Αγγέλων δυναστεία (1185-1204)

1. Η οικογένεια των Αγγέλων

Ο ιδρυτής αυτής της βυζαντινής αριστοκρατικής οικογένειας ήταν ο Κωνσταντίνος Άγγελος, ο οποίος ήρθε από τη Φιλαδέλφεια της Μικράς Ασίας. Η άνοδος αυτής της οικογένειας είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, τόσο από ιστορική όσο και από κοινωνιολογική άποψη, καθώς συνέβη μάλλον γρήγορα κατά την περίοδο του «εξαριστοκρατισμού» της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οπότε η οικογενειακή προέλευση κάποιου έπαιζε σημαντικό, αν όχι τον κύριο ρόλο. Οι Άγγελοι, σε αντίθεση με κάποιες άλλες βυζαντινές οικογένειες, δεν ήταν παλιά οικογένεια και, ως εκ τούτου, δε θεωρούνταν ότι είχαν κάποιο σημαντικό πρόγονο στο πρώτο ήμισυ του 12ου αιώνα. Έχοντας επίγνωση του γεγονότος αυτού, το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα, ορισμένα μέλη της οικογένειας των Αγγέλων χρησιμοποιούσαν στις υπογραφές τους το πολύ πιο ευυπόληπτο επώνυμο Κομνηνός. Θεωρείται ότι το επώνυμο Άγγελος προήλθε από τη λέξη άγγελος (αγγελιοφόρος), αλλά έχει επίσης συνδεθεί με το τοπωνύμιο Angel ή Agel, στην περιοχή κοντά στην πόλη Άμιδα (Amid, σημ. Diyarbakır) της Μεσοποταμίας.1

2. Ένας όμορφος νεοφερμένος από τη Φιλαδέλφεια

Η Φιλαδέλφεια, μια πολιτεία στην περιοχή της Λυδίας της Μικράς Ασίας, ήταν ο τόπος γέννησης του Κωνσταντίνου Αγγέλου, του ιδρυτή της μελλοντικής αυτοκρατορικής οικογένειας. Αυτός ο νεοφερμένος στην Κωνσταντινούπολη κατάφερε να παντρευτεί τη Θεοδώρα, τη νεότερη κόρη του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118), κάποια στιγμή μεταξύ των ετών 1110 και 1115. Ο Νικήτας Χωνιάτης σημειώνει ότι οι γονείς του Κωνσταντίνου ήταν άνθρωποι απλοί και άσημοι, αλλά ο ίδιος είχε υπέροχη κορμοστασιά και όμορφη εμφάνιση, κάτι που τον βοήθησε να κερδίσει την εύνοια της Βυζαντινής πριγκίπισσας.2 Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι η Θεοδώρα Κομνηνή είχε νωρίτερα παντρευτεί τον Κωνσταντίνο Κουρτίκη. Ο Κωνσταντίνος Άγγελος, ως γαμπρός του αυτοκράτορα, έλαβε τον αυλικό τίτλο του πανυπερσέβαστου. Ωστόσο, ο ευπαρουσίαστος νέος από τη Φιλαδέλφεια δε θεωρούνταν ισότιμος με τους άλλους γαμπρούς του αυτοκράτορα, οι οποίοι είχαν πιο ευγενική καταγωγή και διέθεταν υψηλότερους τίτλους. Ακόμα και η Θεοδώρα υπέφερε εξαιτίας του γάμου της, που δεν ήταν ιδιαίτερα αρεστός στους στενούς συγγενείς της, κι έτσι τύγχανε διαφορετικής μεταχείρισης σε σχέση με τις άλλες κόρες του αυτοκράτορα. Αυτό ήταν εμφανές ακόμα και σε μικρά πράγματα. Έτσι, για παράδειγμα, οι φτωχοί λάμβαναν λιγότερα χρήματα, καρπούς και κρασί στα γενέθλια της Θεοδώρας σε σχέση με τα γενέθλια των αδελφών της και ακόμα λιγότερα στα γενέθλια του Κωνσταντίνου Αγγέλου σε σχέση με τα γενέθλια των άλλων γαμπρών του αυτοκράτορα.3

Φαίνεται ότι o Κωνσταντίνος Άγγελος χρειάστηκε πολύ χρόνο και προσπάθειες για να κερδίσει σεβασμό και αναγνώριση. Δεν είναι γνωστό κατά πόσο έπαιξε σημαντικό ρόλο στη βασιλεία των αυτοκρατόρων Αλεξίου Α΄ και Ιωάννη Β΄ (1118-1143), αλλά μόνο κατά τη βασιλεία του Μανουήλ Α΄ (1143-1180) απέκτησε μάλλον υψηλή θέση και σε διάφορες περιπτώσεις έφερε εις πέρας σημαντικές στρατιωτικές αποστολές. Έτσι το 1154, κι ενώ ήταν επικεφαλής του βυζαντινού στόλου στη διαμάχη με το βασίλειο της Σικελίας, παράκουσε την εντολή του αυτοκράτορα να περιμένει για ενισχύσεις κι όχι μόνο ηττήθηκε, αλλά πιάστηκε και αιχμάλωτος.4 Ωστόσο, χάρη στον Κωνσταντίνο Άγγελο τα αδέλφια του Νικόλαος, Ιωάννης και Μιχαήλ είχαν καλή σταδιοδρομία.

Ο Κωνσταντίνος Άγγελος απέκτησε πέντε γιους με τη Θεοδώρα Κομνηνή: τον Κωνσταντίνο, τον Ιωάννη, τον Αλέξιο, τον Ανδρόνικο και τον Ισαάκιο. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι όλοι τους είχαν τα τυπικά ονόματα των Κομνηνών, τα πλέον συνήθη σε αυτή την αυτοκρατορική οικογένεια. Για το μεγαλύτερο από τους γιους, τον Κωνσταντίνο, τα στοιχεία στις πηγές χάνονται γρήγορα, ενώ ο Ιωάννης ήταν ο ιδρυτής του λεγόμενου κλάδου της Ηπείρου της οικογένειας των Αγγέλων. Από τον Ανδρόνικο καταγόταν ο κλάδος της οικογένειας που βασίλεψε στην Κωνσταντινούπολη. Ο τέταρτος γιος, ο Αλέξιος Άγγελος, συνδέεται με ένα από τα μεγαλοπρεπέστερα μνημεία της βυζαντινής χριστιανικής τέχνης στα Βαλκάνια, την εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα στο Νέρεζι, κοντά στα Σκόπια, που ανεγέρθηκε το 1164.5

3. Το κωνσταντινουπολίτικο παρακλάδι της οικογένειας των Αγγέλων

Από τους πέντε γιους του Κωνσταντίνου Αγγέλου και της Θεοδώρας Κομνηνής τα πιο σημαντικά ίχνη στην ιστορία τα χάραξαν ο Ιωάννης και ο Ανδρόνικος. Έλαβαν μέρος σε διάφορες στρατιωτικές εκστρατείες στη Βαλκανική χερσόνησο και τη Μικρά Ασία κατά τις δεκαετίες του 1160 και του 1170. Στη μοιραία μάχη του Μυριοκεφάλου, το 1176, οι αδελφοί Ιωάννης και Ανδρόνικος Άγγελος ήταν επικεφαλής του προπορευόμενου στρατιωτικού αποσπάσματος και οδήγησαν με επιτυχία τα στρατεύματά τους μέσα από τις χαράδρες του Μυριοκεφάλου, αλλά είναι γνωστό ότι αυτή η μάχη έληξε με τη συντριπτική ήττα του βυζαντινού στρατού. Τον επόμενο χρόνο, το 1177, ο Ανδρόνικος Άγγελος ήταν μέλος της επίσημης αντιπροσωπείας στο βασιλιά της Ιερουσαλήμ Βαλδουίνο Δ΄ (1174-1185). Τελικά δεν αποδείχθηκε το ίδιο ικανός με τον αδελφό του Ιωάννη Άγγελο. Το 1179 ο Μανουήλ Α΄ τον έστειλε με επίλεκτα στρατεύματα σε μάχη εναντίον των Σελτζούκων, στην οποία όχι μόνο δεν έκανε τίποτα, αλλά θα λέγαμε ότι επέτρεψε στον εχθρό να πραγματοποιήσει νυχτερινή έφοδο και να συνθλίψει τους στρατιώτες του, την ώρα που ο ίδιος τρεπόταν σε επονείδιστη φυγή. Ο αυτοκράτορας θέλησε να εξευτελίσει το θείο του Ανδρόνικο Άγγελο, υποχρεώνοντάς τον να φορέσει γυναικεία ενδύματα και να περπατήσει έτσι στους δρόμους της πόλης, αλλά την τελευταία στιγμή αποφάσισε να μην το κάνει.6 Ο Ανδρόνικος Άγγελος δεν έζησε να δει τους γιους του Βυζαντινούς αυτοκράτορες.

Η οικογένεια των Αγγέλων ήρθε σε ρήξη με τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Α΄ Κομνηνό (1183-1185), που έδωσε εντολή να τυφλωθούν οι τρεις από τους έξι γιους του Ανδρονίκου Αγγέλου. Ωστόσο, το Σεπτέμβριο του 1185 ο Ανδρόνικος Α΄ ανατράπηκε και η τρομοκρατία του έλαβε τέλος. Η ανατροπή του έφερε στην εξουσία το γιο του Ανδρονίκου Αγγέλου, τον Ισαάκιο Β΄ Άγγελο (1185-1195, 1203-1204). Αξίζει να σημειωθεί ότι η οικογένεια των Αγγέλων ήταν στην πρώτη γραμμή στη διαμάχη ενάντια στην αντιαριστοκρατική πολιτική του Ανδρονίκου Α΄ Κομνηνού κι ως εκ τούτου έδρεψε τους κύριους καρπούς της νίκης, ευρισκόμενη από την πλευρά των νικητών.

3.1. Αυτοκράτορες στην Κωνσταντινούπολη

Αντίθετα με τον Ανδρόνικο Α΄ Κομνηνό, που δραστήρια και βίαια πολέμησε εναντίον των παρεκκλίσεων της βυζαντινής κοινωνίας, ο Ισαάκιος Β΄ Άγγελος άφησε τα πράγματα να κυλούν μόνα τους. Οι παλιές ασθένειες της αυτοκρατορίας, που απλώς συγκαλύπτονταν από την προβολή της δύναμης και της δόξας στα χρόνια της κομνήνειας δυναστείας, βγήκαν στην επιφάνεια και αποκάλυψαν το βάθος της κρίσης στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Κανένας δεν αποπειράθηκε πλέον να βάλει τέλος στις καταχρήσεις της κεντρικής και επαρχιακής διοίκησης. Η πώληση των αξιωμάτων, η δωροδοκία των αξιωματούχων, ο εκβιασμός των φοροεισπρακτόρων, όλα αυτά έγιναν καθημερινό φαινόμενο. Έχει ειπωθεί για τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Β΄ ότι πωλούσε τα αξιώματα σαν να ήταν λαχανικά στην αγορά.7 Στα χρόνια του, ο σφετερισμός πτυχών της αυτοκρατορικής εξουσίας, φαινόμενο εντελώς άγνωστο στη βυζαντινή ιστορία του 12ου αιώνα, άρχισε να παρατηρείται όλο και συχνότερα. Έτσι, το ιστορικό έργο του Νικήτα Χωνιάτη, η κύρια πηγή γι’ αυτή την εποχή, από πανηγυρικός για τους σπουδαίους αυτοκράτορες της δυναστείας των Κομνηνών εξελίσσεται σε πένθιμο χρονικό γεμάτο αιφνιδιαστικά χτυπήματα, εξευτελιστικές αποτυχίες και διάφορες συμφορές στα χρόνια της δυναστείας των Αγγέλων.

Κατά τη βασιλεία του Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου (1195-1203), μεγαλύτερου αδελφού του Ισαακίου, η κατάσταση έγινε χειρότερη. Ο πληθυσμός είχε εξαντληθεί από την υπέρμετρη φορολογία, καθώς το κράτος αύξανε συνεχώς τους φόρους, ενώ την ίδια στιγμή οι φοροεισπράκτορες έκαναν μεγάλη κατάχρηση της εξουσίας τους. Η αδιάφορη αυλή ξόδευε μεγάλα χρηματικά ποσά. Τεράστια ποσά καταβάλλονταν σε ξένους μονάρχες, σε μια προσπάθεια της αδύναμης κυβέρνησης της Κωνσταντινούπολης να κερδίσει με αυτό τον τρόπο την εύνοιά τους. Ο Αλέξιος Γ΄ ήταν το χαρακτηριστικό δημιούργημα αυτής της παρακμιακής εποχής, του οποίου η προσωπικότητα ήταν ένα τέλειο μείγμα της απόλυτης φιλαρχίας και της άνανδρης ανεπάρκειας.8 Σε διάφορες περιπτώσεις φαινόταν τελείως απομακρυσμένος από τα ιδανικά του Βυζαντινού βασιλέα. Οι πηγές αναφέρουν ότι έπασχε από ποδάγρα, κάτι που τον ανάγκαζε να μένει κλινήρης συχνά, καθώς δεν μπορούσε να περπατήσει.9

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η οποία κατά τη βασιλεία του Ισαακίου Β΄, αν και αδύναμη και ασθενής, κατάφερε να κρατήσει τις θέσεις της σε κάποιο βαθμό, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αδελφού του Αλεξίου Γ΄ έχασε την τελευταία της αμυντική δύναμη. Χρόνο με το χρόνο η εσωτερική παρακμή της γινόταν ολοένα σαφέστερη και η ανατροπή του 1195 είχε ορισμένες μακροπρόθεσμες συνέπειες στη σφαίρα της εξωτερικής πολιτικής. Οι βυζαντινές θέσεις εξασθένισαν σε σχέση με τους νοτιοσλαβικούς γειτονικούς λαούς, τους Βουλγάρους και τους Σέρβους.

Η επαφή ανάμεσα στις επαρχίες και στην πρωτεύουσα, η οποία αρκετό χρονικό διάστημα ήταν δύσκολη, με την πάροδο του χρόνου καταβαραθρώθηκε σε ένα ανυπέρβλητο χάσμα. Επιπλέον, κατά τη βασιλεία του Αλεξίου Γ΄ οι φυγόκεντρες δυνάμεις γιγαντώνονταν μέσα στην αυτοκρατορία, ο τοπικιστικός πατριωτισμός κυριάρχησε και συντελέστηκε η φεουδαλικού τύπου διάλυση του κράτους: με άλλα λόγια παρατηρήθηκε το φαινόμενο των τοπικών αρχόντων που, αφού αποκτούν τεράστια δύναμη, αρνούνται να αναγνωρίσουν την εξουσία του βασιλιά στην Κωνσταντινούπολη.

Μετά την αναχώρηση του Αλεξίου (Δ΄) Αγγέλου για τη Δύση, την άφιξη των σταυροφόρων προ των πυλών της Κωνσταντινούπολης το καλοκαίρι του 1203, την επονείδιστη φυγή του Αλεξίου Γ΄ από την πρωτεύουσα, την πρώτη κατάληψη της μεγαλούπολης του Βοσπόρου από τους σταυροφόρους, την ένταση για την αποπληρωμή της αποζημίωσης που είχαν υποσχεθεί στους Λατίνους ιππότες, η οποία κράτησε αρκετούς μήνες, και την ανατροπή εντός των τειχών (Ιανουάριος 1204), κατά την οποία σκοτώθηκαν και ο Αλέξιος Δ΄ και ο Ισαάκιος Β΄, οι σταυροφόροι κατέλαβαν τελικά την Κωνσταντινούπολη και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία καταστράφηκε τον Απρίλιο του 1204. Έτσι λοιπόν τελείωσε η βασιλεία του «κωνσταντινουπολίτικου» κλάδου της δυναστείας των Αγγέλων, παρά τις μετέπειτα προσπάθειες του Αλεξίου Γ΄ να αναμειχθεί στη διεκδίκηση του βυζαντινού θρόνου στις ζοφερές ημέρες της πρώτης δεκαετίας του 13ου αιώνα.

Η δυναστεία των Αγγέλων έπαιξε σημαντικό –αν και καθ’ όλα αρνητικό– ρόλο στην ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ανοίγοντας το δρόμο για την πρώτη πτώση της Κωνσταντινούπολης. Ένας μελετητής του 18ου αιώνα έγραψε ότι δεν έχει υπάρξει ποτέ αυτοκρατορική οικογένεια πιο ανωφελής και ανίκανη από αυτήν των Αγγέλων.10 Αυτή η εκτίμηση, που επαναλήφθηκε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από όλους τους ερευνητές που ακολούθησαν, είναι απόλυτα τεκμηριωμένη όταν αναφέρεται κανείς στο κωνσταντινουπολίτικο παρακλάδι της οικογένειας των Αγγέλων – τους αυτοκράτορες Ισαάκιο Β΄ και Αλέξιο Γ΄ και τον πατέρα τους Ανδρόνικο Άγγελο, καθώς και το γιο του Ισαακίου, τον Αλέξιο Δ΄. Αν και απολύτως αρνητική, η αποτίμηση της ιστοριογραφίας για την εν λόγω αυτοκρατορική οικογένεια δε θα μπορούσε να τύχει σοβαρής αναθεώρησης.

4. Το παρακλάδι της Ηπείρου της οικογένειας των Αγγέλων

Σε αντίθεση με τον Ανδρόνικο Άγγελο, ο μεγαλύτερος αδελφός του Ιωάννης όχι μόνο έζησε για να δει την ανατροπή του 1185, αλλά επίσης συμμετείχε σε αυτήν και έλαβε τον τίτλο του στρατιωτικού διοικητή – στη συνέχεια, σε πολύ μεγάλη ηλικία, έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια της βασιλείας των ανιψιών του Ισαακίου Β΄ και Αλεξίου Γ΄. Στην ανατροπή του 1185, όταν ο Ισαάκιος επανεξέταζε κατά πόσο θα έπρεπε να δεχτεί το αυτοκρατορικό στέμμα που του είχε προσφέρει ο λαός, ο Ιωάννης έβγαλε το καπέλο του και ζήτησε το διάδημα να τοποθετηθεί στο δικό του κεφάλι, «αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα το γυμνό κρανίο του και το καραφλό κεφάλι του που έλαμπε σαν πανσέληνος».11 Ωστόσο, μετά τη διακυβέρνηση τρόμου του Ανδρονίκου Α΄ Κομνηνού, ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης ήταν καχύποπτος λόγω της προχωρημένης ηλικίας του Ιωάννη και έτσι δεν πραγματοποίησε την επιθυμία του.

Θεωρείται ότι ο στρατιωτικός διοικητής Ιωάννης Άγγελος πέθανε περίπου το 1200, αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν πρόφτασε να δει την άνοδο των γιων του στο κράτος της Ηπείρου, που δημιουργήθηκε στα ερείπια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Μιχαήλ Άγγελος (1205-1215), ο νόθος γιος του Ιωάννη, ήταν ο ιδρυτής και ο πρώτος κυβερνήτης του. Ο Μιχαήλ Α΄ κατάφερε να επεκτείνει το κράτος κατακτώντας τη Λάρισα το έτος 1212, κυριεύοντας αργότερα το λιμάνι του Δυρραχίου και παίρνοντας το νησί της Κέρκυρας από τους Ενετούς. Διάδοχός του ήταν ο ετεροθαλής αδελφός του Θεόδωρος Α΄ Άγγελος Δούκας Κομνηνός (1215-1230), κατά τη βασιλεία του οποίου το κράτος της Ηπείρου έφθασε στη μεγαλύτερη έκτασή του. Ήδη στην αρχή της βασιλείας του, το 1217, έγινε δημοφιλής λόγω του ότι αιχμαλώτισε το Λατίνο αυτοκράτορα Πέτρο Β΄ ντε Κουρτεναί στα βουνά της Αλβανίας. Αμέσως μετά, άρχισε τη μάχη εναντίον του βασιλείου της Θεσσαλονίκης, του λατινικού κρατιδίου που ιδρύθηκε από το Βονιφάτιο Μομφερατικό. Το έτος 1224/1225 ή το 1227, κατόρθωσε να καταλάβει τη Θεσσαλονίκη, που ήταν η δεύτερη σε έκταση πόλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, και στέφθηκε αυτοκράτορας από τον αρχιεπίσκοπο Αχρίδας Δημήτριο Χωματιανό. Έτσι, ο Θεόδωρος βασίλευσε στην περιοχή που εκτεινόταν από την Αδριατική έως το Αιγαίο πέλαγος και περιλάμβανε, εκτός από τις παλαιές περιοχές του κράτους της Ηπείρου, τη Θεσσαλία και το μεγαλύτερο τμήμα της Μακεδονίας. Όταν κατέλαβε την Αδριανούπολη το 1225, όλα έδειχναν ότι το Δεσποτάτο της Ηπείρου, κι όχι η Αυτοκρατορία της Νίκαιας, θα κέρδιζε τη μάχη για την παλινόρθωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, ο Θεόδωρος Α΄ Άγγελος ηττήθηκε και αιχμαλωτίστηκε από το Βούλγαρο ηγεμόνα Ιωάννη Ασάν (1218-1241) στη μάχη κοντά στην Κλοκότνιτσα στον ποταμό Έβρο, την άνοιξη του 1230. Ύστερα από αυτό το γεγονός, η Αυτοκρατορία της Θεσσαλονίκης διαμελίστηκε σε διάφορες επιμέρους αυτόνομες περιφέρειες που άρχισαν να αναπτύσσονται ξεχωριστά.

Το Θεόδωρο Α΄ διαδέχτηκε στη Θεσσαλονίκη ο νεότερος αδελφός του Μιχαήλ Άγγελος (1230-1237) και αργότερα ο γιος του Θεοδώρου, ο Ιωάννης Άγγελος (1237-1244). Από την άλλη μεριά, ο Μιχαήλ Β΄ Άγγελος (1230-1268), ο νόθος γιος του Μιχαήλ Α΄, ανέλαβε την εξουσία στην Ήπειρο. Εφόσον, εντωμεταξύ, η Αυτοκρατορία της Νίκαιας απέκτησε μεγάλη ισχύ και επέκτεινε τις κτήσεις της στην Ευρώπη, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης (1221-1254) πίεσε τον Ιωάννη Άγγελο να παραιτηθεί από τον αυτοκρατορικό τίτλο του στη Θεσσαλονίκη το 1242, αλλά του επέτρεψε να διατηρήσει τον τίτλο του δεσπότη, που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα από τους ηγεμόνες του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Τον Ιωάννη διαδέχτηκε ο αδελφός του Δημήτριος Άγγελος (1244-1246) στη Θεσσαλονίκη, κατά τη βασιλεία του οποίου τα στρατεύματα της Νίκαιας κατέλαβαν την πόλη.

Μετά το θάνατο του δεσπότη Μιχαήλ Β΄ Αγγέλου (1268) η Θεσσαλία αποσχίστηκε από την Ήπειρο, αλλά και τα δύο κρατίδια συνέχισαν να κυβερνώνται από μέλη της οικογένειας των Αγγέλων. Ο δεσπότης Νικηφόρος Α΄ Άγγελος (1268-1290), γιος του Μιχαήλ Β΄, έγινε ηγεμόνας της Ηπείρου, ενώ ο στρατιωτικός διοικητής Ιωάννης Α΄ Άγγελος (1268-1289), νόθος γιος του Μιχαήλ Β΄, έγινε ηγεμόνας της Θεσσαλίας. Το Νικηφόρο Α΄ διαδέχτηκε στην Ήπειρο ο γιος του Θωμάς Άγγελος (1290-1318) και στη Θεσσαλία τον Ιωάννη Α΄ διαδέχτηκαν αρχικά οι γιοι του Θεόδωρος και Κωνσταντίνος Άγγελος (1289-1303) και αργότερα ο εγγονός του και γαμπρός του Κωνσταντίνου Ιωάννης Β΄ Άγγελος (1303-1318). Όπως αποδείχτηκε, και οι δύο μοναρχικές δυναστείες των Αγγέλων έσβησαν το 1318: στην Ήπειρο με το θάνατο του Θωμά Αγγέλου και στη Θεσσαλία με το θάνατο του Ιωάννη Β΄ Αγγέλου.

5. Αποτίμηση

Σε αντίθεση με τον «κωνσταντινουπολίτικο» κλάδο της δυναστείας των Αγγέλων, που κυβέρνησε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία λιγότερο από είκοσι χρόνια (1185-1204), ο κλάδος της Ηπείρου αποδείχτηκε πολύ πιο ικανός. Μπόρεσε να δημιουργήσει ένα κράτος στους δύσκολους χρόνους μετά το 1204 και να διατηρήσει την εξουσία, μέσα από εναλλαγές ανόδου και παρακμής, περισσότερο από έναν αιώνα (1205-1318).

Όπως κάποτε τα μέλη της οικογένειας των Αγγέλων χρησιμοποιούσαν με περηφάνια τα επώνυμα Κομνηνός και Δούκας, έτσι και το 13ο αιώνα το επώνυμο Άγγελος χρησιμοποιούνταν με περηφάνια από τα μέλη της οικογένειας των Παλαιολόγων, της τελευταίας βυζαντινής δυναστείας. Ας επαναλάβουμε, τέλος, ότι οι εγγονοί του Κωνσταντίνου Αγγέλου, του ιδρυτή της δυναστείας, υπήρξαν Βυζαντινοί αυτοκράτορες στην Κωνσταντινούπολη (Ισαάκιος Β΄, Αλέξιος Γ΄) και έπειτα αυτοκράτορες στη Θεσσαλονίκη (Θεόδωρος Α΄, Μανουήλ) και ότι ο εγγονός του Αλέξιος Δ΄ επίσης φόρεσε το αυτοκρατορικό στέμμα. Σύζυγοι των εγγονών του Κωνσταντίνου ήταν ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Αλέξιος Ε΄ Δούκας Μούρτζουφλος και ο μετέπειτα ιδρυτής της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρις (1204-1221), ο Γερμανός μονάρχης Φίλιππος της Σουηβίας και ο Σέρβος μέγας πρίγκιπας Στέφανος (Β΄) Νεμάνια (ο Πρωτόστεπτος).




1. Kazhdan Al. sv. “Angelos”, στο: The Oxford Dictionary of Byzantium, I, ed. Kazhdan Al, (New York – Oxford 1991), σ. 94-95· Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit, I (Wien 1976), № 149-224, σ. 12-2.

2. Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, van Dieten, J.A. (επιμ.), Nicetae Choniatae Historia, Corpus Fontium Historiae Byzantinae 11, (Berlin – New York 1975), σ. 95.

3. Miklosich, F. – Müller, J. (επιμ.), Acta et diplomata graeca medii aevi sacra et profana V (Vindobonae 1887), σελ. 374-375.

4. Ιωάννης Κίνναμος, Επιτομή, Meineke, A. (ed.), Ioannis Cinnami historiarum libri septem, Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, (Bonn 1836), σ. 119· Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, van Dieten, J.A. (επιμ.), Nicetae Choniatae Historia, Corpus Fontium Historiae Byzantinae 11, (Berlin – New York 1975), σ. 96.

5. Sinkević, I., The Church of St. Panteleimon at Nerezi. Architecture, Programme, Patronage (Wiesbaden 2000), σελ. 4 κ.ε.

6. Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, van Dieten, J.A. (επιμ.), Nicetae Choniatae Historia, Corpus Fontium Historiae Byzantinae 11, (Berlin – New York 1975), σ. 196.

7. Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, van Dieten, J.A. (επιμ.), Nicetae Choniatae Historia, Corpus Fontium Historiae Byzantinae 11, (Berlin – New York 1975), σ. 444.

8. Ostrogorsky, G., Byzantinische Geschichte 324-14532 (München 1996), σελ. 350.

9. Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, van Dieten, J.A. (επιμ.), Nicetae Choniatae Historia, Corpus Fontium Historiae Byzantinae 11, (Berlin – New York 1975), σ. 496-497.

10. Lebeau, Ch., Histoire du Bas Empire XX (Paris 1776), σελ. 121.

11. «συνεστὼς δὲ ὁ δηλωθεὶς ἄνωθεν Δούκας τὸν πῖλον τῆς κεφαλῆς ἀφελόμενος ἑαυτῷ περιθέσθαι ἱκέτευε τὸ διάδημα, ἐψιλωμένον τριχῶν προδεικνὺς κρανίον καὶ τὴν φαλάκραν ὡς πλησίφωτον σελήνην ὑπερφαίνουσαν. ὁ δ' ὄχλος ἀπηναίνοντο φάσκοντες μηκέτι γέροντα ἄρχειν βούλεσθαι ἢ βασιλεύειν ἐπ' αὐτούς· πολλῶν γὰρ ἐμφορηθῆναι κακῶν ἐκ τοῦ πολιότριχος ᾿Ανδρονίκου καὶ δι' αὐτὸν μισεῖν τε καὶ ἀποστρέφεσθαι πάντα σοροδαίμονα καὶ πολυετῆ ἄνθρωπον, καὶ μάλιστα εἰ καθειμένον ἔχει τὸ γένειον διχῇ.» Νικήτας Χωνιάτης, Χρονική Διήγησις, van Dieten, J.A. (επιμ.), Nicetae Choniatae Historia, Corpus Fontium Historiae Byzantinae 11, (Berlin – New York 1975), σ. 345.