Κοινωνία της μεσοβυζαντινής Κωνσταντινούπολης

1. Εισαγωγή

Μετά την απώλεια των ανατολικών επαρχιών, η Κωνσταντινούπολη απέμεινε η μόνη «μεγαλούπολη» της Αυτοκρατορίας, γεγονός που της προσέδωσε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αφενός λόγω του όγκου της απαιτούμενης προμήθειας τροφών και αφετέρου εξαιτίας της συγκέντρωσης του πλούτου που αποκόμιζε χάρη στους φόρους. Ο πλούτος αυτός συσσωρευόταν, προκαλώντας το θαυμασμό και ενίοτε το φθόνο των ξένων που διέμεναν σε αυτήν. Η κοινωνία της Κωνσταντινούπολης δε βγήκε αλώβητη από την κρίση που βίωσε κατά την παραμονή των εχθρικών στρατευμάτων μπροστά από τα τείχη σε τρεις επιθέσεις ανάμεσα στα έτη 626 και 718, καθώς ο πληθυσμός μειώθηκε κατά δραματικό τρόπο μέσα σε δύο αιώνες. Οι πιο φτωχοί, εκείνοι που δε διέθεταν προμήθειες σε τρόφιμα, έπρεπε να εγκαταλείψουν την πρωτεύουσα. Φαίνεται ωστόσο (αν και οι σχετικές πηγές είναι λίγες) πως η παλιά συγκλητική αριστοκρατία, ενδυναμωμένη από όσους έρχονταν από τις επαρχίες αναζητώντας καταφύγιο, διατηρήθηκε. Ενδεικτική επ’ αυτού είναι μια αναφορά που βρίσκουμε στο Θεοφάνη: ο χρονογράφος αναφέρει ότι ο αυτοκράτορας Φιλιππικός, ύστερα από μια εντυπωσιακή πομπή μέσα στην πρωτεύουσα, ήθελε να καλέσει σε γεύμα τους πολίτες των παλαιών οικογενειών, φράση που δεν μπορεί παρά να υποδεικνύει την παραδοσιακή αριστοκρατία.1

Μετά το τέλος της επιδημίας της πανώλης, το 747, η πόλη ανέκτησε τη δημογραφική ευρωστία της. Ο πληθυσμός της παρουσίαζε ποικίλη κοινωνική διαστρωμάτωση, διότι η πρωτεύουσα προσέλκυσε τόσο τους αριστοκράτες των επαρχιών όσο και τους πιο φτωχούς που ήλπιζαν να ζήσουν υπό την προστασία των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Περί το 750 η πρωτεύουσα αριθμούσε λιγότερους από 100.000 κατοίκους ή ίσως και λιγότερους από 50.000, ενώ επί Κομνηνών ο πληθυσμός της υπολογιζόταν σε χιλιάδες, ίσως και 400.000, εάν πιστέψουμε το Βιλεαρδουίνο, το Λατίνο χρονικογράφο της Δ΄ Σταυροφορίας.2

Ο πληθυσμός αποτελούνταν από ποικίλα κοινωνικά στρώματα: ο κόσμος του Παλατιού, ο κύκλος των τεχνιτών και των εμπόρων, οι ξένοι, ο αριθμός των οποίων ολοένα αυξανόταν, και τέλος το πλήθος του λαού.

2. Ο κόσμος του Παλατιού

Μέσα σε μια αυτοκρατορία τόσο συγκεντρωτική όσο το Βυζάντιο, η κυβέρνηση συσσώρευε στην πρωτεύουσα τα πλούτη που αντλούνταν από τη φορολογία των επαρχιών και περιβαλλόταν από μια διοίκηση που αυξανόταν συνεχώς αριθμητικά, τουλάχιστον για τα δεδομένα ενός μεσαιωνικού κράτους.

Στις υπηρεσίες και τα σεκρέτα του κρατικού μηχανισμού στην Κωνσταντινούπολη απασχολούνταν πολλοί αξιωματούχοι, συχνά με εξαιρετική μόρφωση και δεινότητα στην τέχνη της γραφής και στη ρητορική, κατάρτιση την οποία αποκτούσαν στις σχολές της πρωτεύουσας. Μόνο μια μειονότητα είχε πρόσβαση στην ανώτερη εκπαίδευση και η ελίτ αυτή έμπαινε στην υπηρεσία των αυτοκρατόρων. Οι πιο τεχνικές γνώσεις, όπως αυτές των αξιωματούχων στο δημόσιο ταμείο, αποκτιόνταν με την εμπειρία. Ο τρόπος που στελεχώνονταν οι υπηρεσίες, που προσεγγίζει σε αυτό που θα αποκαλούσαμε νεποτισμό, διευκόλυνε την απόκτηση αυτών των γνώσεων: όταν κάποιος εξέχων εκπρόσωπος μιας οικογένειας καταλάμβανε κάποια σημαντική θέση, ευνοούσε την επιλογή και την προώθηση νεοτέρων μελών της οικογένειας και τους μετέδιδε την εμπειρία του.

Από τον 11ο αιώνα οι οικογένειες με παράδοση σε αξιώματα της κρατικής διοίκησης εμφανίζονται πλέον και καταλαμβάνουν κορυφαίες θέσεις στην εκκλησιαστική ιεραρχία.3 Το πιο τρανό παράδειγμα είναι εκείνο της οικογένειας των Χρυσοβεργών, που κατείχαν ταυτόχρονα υψηλά πολιτικά αξιώματα και σημαίνουσες θέσεις στην Εκκλησία, εκ των οποίων αρκετοί διατέλεσαν πατριάρχες, αλλά μπορούμε επίσης να προσθέσουμε τους Καματηρούς, που κατόρθωσαν να εδραιώσουν ένα δίκτυο συγγενειών που μεταφράζονταν σε πολιτική ισχύ, μέσω επιγαμιών με τους Κομνηνούς, τους Καταφλώρους, τους Σερβλίους κ.ά.

Μετά την αποτυχία των μεγάλων στάσεων εναντίον του Βασίλειου Β΄, οι κυριότερες οικογένειες των επαρχιών, όπως οι Σκληροί, οι Κομνηνοί, οι Δαλασσηνοί, άρχισαν να εγκαθίστανται στην αυλή, η οποία γίνεται πλέον το κέντρο από το οποίο αναπτύσσουν τη δραστηριότητά τους. Η βάση τους ήταν η Κωνσταντινούπολη, αλλά μετέβαιναν στην επαρχία για να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, τουλάχιστον στην αρχή της σταδιοδρομίας τους. Είναι η εποχή της απόλυτης ισχύος των κριτών, οι οποίοι προέρχονταν από τις οικογένειες που κατοικούσαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου έκαναν τις σπουδές τους. Κατά τις επισκέψεις τους στις διάφορες επαρχίες νοσταλγούσαν τις ανέσεις της πρωτεύουσας. Γνωρίζουμε τη σταδιοδρομία ορισμένων από αυτούς, όπως, για παράδειγμα, του Πέτρου του Γυμνού, που ήταν κριτής Λυκάνδου, Μελιτήνης, Ποδάνδου, Ταρσού, Σελεύκειας, Θρακησίων.4

Κατά την περίοδο αυτή της οικονομικής ευμάρειας, τα δημοσιονομικά αξιώματα, τα οποία οι κρατικοί αξιωματούχοι μονοπωλούσαν, πρόσφεραν τη δυνατότητα πλουτισμού σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, ώστε οικογένειες με παράδοση σε στρατιωτικά αξιώματα στρέφονταν πλέον προς την κατεύθυνση αυτή. Ωστόσο, ο κίνδυνος της αποτυχίας δεν εξέλιπε ποτέ: ορισμένοι φοροεισπράκτορες καταστράφηκαν, καθώς απέτυχαν να συγκεντρώσουν τα ποσά που αντιστοιχούσαν στο φόρο που είχαν δεσμευτεί να εισπράξουν. Εντούτοις, οι οικογένειες που συνδέονταν με τους αυτοκρατορικούς κύκλους εξασφάλιζαν τον πλούτο που τους επέτρεπε να ζουν μέσα στην πολυτέλεια. Αυτές οι οικογένειες διεξήγαν το εμπόριο ειδών πολυτελείας, επενδύοντας σε πολύτιμα αντικείμενα και ακριβά υφάσματα. Οι πιο επιφανείς αριστοκράτες διέθεταν, σε μικρότερη κλίμακα, αυλή παρόμοια με αυτήν του αυτοκράτορα και, όπως εκείνος, εμπιστεύονταν τη φύλαξη του ιδιωτικού χώρου τους σε ευνούχους.

Ο κόσμος του Παλατιού αποτελούσε μια πόλη μέσα στην Πόλη. Χιλιάδες υπηρέτες φρόντιζαν μια αυλή πολυάριθμη, απαιτητική και εκλεπτυσμένη. Αυτό που έκανε περισσότερη εντύπωση στους ξένους, ιδιαίτερα σε όσους έρχονταν από τη Δύση, ήταν ο ρόλος των ευνούχων. Δεν υπήρξαν ποτέ πολλοί, αλλά οι νέοι άνδρες που ευνουχίζονταν συχνά ζούσαν με την ελπίδα να βρεθούν στην υπηρεσία των αυτοκρατόρων όπου, ζώντας στα ιδιαίτερα του παλατιού, τους εξασφαλιζόταν πρόσβαση στην αυτοκρατορική οικογένεια και η δυνατότητα να ασκούν μεγάλη επιρροή. Ευνούχους συναντάμε ακόμα και μέσα στην αυτοκρατορική οικογένεια. Ο ευνούχος Βασίλειος, παρακοιμώμενος και νόθος γιος του Ρωμανού Λεκαπηνού, διέθετε μια οικία 3.000 ατόμων, ήταν ένας εξαίρετος μαικήνας και ουσιαστικά διοίκησε την αυτοκρατορία από το 976 έως το 985.5

Το Μέγα Παλάτιον αποτελούνταν από ένα συγκρότημα κτηρίων, εκ των οποίων τα παλαιότερα ανάγονται στην εποχή του Κωνσταντίνου Α΄. Ορισμένα κτήρια στέγαζαν διάφορες κρατικές υπηρεσίες, άλλα χρησίμευαν κατά περίπτωση ως αίθουσες υποδοχής και τέλος κάποια αποτελούσαν κατοικίες. Σε ένα σύνολο εκκλησιών και παρεκκλησίων που κατασκευάστηκαν στο διάβα των αιώνων ιερουργούσαν κληρικοί του Παλατιού, που διακρίνονταν για τα υψηλά εισοδήματά τους. Οι κληρικοί φρόντιζαν για τον εκκλησιασμό της αυτοκρατορικής οικογένειας και των υπηρετών στο παλάτι, εκτός από τις μεγάλες θρησκευτικές εορτές που συγκέντρωναν όλο αυτόν τον κόσμο στην Αγία Σοφία. Η εκκλησία του Πατριαρχείου είχε στην υπηρεσία της έναν υπεράφθονο κλήρο, για την επιλογή του οποίου απαιτούνταν συστάσεις. Οι τιτουλάριοι κληρικοί είχαν πολύ καλό βιοτικό επίπεδο και στην πλειονότητά τους ζούσαν με την ελπίδα να λάβουν κάποιο αξίωμα. Εκτός από αυτόν τον κλήρο που λειτουργούσε τις εκκλησίες, οι αυτοκράτορες επέλεγαν πνευματικούς συμβούλους που είχαν αναδειχτεί για την αγιοσύνη τους στους τόπους όπου μόναζαν. Η ίδια η Κωνσταντινούπολη περιλάμβανε πολυάριθμα μοναστήρια. Στα πλέον δημοφιλή συγκαταλέγεται η μονή Στουδίου, της οποίας οι μοναχοί προέρχονταν κυρίως από τους κόλπους της αριστοκρατίας. Συναντούσε κανείς παντός είδους μοναχούς στην Κωνσταντινούπολη, συμπεριλαμβανομένων στυλιτών, αλλά οι μοναχοί που επιδίδονταν σε επιδεικτική άσκηση και ζούσαν από ελεημοσύνη κατακρίνονταν από την Εκκλησία την εποχή των Κομνηνών.

3. Ο κύκλος των τεχνιτών και των εμπόρων

Η παρουσία της αυλής πρόσφερε μια αγορά ασύγκριτου μεγέθους για τα προϊόντα πολυτελείας, ενώ το μέγεθος του πληθυσμού δημιουργούσε τεράστιες ανάγκες σε τρόφιμα και είδη άμεσης ανάγκης. Οι περισσότεροι από τους τεχνίτες ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες που εποπτεύονταν από τον έπαρχο της πόλης, ο οποίος συγκέντρωνε όλη την εξουσία στην πρωτεύουσα, ενώ οι εκπρόσωποί του επέβλεπαν τις συναλλαγές, την ακρίβεια των μέτρων και των σταθμών, καθώς και το περιθώριο κέρδους των ξένων. Το Επαρχικό Βιβλίο, που συντάχθηκε με πρωτοβουλία του Λέοντος ΣΤ΄ παρέχει μια περιγραφή πλήθους επαγγελμάτων, ιδιαίτερα όσων σχετίζονταν με τα είδη πολυτελείας. Οι τεχνίτες του μεταξιού, για παράδειγμα, ήταν χωρισμένοι σε ειδικότητες με σαφή προσδιορισμό: εκείνοι που αγόραζαν το ακατέργαστο μετάξι, όσοι το έγνεθαν, το ύφαιναν, οι ράφτες κ.λπ. Ορισμένα μεταξωτά υφάσματα από πορφύρα που φυλάσσονταν για τον αυτοκράτορα υφαίνονταν στα εργαστήρια μέσα στο Παλάτι και απαγορευόταν η πώλησή τους, αλλά μέρος της παραγωγής πολυτελών ειδών εξαγόταν, και αυτό αποτελούσε πραγματική ευκαιρία για τους μεγαλέμπορους της Κωνσταντινούπολης, η πλειονότητα των οποίων δε χρειαζόταν να ναυλώσει καράβι και να αντιμετωπίσουν τους κινδύνους ενός θαλάσσιου ταξιδιού. Ναύκληροι είχαν αναπτύξει δραστηριότητα ήδη από τον 9ο αιώνα, καθώς ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α΄ είχε καταφέρει να τους επιβάλει υποχρεωτικά να δανειστούν μεγάλα ποσά.6 Οι ξένοι, ιδιαίτερα οι Ιταλοί, έρχονταν στην Κωνσταντινούπολη με τα πλοία τους αναζητώντας προϊόντα πολυτελείας της Πόλης, τα οποία μοσχοπουλούσαν σε πολύ υψηλές τιμές πίσω στα μέρη τους. Κοντά στους τεχνίτες πολυτελείας υπήρχε πλήθος επαγγελμάτων σχετιζόμενων με τη διατροφή: αρτοποιοί, παντοπώλες, κρεοπώλες, ιχθυοπώλες κ.ά. Τα έσοδα από τις δραστηριότητες αυτές ήταν σημαντικά. Το μέσο εισόδημα ενός επαγγελματία στον τομέα της διατροφής (π.χ. ένας αρτοπώλης μπορούσε να κερδίζει ίσως και 24 χρυσά νομίσματα το χρόνο) ξεπερνούσε εκείνο των μεσαίων αξιωματούχων της αυλής. Γνωρίζουμε τις περιπτώσεις ενός κηρουλάριου και ενός πρωτοψάλτη που είχαν κατορθώσει να αποθησαυρίσουν δεκάδες λίβρες χρυσού. Αυτός ο τελευταίος, ο Κτενάς, ονειρευόταν να πληρώσει για να αγοράσει τον τίτλο του πρωτοσπαθάριου.7

Από τον 11ο αιώνα, έγινε ασαφής ο διαχωρισμός ανάμεσα στους κρατικούς αξιωματούχους μέσης κοινωνικής τάξης και στους πλούσιους εμπόρους που μπόρεσαν να εξαγοράσουν από φτωχούς αυτοκράτορες υψηλά αξιώματα, τα οποία τους άνοιγαν την πόρτα της συγκλήτου. Βλέπουμε να πολλαπλασιάζονται οι σφραγίδες κρατικών αξιωματούχων με ονόματα άγνωστα παλαιότερα, γεγονός που αποδεικνύει ότι είχε διευρυνθεί το πεδίο επιλογών που ανοιγόταν σε παιδιά της εύπορης αστικής τάξης με καλή εκπαίδευση· επιβεβαιώνει επιπλέον την εντύπωση που μεταφέρουν, συχνά με αρνητικά σχόλια, χρονικογράφοι της εποχής όπως ο Μιχαήλ Ψελλός για το κοινωνικό άνοιγμα. Αλλά αυτοί οι νεοφερμένοι δε φτάνουν μέχρι τα ανώτατα κλιμάκια της ιεραρχίας, εξαιτίας ενός πιο πιεστικού κοινωνικού ελέγχου επί Κομνηνών. Από την άλλη δε θα έπρεπε να ερμηνεύσουμε τη συμπεριφορά του Αλεξίου Κομνηνού, που ζήτησε από τους συγκλητικούς εμπόρους, σε περίπτωση δικαστικής αγωγής, να μην επωφεληθούν από τα προνόμια των συγκλητικών, ως μια εχθρική προς την τάξη των εμπόρων κίνηση, αλλά μάλλον ως μέριμνα για την εξασφάλιση της αμεροληψίας μεταξύ αντιδίκων. Οι Κομνηνοί, που οπωσδήποτε κατέβαλαν κάθε προσπάθεια για να θωρακίσουν την κοινωνική θέση της υψηλής αριστοκρατίας, φρόντιζαν ώστε ο πληθυσμός της πρωτεύουσας να συμμετέχει σε εορτασμούς θριάμβων που υπενθύμιζαν τις επιτυχίες της δυναστείας.

Οι τεχνίτες και οι έμποροι απασχολούσαν πλήθος βοηθών. Οι πλέον ταπεινοί αρκούνταν στο ανθρώπινο δυναμικό της οικογένειας. Η θέση των γυναικών είναι δύσκολο να προσδιοριστεί, αλλά γνωρίζουμε ότι στη γιορτή της αγίας Αγάθης, οι γυναίκες που απασχολούνταν σε εργαστήρια γνεσίματος και υφαντουργίας πραγματοποιούσαν πομπή στην πόλη.8 Άλλοι τεχνίτες πλήρωναν ελεύθερους ανθρώπους, η αμοιβή των οποίων ήταν της τάξης του ενός κερατίου την ημέρα (1/24ο του νομίσματος), οι οποίοι έτσι κέρδιζαν τα προς το ζην της οικογένειάς τους· άλλοι είχαν επιπλέον σκλάβους, τους οποίους μπορούσαν ακόμα και να τοποθετήσουν επικεφαλής ενός καταστήματος, εκτός από ορισμένα επαγγέλματα, όπως εκείνο του τραπεζίτη. Οι δούλοι κάποιες φορές διέθεταν πάρα πολλά προσόντα, εφόσον στις αγορές της πρωτεύουσας, που ιδιαίτερα το 10ο αιώνα τροφοδοτούνταν συστηματικά, αγόραζε κανείς ιατρούς ή νοταρίους.9

4. Μια κοσμοπολίτικη πόλη

Η παρουσία ξένων στην Πόλη ήταν μόνιμη, αλλά ο αριθμός τους διαφοροποιούνταν ανάλογα με την οικονομική δραστηριότητά τους, διότι στην πλειονότητά τους επρόκειτο για εμπόρους, ακόμα και όταν οι μισθοφόροι και προσκυνητές αυξήθηκαν δραματικά, μετά το έτος 1000. Ο ποιητής Ιωάννης Τζέτζης, σύγχρονος του Μανουήλ Κομνηνού, άκουγε να ομιλούνται όλες οι γλώσσες στην Κωνσταντινούπολη. Πράγματι, σημαντική παρουσία στην πόλη είχαν οι φυλές του Καυκάσου: αναφέρεται για παράδειγμα κάποια αντιδικία που έφερε αντιμέτωπους τους ναύτες του στόλου με τους Aρμένιους στρατιώτες του Νικηφόρου Β΄ Φωκά.10 Επίσης, από τον 11ο αιώνα ολοένα και περισσότεροι Λατίνοι διέμεναν στην Κωνσταντινούπολη. Έλκονταν εξάλλου και από την εκεί παρουσία μοναδικών ιερών κειμηλίων, μεταξύ των οποίων ο Τίμιος Σταυρός, που φυλασσόταν στο Παλάτιο, αλλά και από τη φήμη της ομορφιάς και του πλούτου της πόλης. Ορισμένοι ευγενείς, δευτερότοκοι που έφευγαν για να αναζητήσουν την τύχη τους, ή τυχοδιώκτες μισθοφόροι στρατιώτες κατατάσσονταν για κάποιο χρονικό διάστημα στα αυτοκρατορικά τάγματα όπου τέτοιοι αριστοκράτες ιππότες έχαιραν εκτίμησης. Οι ξένοι έμποροι είχαν τα δικά τους πανδοχεία, ανάλογα με τον τόπο προέλευσής τους: υπάρχουν αναφορές για ένα πανδοχείο για Ρώσους και ένα άλλο για Σύριους. Οι Ιταλοί έμποροι ήταν τόσο πολυάριθμοι ώστε είχαν παροικίες διαπιστευμένων αντιπροσώπων. Οι Αμαφλινοί έμποροι, οι πρώτοι που εγκαταστάθηκαν στην πόλη, ακολουθήθηκαν από τους Βενετούς και έπειτα από τους Πιζάνους και τους Γενουάτες. Εγκαταστάθηκαν σε περιοχές που τους παραχωρήθηκαν κατά μήκος της ακτής του Κεράτιου κόλπου, που έγινε η πλέον δραστήρια ζώνη απ’ όλα τα λιμάνια της Προποντίδας. Επωφελούμενοι από προνόμια, κατέληξαν να ενοχλούν μια μερίδα του ντόπιου πληθυσμού, ο οποίος το 1182 ξέσπασε σε εκτεταμένες βιαιοπραγίες και σφαγή εναντίον τους.11

5. Οι «επικίνδυνες τάξεις»

Ο λαός της Κωνσταντινούπολης κατέληξε να αναπτύξει ένα είδος ξενοφοβίας, διότι είχε την εντύπωση ότι οι ξένοι απολάμβαναν προνόμια τα οποία οι ίδιοι στερούνταν. Στην πραγματικότητα, η απαλλαγή από το κομμέρκιον είχε παραχωρηθεί στους Βενετούς σε αντάλλαγμα για τη στρατιωτική βοήθειά τους και έπειτα δόθηκε σε άλλους Ιταλούς, όμως οι Έλληνες έμποροι δεν επωφελούνταν από αυτό.

Επίσης πλήθος πενήτων και ανέργων κατοικούσαν στην πρωτεύουσα. Εκεί έβρισκαν πολυάριθμα φιλανθρωπικά ιδρύματα, ξενώνες, νοσοκομεία, ορφανοτροφεία, συχνά συνδεδεμένα με μοναστήρια που ιδρύθηκαν από τους αυτοκράτορες και την υψηλή αριστοκρατία.12 Αυτά τα θρησκευτικά ιδρύματα μοίραζαν τροφή και ενίοτε παρείχαν στέγη. Είλκυαν πλήθος χωρικών που είχαν πτωχεύσει και δεν έβρισκαν κάτι ανάλογο κοντά στο σπίτι τους στην επαρχία. Η έλευση των Τούρκων στη Μικρά Ασία προκάλεσε κύμα προσφύγων προς την πρωτεύουσα. Η φτώχεια οδήγησε σε εκτεταμένη πορνεία και ορισμένοι αυτοκράτορες επιχείρησαν να μετατρέψουν τα πορνεία σε μοναστήρια, για να περιορίσουν το φαινόμενο. Οι Βυζαντινοί χρονικογράφοι εκφράζουν την περιφρόνησή τους για αυτές τις ομάδες, τις οποίες κατηγορούν ότι επωφελούνται από τις δυσκολίες για να πλιατσικολογήσουν.

6. Ποικίλες θρησκευτικές πεποιθήσεις

Στην πόλη κατοικούσαν ποικίλες θρησκευτικές μειονότητες. Οι χριστιανοί μονοφυσίτες, Αρμένιοι ή Σύριοι, μπορούσαν να ασκήσουν τη δική τους λατρεία, εκτός από τις περιόδους έντασης, είτε ήταν ξένοι είτε υπήκοοι της Αυτοκρατορίας. Οι Εβραίοι, που είχαν εγκατασταθεί στην Αυτοκρατορία προ αιώνων, απολάμβαναν ένα καθεστώς προστασίας, αλλά εξαναγκάστηκαν από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Μονομάχο να εγκαταλείψουν την πόλη και να εγκατασταθούν στο Πέρα, στην απέναντι ακτή του Κεράτιου κόλπου, όπου ζούσαν ανασυγκροτημένοι σε μια συνοικία οχυρωμένη με τείχη.13 Δεν ήταν όμως οι μοναδικοί μη χριστιανοί κάτοικοι, καθώς και οι Άραβες είχαν αποκτήσει το δικαίωμα να λειτουργούν τζαμί.14 Κοινότητες αιρετικών λίγο έως πολύ ανεκτές, όπως οι δυϊστές μανιχαίοι ή οι βογόμιλοι, ζούσαν επίσης στην πρωτεύουσα.

Η εικόνα ενός άκαμπτου Βυζαντίου είναι λοιπόν παραπλανητική. Η κωνσταντινουπολίτικη κοινωνία ασταμάτητα προσαρμοζόταν στις καινούριες οικονομικές καταστάσεις και οι αυτοκράτορες έμαθαν να εξευμενίζουν τον πληθυσμό της πρωτεύουσάς τους, τον οποίο ευνοούσαν, καθώς η παραμονή τους στην εξουσία εξαρτιόταν κατά πολύ από αυτόν.



1. Theophanis Chronographia 1, de Boor, C. (επιμ.), (Leipzig 1883), σελ. 383.

2. Jacoby, D., “La population de Constantinople à l’époque byzantine: un problème de démographie urbaine”, Byzantion 31 (1961), σελ. 81-109, ανατ. στο Jacoby, D., Société et démographie à Byzance et en Romanie latine (Variorum Reprints, Londres 1975), αρ. I.

3. Tiftixoglu, V., “Gruppenbildungen innerhalb des konstantinopolitischen Klerus während der Komnenzeit”, BZ 62 (1969), σελ. 25-72.

4. Σχετικές παραπομπές βλ. Wassiliou, A.K. – Seibt, W., Die byzantinischen Bleisiegel in Österreich 2: Zentral-und Provincialverwaltung (Vienne 2004), αρ. 205.

5. Kazhdan, A. – Cutler, A., “Basil the Nothos”, The Oxford Dictionary of Byzantium 1, Kazhdan, A.P. (επιμ.), (Oxford – New York 1991), σελ. 270.

6. Theophanis Chronographia 1, de Boor, C. (επιμ.), (Leipzig 1883), σελ. 487.

7. Constantine Porphyrogenetus, De administrando imperio, Moravcsik, G. (επιμ.), αγγλ. μετάφραση από τον Jenkins R.J.H. (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 1, Washington 1967), σελ. 244.

8. Laiou, A., “The festival of 'Agathe': Comments on the Life of Constantinopolitan Women”, στο Laiou, A. (επιμ.), Gender, Society and Economic Life in Byzantium (Hampshire 1992), αρ. III.

9. Για τους σκλάβους στο Βυζάντιο βλ. Rotman, Y., Les esclaves et l’esclavage. De la Méditerranée antique à la Méditerranée médiévale, VIe-XIe siècles (Paris 2004).

10. Leonis Diaconi Caloënsis historiae libri decem, Hase, C.B. (επιμ.), (Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1828), σελ. 64-65.

11. Για τη θέση των εμπόρων, ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη, βλ. Lilie R.-J., Handel und Politik zwischen dem byzantinischen Reich und den italianischen Kommunen Venedig, Pisa und Genua in der Epoche der Komnenen und der Angeloi, 1081-1204 (Amsterdam 1984).

12. Βλ. Thomas, J.P., Private Religious Foundations in the Byzantine Empire (Washington 1987).

13. Jacoby, D., “The Jews of Constantinople and their demographic hinterland”, Mango, C. – Dagron, G. (eds), Constantinople and its Hinterland. Papers from the 27th Spring Symposium of Byzantine Studies (Aldershot 1995), σελ. 221-232.

14. Reinert, S.W., “The Muslim presence in Constantinople, 9th-15th centuries: some preliminary observations”, στο Ahrweiler, H. – Laiou, A. (επιμ.), Studies on the Internal Diaspora (Washington 1998), σελ. 125-150.