Συστήματα ύδρευσης στην Κωνσταντινούπολη

1. Σύστημα ύδρευσης στην Κωνσταντινούπολη

Παρά την εξαιρετική στρατηγική θέση της ανάμεσα στον Κεράτιο κόλπο και στη θάλασσα του Μαρμαρά, πάνω στο θαλάσσιο δρόμο που συνέδεε τη Μαύρη θάλασσα με τη Μεσόγειο, η πόλη του Βυζαντίου, αυτή η αρχαία ελληνική αποικία, μειονεκτούσε σημαντικά στο θέμα της εξασφάλισης φρέσκου πόσιμου νερού, αλλά και νερού για λουτρά και λόγους αναψυχής.
1 Ο μικρός ποταμός Λύκος και άλλες δευτερεύουσες πηγές, καθώς και τα τοπικά πηγάδια, δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τον πληθυσμό καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της πόλης.2 Σε μια πόλη χωρίς ποτάμια, με λίγες πηγές, όπου το βρόχινο νερό εξαντλούνταν γρήγορα, το πρόβλημα του ανεφοδιασμού ήταν κρίσιμο και μόνιμο. Ήδη από την πρώιμη περίοδο το νερό έφτανε στην πόλη από την ευρωπαϊκή ενδοχώρα και στη συνέχεια αποθηκευόταν σε κινστέρνες και διοχετευόταν σε κρήνες.

Το οξύ πρόβλημα του ανεφοδιασμού με νερό παρακίνησε το Ρωμαίο Αυτοκράτορα Αδριανό (117-138) να χτίσει ένα υδραγωγείο βασισμένο στο νόμο της βαρύτητας, το οποίο μετέφερε νερό από την περιοχή που σήμερα αποκαλείται Halkali, περί τα 15 χλμ. βορειοδυτικά της αρχαίας πόλης.3 Το πρόβλημα έγινε ακόμη πιο εμφανές όταν το 324 ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α΄ αποφάσισε να ιδρύσει την ομώνυμη πόλη του και νέα πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στη θέση του Βυζαντίου.4 Με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης το 330, οι ανάγκες σε εξασφάλιση και αποθήκευση φρέσκου νερού μέσα στα τείχη της πόλης αυξήθηκαν ιδιαίτερα. Μεγάλες ποσότητες νερού κατανάλωναν το αυτοκρατορικό Παλάτιο και τα λουτρά. Το σύστημα ύδρευσης της Κωνσταντινούπολης βασιζόταν κατά πάσα πιθανότητα κυρίως στο υδραγωγείο του Αδριανού. Περί τα τέλη του 4ου αιώνα ο αυτοκράτορας Ουάλης (364-378) επιδιόρθωσε το υδραγωγείο που είχε φτιαχτεί από τον Αδριανό – το τμήμα του που διατηρείται σήμερα μέσα στην πόλη είναι γνωστό ως Υδραγωγείο του Ουάλη.5 Μολαταύτα, η πόλη συχνά παρουσιάζεται σε περιγραφές να υποφέρει από λειψυδρία.6

Την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού (527-565) ένα σύνθετο δίκτυο από αγωγούς έφερνε νερό από τα δυτικά, από το δάσος του Βελιγραδίου, απόσταση μεγαλύτερη από 250 χλμ. Τα δύο ποτάμια στο δάσος, που είναι γνωστά ως τα «Γλυκά Νερά» της Ευρώπης, παρείχαν τουλάχιστον διπλάσια ποσότητα νερού σε σχέση με τις πηγές στην περιοχή του Halkali.7 Περίπου τριάντα λίθινες γέφυρες και εκατοντάδες χιλιομέτρα υπόγειων στοών σώζονται ακόμη στους δασώδεις λόφους της Θράκης και τουλάχιστον δύο υπόγεια κανάλια μετέφεραν το νερό στην Κωνσταντινούπολη.8

Αν και ορισμένες μικρότερες γραμμές εφοδιασμού νερού προστέθηκαν σε μεταγενέστερες περιόδους, η εσωτερική δομή του υδροδοτικού δικτύου σταδιακά κατέρρευσε και, ήδη περί τον 6ο και 7ο αιώνα, οι κινστέρνες αποτελούσαν το σημαντικότερο μέσο για την παροχή νερού στην πόλη.9 Περί τον 7ο αιώνα απαιτούνταν πολλές δεξαμενές νερού, όχι μόνο για πόσιμο νερό και για τις ανάγκες των οικιών, αλλά και για τα λουτρά, για την περιορισμένης έκτασης άρδευση και την κίνηση των μύλων και για τα αυτόματα.10 Η μεσοβυζαντινή Κωνσταντινούπολη απέκτησε πρόσθετες κινστέρνες, οι περισσότερες από τις οποίες ανήκαν σε μοναστήρια και σε εύπορα νοικοκυριά. Κατά τη διάρκεια της Λατινοκρατίας στην Κωνσταντινούπολη (1204-1261), η πόλη συρρικνώθηκε τόσο ως προς τον πληθυσμό όσο και ως προς τον πραγματικό χώρο χρήσης του άστεως. Εξαιτίας της γενικότερης εγκατάλειψης των συστημάτων ύδρευσης και αποχέτευσης, η υδροδότηση στην υστεροβυζαντινή Κωνσταντινούπολη δεν αποκαταστάθηκε ποτέ, ούτε ως προς την έκταση ούτε ως προς την ποσότητα του νερού. Όταν οι Οθωμανοί κατέλαβαν την πόλη, το παλαιό υδροδοτικό σύστημα παράκμαζε, αν και το επονομαζόμενο Υδραγωγείο του Ουάλη επιδιορθώθηκε και προστέθηκαν νέα, ανεξάρτητα δίκτυα υδροδότησης.11

2. Κατασκευή

Οι Ρωμαίοι μηχανικοί που ασχολήθηκαν με την υδροδότηση βασίστηκαν στη μακραίωνη εμπειρία στην υδραυλική μηχανική, όταν σχεδίασαν το αρχικό σύστημα υδροδότησης στην Κωνσταντινούπολη. Το σύστημα μαρτυρά εξειδικευμένη και υψηλού επιπέδου γνώση και κατανόηση των ανυψωτικών μηχανημάτων και της υδραυλικής μηχανικής.
12 Η υψηλής πίεσης άντληση εξυπηρετούσε πολλές ανάγκες. Πήλινοι και μολύβδινοι αγωγοί έτρεχαν κάτω από λιθόστρωτους δρόμους και πεζοδρόμια. Δεξαμενές στις οποίες καταστάλαζαν τα ιζήματα του νερού βρίσκονταν τοποθετημένες σε κομβικά σημεία για συχνό καθαρισμό.13 Καθώς επιδιορθωνόταν πολύ συχνά, κατά τη διάρκεια των Βυζαντινών και Οθωμανικών χρόνων, ολόκληρο το σύστημα αποτέλεσε το πιο εκτεταμένο υδρευτικό δίκτυο της αρχαίας Μεσογείου.14

Παραδόξως, το πολύπλοκο σύστημα υδροδότησης της Κωνσταντινούπολης, έτσι όπως είχε κατασκευαστεί από τους Ρωμαίους μηχανικούς, ενδεχομένως αποτέλεσε αιτία για μεγάλες συμφορές στην πόλη. Σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της τα εκτεθειμένα υπέργεια τμήματα ήταν ιδιαιτέρως ευπαθή σε περιόδους πολιορκίας. Ανάμεσα στον 4ο και στον 7ο αιώνα πολλές κινστέρνες και δεξαμενές νερού χτίστηκαν για να αντιμετωπιστεί αυτή η αδυναμία. Πάντως, οι κινστέρνες χρειάζονταν συχνό καθαρισμό, αν και καμιά φορά οι εγκαταλελειμμένες κινστέρνες χρησίμευαν σαν σκουπιδότοποι, νεκροταφεία και οστεοφυλάκια.15 Οι Βυζαντινοί συχνά απέδιδαν τις μεγάλες επιδημίες πανώλης στην πόλη σε στάσιμα, μολυσμένα νερά, και αυτό σίγουρα σχετίζεται με την κακή χρήση των κινστερνών.16 Τον 20ό αιώνα οι αγωγοί ύδατος είχαν γίνει κατοικία εκατομμυρίων νυχτερίδων. Αυτό το γεγονός περιγράφεται παραστατικά σε μια ιστορία, σύμφωνα με την οποία επί σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ (1876-1909) 4.000 οκάδες (περισσότεροι από 5 τόνοι) κοπριάς νυχτερίδων μεταφέρθηκαν από τους αγωγούς στην Κωνσταντινούπολη για να χρησιμοποιηθούν για λίπασμα στους αυτοκρατορικούς κήπους.17

3. Κατανάλωση νερού

Όπως και στη Ρώμη, το νερό καταναλωνόταν από τα ανάκτορα, τα παλάτια, τα δημόσια λουτρά και τον πληθυσμό της πόλης. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της, ο μέσος όρος ημερήσιας κατανάλωσης νερού στην Κωνσταντινούπολη ήταν περί τα 10.000 κυβικά μέτρα.18 Εκτός από πόσιμο νερό, η πόλη είχε ανάγκη από νερό για τα λουτρά και για ψυχαγωγικούς σκοπούς, για μικρής κλίμακας αρδευτικά συστήματα, για κήπους και πάρκα, καθώς και για τους μύλους και τα αυτόματα.19 Οι κρήνες νερού εξαίρονταν ιδιαιτέρως, όχι μόνο επειδή εξασφάλιζαν νερό στην πόλη αλλά κι επειδή τη δρόσιζαν κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.20 Όλα τα τμήματα του συστήματος ύδρευσης δεν αλληλοσυνδέονταν: κατά βάση επρόκειτο για διάφορα ανεξάρτητα συστήματα κατασκευασμένα από αυτοκράτορες, επάρχους, διοικητικούς αξιωματούχους και πλούσιους πολίτες.21 Οι επιφορτισμένοι με τη διαχείριση του νερού χρησιμοποιούσαν σταθμούς αυτόματης διανομής που ήταν εφοδιασμένοι και με χειροκίνητες αντλίες, ώστε να αποτρέπονται οι λιγότερο αναγκαίες εργασίες σε περιόδους λειψυδρίας. Προτεραιότητα στον εφοδιασμό είχαν οι κρήνες, τα λουτρά και τα αποχωρητήρια του παλατιού και, ακολούθως, τα σπίτια των κοινωνικά ανώτερων οικογενειών. Οι γενικές ανάγκες καλύπτονταν από τα δημόσια λουτρά και τις κρήνες (νυμφαία), με τη σταθερή ροή του νερού να ξεπλένει τα αποχωρητήρια και τους αγωγούς.22 Παραμένει άγνωστο πώς οι ιδιώτες και τα ιδιωτικά ιδρύματα είχαν πρόσβαση στη δημόσια υδροδότηση, αν και η δήλωση ότι ο Ιουστινιανός παραχώρησε στο γυναικείο μοναστήρι της Αγίας Ολυμπιάδος «τρεις ουγγιές νερού ημερησίως»23 αφήνει να διαφανεί ότι ήταν δυνατές ορισμένες ρυθμίσεις στο δικαίωμα εκμετάλλευσης του νερού.24

Πολλοί άνθρωποι άνοιγαν πηγάδια και κινστέρνες για να εξασφαλίσουν τον ανεφοδιασμό του σπιτιού τους με νερό.25 Αν και οι πλούσιες οικογένειες είχαν συνήθως μικρές ιδιωτικές κινστέρνες στα σπίτια τους, οι περισσότεροι συνήθως χρησιμοποιούσαν τις κρήνες για τον ανεφοδιασμό των σπιτιών τους με νερό.26 Μικρές κρήνες με λεκάνες και κρουνούς έχουν βρεθεί σε αγορές και σε γωνίες των δρόμων σε όλα τα σημεία της Κωνσταντινούπολης. Οι κάτοικοι τις επισκέπτονταν καθημερινά, γεμίζοντας και κουβαλώντας στο σπίτι αμφορείς με μεγάλο βάρος και στάμνες με νερό. Δραστήριοι πωλητές πουλούσαν νερό με το κύπελλο στους δρόμους.27 Το φρέσκο κρύο νερό καλής ποιότητας ήταν πολύτιμο στο ζεστό κλίμα. Ένας ανώνυμος συγγραφέας συμβούλευε να πίνει κανείς μόνο φρέσκο νερό τον Ιούλιο κι ένας άλλος συνιστούσε να πίνει κανείς νερό από φυσικές πηγές διότι δε μυρίζει, έχει καλή γεύση και είναι κρύο όλο το χρόνο.28 Τέτοιες αναφορές υποδηλώνουν πως το νερό από τις φυσικές πηγές αποτελούσε στην πραγματικότητα σημαντικό αγαθό στην Κωνσταντινούπολη και ότι οι κινστέρνες ήταν ορισμένες φορές γεμάτες με επί μακρόν στάσιμα ή μολυσμένα νερά.

Κάποιες πηγές μάς παρέχουν επιπλέον πληροφορίες σχετικά με τα συστήματα ύδρευσης στην Κωνσταντινούπολη. Γραμμένο τον 5ο αιώνα, το έγγραφο Notitia urbis Constantinopolitanae αναφέρεται στις τέσσερις σημαντικότερες κινστέρνες και τις τέσσερις κύριες κρήνες.29 Αυτές οι κινστέρνες και οι κρήνες παρείχαν νερό όχι μόνο για πόση και για τα λουτρά, αλλά και για λόγους αναψυχής. Τον 11ο αιώνα ο Κεδρηνός, στο κείμενο που ακολουθεί την περιγραφή του θανάτου του Θεοδοσίου Α΄ το 395, καταγράφει πως ο Λαύσος εξέθεσε τη συλλογή του από αγάλματα στην περιοχή της κινστέρνας του Φιλοξένου.30 Αναφέρεται στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου που στεκόταν εκεί, μεταξύ άλλων, το οποίο έδειχνε τη θεά γυμνή, με το ιμάτιό της ριγμένο πάνω σε μια μεγάλη υδρία, σαν να είναι έτοιμη να μπει στο λουτρό. Μπορούμε να εικάσουμε ότι ο Λαύσος όχι μόνο εξέθεσε το αρχαίο άγαλμα της Αφροδίτης στην Κωνσταντινούπολη, αλλά επίσης ότι εξασφάλισε και μια εγκατάσταση νερού για επίδειξη της συλλογής του.31 Η πρακτική της έκθεσης αγαλμάτων σε χώρους που είχαν σχέση με νερό, όπως σε πηγές στις οποίες το νερό ανάβλυζε από βράχους και σε κανονικές κρήνες, συνεχίστηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τους Μεσοβυζαντινούς χρόνους. Ο Βυζαντινός επίσκοπος και ποιητής Ιωάννης Γεωμέτρης περιγράφει τον κήπο των Αρετών σε προάστιο της πόλης, ο οποίος κοσμούνταν με «κρήνες, λιμνούλες και τις μυριάδες των μηχανισμών τους».32 Σχεδόν την ίδια εποχή, το 10ο αιώνα, ένας κρατούμενος στην πόλη, ο Harun ibn-Yahya, αναφέρει πως σε ειδικές περιστάσεις, κατόπιν αυτοκρατορικής εντολής, το νερό των δεξαμενών μπορούσε να αναμειχθεί με κρασί ή με μέλι:

«Δίπλα στο ανάκτορο στην αυλή των τιμών βρίσκεται μια στέρνα σε απόσταση διακοσίων βημάτων. Εξασφαλίζει νερό για τα αγάλματα στις κολόνες. Όταν πλησιάζει η γιορτή, η στέρνα γεμίζει με δέκα χιλιάδες στάμνες με κρασί και χίλιες στάμνες με μέλι. Τελικά, τα πάντα καρυκεύονται με ένα φορτίο καμήλας που αποτελείται από νάρδο, μοσχοκάρφια και κανέλα. Η στέρνα καλύπτεται, ώστε να μη φαίνεται τίποτα. Την ημέρα των εορτασμών, ο αυτοκράτορας αφήνει το παλάτι κι έρχεται στην εκκλησία. Εξετάζει τα αγάλματα και το κρασί που ρέει από το στόμα και τα αυτιά τους. Παρατηρεί πώς σταδιακά το υγρό μαζεύεται σε μια λεκάνη, έως ότου αυτή γεμίσει τελείως. Όσοι είναι στην ακολουθία που τον συνοδεύει στην εορτή λαμβάνουν ένα ποτήρι από αυτό το κρασί, γεμισμένο μέχρι το χείλος».33

Εντούτοις, η εξασφάλιση νερού ήταν μόνιμο πρόβλημα για την πόλη, κι αυτός ήταν ο λόγος που η ξηρασία αποτελούσε μεγάλη συμφορά· μάλιστα, ορισμένοι άγιοι θεωρούνταν ότι έχουν τη χάρη να φέρνουν βροχή.34 Εκτός από τη χρήση του στο μυστήριο της βάπτισης και για τον αγιασμό του νερού στα Άγια Θεοφάνια, το νερό και η πηγή ήταν επίσης ισχυρά σύμβολα ζωής και εξαγνισμού. Η εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής βρισκόταν στα δυτικά της Κωνσταντινούπολης. Οι ίδιες οι κρήνες και οι πηγές από τις οποίες ανάβλυζε αγίασμα σε ορισμένες περιπτώσεις διακοσμούνταν με μαρμάρινα ανάγλυφα που απεικόνιζαν τη Θεοτόκο Δεόμενη, με τα χέρια απλωμένα και με οπές στις παλάμες, ώστε το νερό να μπορεί να ρέει από τα χέρια της.35




1. Forchheimer, P. – Strzygowski, J., Die Byzantinischen Wasserbehälter von Konstantinopel (Wien 1893)· Janin, R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 198-224· Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977), σελ. 271-285· Mango, C., “The Water Supply of Constantinople”, Mango, C. – Dagron, G. – Greatrex, G. (επιμ.), Constantinople and Its Hinterland (Aldershot 1995), σελ. 9-18· Kuban, D., Istanbul. An Urban History: Byzantion, Constantinopolis, Istanbul (Istanbul 1996), σελ. 100-104· Rautman, M., “Constantinople-Water Supply,” Daily Life in the Byzantine Empire (Westport – Connecticut – London 2006), σελ. 72-75.

2. Για την έλλειψη νερού, ειδικά το καλοκαίρι, ο Προκόπιος γράφει: «θέρους ὥρᾳ ἡ βασιλὶς πόλις ὕδατος ὑπεσπάνιζεν ἐκ τοῦ ἐπὶ πλεῖστον» (τους καλοκαιρινούς μήνες η αυτοκρατορική πόλη συνήθως υπέφερε από την έλλειψη νερού γενικότερα): Προκόπιος, Περί κτισμάτων I, xi.10-15, Dewing, H.B. (μτφρ.), (Loeb Classical Library, London 1940), σελ. 90-93.

3. Το υδραγωγείο του Αδριανού, που αναφέρεται σε πληθώρα αρχαίων κειμένων και βρίσκεται στην περιοχή του Halkali, σήμερα στρατιωτική ζώνη, ακόμη δεν έχει τύχει διεξοδικής μελέτης, με εξαίρεση δύο πρόσφατα βιβλία στα τουρκικά που αναφέρονται στην ύδρευση του Halkali. Αναλυτικά, Mango, C., Le développement urbain de Constantinople, IVe-VIIe siècles (Paris 1985), σελ. 40· Yerasimos, S., Constantinople. Istanbul’s Historical Heritage2 (Richmond 2007), σελ. 57-61· Çeçen, K., İstanbulun Vakif Sularindan Taksim ve Hamidiye Sulari (Istanbul 1992), σελ. 26-27, περίληψη στα αγγλικά στις σελ. 13-20· Çeçen, K., İstanbulun Vakif Sularindan Halkali Sulari (Istanbul 1991), περίληψη στα αγγλικά στις σελ. 15-18.

4. Rautman, M., “Constantinople-Water Supply”, Daily Life in the Byzantine Empire (Westport – Connecticut – London 2006), σελ. 72-75.

5. Rautman, M., “Constantinople-Water Supply”, Daily Life in the Byzantine Empire (Westport – Connecticut – London 2006), σελ. 72-75· Mango, C., “The Water Supply of Constantinople”, Mango, C. – Dagron, G. – Greatrex, G. (επιμ.), Constantinople and Its Hinterland (Aldershot 1995), σελ. 9-18· Müller-Wiener, W., Bildlexikon zur Topographie Istanbuls (Tübingen 1977), σελ. 271-277.

6. Θεμίστ., Λόγ. 13, 167d· Downey, G. – Norman, A.F. (επιμ.), Themistii orationes 1 (Leipzig 1965), σελ. 240-241· Mango, C., “The Water Supply of Constantinople”, Mango, C. – Dagron, G. – Greatrex, G. (επιμ.), Constantinople and Its Hinterland (Aldershot 1995), σελ. 12.

7. Mango, C., “The Water Supply of Constantinople”, Mango, C. – Dagron, G. – Greatrex, G. (επιμ.), Constantinople and Its Hinterland (Aldershot 1995), σελ. 9-18· Kuban, D., Istanbul. An Urban History: Byzantion, Constantinopolis, Istanbul (Istanbul 1996), σελ. 100-104· Çeçen, K., İstanbul’un Vakif Sularindan Halkali Sulari (Istanbul 1991), περίληψη στα αγγλικά στις σελ. 15-18.

8. Η περιοχή του Βελιγραδίου βρίθει αρχαίων υδραγωγείων, αγωγών και μικρών υδροφραγμάτων. Εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί ότι τα περισσότερα από τα μελετημένα ορατά ερείπια αυτών των συστημάτων ύδρευσης ανήκουν στην Οθωμανική περίοδο. Μελλοντικές μελέτες που θα μπορούσαν να ρίξουν φως στα ερωτήματα για τη χρονολόγηση και την εξέλιξη του συστήματος ύδρευσης της Κωνσταντινούπολης εξακολουθούν να είναι απαραίτητες. Για το πρόβλημα, βλ. Mango, C., “The Water Supply of Constantinople”, Mango, C. – Dagron, G. – Greatrex, G. (επιμ.), Constantinople and Its Hinterland (Aldershot 1995), σελ. 9-18· Çeçen, K., İstanbulun Vakif Sularindan Taksim ve Hamidiye Sulari (Istanbul 1992), σελ. 26-27, περίληψη στα αγγλικά στις σελ. 13-20. 

9. Çeçen, K., İstanbulun Vakif Sularindan Taksim ve Hamidiye Sulari (Istanbul 1992), σελ. 26-27, περίληψη στα αγγλικά στις σελ. 13-20.

10. Magdalino, P., “The Literary Perception of Everyday Life in Byzantium: Some General Considerations and the Case of John Apokaukos”, Byzantinoslavica 48 (1987), σελ. 32-38· Magdalino, Ρ., “Church, Bath and Diakonia in Medieval Constantinople”, Morris, R. (επιμ.), Church and People in Byzantium (Birmingham 1990), σελ. 165-188.

11. Çeçen, K., İstanbul’un Vakif Sularindan Halkali Sulari (Istanbul 1991), περίληψη στα αγγλικά στις σελ. 15-18.

12. Rautman, M., “Constantinople-Water Supply”, Daily Life in the Byzantine Empire (Westport – Connecticut – London 2006), σελ. 72-75· Mango, C., “The Water Supply of Constantinople”, Mango, C. – Dagron, G. – Greatrex, G. (επιμ.), Constantinople and Its Hinterland (Aldershot 1995), σελ. 9-18.

13. Rautman, M., “Constantinople-Water Supply”, Daily Life in the Byzantine Empire (Westport – Connecticut – London 2006), σελ. 74.

14. Η δομή και η χρήση του συστήματος ύδρευσης στους Βυζαντινούς και Οθωμανικούς χρόνους χρήζουν περαιτέρω μελέτης. Υπάρχουν οι προκαταρκτικές μελέτες των Forchheimer, P. – Strzygowski, J., Die Byzantinischen Wasserbehälter von Konstantinopel (Wien 1893)· Janin, R., Constantinople byzantine. Développement urbain et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 198-224· Mango, C., “The Water Supply of Constantinople”, Mango, C. – Dagron, G. – Greatrex, G. (επιμ.), Constantinople and Its Hinterland (Aldershot 1995), σελ. 9-18 και άλλων, για το υδροδοτικό σύστημα στα Οθωμανικά χρόνια. Βλ. και τα έργα Çeçen, K., İstanbulun Vakif Sularindan Taksim ve Hamidiye Sulari (Istanbul 1992), σελ. 26-27, περίληψη στα αγγλικά στις σελ. 13-20· Çeçen, K., İstanbulun Vakif Sularindan Halkali Sulari (Istanbul 1991), περίληψη στα αγγλικά σελ. 15-18, και van de Waal, E. H., “Manuscript Maps in the Topkapı Saray Library, Istanbul”, Imago Mundi 23 (1969), σελ. 81-95, όπου αναφέρεται σε ένα χάρτη του 17ου αιώνα που παρουσιάζει την υδροδότηση της Κωνσταντινούπολης (Topkapi Saray αρ. κατ. 1445, H.1886).

15. Βλ. για παράδειγμα την περιοχή του Saraçhane, όπου η κινστέρνα έπαψε να χρησιμοποιείται την ίδια εποχή με την εκκλησία του Αγίου Πολυεύκτου, στις αρχές του 13ου αιώνα. Τα λείψανα από ανθρώπινα οστά που βρέθηκαν σε αυτήν υποδηλώνουν είτε ότι στην περιοχή υπήρχε νεκροταφείο και ότι τα οστά μεταφέρθηκαν στην εγκαταλελειμμένη δεξαμενή, μετά τον καθαρισμό του νεκροταφείου κατά τον 20ό αιώνα, είτε ότι η δεξαμενή χρησιμοποιήθηκε σε μεταγενέστερους χρόνιους ως οστεοφυλάκιο. Βλ. Harrison, R. M. – Firatli, N. – Hayes, J. W., “Excavations at Saraçhane in Istanbul: Fifth Preliminary Report, with a Contribution on A Seventh-Century Pottery Group”, Dumbarton Oaks Papers 22 (1968), σελ. 196-201.

16. Για παράδειγμα, το 542, ξέσπασε μια από τις μεγαλύτερες επιδημίες πανώλης στην Κωνσταντινούπολη. Για τα λιμνάζοντα, μολυσμένα νερά ως πιθανή αιτία για αυτή την επιδημία, βλ. Magdalino, P., “The Maritime Neighborhoods of Constantinople: Commercial and Residential Functions, Sixth to Twelfth Centuries”, Dumbarton Oaks Papers 54 (2000), σελ. 209-226.

17. Mango, C., “The Water Supply of Constantinople”, Mango, C. – Dagron, G. – Greatrex, G. (επιμ.), Constantinople and Its Hinterland (Aldershot 1995), σελ. 13.

18. The Oxford Dictionary of Byzantium 1 (New York – Oxford 1991), σελ. 518-519, βλ. λ. “Constantinople, Monuments of: Cisterns” (K. M. Kiefer, W. Loerke).

19. The Oxford Dictionary of Byzantium 3 (New York – Oxford 1991), σελ. 2.191, βλ. λ. “Water” (P. Magdalino).

20. Το 1403, ο Roy Gonzáles de Clavijo εκθειάζει διάφορες κρήνες και πηγάδια που δρόσιζαν την πόλη. Βλ. van der Vin, J.P.A., Travelers to Greece and Constantinople: Ancient Monuments and Old Traditions in Medieval Travelers’ Tales (Leiden 1980), σελ. 249-291.

21. Kuban, D., Istanbul. An Urban History: Byzantion, Constantinopolis, Istanbul (Istanbul 1996), σελ. 101.

22. Rautman, M., “Constantinople-Water Supply”, Daily Life in the Byzantine Empire (Westport – Connecticut – London 2006), σελ. 72-75.

23. Mango, C., “The Water Supply of Constantinople”, Mango, C. – Dagron, G. – Greatrex, G. (επιμ.), Constantinople and Its Hinterland (Aldershot 1995), σελ. 17, με αναφορά στη διήγηση για τη μετακομιδή των λειψάνων της αγίας Ολυμπιάδος, Delehaye, H. (επιμ.), “The Narratio Sergiae de translatione S. Olympiadis”, Analecta Bollandiana 16 (1897), σελ. 45. Ο C. Mango επιπλέον θεωρεί ότι στην πραγματικότητα αναφέρεται η χρήση ενός αγωγού τριών ιντσών, καθώς η διάμετρος του αγωγού αποτελούσε τρόπο μέτρησης της παροχής νερού στην Αρχαιότητα. Για το τελευταίο βλ. Hodge, T. A., Roman Aqueducts and Water Supply (London 1992), σελ. 296 κ.ε.

24. Mango, C., “The Water Supply of Constantinople”, Mango, C. – Dagron, G. – Greatrex, G. (επιμ.), Constantinople and Its Hinterland (Aldershot 1995), σελ. 17.

25. Rautman, M., “Constantinople-Water Supply”, Daily Life in the Byzantine Empire (Westport – Connecticut – London 2006), σελ. 75.

26. Για αυτήν τη μακρόχρονη παράδοση στην οθωμανική Κωνσταντινούπολη βλ. πιο πρόσφατα: Hamadeh, S., “Splash and Spectacle: The Obsession with Fountains in Eighteenth-Century Istanbul”, Muqarnas 19 (2002), σελ. 123-148, ιδ. σημ. 2 για αναφορές σε πηγές.

27. Για παράδειγμα, τον 10ο αιώνα, ο Λιουτπράνδος, επίσκοπος της Κρεμόνας, ιστορικός και διπλωμάτης στην Κωνσταντινούπολη, είδε την αγοραπωλησία νερού στους δρόμους της πολης. The Oxford Dictionary of Byzantium 3 (New York – Oxford 1991), σελ. 2.191, βλ. λ. “Water” (P. Magdalino)· Mango, C., “The Water Supply of Constantinople,” Mango, C. – Dagron, G. – Greatrex, G. (επιμ.), Constantinople and Its Hinterland (Aldershot 1995), σελ. 9-18· Rautman, M., “Constantinople-Water Supply”, Daily Life in the Byzantine Empire (Westport – Connecticut – London 2006), σελ. 72-75.

28. The Oxford Dictionary of Byzantium 3 (New York – Oxford 1991), σελ. 2.191, βλ. λ. “Water” (P. Magdalino).

29. Notitia urbis Constantinopolitanae, Seeck, O. (επιμ.), Notitia Dignitatum (Berlin 1875, ανατ. Frankfurt 1962), σελ. 245.

30. Γεώργιος Κεδρηνός, Σύνοψις Ιστοριών 1, Bekker, I. (επιμ.), (CSHB, Bonn 1838), σελ. 564· Guberti Bassett, S., “‘Excellent Offerings’: The Lausos Collection in Constantinople”, The Art Bulletin 82:1 (2000), σελ. 6-7, με αναφορές σε παλαιότερα έργα.

31. Κάποιες επιγραφές που βρέθηκαν στη Βασιλική κινστέρνα (Yerebatan) αναφέρονται στους «εξωραϊσμούς», βλ. Mango, C. A., “The Byzantine Inscriptions of Constantinople: A Bibliographical Survey”, American Journal of Archaeology 55:1 (1951), σελ. 52-66.

32. Maguire, H., “Gardens and Parks in Constantinople,” Dumbarton Oaks Papers 54 (2000), σελ. 257, με παραπομπές από τον Ιωάννη Γεωμέτρη, που έγραψε για τους κήπους της μεσαιωνικής Κωνσταντινούπολης.

33. Yerasimos, S., Constantinople. Istanbul’s Historical Heritage2 (Richmond 2007), σελ. 82, με παραπομπές από το The Book of Precious Things.

34. The Oxford Dictionary of Byzantium 3 (New York – Oxford 1991), σελ. 2.191, βλ. λ. “Water” (P. Magdalino).

35. Αρκετές πλάκες με παρόμοια εικονογραφία βρέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, όπως και η περίφημη πλάκα που βρέθηκε στην ανασκαφή στα Μάγγανα και βρίσκεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης, βλ. Evans, H. C. – Wixom, W. D., (επιμ.), The Glory of Byzantium, Art and Culture of the Middle Byzantine Era A.D. 843-1261 (New York, 1997), αρ. κατ. 291.