Παλάτι Μαγναύρας

1. Εισαγωγή

Στο Μέγα Παλάτιο των Βυζαντινών αυτοκρατόρων εισερχόταν κανείς από τη Ρηγία οδό (μία οδός που πλαισιωνόταν από κιονοστοιχίες που οδηγούσε προς τα νότια και έβαινε παράλληλα προς την πλατεία του Αυγουσταίου), μέσω ενός μεγαλοπρεπούς θολωτού προθαλάμου που ονομαζόταν Χαλκή και οδηγούσε στην πτέρυγα όπου στεγάζονταν τα αυτοκρατορικά σεκρέτα και στα ενδιαιτήματα της αυτοκρατορικής φρουράς. Σε αυτό το βόρειο τμήμα του παλατιού βρισκόταν και η περίφημη Μαγναύρα. Η κατασκευή και ο αρχικός ρόλος της Μαγναύρας δεν έχουν αποσαφηνιστεί, αλλά από τις γραπτές πηγές διαφαίνεται ότι στο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τη Μέση Βυζαντινή περίοδο είχε γίνει αίθουσα ακροάσεων.

2. Το ανάκτορο της Μαγναύρας την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο

Η Μαγναύρα αναφέρεται πρώτη φορά το 531, όταν, σύμφωνα με τον Κύριλλο Σκυθοπόλεως (+ περ. 558), ο άγιος Σάββας κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Κωνσταντινούπολη έγινε δεκτός από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α΄ σε αυτήν, παρουσία του κυαίστορα, του Τριβωνιανού.1 Εντούτοις, η τοποθεσία και η ακριβής λειτουργία του οικοδομήματος δεν αποσαφηνίζονται στο Βίο του αγίου. Σε σχέση με αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι ο Cyril Mango έχει προ πολλού προτείνει την άποψη ότι το οικοδόμημα της Συγκλήτου στο Αυγουσταίο μπορεί να ήταν γνωστό απλώς ως Μαγναύρα μετά τον 6ο αιώνα. Ο Mango πρόβαλε τα ακόλουθα επιχειρήματα: α) Και τα δύο κτήρια μπορούσαν να βρίσκονται στην ίδια τοποθεσία, δηλαδή ανατολικά της πλατείας του Αυγουσταίου, που εντοπιζόταν στη νότια πλευρά της Αγίας Σοφίας, β) Το κτήριο της Συγκλήτου δεν αναφέρεται μετά το πέρας της βασιλείας του Ιουστινιανού Α΄.2 Πάντως, η ευρέως αποδεκτή πρόταση του Mango αμφισβητήθηκε, αρχικά από τον Gilbert Dagron3 και αργότερα από το Rudolph Stichel.4 Ο τελευταίος υποστηρίζει ότι η Σύγκλητος βρισκόταν νοτίως των σωζόμενων τάφων των σουλτάνων στον περίβολο της Αγίας Σοφίας και ότι κατά τον 7ο αιώνα ενσωματώθηκε, με την ονομασία «θωμαΐτης τρίκλινος», στο Πατριαρχείο (το μέγαρο των πατριαρχών).

Περαιτέρω επιχειρήματα που αντικρούουν την ταύτιση της Μαγναύρας με τη Σύγκλητο του 6ου αιώνα μπορεί κανείς να εντοπίσει στο Πασχάλιον Χρονικόν, στην περιγραφή της πυρκαγιάς που κατέστρεψε αυτό το τμήμα της πόλεως κατά τη Στάση του Νίκα το 532: σε αυτή την πηγή του πρώιμου 7ου αιώνα, η Μαγναύρα και το κτήριο της Συγκλήτου στο Αυγουσταίο αναφέρονται ως δύο διαφορετικά κτήρια.5 Επιπλέον, η περιγραφή του Προκόπιου για την ανοικοδόμηση της Συγκλήτου από τον Ιουστινιανό υποδηλώνει ότι η πρόσοψή της ήταν προς το Αυγουσταίο, κάτι που δε συνέβαινε με τη Μαγναύρα: σε αυτήν οδηγούσε ένα προαύλιο που βρισκόταν ανατολικά του Αυγουσταίου και διαχωριζόταν από αυτό με μια οδό η οποία περνούσε πίσω από την αψίδα της Αγίας Σοφίας.6

Εάν η αναπαράσταση του Stichel για τη σχέση του ιουστινιάνειου οικοδομήματος της Συγκλήτου με το Αυγουσταίο και την Αγία Σοφία είναι σωστή, τότε το ερώτημα είναι κατά πόσο υπήρξε ένα πρώιμο βυζαντινό ανακτορικό οικοδόμημα σε αυτήν τη θέση (δηλαδή ανατολικά του Αυγουσταίου) που θα μπορούσε να ταυτιστεί με τη μεσαιωνική αίθουσα της Μαγναύρας. Σχετικά με αυτό, έχει προταθεί πρόσφατα από τον γράφοντα ότι η Μαγναύρα ενδεχομένως ήταν αρχικά μια αίθουσα υποδοχής στην επίσημη κατοικία του μαγίστρου των βασιλικών οφφικίων, του επικεφαλής της αυτοκρατορικής διοίκησης, που βρισκόταν στο βόρειο τμήμα του Μεγάλου Παλατιού.7 Το μέγαρο του μαγίστρου των οφφικίων θα μπορούσε ίσως να ταυτιστεί με τη σχολή του μαγίστρου, που βρισκόταν στην περιοχή του Μεγάλου Παλατιού κοντά στη Χαλκή πύλη, με βάση τα κεφάλαια για τον 6ο αιώνα του Περί βασιλείου τάξεως (De Cer. Ι, κεφ. 87 και 89). Με την ταύτιση ως πιθανή υπόθεση εργασίας, μπορούμε να εικάσουμε ότι η κατοικία του μαγίστρου των οφφικίων στην τοποθεσία της Μαγναύρας (ανατολικά του Αυγουσταίου και βορειοανατολικά της Χαλκής) ήταν προσβάσιμη στο κοινό είτε από το δρόμο πίσω από την αψίδα της Αγίας Σοφίας είτε από τον ανοιχτό χώρο ακριβώς πίσω από τη Χαλκή και ότι θα ήταν προσαρτημένη στα ενδιαιτήματα της φρουράς, που βρίσκονταν στα ανατολικά και τα νότια της Χαλκής πύλης, καθώς ο μάγιστρος των οφφικίων ήταν και επικεφαλής των σχολών (της αυτοκρατορικής φρουράς).8

3. Το ανάκτορο της Μαγναύρας στη Μέση Βυζαντινή περίοδο

Είναι πιθανό η αίθουσα ακροάσεων του μαγίστρου να αποκαλούνταν απλώς Magna Aula πολύ πριν τον 6ο αιώνα, όπως υποδηλώνει η λατινική προέλευση της λέξης Μαγναύρα. Ο μάγιστρος των οφφικίων έχασε το υψηλό κύρος του κατά τον 7ο αιώνα και του αφαιρέθηκαν πολλές από τις παλαιότερες δικαιοδοσίες του (για παράδειγμα, ο δομέστικος των σχολών τον αντικατέστησε στη θέση του επικεφαλής της φρουράς). Η Μαγναύρα (η οποία φαίνεται ότι ξαναχτίστηκε από τον Ιουστινιανό, αφότου κάηκε στη Στάση του Νίκα) θεωρείται ότι ανεγέρθηκε εκ νέου από τον Ηράκλειο, πιθανόν μετά τη νίκη του επί των Περσών και την επιστροφή του Τιμίου Σταυρού στην Ιερουσαλήμ το έτος 630·9 πιθανόν, λοιπόν, ο αυτοκράτορας μετέτρεψε την πρώην αίθουσα υποδοχής του μαγίστρου σε ένα νέο χώρο ακροάσεων των αυτοκρατόρων. Πάντως, κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο δεν είχε μόνο αυτήν τη λειτουργία, αλλά εξυπηρετούσε περισσότερους σκοπούς: εκεί πραγματοποιούνταν δικαστικές ακροάσεις, συνέρχονταν εκκλησιαστικές σύνοδοι, ενώ υπήρξε έδρα πανεπιστημίου, χώρος όπου οι αυτοκράτορες απηύθυναν στο λαό ομιλίες πριν από τη Μεγάλη Σαρακοστή κ.λπ.10

Η Μαγναύρα παριστάνεται παραδοσιακά ως τρίκλιτη βασιλική με τρεις αψίδες.11 Εντούτοις, υπάρχουν τρία στοιχεία που υποδηλώνουν ότι η Μαγναύρα θα μπορούσε να είναι ένα οικοδόμημα κατά τον τύπο του εγγεγραμμένου σταυροειδούς (τουλάχιστον κατά το 10ο αιώνα, όταν συντάχθηκε το Περί βασιλείου τάξεως), όπως έχει προτείνει ο Albrecht Berger.12 Αυτός υποστηρίζει ότι οι τέσσερις κίονες που αναφέρονται στο Περί βασιλείου τάξεως (De Cer. 2, κεφ. 15) υποβάσταζαν τον τρούλο του Μεγάλου Τρικλίνου. Πάντως η αίθουσα της Μαγναύρας μπορούσε να φιλοξενήσει τους περισσότερους από 308 επισκόπους και εκπροσώπους επισκόπων που συγκεντρώθηκαν εκεί κατά την τελευταία συνεδρία της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου το 787,13 κάτι που δε θα ήταν δυνατό αν εκείνη την εποχή η Μαγναύρα ήταν κτίσμα κατά τον τύπο του εγγεγραμμένου σταυροειδούς. Από την άλλη πλευρά, είναι επίσης πιθανό η μεγάλη αίθουσα του μεγάρου του μαγίστρου των οφφικίων να αντικαταστάθηκε από ένα μικρότερο οικοδόμημα, εγγεγραμμένο σταυροειδές, που χτίστηκε πιθανότατα από το Βασίλειο Α΄ (867-886), ο οποίος, όπως είναι γνωστό, ανακαίνισε τη Μαγναύρα.14

Το Περί βασιλείου τάξεως δίνει επίσης πληροφορίες για την όψη του συγκροτήματος της Μαγναύρας. Για παράδειγμα, στην ίδια την αίθουσα οδηγούσε μια υπόστυλη αυλή, το αναδενδράδιον, που ήταν ένα είδος κήπου. Τουλάχιστον η νότια πλευρά του αναδενδραδίου ήταν διώροφη και η προέκταση του άνω ορόφου παρείχε ιδιωτική πρόσβαση στην Αγία Σοφία από το Παλάτιο. Ένα κλιμακοστάσιο οδηγούσε από το προαύλιο του κήπου στην κυρία είσοδο της δυτικής πρόσοψης της Μαγναύρας, κάτι που υποδηλώνει ότι το δάπεδο της αίθουσας ήταν υπερυψωμένο. Υπήρχαν επίσης δύο αψιδωτά δωμάτια στο ανατολικό άκρο της αίθουσας, που χρησίμευαν ως μητατώριο (αίθουσα για αλλαγή ρούχων) και ως υπνοδωμάτιο (που χρησιμοποιούνταν κυρίως έπειτα από έναν αυτοκρατορικό γάμο· εκεί βρισκόταν και το πενταπύργιο, μία τεράστια σκευοθήκη με πέντε θόλους). Επιπλέον, το Περί βασιλείου τάξεως (De Cer. II, κεφ. 10 και 15) και η έκθεση της διπλωματικής αποστολής του επισκόπου της Κρεμόνας Λιουτπράνδου (10ος αιώνας) μας παρέχουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες για την εσωτερική διακόσμηση της Μαγναύρας: ο θρόνος του αυτοκράτορα («Θρόνος του Σολομώντα»), για παράδειγμα, υψωνόταν στην οροφή της αίθουσας κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της ακρόασης, ενώ ταυτόχρονα έπαιζαν εκκλησιαστικά όργανα, μηχανικά λιοντάρια παρήγαν βρυχηθμούς και πουλιά σε ασημένια δέντρα και πάνω στο θρόνο κελαηδούσαν αρμονικά. Πολυάριθμοι πολύτιμοι πολυέλαιοι κρέμονταν από αλυσίδες στην αίθουσα και η αυτοκρατορική φρουρά, που έστεκε δίπλα στο θρόνο, κρατούσε τα παραδοσιακά ρωμαϊκά σκήπτρα και άλλα εμβλήματα.15



1. Schwartz, E. (επιμ.), Kyrillos von Skythopolis (Leipzig 1939), σελ. 168. Ο Τριβωνιανός ήταν στενός σύμβουλος του Ιουστινιανού και ως εκ τούτου η παρουσία του δεν προκαλεί έκπληξη.

2. Mango, C., The Brazen House. A Study of the Vestibule of the Imperial Palace of Constantinople (Kopenhagen 1959), σελ. 57 κ.ε.

3. Dagron, G., Naissance d’une capitale. Constantinople et ses institutions de 330 à 451 (Paris 1974), σελ. 138, σημ. 2.

4. Stichel, R., “Sechs kolossale Säulen nahe der Hagia Sophia und die Curia Justinians am Augusteion in Konstantinopel”, Architectura, Zeitschrift für Geschichte der Baukunst 30 (2000), σελ. 24.

5. Πασχάλιον Χρονικόν, Dindorf, L. (επιμ.), (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1832), σελ. 623· πρβλ. Berger, A., Untersuchungen zu den Patria Konstantinupoleos (ΠΟΙΚΙΛΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ 8, Bonn 1988), σελ. 268. Εκεί υποστηρίζεται ότι η λέξη «Μαγναύρα» ήταν απλώς μια άλλη ονομασία για τη Σύγκλητο την εποχή που γράφτηκε το Πασχάλιον Χρονικόν, το οποίο φτάνει μέχρι το έτος 627.

6. Για τον προαύλειο χώρο της Μαγναύρας και το δρόμο μεταξύ αυτού και της ανατολικής πλευράς του Αυγουσταίου, βλ. Guilland, R., Études topographiques de Constantinople byzantine I (Berlin – Amsterdam 1969), σελ. 142-147, και Mango, C., The Brazen House. A Study of the Vestibule of the Imperial Palace of Constantinople (Kopenhagen 1959), σελ. 66-71. Επιπλέον, είναι αρχαιολογικά τεκμηριωμένο ότι τα κτήρια των τοπικών βουλών (όπου συνέρχονταν οι βουλευτές της πόλης) σε διάφορες ρωμαϊκές πόλεις ήταν προσαρτημένα σε μία πλευρά της αγοράς, κάτι που συνηγορεί υπέρ της άποψης του Stichel για την τοποθεσία της Συγκλήτου της Κωνσταντινούπολης. Από την άλλη μεριά, ο Berger, A., “Die Senate von Konstantinopel”, Boreas 18 (1995), σελ. 135, στην προσπάθειά του να εναρμονίσει την περιγραφή του Προκόπιου με τα όσα μας είναι γνωστά για τη Μαγναύρα, έχει προτείνει την άποψη ότι οι έξι κίονες του προστώου της ιουστινιάνειας Συγκλήτου (οι οποίοι υποβάσταζαν ένα αέτωμα) ενδεχομένως σχημάτιζαν ένα πρόπυλο που θα οδηγούσε όχι απευθείας στο εσωτερικό της Συγκλήτου (το οποίο εκείνος, όπως και ο Mango, ταυτίζει με τη Μαγναύρα) αλλά στο προαύλιο αυτής (το μεταγενέστερο αναδενδράδιον της Μαγναύρας, σύμφωνα με τη θεωρία του).

7. Kostenec, J., “Observations on the Great Palace at Constantinople: The Sanctuaries of the Archangel Michael, the Daphne Palace, and the Magnaura”, Reading Medieval Studies 31 (2005), σελ. 42-45. Για το μάγιστρο των οφφικίων, βλ. Bury, J.B., History of the Later Roman Empire (London 1923), σελ. 29-31, και Kazhdan, A.P. (επιμ.), The Oxford Dictionary of Byzantium 2 (Oxford – New York 1991), σελ. 1267, βλ. λ. “Magnaura” (C. Mango). Στην Κωνσταντινούπολη είναι γνωστή η ύπαρξη τριών πραιτορίων (διοικητικών μεγάρων): του επάρχου της πόλεως πάνω στη Μέση οδό, του επάρχου του πραιτορίου κοντά στην Αγία Ειρήνη και εκείνο του μαγίστρου των οφφικίων, βλ. Mango, C., Studies on Constantinople (Aldershot 1993), add. 1.

8. Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος, Περί βασιλείου τάξεως, Reiske, J. (επιμ.), Constantini Porphyrogeniti imperatoris de cerimoniis aulae Byzantinae libri duo II (CSHB, Bonn 1829), κεφ. 10.547 και 15.577· Kostenec, J., “The Heart of the Empire: The Great Palace of the Byzantine Emperors Reconsidered”, Dark, K.R. (επιμ.), Secular Buildings and the Archaeology of Everyday Life in the Byzantine Empire (Oxford 2004), σελ. 22, όπου αναφέρεται ότι μια πύλη στο νότιο προστώο του προαύλιου της Μαγναύρας ανοιγόταν στο χώρο πίσω από τη Χαλκή πύλη. Guilland, R., Études topographiques de Constantinople byzantine I (Berlin – Amsterdam 1969), σελ. 142, και Mango, C., The Brazen House. A Study of the Vestibule of the Imperial Palace of Constantinople (Kopenhagen 1959), σελ. 57, σημ. 137: Αναφέρει ότι μια θύρα στο νότιο προστώο του προαύλιου της Μαγναύρας έβγαζε στο δρόμο που περνούσε πίσω από την Αγία Σοφία. Αυτή η θύρα βρισκόταν αντίκρυ από μια πύλη στην ανατολική πλευρά του Αυγουσταίου. Η E. Bolognesi τοποθετεί τα γραφεία του μαγίστρου ακριβώς πίσω από τη Χαλκή πύλη, αλλά σε χαμηλότερο επίπεδο, βλ. Bolognesi, E., “The Great Palace of Constantinople”, Jobst, W. – Kastler, R.- Scheibelreiter, V. (επιμ), Neue Forschungen und Restaurierungen im byzantinischen Kaiserpalast von Istanbul (Wien 1999), σελ. 12 κ.ε.· Bolognesi, E., “Il Gran Palazzo”, Bizantinistica 2 (2000), σελ. 220 κ.ε. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, οι αυτοκρατορικές ακροάσεις πραγματοποιούνταν στο κονσιστόριο εκείνη την εποχή, αλλά η συνάντηση του αγίου Σάββα με τον Ιουστινιανό δε φαίνεται να είχε το χαρακτήρα επίσημης ακρόασης. Η αίθουσα στο μέγαρο του μαγίστρου ήταν ο κατάλληλος τόπος για μια τέτοια συνάντηση, διότι κατά τη διάρκεια των επισήμων ακροάσεων οι ξένες διπλωματικές αποστολές γίνονταν αρχικά δεκτές από το μάγιστρο των οφφικίων στη σχολή του, όπου τους ρωτούσαν συνήθως το σκοπό της επίσκεψής τους· μόνο τότε οδηγούνταν στο κονσιστόριο, όπου ο αυτοκράτορας καθόταν στο θρόνο του. Για τις ακροάσεις ξένων διπλωματών, όπως αυτές περιγράφτηκαν από τον Πατρίκιο Πέτρο, βλ. παραπάνω, τη μελέτη της E. Bolognesi του 1999.

9. Παλατινή Ανθολογία IX 655, Beckby, H. (επιμ.), Anthologia Graeca2 3 (Munich 1968).

10. Guilland, R., Études topographiques de Constantinople byzantine I (Berlin – Amsterdam 1969), σελ. 141-142· Mango, C., The Brazen House. A Study of the Vestibule of the Imperial Palace of Constantinople (Kopenhagen 1959), σελ. 58, σημ. 138.

11. Η κάτοψη της Μαγναύρας ως βασιλικής βασίζεται στη χρονολόγηση του κτηρίου στην εποχή της βασιλείας του Κωνσταντίνου, όπως εμφανίζεται στα Πάτρια –Berger, A., Untersuchungen zu den Patria Konstantinupoleos (ΠΟΙΚΙΛΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ 8, Bonn 1988), σελ. 214, 266– και από την αναφορά στο Περί βασιλείου τάξεως μιας νοτιοανατολικής αψίδας, κάτι που υποδηλώνει επίσης την ύπαρξη μιας κεντρικής (μεγαλύτερης) και μιας βόρειας αψίδας. Ebersolt, J., Le Grand Palais de Constantinople et le Livre des Cérémonies (Paris 1910), σελ. 68-70· Janin, R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique (Paris 1964), σελ. 117-118· Guilland, R., Études topographiques de Constantinople byzantine I (Berlin – Amsterdam 1969), σελ. 141· Mango, C., The Brazen House. A Study of the Vestibule of the Imperial Palace of Constantinople (Kopenhagen 1959), σελ. 57.

12. Berger, A., “Die Senate von Konstantinopel”, Boreas 18 (1995), σελ. 135. Το Fatih Camii στη νότια ακτή της θάλασσας του Μαρμαρά, που χρονολογήθηκε με βάση μια δενδροχρονολόγηση στον πρώιμο 9ο αιώνα, είναι το πρωιμότερο χρονολογημένο παράδειγμα του σταυροειδούς εγγεγραμμένου τύπου κάτοψης, βλ. Ousterhout, R., “Reconstructing ninth-century Constantinople”, Brubaker, L. (επιμ.), Byzantium in the Ninth Century: Dead or Alive? Papers from the Thirteenth Spring Symposium of Byzantine Studies, Birmingham, March 1996 (Aldershot 1998), σελ. 127-128, σημ. 42, με αναφορές στη δενδροχρονολόγηση του P.I. Kuniholm. Εντούτοις, είναι ασαφές πότε επινοήθηκε αυτός ο αρχιτεκτονικός τύπος. Αναπτύχθηκε ενδεχομένως στην Κωνσταντινούπολη πριν από τον 7ο αιώνα, αν είναι ορθή η ερμηνεία του Mathews για τα ερείπια του ναού Beyazit C ως εγγεγραμμένου σταυροειδούς και η χρονολόγηση του Bardill για τα ερείπιά του στον ύστερο 6ο αιώνα: Mathews, T.H., Early Churches of Constantinople: Architecture and Liturgy (University Park, Pennsylvania – London 1971, σελ. 69, και Bardill, J., Brickstamps of Constantinople I (Oxford 2004), σελ. 133-134.

13. Θεοφάνης, Χρονογραφία, de Boor, C. (επιμ.), Theophanis Chronographia (Leipzig 1883), σελ. 463· Darrouzes, J., “Listes épiscopales du Concile de Nicée (787)”, Revue des Études Byzantines 33 (1975), σελ. 5-76.

14. Γεώργιος Κεδρηνός, Σύνοψις Ιστοριών, Bekker, Ι. (επιμ.), Georgius Cedrenus Ioannis Scylitzae ope 2 (Bonn 1839), σελ. 204. Πιθανόν όμως πρέπει να αποδοθεί στο Βασίλειο Α΄ η προσθήκη των τρούλων και των τεσσάρων στηριγμάτων στην παλαιά Μαγναύρα, κάτι που θα συμφωνούσε με την αναφορά στις γραπτές πηγές για ανακαίνιση κάποιων εκκλησιών στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και με τις αρχαιολογικά τεκμηριωμένες μεταβολές (προσθήκες τρούλων) σε πρωτοβυζαντινές βασιλικές κατά τη διάρκεια της Μεσοβυζαντινής περιόδου· για το τελευταίο, βλ. Ousterhout, R., “Reconstructing ninth-century Constantinople”, Brubaker, L. (επιμ.), Byzantium in the Ninth Century: Dead or Alive? Papers from the Thirteenth Spring Symposium of Byzantine Studies, Birmingham, March 1996 (Aldershot 1998), σελ. 126.

15. Featherstone, J.M., “ΔΓ΄ ΕΝΔΕΙΞΙΝ: Display in Court Ceremonial (De Cerimoniis II, 15)”, Cutler, A. – Papaconstantinou, A. (επιμ.), The Material and the Ideal: Essays in Medieval Art and Archaeology in Honour of Jean-Michel Spieser (Brill 2007), σελ. 75-112· Berger, A., “Die akustische Dimension des Kaiserzeremoniells. Gesang, Orgelspiel und Automaten”, Bauer, F.A. (επιμ.), Visualisierung von Herschaft: Frühmittelalterliche Residenzen- Gestalt und Zeremoniell (BYZAS 5, Istanbul 2006), σελ. 63-77· Liutprandi Cremonensis Opera Omnia, Chiesa, P. (επιμ.), (Corpus Christianorum Scriptorum Latinorum 94, Turnhout 1998), σελ. 147.