Παλάτι της Δάφνης

1. Εισαγωγή

Η Κωνσταντινούπολη, η νέα πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, εγκαινιάστηκε στις 11 Μαΐου 330 και οπωσδήποτε υπήρχε τότε ήδη εκεί κατοικία κατάλληλη για τον αυτοκράτορα και την αυλή του. Όπως οι αυτοκράτορες της τετραρχίας, αρχής γενομένης από το Διοκλητιανό στη Νικομήδεια, ο Μέγας Κωνσταντίνος (306-337) έχτισε το αυτοκρατορικό ανάκτορο δίπλα στον Ιππόδρομο, με τον οποίο υπήρχε σύνδεση με μια σπειροειδή κλίμακα που οδηγούσε στο αυτοκρατορικό θεωρείο (κάθισμα).1 Αν και δε σώζεται τίποτα από το ανάκτορο του Κωνσταντίνου, μπορεί κανείς να το τοποθετήσει, σύμφωνα με τις γραπτές πηγές, στις δύο ανώτερες βαθμίδες του συγκροτήματος του Μεγάλου Παλατίου.2 Στο ανάκτορο μπορούσε να μπει κάποιος από μια οδό με κιονοστοιχίες, που είχε νότια κατεύθυνση και ήταν παράλληλη με την Αγία Σοφία, μέσω ενός μεγαλοπρεπούς θολωτού προθαλάμου που αργότερα ονομάστηκε Χαλκή· ο τελευταίος οδηγούσε στο χώρο των αυτοκρατορικών σεκρέτων και των ενδιαιτημάτων της αυτοκρατορικής φρουράς. Στα δυτικά αυτού του βορειότερου τμήματος του ανακτόρου βρισκόταν το συγκρότημα του Ζευξίππου, που ήταν τα σημαντικότερα δημόσια λουτρά της Κωνσταντινούπολης.

Ο πυρήνας του ανακτόρου του Κωνσταντίνου περιλάμβανε αίθουσες υποδοχής και συνεστίασης, καθώς και ιδιωτικά διαμερίσματα, και φαίνεται ότι καταλάμβανε χοντρικά την περιοχή του συγκροτήματος του Sultan Ahmet Camii. Αυτός ο μνημειακός πυρήνας του ανακτόρου του 4ου αιώνα αναφέρεται στη σχετική βιβλιογραφία ως «Δάφνη». Ωστόσο, δεν είναι σίγουρο πότε εισήχθη αυτή η ονομασία και κατά πόσον αφορούσε τον κεντρικό χώρο του ανακτόρου του 4ου αιώνα. Η πρωιμότερη χρήση της ονομασίας Δάφνη μαρτυρείται τον 6ο αιώνα: Ο Ιωάννης Λυδός τη χρησιμοποιεί για τις αίθουσες του ανακτόρου της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου.3 Από την άλλη πλευρά, το Περί βασιλείου τάξεως, ένα συμπίλημα του 10ου αιώνα για το τελετουργικό της Αυλής, χρησιμοποιεί αυτή την ονομασία μόνο για τον αύλειο χώρο στα νότια των κύριων αιθουσών υποδοχής του ανακτόρου του Κωνσταντίνου.4

2. Η αρχιτεκτονική του ανακτόρου

Εφόσον καμία ανασκαφή δεν έχει διεξαχθεί στην περιοχή του παλατιού του Κωνσταντίνου, κάθε προσπάθεια για ανασύσταση της κάτοψής του βασίζεται αποκλειστικά στη μαρτυρία των γραπτών πηγών και επομένως πρέπει να θεωρείται υποθετική. Ωστόσο οι βυζαντινές πηγές, και ιδίως το έργο Περί βασιλείου τάξεως, μας δίνουν μια ιδέα για τη θέση των σπουδαιότερων κτηρίων και τη μεταξύ τους επικοινωνία.5 Η κύρια πρόσοψη του κωνσταντίνειου Ανακτόρου της Δάφνης ήταν στα βόρεια. Προηγούνταν μια μεγάλη αυλή, ο Τριβουνάλιος. Γνωρίζουμε ότι μια κλίμακα οδηγούσε από τον Τριβουνάλιο στην κυρίως πύλη, στο κέντρο της πρόσοψης της Δάφνης.6 Το Κονσιστόριο ήταν η κύρια αίθουσα ακροάσεων του παλαιότερου παλατιού και φαίνεται ότι βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του αύλειου χώρου του Τριβουναλίου.7

Πίσω από την πρόσοψη από την πλευρά του Τριβουναλίου υπήρχε ένας διάδρομος (το επονομαζόμενο «Εξάερο των Δεκαεννέα Ακκουβιτών», η στοά των δεκαεννέα ανάκλιντρων) που συνέδεε δύο σημαντικές αίθουσες τελετών: το Τρίκλινο των Δεκαεννέα Ακκουβιτών και το Αυγουσταίο. Το Τρίκλινο των Δεκαεννέα Ακκουβιτών ήταν μια επιμήκης αίθουσα συνεστιάσεων με δεκαεννέα κόγχες, σε καθεμιά από τις οποίες βρισκόταν ένα ημικυκλικό θρανίο και ένα τραπέζι.8 Η δεύτερη αψιδωτή αίθουσα, το Αυγουσταίο, χρησίμευε ως αίθουσα θρόνου και στέψεων.9 Ανάμεσα στον επιμήκη διάδρομο (Εξάερο των Δεκαεννέα Ακκουβιτών) και το Αυγουσταίο υπήρχε μια (πιθανόν ημικυκλική) αυλή, η επονομαζόμενη «Ονόπους».10 Αν υποθέσουμε ότι η Δάφνη είχε τέτοια διάταξη στην κάτοψη, το πλησιέστερο παράλληλό της θα ήταν το κεντρικό τμήμα της πολυτελούς έπαυλης του 4ου αιώνα στην Piazza Armerina στη Σικελία, όπου μια μεγάλη αψιδωτή αίθουσα και άλλη μια μικρότερη, επίσης αψιδωτή, στην οποία οδηγούσε ένα ημικυκλικό προστώο, ήταν προσαρτημένες σε ένα διάδρομο που σχημάτιζε τη μία πλευρά του κεντρικού περιστυλίου.

Τα ιδιωτικά διαμερίσματα του πρώιμου Μεγάλου Παλατιού φαίνεται ότι βρίσκονταν γύρω από μια άλλη μεγάλη αυλή (βλ. σημ. 4), στα νότια των κύριων χώρων του ανακτόρου, όπου οι αυτοκράτορες μπορούσαν να απολαύσουν την όμορφη θέα προς τη θάλασσα του Μαρμαρά και το Βόσπορο. Σε αυτό το προαύλιο βρισκόταν επίσης μια από τις πιο σημαντικές εκκλησίες του παλατιού, που ήταν αφιερωμένη στον Άγιο Στέφανο. Ο ναός ανοικοδομήθηκε από την αδελφή του Θεοδοσίου Β΄ (408-540) Πουλχερία το έτος 421 και χρησιμοποιήθηκε για αυτοκρατορικούς γάμους μέχρι τον 9ο αιώνα.11 Το ανάκτορο του Κωνσταντίνου πρέπει να περιλάμβανε έναν πολυτελή κήπο με τη μορφή ενός μικρού ιπποδρόμου, το οποίο βρισκόταν στο χαμηλότερο επίπεδο του παλατιού (26 μ. πάνω από το επίπεδο της θάλασσας), παρόμοιο ίσως με τον κήπο σε μορφή σταδίου της Οικίας του Αυγούστου στη Ρώμη. Αυτή η κατασκευή αποκαλείται Σκεπαστός Ιππόδρομος (ή απλώς Ιππόδρομος) στις βυζαντινές πηγές.12

Αν και η αυτοκρατορική οικία σταδιακά επεκτάθηκε μέχρι τη θάλασσα του Μαρμαρά από τον ύστερο 7ο αιώνα και εξής, οι κατοπινοί αυτοκράτορες ανήγειραν δικά τους οικοδομήματα και στην περιοχή του κωνσταντίνειου ανακτόρου – την αψιδωτή αίθουσα όπου βρίσκεται και το περιστύλιο με το μωσαϊκό δάπεδο (ίσως έργο του Ηράκλειου),13 τον Ιουστινιανό Τρίκλινο (που χτίστηκε από τον Ιουστινιανό Β΄) και ορισμένα οικοδομήματα από τους αυτοκράτορες Θεόφιλο (829-842) (το Σίγμα και το Τρίκογχον ήταν τα σημαντικότερα από αυτά) και Βασίλειο Α΄ (867-886).



1. Η άμεση σύνδεση του ανακτόρου με τον ιππόδρομο ήταν κοινό χαρακτηριστικό όλων των ρωμαϊκών ανακτόρων που αποτελούσαν κύριες κατοικίες των αυτοκρατόρων. Το μοντέλο του παλατιού που συνδέεται με ιππόδρομο ανάγεται στην εποχή της Domus Augustana του Δομιτιανού (1ος αιώνας) στον Παλατίνο Λόφο στη Ρώμη, που δέσποζε πάνω από τον Circus Maximus (Μεγάλο Ιππόδρομο). Ο ιππόδρομος έπαιζε σημαντικό ρόλο στην αυτοκρατορική ιδεολογία: Ο αυτοκράτορας συνήθιζε να εμφανίζεται εκεί στο ευρύ κοινό ως θείος ηγεμόνας, νικητής των πολέμων και εγγυητής της ειρήνης, των αγώνων και της ευημερίας, βλ. Humphrey, J.H., Roman Circuses. Arenas for Chariot Racing (London 1986), σελ. 579-638· Heucke, C., Circus und Hippodrom als politischer Raum (Olms-Weidmann 1994). Στην Κωνσταντινούπολη, μετά τη στέψη του, ο νέος αυτοκράτορας ανέβαινε στο κάθισμα και επευφημούνταν από τους κατοίκους της πόλης.

2. Για την κατασκευή επάλληλων επιπέδων, βλ. κυρίως Bolognesi, E., “The Great Palace Survey: The First Season (1992)”, Araştırma Sonuçları Toplantısı 11 (1993), σελ. 19-34.

3. Ιωάννης Λυδός, Περί των μηνών, Wünsch, R. (επιμ.), Ioannis Lydi liber de mensibus (Leipzig 1898, ανατ. Stuttgart 1967), σελ. 163. Στα Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως αναφέρεται ότι η ονομασία αυτού του τμήματος του Μεγάλου Παλατιού προέρχεται από ένα άγαλμα της νύμφης Δάφνης που βρισκόταν εκεί, βλ. Berger, A., Untersuchungen zu den Patria Konstantinupoleos (ΠΟΙΚΙΛΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ 8, Bonn 1988), σελ. 263.

4. Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος, Περί βασιλείου τάξεως, Reiske, J.J. (επιμ.), Constantini Porphyrogeniti imperatoris de cerimoniis aulae Byzantinae I (CSHB, Bonn 1829), κεφ. 39, σελ. 197 και παράρτημα 507: Το έτος 829, ο αυτοκράτορας Θεόφιλος, πηγαίνοντας από τον Ιππόδρομο προς το μεταγενέστερο, μεσαιωνικό τμήμα του Μεγάλου Παλατιού κοντά στη θάλασσα, διέσχισε την πύλη κάτω από το κάθισμα και κατεύθυνε το άλογό του μέσω της Δάφνης, που ήταν, όπως φαίνεται, ένας ανοιχτός χώρος (πιθανόν μια αυλή) στα νότια των πλάγιων τοίχων του πρώιμου παλατιού, προκειμένου να προσεγγίσει το Σκεπαστό Ιππόδρομο.

5. Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος, Περί βασιλείου τάξεως, Reiske, J.J. (επιμ.), Constantini Porphyrogeniti imperatoris de cerimoniis aulae Byzantinae I (CSHB, Bonn 1829), κεφ. 38, 39, 40, 41, 43, 44.

6. Ο Τριβουνάλιος αναφέρεται και ως Δέλφαξ στα κεφάλαια του Περί βασιλείου τάξεως που αφορούν τον 5ο και πρώιμο 6ο αιώνα. Ο Ιωάννης Αντιοχείας (6ος αιώνας) κάνει λόγο για τους δελφικούς κίονες (δηλαδή κίονες από τους Δελφούς) στη στοά (προστώο) του ανακτορικού προαυλίου που έδωσαν πιθανώς το όνομα σε αυτό το χώρο διεξαγωγής τελετών, βλ. Guilland, R., Études topographiques de Constantinople byzantine 1 (Berlin – Amsterdam 1969), σελ. 70-71. Ο Τριβουνάλιος χρησιμοποιήθηκε για διάφορους τελετουργικούς σκοπούς, ιδιαίτερα παρουσία πλήθους κόσμου: για παράδειγμα, η ανακήρυξη διά βοής ενός νέου καίσαρα και μιας αυτοκράτειρας πραγματοποιούνταν στο χώρο αυτόν, παρουσία του στρατού και των κρατικών αξιωματούχων. Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος, Περί βασιλείου τάξεως, Reiske, J.J. (επιμ.), Constantini Porphyrogeniti imperatoris de cerimoniis aulae Byzantinae I (CSHB, Bonn 1829), κεφ. 40, σελ. 204 κ.ε., κεφ. 41, σελ. 209-212, κεφ. 43, σελ. 218. Επιπλέον, μέλη των φατριών του Ιπποδρόμου συνήθιζαν να συγκεντρώνονται στον Τριβουνάλιο για τις ακροάσεις με τον αυτοκράτορα μέχρι την εποχή της βασιλείας του Ηρακλείου, βλ. Παραστάσεις σύντομοι Χρονικαί, Preger, Th. (επιμ.), Patria Constantinopoleos I (Leipzig 1901, ανατ. New York 1907), σελ. 39. Εκτενείς αύλειοι χώροι για τη διεξαγωγή τελετών και για μεγάλες συγκεντρώσεις ήταν συχνό χαρακτηριστικό των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών παλατιών και των οικιών των επαρχιακών κυβερνητών, καθώς και των υψηλά ιστάμενων στρατιωτικών αξιωματούχων (πραιτόριο). Το επονομαζόμενο Ανάκτορο των Γιγάντων στην Αγορά των Αθηνών και το στρατιωτικό πραιτόριο στη Δούρα Ευρωπό στον Ευφράτη μπορούν να αναφερθούν ως χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιου είδους συγκροτημάτων, που συνδυάζουν τις χρήσεις της κατοικίας και των υπηρεσιών και περιλαμβάνουν μεγάλους περίστυλους αύλειους χώρους. Βλ. Frantz, A., The Athenian Agora XXIV. Late Antiquity A.D. 267-700 (Princeton 1988), σελ. 95-116· Downey, S.B., “The Palace of the Dux Ripae at Dura-Europos and Palatial Architecture of Late Antiquity”, Eius Virtutis Studiosi. Classical and Postclassical Studies in Memory of Frank Brown = Studies in the History of Art 43 (1993), σελ. 182-198. Στο Περί βασιλείου τάξεως αναφέρεται ότι ο αυτοκράτορας και η αυτοκράτειρα συνήθιζαν να εμφανίζονται σε όσους συγκεντρώνονταν στον αύλειο χώρο πίσω από ένα κιγκλίδωμα, στην κορυφή μιας κλίμακας. Στην πύλη στο κέντρο της πρόσοψης του παλατιού πιθανόν οδηγούσε ένα αετωματικό προστώο που ήταν σύνηθες στη ρωμαϊκή ανακτορική αρχιτεκτονική. Λαμβάνοντας αυτό υπόψη, το προστώο (και η κλίμακα μπροστά από αυτό) ενδεχομένως έμοιαζε με εκείνο στο παλάτι του Διοκλητιανού στο Σπολέτο, απέναντι από το λεγόμενο περιστύλιο.

7. Guilland, R., Études topographiques de Constantinople byzantine 1 (Berlin – Amsterdam 1969), σελ. 56-59· Bolognesi, E., “The Great Palace of Constantinople”, στο Jobst, W. – Kastler, R. – Scheibelreiter, V. (επιμ.), Neue Forschungen und Restaurierungen im byzantinischen Kaiserpalast von Istanbul (Wien 1999), σελ. 12 κ.ε.

8. Η ονομασία της αίθουσας προέρχεται από τον αριθμό των θρανίων με μαξιλάρια για τους συνδαιτυμόνες (ἀκκουβίται). Τέτοια θρανία ήταν συνήθως ημικυκλικά στην Ύστερη Αρχαιότητα (ένα θρανίο αυτού του είδους ονομαζόταν συχνά stibadium ή σίγμα) και τα τοποθετούσαν κατά μήκος ημικυκλικών τραπεζιών. Το ημικυκλικό σχήμα των θρανίων στο Τρίκλινο των Δεκαεννέα Ακκουβιτών επιβεβαιώνεται από την αναφορά που έγραψε ο επίσκοπος Λιουτπράνδος της Κρεμόνας για ένα επίσημο γεύμα. Ο Λιουτπράνδος επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη το 10ο αιώνα. Στην αναφορά του προσθέτει ότι οι επισκέπτες συνήθιζαν να είναι ανακεκλιμένοι κατά τη διάρκεια των αυτοκρατορικών επίσημων γευμάτων, σύμφωνα με το αρχαίο έθιμο που, όμως, είχε προ πολλού εγκαταλειφθεί στον πρώην ρωμαϊκό κόσμο. Η Αίθουσα των Δεκαεννέα Ακκουβιτών ανήκει στη χαρακτηριστική ομάδα των αντιπροσωπευτικών πολυάψιδων κτηρίων που είναι γνωστά από τον 4ο αιώνα και εξής· σε αυτά ανήκουν το τρικλίνιο στην Οικία του Βάκχου στη βορειοαφρικανική Djemila (επτά αψίδες), η βόρεια αίθουσα του Παλατιού του Αντιόχου στην Κωνσταντινούπολη (επτά αψίδες) ή η Aula του Συμβουλίου του πρώιμου 9ου αιώνα στο Παλάτι του Λατερανού στη Ρώμη (έντεκα αψίδες). Το Τρίκλινο των Δεκαεννέα Ακκουβιτών δεν πρέπει να ήταν θολωτό, εφόσον ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄ (913-959) λέγεται ότι αντικατέστησε την παλαιά, ξύλινη οροφή, που είχε σαπίσει, με καινούρια. Για το Τρίκλινο των Δεκαεννέα Ακκουβιτών βλ. κυρίως Krautheimer, R., “Die Decanneacubita in Konstantinopel. Ein kleiner Beitrag zur Frage Rom und Byzanz”, στο Schumacher, W.N. (επιμ.), Tortulae. Studien zu altchristlichen un byzantinischen Monumenten (RömQSchr Suppl. 30, Rom – Freiburg – Wien 1966), σελ. 195-199.

9. Για το Αυγουσταίο βλ. Guilland, R., Études topographiques de Constantinople byzantine 1 (Berlin – Amsterdam 1969), σελ. 81-86. Ο Jonathan Bardill υποθετικά ταύτισε την ανεσκαμμένη αψιδωτή αίθουσα και το εφαπτόμενο περιστύλιο με το μωσαϊκό δάπεδο (τα ψηφιδωτά εκτίθεται εν μέρει στο Mosaik Müzesi), το οποίο το χρονολογεί στον ύστερο 6ο ή στον πρώιμο 7ο αιώνα, με το Αυγουσταίο, υποθέτοντας ότι το ανεσκαμμένο κτήριο αντικατέστησε το αρχικό Αυγουσταίο του κωνσταντίνειου ανακτόρου, βλ. Bardill, J., “The Great Palace of the Byzantine Emperors and the Walker Trust Excavations”, Journal of Roman Archaeology 12 (1999), σελ. 216-230· Bardill, J., Brickstamps of Constantinople 1 (Oxford 2004), σελ. 134-147.

10. Η ονομασία Ονόπους φαίνεται ότι προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις ὄνος (υποζύγιο, γάιδαρος) και πούς (πόδι), που υποδηλώνει ότι ήταν ίσως σχήματος ημικυκλικού ή πεταλόσχημου. Το προστώο που όριζε αυτή την αυλή ήταν γνωστό ως Χρυσόχειρ, βλ. Kostenec, J., “The Heart of the Empire: The Great Palace of the Byzantine Emperors Reconsidered”, στο Dark, K.R. (επιμ.), Secular Buildings and the Archaeology of Everyday Life in the Byzantine Empire (Oxford 2004), σελ. 4-13· Kostenec, J., “Observations on the Great Palace at Constantinople: The Sanctuaries of the Archangel Michael, the Daphne Palace, and the Magnaura”, Reading Medieval Studies 31 (2005), σελ. 35-42. Τέτοιοι ημικυκλικοί αύλειοι χώροι με προστώο ήταν διαδεδομένοι στα ανάκτορα του 4ου και 5ου αιώνα· παραδείγματα αυτού του αρχιτεκτονικού σχεδίου έχουν ανασκαφεί επίσης στην Κωνσταντινούπολη (Ανάκτορο του Αντιόχου, εξαγωνική αίθουσα στο Gülhane και η ροτόντα δίπλα στο Μυρέλαιον/Bodrum Camii).

11. Holum, K.G. – Vikan, G., “The Trier Ivory, Adventus Ceremonial, and the Relics of St. Stephen”, Dumbarton Oaks Papers 33 (1979), σελ. 128-132· Janin, R., La géographie ecclesistique de l´empire byzantin I: Le siége de Constantinople et le patriarcat oecuménique iii: Les églises et les monastéries2 (Paris 1969), σελ. 511 κ.ε. Για αυτοκρατορικούς γάμους στο ναό του Αγίου Στεφάνου, βλ. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περί βασιλείου τάξεως, Reiske, J.J. (επιμ.), Constantini Porphyrogeniti imperatoris de cerimoniis aulae Byzantinae I (CSHB, Bonn 1829), κεφ. 39, 41.

12. Guilland, R., Études topographiques de Constantinople byzantine 1 (Berlin – Amsterdam 1969), σελ. 165-210· Piganiol, A., “La loge impériale de l´Hippodrome de Byzance et le probléme de l´Hippodrome Couvert”, Byzantion 11 (1936), σελ. 387 κ.ε.· Vogt, A., “L´hippodrome ‘couvert’”, Echos d´Orient 37 (1938), σελ. 23-35.

13. Ο J. Bardill το χρονολογεί βάσει αρχαιολογικών στοιχείων στον ύστερο 6ο-πρώιμο 7ο αιώνα (βλ. σημ. 8). Για τη χρονολόγηση της αψιδωτής αίθουσας και του περιστυλίου στην εποχή του Ηρακλείου, βλ. Trilling, J., “The Soul of the Empire: Style and Meaning in the Mosaic Pavement of the Imperial Palace in Constantinople”, Dumbarton Oaks Papers 43 (1989), σελ. 27-72· Kostenec, J., “The Heart of the Empire: The Great Palace of the Byzantine Emperors Reconsidered”, στο Dark, K.R. (επιμ.), Secular Buildings and the Archaeology of Everyday Life in the Byzantine Empire (Oxford 2004), σελ. 15-18· Kostenec, J., “Observations on the Great Palace at Constantinople: The Sanctuaries of the Archangel Michael, the Daphne Palace, and the Magnaura”, Reading Medieval Studies 31 (2005), σελ. 47, σημ. 4· Dark, K.R., “Roman Architecture in the Great Palace of the Byzantine Emperors at Constantinople During the Sixth to Ninth Centuries”, Byzantion 77 (2007), σελ. 87-105.