υπόγειες δεξαμενές, οι κίονες είναι σπόλια: στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για μαρμάρινους και γρανιτένιους κίονες του 5ου και 6ου αιώνα, οι οποίοι ποικίλουν ως προς το ύψος, τη διάμετρο και τον διάκοσμο. Οι πιο χαμηλοί στύλοι είναι τοποθετημένοι σε βάθρα ή επιστέφονται με επίκρανα για να φθάσουν το ύψος της κινστέρνας. Τα επίκρανα που χρησιμοποιήθηκαν αποτελούν παραλλαγές ιωνικών και κορινθιακών επικράνων· ένα μάλιστα είναι διακοσμημένο με φύλλα άκανθας, ενώ στον κορμό ενός από τους κίονες διακρίνεται ένα χριστόγραμμα.33 Παρόμοιες δεξαμενές υδάτων υπάρχουν και σε άλλα κωνσταντινουπολίτικα μοναστήρια και εκκλησίες, αν και οι περισσότερες από αυτές δεν έχουν γίνει αντικείμενο μελέτης.34

5. Άλλες χρήσεις των κινστερνών πέραν της αποθήκευσης νερού

Πλήθος εκκλησιών στην Κωνσταντινούπολη διέθεταν κινστέρνες, οι οποίες είτε είχαν χτιστεί εξαρχής γι' αυτόν τον σκοπό είτε ήταν υπόγειοι χώροι, τις περισσότερες φορές κρύπτες, που μετατράπηκαν κατόπιν σε δεξαμενές. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι εγκαταλειμμένες κινστέρνες χρησιμοποιήθηκαν ως κοιμητήρια ή οστεοφυλάκεια.35 Έπειτα, πολλά αγιάσματα που αναφέρονται στην πόλη ήταν στην πραγματικότητα πηγάδια και κινστέρνες.36 Στην οθωμανική περίοδο μερικές κινστέρνες χρησιμοποιούνταν για την ωρίμανση των λεμονιών, ή ως ξυλουργικά εργαστήρια, ή ως μεταξουργεία και υφαντήρια.37

6. Προβλήματα στη μελέτη των κινστερνών στην Κωνσταντινούπολη

Η μελέτη των κινστερνών στην Κωνσταντινούπολη συχνά σκοντάφτει στην αρχαιολογική έρευνα κτιρίων που άλλαξαν επανειλημμένα χρήση στη διάρκεια μεγάλων χρονικών περιόδων. Εξίσου μεγάλο πρόβλημα αποτελούν οι μη εξακριβωμένες ή ανακριβείς γραπτές πηγές. Ένας αριθμός κινστερνών στην Κωνσταντινούπολη καταγράφονται σε γραπτές πηγές αλλά δεν έχουν ταυτιστεί, όπως η σημαντική κινστέρνα του Αρκάδιου και μια τεράστια κινστέρνα κάτω από το φόρο του Κωνσταντίνου.38 Από την άλλη, ερείπια πολλών αρχαίων κινστερνών παραμένουν ορατά μέχρι σήμερα, και παρόλα αυτά δεν έχει γίνει εμπεριστατωμένη ταύτισή τους. Για παράδειγμα η σχετικά μεγάλη σε μέγεθος κινστέρνα Karagümrük ή η μικρότερη Ipek Bodrum είναι μεσοβυζαντινά κτίσματα με παλαιότερο οικοδομικό υλικό σε δεύτερη χρήση.39 Η επονομαζόμενη Ipek Bodrum είναι μια υπόγεια κινστέρνα μεγέθους 17 μ. x 29 μ. σε κάτοψη με τέσσερις σειρές από 7 κίονες που επιστέφονται από κιονόκρανα του 5ου-6ου αιώνα, σε δεύτερη χρήση. Ωστόσο η οπτοπλινθοδομή που εναλλάσσεται με παχειά στρώματα κονιάματος και χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του θόλου παραπέμπει σε μεσοβυζαντινή τεχνική δομής, όπως συμβαίνει με την κινστέρνα κάτω από το κεντρικό κλίτος της Παμμακαρίστου. Ωστόσο, η ακριβής απόδοση και χρονολόγηση αυτών των κατασκευών χρήζει περισσότερης μελέτης.40

7. Η σημασία των κινστερνών στη βυζαντινή αρχαιολογία

Οι κινστέρνες της Κωνσταντινούπολης δεν παρέχουν απλώς μια καλή άποψη της ιστορίας της πόλης, αλλά συμβάλλουν επίσης στην καλύτερη κατανόηση της βυζαντινής αρχιτεκτονικής εν γένει. Η συνεχής χρήση περισσότερων από 100 μεγάλου μεγέθους και αναρίθμητων μικρής κλίμακας κινστέρνων στην Κωνσταντινούπολη, δεδομένης της τεράστιας δαπάνης και εργασίας που απαιτείται για την ανοικοδόμηση και διατήρησή τους, αποκαλύπτει πόσο σημαντικό ήταν για τους Βυζαντινούς να έχουν μια άτρωτη πρωτεύουσα, τη μεγαλύτερη πόλη της αυτοκρατορίας. Οι κινστέρνες ήταν σημαντικά στοιχεία του συστήματος ύδρευσης και του συστήματος υποδομών της Κωνσταντινούπολης ήδη από την ίδρυσή της. Ολόκληρο το σύστημα βασιζόταν στις αρχές της πολύ εξελιγμένης ρωμαϊκής μηχανικής ως προς τα δίκτυα ύδρευσης και εφαρμόστηκε στην πόλη ήδη από τον 4ο και 5ο αιώνα. Αν και στα μεταγενέστερα χρόνια έγιναν κάποιες μικρής έκτασης προσθήκες στο δίκτυο, η υποδομή της υδροδότησης σταδιακά κατέρρευσε. Ήδη από τον 6ο και 7ο αιώνα οι κινστέρνες αποτέλεσαν το μείζον σύστημα ύδρευσης στην πόλη. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους η χωρητικότητα σε νερό των δεξαμενών ανοιχτού τύπου ήταν περίπου 800.000 κ.μ. και των δεξαμενών κλειστού τύπου περί τα 200.000 κ.μ., κάτι που οδηγεί στον συνολικό εντυπωσιακό όγκο των 1.000.000 κ.μ. για μια μεσογειακή πόλη χωρίς ποταμό.41

Οι κινστέρνες είναι τεράστιας σημασίας για την κατανόηση της τυποποίησης της αρχιτεκτονικής στην Κωνσταντινούπολη από τον 4ο ως τον 6ο αιώνα. Σε σχέση με τη ρωμαϊκή τεχνική κατασκευής δεξαμενών έχει σημειωθεί μια εύστοχη τροποποίηση των οικοδομικών υλικών. Έτσι, οι κινστέρνες της Κωνσταντινούπολης είναι κατασκευασμένες από οπτοπλίνθους αντί για τους ρωμαϊκούς θόλους από υδραυλικό κονίαμα, και μαρμάρινους στύλους αντί για υποστυλώματα από οπτοπλίνθους και τσιμέντο. Λόγω της ευρείας χρήσης σταυροθολίων και φουρνικών, οι κινστέρνες συνεισφέρουν σημαντικά στη γνώση μας σχετικά με την εξέλιξη της θολοδομίας στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, τόσο την χρηστική όσο και τη θρησκευτική. Πέραν αυτού, η χρήση μαρμάρινων και γρανιτένιων κιόνων μείωνε τα έξοδα συντήρησης και αξιοποίησε το σύστημα αναπαραγωγής μιας βασικής, τετράγωνης αρχιτεκτονικής μονάδας.42 Η βασική αυτή μονάδα, ένα τετράγωνο οριζόμενο από τέσσερις κίονες που φέρουν τον θόλο, έγινε το βασικό όχημα για την πρώιμη ανάπτυξη και την τυποποίηση της βυζαντινής αρχιτεκτονικής, που στηρίχθηκε στην αναπαραγωγή και διεύρυνσή του.

Τα σταυροθόλια της Βασιλικής Κινστέρνας (Yerebatan) και του Μπινπμιρτιρέκ (Binbirdirek) είναι κατασκευασμένα από οπτοπλίνθους, με τα τούβλα να τοποθετούνται κάθετα, με τις μακρές πλευρές τους σε καμπύλη, χωρίς χρήση βοηθητικού σκελετού (Εικ. 10).43 Αυτό το εύχρηστο σύστημα θολοδομίας, σε μια περιοχή όπου η ξυλεία σπάνιζε, απαντάται επίσης στους θόλους της σύγχρονης Αγίας Σοφίας. Το ίδιο σύστημα θολοδομίας χρησιμοποιήθηκε επανειλημμένα αργότερα και για άλλες δεξαμενές στην πόλη, όπως για παράδειγμα στη δεξαμενή στο νότιο ναό της Μονής Παντοκράτορος.44

Οπτοπλίνθινα φουρνικά χρησιμοποιήθηκαν στη δεξαμενή του 5ου αιώνα του Θεοδόσιου (Εικ. 9). Παρόλο που αυτοί οι «τυφλοί» τρουλίσκοι είναι πιο επίπεδοι από τους κανονικούς τρούλους, καθώς αναφύονται από ένα τετράγωνο στοιχείο, πιθανότατα επηρέασαν τους πειραματισμούς του 6ου αιώνα στη βυζαντινή ναοδομία, που οδήγησαν στη λύση του τρούλου επάνω σε λοφία. Ο ίδιος τύπος θολωτής στέγασης συναντάται αργότερα στη μεσοβυζαντινή δεξαμενή του Καράγκιουμρουκ (Karagümrük), γεγονός που επιβεβαιώνει παρατεταμένη χρήση αυτής της οικοδομικής αρχιτεκτονικής στην Κωνσταντινούπολη.

Επιπλέον, στη μεσοβυζαντινή και υστεροβυζαντινή Κωνσταντινούπολη οι υπόγειες δεξαμενές για ιδιωτικές κατοικίες και μοναστικά ιδρύματα δεν εξασφάλιζαν μονάχα την απαραίτητη ποσότητα νερού, αλλά έπαιζαν και τον ρόλο μιας θολωτής υποδομής που δημιούργησε την ισόπεδη επιφάνεια για τη θεμελίωση της οικίας ή της εκκλησίας στο κατά τα άλλα ανώμαλο έδαφος.45 Τουλάχιστον 40 μικρότερες κινστέρνες πιστεύεται ότι υπάρχουν κάτω από το Topkapi Saray.46 Αυτές οι θολωτές δεξαμενές δημιουργούσαν κλιμακωτές πλατφόρμες πάνω στο ανώμαλο έδαφος, πάνω στις οποίες μπορούσε να οικοδομηθεί ένα κτίριο, πιθανότατα στο πλαίσιο της δημιουργίας ενός συστήματος αναβαθμών, ώστε κάθε σπίτι να έχει θέα στη θάλασσα.47




1. Mango, C., “The Water Supply of Constantinople,” στο Mango, C., Dagron, G. and Greatrex, G. (επιμ.), Constantinople and Its Hinterland (Society for the Promotion of Byzantine Studies Publications 3, Aldershot 1995), σελ. 9-18. Forchheimer, P. - Strzygowski, J., Die Byzantinischen Wasserbehälter von Konstantinopel (Wien 1893), σελ. 44-114. Janin, R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique (Paris 1964), σελ. 201-215. Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977), σελ. 278-285.

2. Mango, C., “The Water Supply of Constantinople,” στο Mango, C., Dagron, G. and Greatrex, G. (επιμ.), Constantinople and Its Hinterland (Society for the Promotion of Byzantine Studies Publications 3, Aldershot 1995), σελ. 9-18. Kiefer, K.M. and Loerke, W., “Constantinople, Monuments of: Cisterns,” στο Kazhdan, A. et al. (επιμ.), The Oxford Dictionary of Byzantium 1 (New York–Oxford 1991), σελ. 518-519. Yerasimos, S., Constantinople. Istanbul’s Historical Heritage (Richmond, VA. 22007), σελ. 57-61.

3. Ήδη το 330 οι πιο εύποροι κάτοικοι πλήρωναν για τη συντήρηση των υδραγωγείων της Κωνσταντινούπολης. Kuban, D., Istanbul. An Urban History: Byzantion, Constantinopolis, Istanbul (Istanbul 1996), σελ. 100-104, με υποσημειώσεις.

4. Notitia urbis Constantinopolitanae στη Notitia Dignitatum, επιμ. Otto Seeck (Frankfurt 1962), σελ. 228-243

5. Η κινστέρνα των Σαράντα Μαρτύρων χτίστηκε πάνω στη Μέση, τον κύριο οδικό άξονα της Κωνσταντινούπολης, από τον αυτοκράτορα Φωκά το 609. Οι πηγές αναφέρουν επίσης την καμαροσκέπαστη κιστέρνα του πατρικίου Βώνου κοντά στις χαμένες σήμερα εκκλησίες των Αγίων Αποστόλων και των Αγίων Πάντων, της οποίας όμως η ακριβής θέση παραμένει ανεξακρίβωτη. Πιο αναλυτικά βλ. Mango, C., “The Water Supply of Constantinople,” στο Mango, C., Dagron, G. and Greatrex, G. (επιμ.), Constantinople and Its Hinterland (Society for the Promotion of Byzantine Studies Publications 3, Aldershot 1995), σελ. 9-18, με παραπομπές στις πηγές και στην προγενέστερη βιβλιογραφία. Για τα αρχαιολογικά κατάλοιπα σχετικά με τις κιστέρνες, βλ. Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977), σελ. 278-285 και παραπομπές.

6. Magdalino, P., Constantinople médiévale: Études sur l’évolution des structures urbaines (Travaux et Mémoires, Monographies 9, Paris 1996), σελ. 17-25.

7. Πρόσφατα ο H. Maguire έγραψε για δύο μεγάλες, αρχαίες κιστέρνες στα Μάγγανα, εκ των οποίων τουλάχιστον η μία είχε αναστηλωθεί στους μεσοβυζαντινούς χρόνους, βλ. Maguire, H., “Gardens and Parks in Constantinople,” Dumbarton Oaks Papers 54 (2000), σελ. 261. Οι κινστέρνες παρείχαν νερό σε αρδευτικά κανάλια και λουτρά. Βλ. επίσης Janin, R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique (Paris 1964), σελ. 214, με παραπομπές στο αρχαιολογικό έργο των Demangel and Mamboury [R. Demangel and E. Mamboury, Le quartier des Manganes: et la première région de Constantinople (Paris 1939), pp. 30-32, 43-47, pls. IV, VIII] όσον αφορά στις συγκεκριμένες κιστέρνες, το 1921.

8. Çeçen, K., İstanbul’un Vakif Sularindan Halkali Sulari (Istanbul 1991), σελ. 17. Mango, C., “The Water Supply of Constantinople,” στο Mango, C., Dagron, G. and Greatrex, G. (επιμ.), Constantinople and Its Hinterland (Society for the Promotion of Byzantine Studies Publications 3, Aldershot 1995), σελ. 9-18.

9. Forchheimer, P., and Strzygowski, J., Die Byzantinischen Wasserbehälter von Konstantinopel (Wien 1893), σελ. 104-105. Janin, R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique (Paris 1964), σελ. 211-213. Mango, C., “The Water Supply of Constantinople,” στο Mango, C., Dagron, G. and Greatrex, G. (επιμ.), Constantinople and Its Hinterland (Society for the Promotion of Byzantine Studies Publications 3, Aldershot 1995), σελ. 9-18. Yerasimos, S., Constantinople. Istanbul’s Historical Heritage (Richmond, VA. 22007), σελ. 57-61.

10. Mango, C., “The Water Supply of Constantinople,” στο Mango, C., Dagron, G. and Greatrex, G. (επιμ.), Constantinople and Its Hinterland (Society for the Promotion of Byzantine Studies Publications 3, Aldershot 1995), σελ. 15, με αναφορές σε κειμενικές πηγές.

11. Mango, C., “The Water Supply of Constantinople,” στο Mango, C., Dagron, G. and Greatrex, G. (επιμ.), Constantinople and Its Hinterland (Society for the Promotion of Byzantine Studies Publications 3, Aldershot 1995), σελ. 15, με αναφορά στον Gilles, P., The Antiquities of Constantinople (New York 21988), σελ. 184.

12. Gilles, P., The Antiquities of Constantinople (New York 21988), σελ. 44, 171-184. Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977), σελ. 278-279. Kiefer, K.M. - Loerke, W., “Constantinople, Monuments of: Cisterns,” στο Kazhdan, A. et al. (επιμ.), The Oxford Dictionary of Byzantium 1 (New York–Oxford 1991), σελ. 518-519.

13. Freely, J., John Freely’s Istanbul (London - Istanbul 2005), σελ. 139-140.

14. Mango, C., “The Water Supply of Constantinople,” στο Mango, C., Dagron, G. and Greatrex, G. (επιμ.), Constantinople and Its Hinterland (Society for the Promotion of Byzantine Studies Publications 3, Aldershot 1995), σελ. 9-18, αμφισβητεί και την απόδοση της κιστέρνας στον Αναστάσιο.

15. Freely, J., John Freely’s Istanbul (London - Istanbul 2005), σελ. 139-140, με παραπομπή στον περίφημο περιηγητή του 17ου αιώνα Εβλιγιά Τσελεμπί (Evliya Çelebi) στο οδοιπορικό του (Seyâhatnâme), όπου στην πραγματικότητα αναφέρονται επτά κίονες.

16. Bardill, J., “The Palace of Lausus and Nearby Monuments in Constantinople: A Topographical Study,” American Journal of Archaeology 101.1 (Jan. 1997), σελ. 67-95, με παραπομπή στον Firatli, N., “Recent Important Finds in Istanbul,” İstanbul Arkeoloji Müzeleri Yzlliği 15-16 (1969), σελ. 192-93, εικ. 4-6.

17. Bardill, J., “The Palace of Lausus and Nearby Monuments in Constantinople: A Topographical Study,” American Journal of Archaeology 101.1 (Jan. 1997), σελ. 73. Çeçen, K., İstanbul’un Vakif Sularindan Halkali Sulari (Istanbul 1991), σελ. 17.

18. Çeçen, K., İstanbul’un Vakif Sularindan Halkali Sulari (Istanbul 1991), σελ. 17.

19. Mango, C., “The Water Supply of Constantinople,” στο Mango, C., Dagron, G. and Greatrex, G. (επιμ.), Constantinople and Its Hinterland (Society for the Promotion of Byzantine Studies Publications 3, Aldershot 1995), σελ. 15.

20. Krautheimer, R. (με τη συνδρομή του S. Ćurčić), Early Christian and Byzantine Architecture (New Haven and London 41986), σελ. 72

21. Οι Forchheimer, P. και Strzygowski, J., Die Byzantinischen Wasserbehälter von Konstantinopel (Wien 1893), σελ. 43-110, καταγράφουν πάνω από 35 σκεπαστές κιστέρνες. Ο Janin, R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique (Paris 1964), σελ. 206-215, αναφέρει πάνω από 50, ενώ πρόσφατα ο Mango υποστήριξε ότι θα πρέπει να υπήρχαν περίπου 70 [Mango, C., “The Water Supply of Constantinople,” στο Mango, C., Dagron, G. and Greatrex, G. (επιμ.), Constantinople and Its Hinterland (Society for the Promotion of Byzantine Studies Publications 3, Aldershot 1995), σελ. 9-18] και K. Çeçen [Çeçen, K., İstanbul’un Vakif Sularindan Halkali Sulari (Istanbul 1991), σελ. 17], ή ακόμα και 80 σκεπαστές δεξαμενές στην Κωνσταντιννούπολη, σύμφωνα με τους Kiefer και Loerke [Kiefer, K.M. και Loerke, W., “Constantinople, Monuments of: Cisterns,” στο Kazhdan, A. et al. (επιμ.), The Oxford Dictionary of Byzantium 1 (New York–Oxford 1991), σελ. 518-519].

22. Από τον 16ο αιώνα, με βάση τη μαρτυρία του περιηγητή Pierre Gilles, μελετητές όπως ο Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977), σελ. 280, πιν. 263, και ο Mango, C., “The Water Supply of Constantinople,” στο Mango, C., Dagron, G. and Greatrex, G. (επιμ.), Constantinople and Its Hinterland (Society for the Promotion of Byzantine Studies Publications 3, Aldershot 1995), σελ. 16, υποστήριξαν ότι το Binbirdirek ήταν η κιστέρνα του υπάτου (525) Φλάβιου Θεόδωρου Φιλόξενου, που είχε κατασκευαστεί αρχικά τον 4ο αιώνα κάτω από το παλάτι του Λαύσου. Ωστόσο το κτίσμα που σώζεται μέχρι σήμερα είναι το αποτέλεσμα μιας επισκευής του 6ου αιώνα, που θα πρέπει να έγινε μετά την καταστροφή του παλατιού του Λαύσου. Άλλοι μελετητές, όπως οι Janin [Janin, R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique (Paris 1964), σελ. 207-208], Firatli [Firatli, N., “Recent Important Finds in Istanbul,” İstanbul Arkeoloji Müzeleri Yzlliği 15-16 (1969), σελ. 192-93, πιν. 4-6] και Bardill [Bardill, J., “The Palace of Lausus and Nearby Monuments in Constantinople: A Topographical Study,” American Journal of Archaeology 101.1 (Jan. 1997), σελ. 67-95], κατέδειξαν ότι υπήρχαν τουλάχιστον άλλες δύο κιστέρνες στην περιοχή, μια ανοιχτή και μια σκεπαστή, των οποίων η θέση συμφωνεί περισσότερο με τις γραπτές πηγές για την κιστέρνα του Φιλόξενου. Οι τρεις αυτοί μελετητές υποστηρίζουν ότι η κιστέρνα του Φιλόξενου (ενός magister officiorum του 5ου αιώνα), είναι η ανοιχτή κιστέρνα στη λεωφόρο Babiâli, βόρεια του Binbirdirek, στη βορινή πλευρά της Μέσης. Τμήμα του ανατολικού τοίχου είναι ακόμα ορατό στη δυτική πλευρά της λεωφόρου Babiâli. Η κιστέρνα αυτή, που δεν ανασκάφηκε ποτέ συστηματικά και έχει βάθος πάνω από 14 μέτρα, ήταν πολύ μεγαλύτερη από το Binbirdirek όπως δείχνει ο ανατολικός της τοίχος, του οποίου τα ίχνη διακρίνονται σε μήκος 90 μέτρων. Η τοιχοδομία με την εναλλαγή οπτόπλινθων και λίθων οδηγεί σε χρονολόγηση στον πρώιμο 5ο αιώνα. Η σκεπαστή κιστέρνα στην ίδια περιοχή, με διαστάσεις περ. 42.5μ. x 25μ. στην κάτοψη και με 32 κίονες είναι κτίσμα του πρώιμου 5ου αι. και δεν φαίνεται να υπάρχει αναφορά του στις πηγές.

23. Forchheimer, P. - Strzygowski, J., Die Byzantinischen Wasserbehälter von Konstantinopel (Wien 1893), σελ. 141.

24. Forchheimer, P. - Strzygowski, J., Die Byzantinischen Wasserbehälter von Konstantinopel (Wien 1893), σελ. 56, πιν. 6.

25. Kiefer, K.M. - Loerke, W., “Constantinople, Monuments of: Cisterns,” στο Kazhdan, A. et al. (επιμ.), The Oxford Dictionary of Byzantium 1 (New York–Oxford 1991), σελ. 518-519. Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977), σελ. 280-281.

26. Freely, J., John Freely’s Istanbul (London - Istanbul 2005), σελ. 73.

27. Η κιστέρνα αναφέρεται στη Notitia urbis Constantinopolitanae, Otto Seeck (επιμ.), Notitia Dignitatum (Frankfurt 1962), σελ. 233. Βλ. και Forchheimer, P. - Strzygowski, J., Die Byzantinischen Wasserbehälter von Konstantinopel (Wien 1893), σελ. 60-61.

28. Robinson, D.M. - Graham, J., The Hellenic House, τ. 8 της σειράς Excavations at Olynthus (Baltimore 1938). Thompson, D.B., “Three Centuries of Hellenistic Terracottas: II. C The Satyr Cistern,” Hesperia 31.3 (Jul. - Sep. 1962), σελ. 244-262.

29. Για ορισμένες από τις μικρότερες κιστέρνες, βλ. Forchheimer, P. - Strzygowski, J., Die Byzantinischen Wasserbehälter von Konstantinopel (Wien 1893), σελ. 88-104.

30. Mango, C., “The Water Supply of Constantinople,” στο Mango, C., Dagron, G. and Greatrex, G. (επιμ.), Constantinople and Its Hinterland (Society for the Promotion of Byzantine Studies Publications 3, Aldershot 1995), σελ. 9-18, με παραπομπές σε περαιτέρω βιβλιογραφία.

31. Mango, C. - Hawkins, E. J. W., “Report on Field Work in Istanbul and Cyprus, 1962-1963,” Dumbarton Oaks Papers 18 (1964), σελ. 319-322, εικ. 1-4.

32. Ένα μικρό κιονόκρανο του 14ου αι. με ανάγλυφες παραστάσεις τριών αποστόλων σε προτομή στις τρεις πλευρές, στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης σήμερα, ανακαλύφθηκε στην κιστέρνα αλλά θα πρέπει να αποτελούσε μέρος κάποιας λειτουργικής κατασκευής (πιθανόν κιβωρίου) ή ταφικού μνημείου. Για την προέλευση του κιονοκράνου, βλ. Mango, C. - Hawkins, E. J. W., “Report on Field Work in Istanbul and Cyprus, 1962-1963,” Dumbarton Oaks Papers 18 (1964), σελ. 331.

33. Στο ίδιο σύμπλεγμα της Παμμακαρίστου έχουν βρεθεί και σε άλλη μια σκεπαστή κιστέρνα κίονες με χριστογράμματα στον κορμό, καθώς και κιονόκρανα διακοσμημένα με σταυρούς και ελληνικά μονογράμματα, βλ. Forchheimer, P. - Strzygowski, J., Die Byzantinischen Wasserbehälter von Konstantinopel (Wien 1893), σελ. 74-75.

34. Βλέπε π.χ. Megaw, A.H.S., “Notes on Recent Work of the Byzantine Institute in Istanbul,” Dumbarton Oaks Papers 17 (1963), σελ. 333-371, όπου πραγματεύεται τις κιστέρνες στη Μονή Παντοκράτορος, μια μεταγενέστερη που πλαισίωνε τον νάρθηκα από την εξωτερική πλευρά και μία κάτω από το καθολικό, η οποία αναφέρεται σε παλαιότερα έργα αλλά δεν έχει γίνει ποτέ αντικείμενο μελέτης. Στο ταφικό παρεκκλήσιο της Μονής της Χώρας, αγωγοί στη στέγη χρησιμοποιούνταν για να συλλεχθεί το νερό της βροχής στις κιστέρνες κάτω από το παρεκκλήσιο. Ousterhout, R.G., The Architecture of the Kariye Camii in Istanbul (Washington DC 1987), σελ. 61 και εικ. 92-93. Σχετικά με τους θρύλους για τις κιστέρνες κάτω από την Αγία Σοφία, βλ. Emerson, W., - van Nice, R.L., “Haghia Sophia, Istanbul: Preliminary Report of a Recent Examination of the Structure,” American Journal of Archaeology 47.4 (Oct. - Dec. 1943), σελ. 407-411.

35. Βλ. π.χ. την περιοχή του Saraçhane, όπου η κιστέρνα έπεσε σε αχρηστία περίπου την ίδια εποχή με την εκκλησία του Αγίου Πολυεύκτου, στις αρχές του 13ου αιώνα. Τα ανθρώπινα οστά που βρέθηκαν εκεί σημαίνουν ότι είτε υπήρχε στην περιοχή κοιμητήριο, οστά από το οποίο μεταφέρθηκαν στην εγκαταλειμμένη κιστέρνα μετά τον καθαρισμό του τον 12ο αιώνα είτε ότι η κιστέρνα χρησιμοποιήθηκε σε μεταγενέστερες περιόδους ως οστεοφυλάκιο: Harrison, R.M.- Firatli, N. and Hayes, J.W., “Excavations at Saraçhane in Istanbul: Fifth Preliminary Report, with a Contribution on A Seventh-Century Pottery Group,” Dumbarton Oaks Papers 22 (1968), σελ. 196-201.

36. Mango, C., “The Water Supply of Constantinople,” in Mango, C., Dagron, G. and Greatrex, G. (επιμ.), Constantinople and Its Hinterland (Society for the Promotion of Byzantine Studies Publications 3, Aldershot 1995), σελ. 10, με παραπομπές.

37. Yerasimos, S., Constantinople. Istanbul’s Historical Heritage (Richmond, VA. 22007), σελ. 57-61.

38. Notitia urbis Constantinopolitanae στη Notitia Dignitatum, επιμ. Otto Seeck (Frankfurt 1962), σελ. 228-243.

39. Mango, C., “The Water Supply of Constantinople,” στο Mango, C., Dagron, G. and Greatrex, G. (επιμ.), Constantinople and Its Hinterland (Society for the Promotion of Byzantine Studies Publications 3, Aldershot 1995), σελ. 9-18.

40. Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977), σελ. 281, εικ. 318.

41. Çeçen, K., İstanbul’un Vakif Sularindan Halkali Sulari (Istanbul 1991), σελ. 17. M. Rautman suggests that only three major open cisterns had a capacity of million cubic meters, βλ. Rautman, M., “Constantinople-Water Supply” in Daily Life in the Byzantine Empire (Westport, Connecticut and London 2006), σελ. 74.

42. Τα πεσσόκρανα επίσης χρησιμοποιήθηκαν από νωρίς σε κιστέρνες και πέρασαν αργότερα στη ναοδομία.

43. Ellis, S.P., “Cistern,” στον σύνδεσμο http://www.groveart.com  [Accessed May 2008].

44. Ousterhout, R., “Building Medieval Constantinople,” Proceedings of the Patristic, Medieval and Renaissance Conference of Villanova University 19-20 (1994-1996), σελ. 35-67, εικ. 14. Forchheimer, P., and Strzygowski, J., Die Byzantinischen Wasserbehälter von Konstantinopel (Wien 1893), σελ. 76-77.

45. Ousterhout, R., “Building Medieval Constantinople,” Proceedings of the Patristic, Medieval and Renaissance Conference of Villanova University 19-20 (1994-1996), σελ. 35-67. Wulzinger, K., Byzantinische Baudenkmaler zu Konstantinopel, zum Problem der Zisternen und Substruktionen (Hanover 1925) κεφ. 4.

46. Rautman, M., “Constantinople-Water Supply” in Daily Life in the Byzantine Empire (Westport, Connecticut and London 2006), σελ. 74. Tezcan, H., Topkapi Sarayi ve Çewesinin Bizuns Devri Arkeolojisi (Istanbul 1989), σελ. 187-250.

47. Σχετικά με τον κανονισμό αυτό για τη μη παρεμπόδιση της θέας, βλ. Tourptsoglou-Stephanidou, V., “The Roman-Byzantine Building Regulations,” Saopštenja 30-31 (1998-99), σελ. 38-63.