1. Ο Λαύσος και το ιστορικό πλαίσιο Ο Λαύσος μαρτυρείται ότι ήταν πραιπόσιτος (praepositus sacri cubiculi) στην αυλή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β΄ (408-450) μεταξύ των ετών 420 και 422. Ενδεχομένως ανέλαβε εκ νέου καθήκοντα το 431 και το 436.1 Ο Λαύσος κατείχε ένα μεγαλοπρεπές ανάκτορο στην Κωνσταντινούπολη, το οποίο βρισκόταν στη Μέση οδό (η σημερινή Divan Youlu Caddesi ακολουθεί την πορεία της βυζαντινής οδού), όχι μακριά από το Ανάκτορο του Αντιόχου (ο οποίος είχε επίσης υπηρετήσει ως πραιπόσιτος πριν από το Λαύσο). Ο Λαύσος έγινε γνωστός κυρίως για τη μεγάλη συλλογή του με αρχαία αγάλματα. Το έτος 391 ο Θεοδόσιος Α΄ (379-395) ανακήρυξε το χριστιανισμό ως τη μόνη νόμιμη θρησκεία της αυτοκρατορίας, βάζοντας έτσι τέλος στην υποστήριξη της παραδοσιακής ρωμαϊκής θρησκείας από το κράτος. Ως αποτέλεσμα αυτού του αυτοκρατορικού διατάγματος, οι παλιοί ειδωλολατρικοί ναοί έκλεισαν και εγκαταλείφθηκαν, ενώ πολλοί από αυτούς αντικαταστάθηκαν στη συνέχεια από εκκλησίες. Αυτή η κατάσταση έδωσε αναμφίβολα την ευκαιρία στο Λαύσο, που πρέπει να ήταν ισχυρός και πλούσιος άνδρας, να αποκτήσει πολλά κλασικά, ελληνιστικά και ρωμαϊκά αγάλματα, από τα οποία τα περισσότερα ήταν τοποθετημένα αρχικά σε ειδωλολατρικούς ναούς. 2. Τα αγάλματα του Ανακτόρου του Λαύσου Το Ανάκτορο του Λαύσου χάθηκε μαζί με τα αγάλματα που βρίσκονταν κοντά στη βόρεια στοά της Μέσης οδού, στη μεγάλη φωτιά του 475 η οποία κατέστρεψε μια εκτεταμένη περιοχή στο κέντρο της πόλης. Ευτυχώς, οι Βυζαντινοί ιστορικοί Κεδρηνός2 και Ζωναράς3 μάς παραδίδουν περιγραφές της πλούσιας συλλογής του Λαύσου. Σύμφωνα με αυτούς, ο Λαύσος διέθετε αριστουργήματα, όπως το άγαλμα του Δία από την Ολυμπία, έργο του Φειδία. Επρόκειτο για το κύριο άγαλμα του ναού του Ολυμπίου Διός: μια χρυσελεφάντινη μορφή σε θρόνο με ένθετα πολύτιμα πετράδια, που κρατούσε μια μικρή μορφή της Νίκης. Το ύψος του αγάλματος ήταν μεταξύ 12 και 14 μέτρων και χρονολογούνταν στον 5ο αι. π.Χ. Ο Λαύσος είχε επίσης στην κατοχή του την Αφροδίτη της Κνίδου του Πραξιτέλη (άγαλμα που μας είναι γνωστό από αρχαία αντίγραφα που κατασκευάστηκαν για το ιερό της Αφροδίτης στην Κνίδο και ανάγονται στον 4ο αι. π.Χ.) και τον Έρωτα (άγαλμα κατά πάσα πιθανότητα του Λυσίππου που χρονολογείται τον 4ο αι. π.Χ.). Εκτός από αυτά, ο Κεδρηνός απαριθμεί και άλλα κομμάτια από τη συλλογή: το άγαλμα της Ήρας της Σάμου (ίσως όχι το κύριο άγαλμα του ιερού της Ήρας αλλά μάλλον ένα αναθηματικό που χρονολογείται τον 6ο αι. π.Χ. και φιλοτεχνήθηκε πιθανώς από το Βούπαλο) και την Αθηνά της Λίνδου (ένα αναθηματικό άγαλμα από «σμαραγδόπετρα», το οποίο βρισκόταν αρχικά στο ιερό της Αθηνάς στη Λίνδο της Ρόδου, αποδίδεται δήθεν στους γλύπτες Σκύλλι και Δίποινο και ανάγεται στον 6ο αι. π.Χ.). Ο Κεδρηνός αναφέρει επίσης το άγαλμα του Καιρού, Κενταύρους, Πάνες (από την Ελληνιστική ή τη Ρωμαϊκή περίοδο) και αγάλματα διάφορων ζώων. Το άγαλμα του Καιρού, που χρονολογείται στον 4ο αιώνα, ο Κεδρηνός το αναφέρει «Χρόνο» και το αποδίδει στο Λύσιππο. Περιγράφει τη μορφή ενός ανθρώπου που τρέχει, με φαλακρό το πίσω μέρος του κεφαλιού του, με μια πυκνή τούφα μαλλιών στο μπροστινό μέρος και με φτερωτά πόδια που ακροπατούν, ενώ κουβαλά και ένα ξυράφι – αυτό το τελευταίο όμως αποτελεί ένδειξη ότι το άγαλμα αναπαριστά τον Καιρό (ο καιρός εκφράζει την ιδέα της κρίσιμης στιγμής στο πέρασμα του χρόνου, ενώ ο χρόνος έχει γενικότερη σημασία).4 3. Το Ανάκτορο του Λαύσου Μέχρι πρόσφατα οι μελετητές ταύτιζαν το Ανάκτορο του Λαύσου με μια τεράστια ροτόντα (στην οποία οδηγούσε ένα πεταλόσχημο προστώο) και με την παρακείμενη επιμήκη αίθουσα, οι οποίες αποκαλύφθηκαν στα βόρεια του εξαγωνικού Ανακτόρου του Αντιόχου (που βρισκόταν στη δυτική πλευρά του Ιπποδρόμου –του σημερινού Atmeydan– και κοντά στο Adliye Sarayi, το τουρκικό δικαστικό μέγαρο).5 Αυτή η ταύτιση αμφισβητήθηκε από την E. Torelli Landini, η οποία εστίασε στο γεγονός ότι η κατοικία του Λαύσου ήταν προσβάσιμη από τη Μέση οδό, κάτι που δε συνέβαινε με τη ροτόντα και την επιμήκη αίθουσα.6 Πιο πρόσφατα, ο J. Bardill επαναπροσδιόρισε τη θέση του Ανακτόρου του Λαύσου απέναντι από τη Μέση οδό, κοντά στο Φόρο του Κωνσταντίνου. Ο Bardill υποστηρίζει ότι το ανάκτορο βρισκόταν στα ανατολικά μιας μεγάλης, ανοιχτής κινστέρνας, της οποίας ο ανατολικός τοίχος είναι ακόμη ορατός στην οδό Babiali. Την κινστέρνα αυτή την ταυτίζει με την Κινστέρνα του Φιλοξένου, η οποία ήταν, σύμφωνα με γραπτές πηγές, κοντά στο Ανάκτορο του Λαύσου.7 Μετά την πυρκαγιά του 475 το παλάτι ανακαινίστηκε, αλλά καταστράφηκε ξανά το 498, το 512, το 532 και το 603.8 Έχει επίσης προταθεί ότι η κατοικία του Λαύσου πέρασε στην ιδιοκτησία του Συμμάχου τον 6ο αιώνα και ήταν γνωστή την εποχή εκείνη με το όνομα αυτού του ιδιοκτήτη.9
1. Για το Λαύσο, βλ. Martindale, J.R., The Prosography of the Later Roman Empire 2: AD 395-527 (Cambridge 1980), βλ. λ. “Lausus 2” και “Lausus 3”. 2. Κεδρηνός, Σύνοψις Ιστοριών, Bekker, I. (επιμ.), Georgius Cedrenus Ioannis Scylitzae ope I (CSHB, Bonn 1838), σελ. 616-617. 3. Ιωάννης Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών, Büttner-Wobst, T. (επιμ.), Ioannis Zonarae epitomae historiarum 3 (Leipzig 1897), σελ. 131. 4. Για αγγλικές μεταφράσεις των περιγραφών της συλλογής του Λαύσου από τον Κεδρηνό και το Ζωναρά καθώς και για τo ζήτημα των αγαλμάτων, βλ. το πρόσφατο Bassett, S., The Urban Image of Late Antique Constantinople (Cambridge 2004), σελ. 232-238. 5. Dolunay, N. – Naumann, R., “Untersuchungen zwischen Divan Yolu und Adalet Sarayi 1954”, Istanbul Arkeologi Müzeleri Yilligi 11-12 (1964), σελ. 137· Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977), σελ. 238-239, με τη σχετική βιβλιογραφία. 6. Torelli Landini, E., “Note sugli scavi a nord-ovest dell’Ippodromo di Istanbul (1939/1964) e loro identificazione”, Storia dell’Arte 68 (1990), σελ. 25, 28. 7. Bardill, J., “The Palace of Lausus and Nearby Monuments in Constantinople: A Topographical Study”, American Journal of Archaeology 101:1 (Ιαν. 1997), σελ. 67-95. 8. Berger, A., Untersuchungen zu den Patria Konstantinupoleos (ΠΟΙΚΙΛΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ 8, Bonn 1988), σελ. 285. 9. Bardill, J., “The Palace of Lausus and Nearby Monuments in Constantinople: A Topographical Study”, American Journal of Archaeology 101:1 (Ιαν. 1997), σελ. 85-86.
|
|
|