1. Εισαγωγή
Θεωρείται ότι στην κλίμακα των ανθρώπινων φόβων την υψηλότερη θέση κατέχουν ο φόβος από τη φωτιά και αυτός από την έκλειψη Ηλίου.1 Ο άνθρωπος χρειάστηκε πολύ χρόνο για να αντιμετωπίσει τον πρωτόγονο φόβο της φωτιάς, αλλά την πυρκαγιά, και συγκεκριμένα το φόβο του θανάτου σε πυρκαγιά, δεν την ξεπέρασε. Τους Βυζαντινούς χρόνους, όπως άλλωστε και σε μεταγενέστερες περιόδους, οι πυρκαγιές αποτελούσαν καθημερινό κίνδυνο. Και οι πυρκαγιές, όπως οι σεισμοί, οι κομήτες ή οι εκλείψεις Ηλίου, θεωρούνταν αναγγελίες μεγάλων δεινών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πυρκαγιά που εκδηλώθηκε στην Κωνσταντινούπολη την 1η Σεπτεμβρίου 465, η οποία αργότερα συμπεριλήφθηκε στο Συναξάριο Κωνσταντινουπόλεως και μνημονεύεται κάθε χρόνο.2
2. Πυρκαγιές στην Κωνσταντινούπολη
Στο Βυζάντιο ο κίνδυνος από πυρκαγιά αφορούσε πρωτίστως τις μεγαλύτερες πόλεις, ιδιαίτερα την Κωνσταντινούπολη. Η μεγαλούπολη στο Βόσπορο είχε σε κάθε συνοικία της πυροσβεστικό σώμα (που αποτελούνταν από τους λεγόμενους collegiati), οι οποίοι λογοδοτούσαν στον έπαρχο της Πόλεως.3 Ωστόσο, στη μακρά ιστορία της Κωνσταντινούπολης, όπως τονίζει και ο Νικηφόρος Γρηγοράς,4 σημειώθηκαν πολυάριθμες πυρκαγιές. Υπολογίζεται ότι, κατά τη Βυζαντινή περίοδο, εκδηλώθηκαν στην Κωνσταντινούπολη τριάντα εννέα μείζονες πυρκαγιές, με πρώτη εκείνη του 388 και τελευταία εκείνη του 1434.5
Ορισμένες φορές, στη διάρκεια στάσεων ή αντιπαραθέσεων, οι πυρκαγιές μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως απειλή. Έτσι συνέβη για παράδειγμα το 1057, στη διάρκεια της στάσης που σήμανε την εκθρόνιση του αυτοκράτορα Μιχαήλ ΣΤ΄ Στρατιωτικού (1056-1057). Στην περίπτωση εκείνη οι στασιαστές ξεσήκωσαν την πόλη, προκάλεσαν ταραχές, απείλησαν με πυρκαγιές και άλλα δεινά. Παρεμπιπτόντως, για τις πυρκαγιές σε άλλες πόλεις και περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έχουν διασωθεί ελάχιστα στοιχεία. Το παράδειγμα αυτό μας φανερώνει ότι, στα μάτια των Βυζαντινών συγγραφέων και των υπηκόων του Βυζαντινού αυτοκράτορα, η Κωνσταντινούπολη ήταν ουσιαστικά το επίκεντρο του κόσμου. Εξαίρεση αποτελεί η Τραπεζούντα, πρωτίστως χάρη στην επιμέλεια του χρονικογράφου Μιχαήλ Πανάρετου, στα χρονικά του οποίου αναφέρονται πέντε πυρκαγιές στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας στον Πόντο.
3. Η μαρτυρία του Νικήτα Χωνιάτη
Από όλους τους Βυζαντινούς συγγραφείς, και ιδίως όσους έζησαν τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, ο Νικήτας Χωνιάτης έχει καταγράψει τις περισσότερες πυρκαγιές στην Κωνσταντινούπολη. Δεν πρόκειται βέβαια περί σύμπτωσης, αφού ο Χωνιάτης υπήρξε μάρτυρας των θυελλωδών γεγονότων στα χρόνια πριν και μετά την κατάκτηση της βυζαντινής πρωτεύουσας από τους σταυροφόρους. Πράγματι, η πιο γλαφυρή και εκτενής σχετική περιγραφή του αφορά την πυρκαγιά που ξέσπασε στην Κωνσταντινούπολη τον Αύγουστο του 1203, από εμπρησμό των σταυροφόρων. Αντίθετα, αναφέρεται μόνο συνοπτικά σε μια πυρκαγιά πριν από το 1194 και στην πυρκαγιά της 17ης Ιουλίου 1203.
Η περιγραφή της πυρκαγιάς που έπληξε την Κωνσταντινούπολη τον Αύγουστο του 1203 είναι λεπτομερέστατη. Έχοντας υπόψη ότι δεν υπάρχει φοβερότερος τρόπος να εκδικηθούν την πόλη και να τρομοκρατήσουν τους κατοίκους της, γράφει ο Βυζαντινός ιστορικός, οι σταυροφόροι αποφάσισαν μετά την πρόσφατη πυρκαγιά –εννοεί εκείνη στις 17 Ιουλίου 1203– να αφήσουν και πάλι την Κωνσταντινούπολη στο έλεος της πύρινης λαίλαπας. Έβαλαν σε διάφορα σημεία φωτιά, η οποία πολύ γρήγορα εξαπλώθηκε ανεξέλεγκτα προς όλες τις κατευθύνσεις. Καταστρέφοντας όλα όσα βρέθηκαν στο δρόμο της, η πυρκαγιά μαινόταν ολόκληρη τη νύχτα και την επόμενη μέρα· σημείωσε κάποια ύφεση όταν άρχισε να νυχτώνει. Και παλαιότερα είχαν σημειωθεί πολλές μεγάλες πυρκαγιές, εκφράζει τον πόνο του ο Νικήτας Χωνιάτης, αλλά σε σύγκριση με αυτήν, εκείνες έμοιαζαν μόλις με φλόγα. Το θέαμα αυτής της πυρκαγιάς ήταν αδύνατο να περιγραφεί. Οι πύρινες γλώσσες χώριζαν και επεκτείνονταν προς όλες τις κατευθύνσεις και μετά πάλι ενώνονταν σε έναν τεράστιο πύρινο ποταμό. Οι στοές κατέρρεαν, τα γλυπτά στις πλατείες γκρεμίζονταν, οι πανέμορφοι κίονες σαν αναμμένοι θάμνοι εξαφανίζονταν στις φλόγες. Τίποτε δεν μπορούσε να αντισταθεί στη θερμότητα της φωτιάς. Αναμμένα κομμάτια πετούσαν στον αέρα, μπροστά στα μάτια των ανήμπορων και τρομοκρατημένων κατοίκων της Κωνσταντινούπολης, και προκαλούσαν νέες πυρκαγιές σε σπίτια που μέχρι τότε είχαν σωθεί από το κακό και δεν τα είχαν αγγίξει οι πύρινες γλώσσες. Τα κομμάτια φαίνονταν σαν να είχαν εκτοξευτεί από μηχανήματα που έριχναν πέτρες και αστραπιαία έφταναν έως τα κτήρια που δεν καίγονταν· στη συνέχεια, αφού και εκεί κατέστρεφαν τα πάντα, άλλαζαν πορεία. Η φωτιά, παρασυρόμενη από την ορμή του βόρειου ανέμου, στην αρχή κατευθυνόταν ίσια, μετά όμως άλλαζε κατεύθυνση, σαν σπρωγμένη από το νότιο άνεμο, και γύριζε πίσω για να καταστρέψει όλα όσα βρέθηκαν στο δρόμο της. Η πυρκαγιά μάλιστα απείλησε και την εκκλησία της Αγίας Σοφίας και μετέτρεψε σε στάχτη πολλές συνοικίες. Δεν άντεξαν ούτε οι οπτόπλινθοι ούτε τα βαθιά θεμέλια, όλα σαν λαμπάδα υπέκυψαν στη δύναμη της πύρινης λαίλαπας. Η πρώτη σπίθα άναψε στον ξενώνα (μιτάτον) των μουσουλμάνων εμπόρων, δηλαδή στο παράκτιο βόρειο τμήμα της πόλης, και από εκεί η πυρκαγιά επεκτάθηκε προς την κατεύθυνση της Αγίας Σοφίας.
Κατευθυνόμενη προς δυσμάς έφθασε έως το Πέραμα, στις ακτές του Χρυσού Κέρατος, και από εκεί ξεχύθηκε σε ολόκληρο το πλάτος της πόλης. Κινούμενη με τεράστια δύναμη η πυρκαγιά –τέτοια που ποτέ πριν δεν είχε σημειωθεί– κατέστρεφε και κτήρια εκτός των τειχών, τα δε αναμμένα κάρβουνα που πετούσαν στον αέρα πυρπόλησαν και ένα πλοίο που έπλεε εκεί κοντά. Με τον τρόπο αυτό αποτεφρώθηκαν μεγάλα τμήματα της πρωτεύουσας. Δε γλίτωσε ούτε ο Ιππόδρομος – ολόκληρη η δυτική πλευρά του κάηκε ολοσχερώς, καθώς και όλα όσα βρίσκονταν μεταξύ αυτού και της Αγίας Σοφίας. Εν ολίγοις, επειδή η πυρκαγιά έπληξε την πόλη από τη μια έως την άλλη πλευρά της θάλασσας, σαν ένα ατελείωτο πύρινο ποτάμι, ήταν αδύνατο οι άνθρωποι να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο. Οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης δεν κατάφεραν να σώσουν την περιουσία τους, καθώς η φωτιά εμφανιζόταν ακόμα κι εκεί όπου κανείς δεν την περίμενε. Ορισμένοι προσπάθησαν να μεταφέρουν τα πράγματά τους σε άλλα σημεία της πόλης, μάταια όμως, καθώς οι φλόγες κινούνταν προς όλες τις κατευθύνσεις και απειλούσαν ολόκληρη την πόλη. Με λίγα λόγια, ήταν αδύνατο κάποιος να κρυφτεί από την πύρινη λαίλαπα. «Ουαί!» τελειώνει την περιγραφή του ο Νικήτας Χωνιάτης. «Πού είναι τώρα όλα αυτά τα πανέμορφα και καταπληκτικά παλάτια με τα πλούσια στολίδια τους, με τον άφθονο πλούτο τους και με όλα όσα γοήτευαν τον καθένα;»6
4. Η μαρτυρία του Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου
Ένας άλλος αυτόπτης μάρτυρας, ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος –από την αντίπαλη λατινική πλευρά–, επίσης μας δίνει μια εικόνα όσων συνέβησαν τότε στην Κωνσταντινούπολη. Τονίζει ότι η πυρκαγιά ήταν τόσο μεγάλη και τρομακτική, ώστε κανείς δεν ήταν σε θέση να τη σβήσει ούτε να τη χαλιναγωγήσει. Όταν οι Λατίνοι βαρόνοι στον καταυλισμό, ο οποίος βρισκόταν στην άλλη πλευρά του λιμανιού, είδαν πως γκρεμίζονται και εξαφανίζονται στις φλόγες ψηλές εκκλησίες, πλούσια παλάτια και εμπορικές συνοικίες, εξέφρασαν βαθύτατη λύπη, αλλά δεν μπορούσαν να βοηθήσουν. Η πυρκαγιά εξαπλώθηκε από τη συνοικία κοντά στο λιμάνι και έπληξε το μεγαλύτερο τμήμα της πόλης έως την ακτή από την άλλη πλευρά και μέχρι την εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Διήρκεσε οκτώ ημέρες και κανείς δεν κατάφερε να τη σβήσει. Δεν μπορούσε να υπολογιστεί το μέγεθος της ζημιάς, ούτε τα χρήματα και ο πλούτος που τότε χάθηκαν, ούτε οι άνδρες και τα γυναικόπαιδα που κάηκαν. Οι Λατίνοι που ήταν εγκατεστημένοι στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι σύμφωνα με τα λεγόμενα του Γάλλου ευγενούς ανέρχονταν στις δεκαπέντε χιλιάδες, έφευγαν με πλοία προς την ασιατική πλευρά των στενών του Βοσπόρου. Ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος ολοκληρώνει τη δική του περιγραφή –η οποία είναι βέβαια πιο συνοπτική από εκείνη του Χωνιάτη, αλλά σε τίποτε δεν τον διαψεύδει– με το πολύ σημαντικό συμπέρασμα ότι το γεγονός αυτό κλόνισε την εμπιστοσύνη μεταξύ των Ελλήνων και των Λατίνων.7 Επιπλέον, υπήρξε το προανάκρουσμα της επικείμενης καταστροφής, όχι μόνο για τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης, αλλά και για όλους τους υπηκόους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
5. Πυρκαγιές πριν και μετά την Άλωση του 1453
Για την τελευταία μεγάλη πυρκαγιά που έπληξε την Κωνσταντινούπολη τη Βυζαντινή περίοδο γράφει ο Γεώργιος Σφραντζής. Εκδηλώθηκε στις 29 Ιανουαρίου 1434, τρεις ώρες μετά τη δύση του ηλίου, και προκάλεσε την καταστροφή της πανέμορφης εκκλησίας της Παναγίας των Βλαχερνών. Ο Βυζαντινός ιστορικός πληροφορήθηκε το γεγονός αυτό από έναν άγνωστο κι ενώ βρισκόταν σε ταξίδι –περνούσε τον ποταμό Νέστο στη Μακεδονία– δύο μέρες μετά, δηλαδή την 1η Φεβρουαρίου 1434. Στην αρχή δεν το πίστεψε – άλλωστε στη συνέχεια του ταξιδιού του πέρασε από πέντε μοναστήρια και κανείς δεν ήξερε κάτι για το γεγονός αυτό. Όμως στο έκτο μοναστήρι που βρέθηκε στο δρόμο του, το οποίο βρισκόταν στη Ραιδεστό της Θράκης, κατάλαβε ότι ο άγνωστος δεν του είπε ψέματα. Εκεί του επιβεβαίωσαν την είδηση για την τρομερή πυρκαγιά.
Η Κωνσταντινούπολη, η οποία το 1453 έπεσε στα χέρια των Τούρκων και στη συνέχεια έγινε πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υπέστη σειρά πυρκαγιών και μεταγενέστερα. Σύμφωνα με την προαναφερόμενη έρευνα, στις διαθέσιμες ιστορικές πηγές αναφέρονται ενενήντα δύο πυρκαγιές στην οθωμανική και σύγχρονη ιστορία της Κωνσταντινούπολης, η πρώτη το 1490 και η τελευταία το 1941.