Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Αβάρους, 626

1. Ιστορικό πλαίσιο

Στα μέσα του 6ου αι. το νομαδικό φύλο των Αβάρων διέσχισε τις πεδιάδες βορείως του Ευξείνου Πόντου και έφθασε από την Ασία στις παραδουνάβιες περιοχές, στα σύνορα με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η άφιξή τους επρόκειτο να ανατρέψει ουσιαστικά την ισορροπία δυνάμεων στο βόρειο σύνορο της αυτοκρατορίας και συνετέλεσε σημαντικά στη σλαβική εποίκιση της Βαλκανικής. Ήδη το 558 οι Άβαροι απέστειλαν πρεσβεία στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α', προτείνοντάς του βοήθεια εναντίον ορισμένων νομαδικών φύλων τα οποία την εποχή εκείνη απειλούσαν το Βυζάντιο. Το 567 οι Αβάροι εγκαταστάθηκαν στην Παννονία, όπου σε συμμαχία με τους Λογγοβάρδους κατέστρεψαν το κράτος των Γεπίδων. Το επόμενο έτος οι Λογγοβάρδοι κινήθηκαν προς τη Βόρεια Ιταλία, με αποτέλεσμα οι έποικοι από την Ασία να κυριαρχήσουν στην πεδιάδα της Παννονίας. Τα αβαρικά φύλα σχημάτισαν ισχυρή συμμαχία, στην οποία εντάχθηκαν τα υπολείμματα των ηττημένων Γεπίδων, καθώς και μεγάλες ομάδες Σλάβων και Βουλγάρων. Οι Άβαροι δεν άργησαν να στραφούν εναντίον των παραμεθορίων βυζαντινών πόλεων του Δούναβη: το 582 κατέλαβαν το Σίρμιον και το 584 τη Σιγγιδόνα, το Βιμινάκιον και την Αυγούστα. Κατόπιν έστρεψαν το βλέμμα τους προς νότο και το 586 πολιόρκησαν ανεπιτυχώς τη Θεσσαλονίκη. Η επιθετική τους πολιτική εναντίον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας συνεχίσθηκε επί αυτοκράτορος Μαυρικίου και αποκορυφώθηκε στη διάρκεια της βασιλείας του Ηρακλείου (610-641). Καθώς ήταν απασχολημένος με τον πολυετή αγώνα εναντίον των Περσών, ο Ηράκλειος αναγκάσθηκε να συνάψει επαχθή ειρήνη με τους Αβάρους, καταβάλλοντας υψηλό φόρο υποτέλειας. Μάλιστα, στην απευθείας συνάντηση που είχε με τον χαγάνο των Αβάρων στη Θράκη το 617, λίγο έλειψε να πέσει θύμα ενέδρας. Γινόταν πλέον φανερό ότι στόχος των Αβάρων ήταν η κατάληψη όλων των ευρωπαϊκών εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένης της Βασιλεύουσας.

2. Η αβαρική πολιορκία της Κωνσταντινούπολης

2.1. Ο αποκλεισμός της πόλης και οι πρώτες επιχειρήσεις (29 Ιουνίου - 30 Ιουλίου 626)

Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 626 υπήρξε κομβικό σημείο στις σχέσεις του Βυζαντίου με τους Αβάρους. Οι τελευταίοι σχεδίαζαν επί μεγάλο χρονικό διάστημα την κατάκτηση της βυζαντινής πρωτεύουσας και δεν πτοήθηκαν ούτε από την αποτυχία να εξουδετερώσουν τον Βυζαντινό αυτοκράτορα το 617. Παρά τις μεγάλες χορηγίες που έλαβε το 619 από τη βυζαντινή πλευρά (ετήσιο φόρο ύψους 200.000 χρυσών νομισμάτων και επιφανείς ομήρους), ο φιλόδοξος χαγάνος των Αβάρων δεν σταμάτησε τις μεγάλης κλίμακας προετοιμασίες για την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Εκμεταλλευόμενοι τις δυσκολίες των Βυζαντινών στο ανατολικό μέτωπο, όπου βρισκόταν ο Ηράκλειος από το 622, οι Αβάροι αθέτησαν τη συμμαχία με τους Βυζαντινούς και από κοινού με τους Πέρσες αποφάσισαν να πολιορκήσουν τη βυζαντινή πρωτεύουσα. Στις αρχές Ιουνίου 626 εμφανίσθηκαν μπροστά στη Χαλκηδόνα, στις μικρασιατικές ακτές του Βοσπόρου, τα στρατεύματα του Πέρση στρατηγού Σαρβαραζά (Shahrbaraz). Αναμένοντας την άφιξη του χαγάνου, ο Σαρβαραζάς πυρπόλησε τα προάστια της Χαλκηδόνος, εκκλησίες και πολυτελείς επαύλεις.

Την Κυριακή, 29 Ιουνίου 626, η εμπροσθοφυλακή των Αβάρων, η οποία αριθμούσε περί τους 30.000 άνδρες, έφθασε από την Αδριανούπολη μπροστά στα Μακρά Τείχη, το οποίο είχε κατασκευάσει στα τέλη του 5ου αι. ο αυτοκράτωρ Αναστάσιος Α', περίπου 65 χλμ. δυτικά της Κωνσταντινούπολης, από τις ακτές της Προποντίδος έως τις ακτές του Ευξείνου Πόντου. Την ίδια ημέρα ο βυζαντινός στρατός εγκατέλειψε τα περίχωρα και αποσύρθηκε στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Στην πόλη επικράτησε μεγάλη ταραχή και σημειώθηκαν αντιδράσεις πανικού. Οι Βυζαντινοί έστειλαν απεσταλμένους στον χαγάνο δηλώνοντας ότι είναι έτοιμοι να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες του, αρκεί να παραιτηθεί από την πολιορκία. Στο μεταξύ, ο μάγιστρος Βώνος, ο οποίος είχε επιφορτιστεί τη μέριμνα της πρωτεύουσας από κοινού με τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο, με εντολή του αυτοκράτορα Ηρακλείου, άρχισε εσπευσμένες προσπάθειες για την άμυνα της πόλης, ενώ ο Σέργιος προσπαθούσε να καθησυχάσει και να ενθαρρύνει τους πολίτες. Έγκαιρα ενημερωμένος για τις προθέσεις των Αβάρων, ο Ηράκλειος από τη μακρινή Λαζική, όπου είχε στρατοπεδεύσει με τον στρατό του, απέστειλε μία δύναμη στρατιωτών για να ενισχύσει τη φρουρά της πόλης και έδωσε εντολή για την οργάνωση της άμυνας.

Λίγο αργότερα, περίπου χίλιοι στρατιώτες του χαγάνου έφθασαν στην ανατολική συνοικία των Συκεών και με σήματα φωτιάς ήλθαν σε επαφή με τις περσικές δυνάμεις στη Χρυσούπολη, στη μικρασιατική πλευρά του Βοσπόρου. Οι λεηλασίες και οι εμπρησμοί συνεχίζονταν στην περιοχή μεταξύ Χαλκηδόνος και Χρυσούπολης, ενώ σήματα καπνού εντοπίσθηκαν και στα δυτικά περίχωρα της Κωνσταντινούπολης. Παράλληλα, οι Αβάροι εντόπισαν και κατέστρεψαν το υδραγωγείο το οποίο προμήθευε με νερό την πόλη. Η ανησυχία κι οι φόβοι στην πρωτεύουσα αυξήθηκαν.

Πεπεισμένος ότι η οριστική επιτυχία δεν είναι μακριά, ο αρχηγός των Αβάρων, του οποίου το όνομα δεν σώζεται στις πηγές, δέχθηκε στην Αδριανούπολη νέα πρεσβεία σταλμένη από τον μάγιστρο Βώνο και τους υπόλοιπους αξιωματούχους. Έχοντας εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους, οι Βυζαντινοί αρνήθηκαν να προβούν σε παραχωρήσεις ή να εγκαταλείψουν την Κωνσταντινούπολη. Οργισμένος ο χαγάνος αρνήθηκε να δεχθεί τον απεσταλμένο, δείχνοντας σαφώς ότι δεν θα υπάρξουν άλλες διαπραγματεύσεις.

Τις πρωινές ώρες της Τρίτης, 29 Ιουλίου 626, εμφανίσθηκε μπροστά στα τείχη της βυζαντινής πρωτεύουσας ο κύριος στρατός των Αβάρων, ο οποίος, σύμφωνα με τις πηγές της εποχής, αριθμούσε περίπου 80.000 άνδρες, συμπεριλαμβανομένων των τμημάτων από τα υποτελή φύλα των Γεπίδων, Σλάβων και Βουλγάρων. Περιμένοντας τη σύγκρουση, ο μάγιστρος Βώνος επιθεώρησε τους στρατιώτες στα τείχη και έδωσε τις τελευταίες εντολές. Στη λιτανεία που οργανώθηκε για την εμψύχωση των υπερασπιστών της πόλης επικεφαλής τέθηκε ο πατριάρχης Σέργιος. Την επομένη οι Αβάροι προώθησαν τις πολιορκητικές μηχανές τους και προέβησαν στις τελευταίες προετοιμασίες για την έφοδο.

2.2. Οι απόπειρες εναντίον των τειχών (31 Ιουλίου - 6 Αυγούστου 626)

Τα ξημερώματα της 31ης Ιουλίου άρχισε η επίθεση των Αβάρων, την οποία περιγράφει ως αυτόπτης μάρτυρας ο ποιητής Θεόδωρος Σύγκελος σημειώνοντας ότι οι Άβαροι επιτέθηκαν στα τείχη της Πόλης ως βροντές, αστραπές και χαλαζίας.1 Στην πρώτη γραμμή είχαν τοποθετηθεί οι ελαφρώς οπλισμένοι Σλάβοι και στη δεύτερη το θωρακισμένο πεζικό των Αβάρων. Ήδη από την πρώτη ημέρα οι επιτιθέμενοι υπέστησαν σοβαρές απώλειες. Το γεγονός αυτό αναπτέρωσε το ηθικό των υπερασπιστών που πίστευαν ότι τους βοηθούσε η προστάτιδα της Πόλης, η Θεοτόκος.2 Την επομένη, την 1η Αυγούστου, οι επιτιθέμενοι συνέχισαν την έφοδο με τη βοήθεια πολιορκητικών μηχανών: προώθησαν στα τείχη δώδεκα ψηλούς ξύλινους πολιορκητικούς πύργους καλυμμένους με δέρματα υψηλούς σχεδόν όσο ήταν τα τείχη. Όμως οι υπερασπιστές κατόρθωσαν να πυρπολήσουν ορισμένους, αναγκάζοντας τους Αβάρους να αποσύρουν τους υπόλοιπους.

Επειδή ήξερε ότι η Κωνσταντινούπολη δεν μπορεί να αλωθεί χωρίς στόλο και ότι ο Κεράτιος Κόλπος είναι το πιο αδύναμο σημείο της άμυνας, ο χαγάνος οργάνωσε και επίθεση από θαλάσσης. Γνωρίζοντας ότι οι Άβαροι ήταν ακοκλειστικά λαός της στεριάς χωρίς καμία ναυτική εμπειρία, ο αρχηγός τους διέταξε την επιχείρηση αυτή να αναλάβουν τα σλαβικά μονόξυλα, μικρά σκάφη που κατασκευάζονται από έναν μεγάλο κορμό δέντρου.

Στο μεταξύ, βρισκόταν σε εξέλιξη μία νέα διπλωματική προσπάθεια εκ μέρους των Βυζαντινών. Συγκεκριμένα, ο Βώνος πρότεινε για πολλοστή φορά στους Αβάρους να λύσουν την πολιορκία, προσφέροντας ως αντάλλαγμα φόρο υποτέλειας και πλούσια δώρα. Όμως, ο χαγάνος έθεσε πάλι υπερβολικά αιτήματα, το κυριότερο από τα οποία ήταν ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης να εγκαταλείψει την πόλη, αφήνοντας τις περιουσίες του.

Το Σάββατο, 2 Αυγούσ
του, οι μάχες συνεχίσθηκαν, όμως η κατάσταση δεν άλλαξε. Ο χαγάνος προειδοποίησε τη βυζαντινή πρεσβεία ότι, εάν η πόλη δεν τού παραδοθεί, θα καταστρέψει ό,τι βρεθεί στο δρόμο του και απείλησε ότι θα μεταφέρει τα περσικά στρατεύματα στην ευρωπαϊκή πλευρά του Βοσπόρου. Μάλιστα, παρουσίασε στους Βυζαντινούς τους Πέρσες απεσταλμένους που είχε στείλει ο Σαρβαραζάς. Οι Βυζαντινοί απέρριψαν το τελεσίγραφο του Αβάρου αρχηγού και εγκατέλειψαν τις διαπραγματεύσεις. Την ίδια νύχτα κατόρθωσαν να αιχμαλωτίσουν τους Πέρσες απεσταλμένους, οι οποίοι προσπαθούσαν να επιστρέψουν στη Χαλκηδόνα. Ο ένας εκτελέσθηκε επιτόπου και οι άλλοι δύο οδηγήθηκαν στην πόλη. Το πρωί της επομένης, 3 Αυγούστου, τους ανέβασαν στα τείχη και τους επέδειξαν στους πολιορκητές. Στον έναν από τους δύο έκοψαν τα χέρια και μετά τον έστειλαν πίσω στους Αβάρους, μαζί με το κεφάλι του απεσταλμένου τον οποίο είχαν σκοτώσει την προηγουμένη, ενώ τον δεύτερο τον οδήγησαν με πλοίο μπροστά στη Χαλκηδόνα, τον επέδειξαν στους Πέρσες και στη συνέχεια τον αποκεφάλισαν και πέταξαν το κεφάλι του στην ακτή.

Τα ξημερώματα της 4ης Αυγούστου έλαβε χώρα σύγκρουση μεταξύ του βυζαντινού στόλου και των μονοξύλων των Σλάβων. Στην άνιση μάχη ο στολίσκος των μονοξύλων διαλύθηκε και τα πληρώματά τους εξοντώθηκαν. Την έβδομη και την όγδοη ημέρα της πολιορκίας (4 και 5 Αυγούστου) ο χαγάνος προετοιμαζόταν πυρετωδώς για την τελευταία αποφασιστική επίθεση. Σημειώθηκαν λίγες μόνο αψιμαχίες. Την Τετάρτη, 6 Αυγούστου, η μάχη ξέσπασε κατά μήκος των τειχών και διήρκεσε ολόκληρη τη νύχτα. Οι Αβάροι υπέστησαν μεγάλες απώλειες, ενώ για τους Βυζαντινούς οι απώλειες ήταν πολύ μικρότερες.

2.3. Η τελική επίθεση και η αποχώρηση των Αβάρων (7 Αυγούστου 626)

Η τελική επίθεση από ξηράς και θαλάσσης ξεκίνησε το πρωί της 7ης Αυγούστου. Οι κραυγές και οι φωνές των επιτιθέμενων Αβάρων γέμισαν τον αέρα. Στη συνέχεια στο Κεράτιο κόλπο εμφανίστηκαν τα σλαβικά μονόξυλα. Ο χαγάνος υπολόγιζε ότι θα καταφέρει με το στρατό του να διαπεράσει το τείχος, ενώ τα μονόξυλα θα τού εξασφάλιζαν πρόσβαση στην πόλη από το Κεράτιο κόλπο, στην περιοχή των Βλαχερνών, όπου η οχύρωση ήταν ασθενέστερη. Μολονότι οι Αβάροι κατόρθωσαν να καταλάβουν την Παναγία των Βλαχερνών και τη γύρω περιοχή και να οχυρωθούν εκεί, υπέστησαν τόσες απώλειες ώστε δεν κατόρθωσαν ούτε συνεχίσουν την επίθεση, ούτε να μαζέψουν τους τραυματίες και τους νεκρούς, αλλά παρέμειναν καθηλωμένοι. Στη δε μάχη βυζαντινός στόλος περικύκλωσε και κατέστρεψε τα σλαβικά μονόξυλα: όπως γράφει ο μεταγενέστερος ιστορικός πατριάρχης Νικηφόρος, η θάλασσα κοκκίνησε από το αίμα,3 ενώ ο αυτόπτης μάρτυρας Θεόδωρος Σύγκελος αναφέρει ότι η θάλασσα δίπλα στις Βλαχέρνες ήταν καλυμμένη με πτώματα και άδεια μονόξυλα που έπλεαν πέρα - δώθε. Μόνον ένας μικρός αριθμός Σλάβων κατόρθωσε να διασωθεί. Ο χαγάνος, ο οποίος παρακολουθούσε από τον κοντινό λόφο την εξέλιξη της μάχης, πήγε με τα πόδια στη σκηνή του και μέσα στην απόγνωσή και την οργή του άρχισε να χτυπάει το στήθος και το κεφάλι του. Οι Σλάβοι, φοβούμενοι αντίποινα εκ μέρους των Αβάρων, εγκατέλειψαν τις θέσεις μάχης τους και άρχισαν να διαφεύγουν στα γύρω μέρη. Το ιππικό των Αβάρων ρίχθηκε να τους βρει και ξαφνικά ο χώρος μπροστά από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης έμεινε έρημος.

Ενθουσιασμένοι από την εξέλιξη αυτή, μία μερίδα των υπερασπιστών της πόλης, μεταξύ των οποίων και πολλά γυναικόπαιδα, πραγματοποίησαν έξοδο, αλλά ο πάντοτε επιφυλακτικός μάγιστρος Βώνος έδωσε εντολή να επιστρέψουν αμέσως. Τις νυκτερινές ώρες και υπό την προστασία του σκότους οι Αβάροι στρατιώτες επέστρεψαν, συγκέντρωσαν τα υπολείμματα των πολιορκητικών μηχανών πολιορκίας και τα έκαψαν μαζί με τον καταυλισμό. Επρόκειτο για τη συμβολική αναγνώριση της ήττας τους. Το πρωί της 8ης Αυγούστου 626 μπροστά από τα τείχη της πρωτεύουσας δεν υπήρχε ούτε ένας στρατιώτης των Αβάρων.

3. Συνέπειες

Στην Κωνσταντινούπολη επικράτησε ανακούφιση και οι πολίτες επιδόθηκαν σε πανηγυρισμούς, όμως από επιφύλαξη δεν έβγαιναν έξω από τα τείχη, διότι αβαρικά στρατεύματα περιφέρονταν στα προάστια και πυρπολούσαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Η βυζαντινή πλευρά απέρριψε την πρόταση των Αβάρων για νέες διαπραγματεύσεις. Μετά από αυτό, συνειδητοποιώντας ότι ο επιθυμητός στόχος διέφυγε ανεπιστρεπτί και διά παντός, ο χαγάνος εγκατέλειψε την περιοχή της Κωνσταντινούπολης. Ο περσικός στρατός, ο οποίος δεν έλαβε ενεργό μέρος στη μάχη, αλλά βρισκόταν σε κατάσταση αναμονής, παρέμεινε στην περιοχή της Χαλκηδόνος έως την άνοιξη του 627, όμως αυτό δεν είχε πλέον καμία στρατηγική σημασία.

Οι Βυζαντινοί διατήρησαν στη μνήμη τους το γεγονός της σωτηρίας της Κωνσταντινούπολης, γιορτάζοντας κάθε χρόνο την 7η Αυγούστου ως μεγάλη εορτή.

Ως αίτια της ήττας των Αβάρων μπροστά στην Κωνσταντινούπολη αναφέρονται η έλλειψη τροφίμων, η λανθασμένη τακτική στη θάλασσα, η εθνική ετερογένεια των επιδρομέων (Αβάροι, Σλάβοι, Βούλγαροι, Γεπίδες), αλλά και το γεγονός ότι επρόκειτο για ιδιαίτερα φιλόδοξη επιχείρηση. Οι Αβάροι ποτέ δεν ανέκτησαν πραγματικά τη δύναμή τους μετά από αυτήν την αποτυχία και ο έλεγχός τους πάνω στα ποικίλα φύλα από έναν ευρύτατο χώρο - από την Κεντρική Ευρώπη έως τον Καύκασο - αποδυναμώθηκε σημαντικά. Το αβαρικό κράτος συνέχισε μεν να υπάρχει έως τις αρχές του 9ου αι., όταν το διέλυσε ο Καρλομάγνος, όμως ποτέ δεν επανέκτησε την παλαιά του δύναμη και αίγλη. Η αποτυχία μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης υπήρξε η αρχή του τέλους για τους Αβάρους.




1. "Γενομένων δὲ βροντῶν καὶ ἀστραπῶν καὶ χαλάζης πεσούσης σφόδρα μεγίστης κατετιτρώσκοντο οἱ ἐν τῷ χερσαίῳ τείχει παρακαθήμενοι Ἄβαροι" βλ. Θεόδωρος Σύγκελος, Ομιλία, Sternbach L. (επιμ.), Analecta Avarica (Cracovia 1900) σελ. 9, 37-38.

2. Pentcheva, B.V., “The supernatural protector of Constantinople: the Virgin and her icons in the tradition of the Avar siege”, Byzantine andModern Greek Studies 26 (2002), σελ. 5-12 για τις πηγές του 7ου αιώνα σχετικά με τα γεγονότα αύτά, και 22-27, για την παράδοση που αναπτύχθηκε στους κατοπινούς αιώνες σχετικά με τη θαυματουργή επέμβαση της Θεοτόκου.

3. Νικηφόρος πατριάρχης, Ιστορία σύντομος, Mango, C. (επιμ.), Nikephoros, Patriarch of Constantinople, Short History (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 13, Washington D.C. 1990), σελ. 61.