Πτωχοπρόδρομος

1. Εισαγωγή

Για το πρόσωπο του βυζαντινού ποιητή Πτωχοπρόδομου γνωρίζουμε αποκλειστικά από το έργο του, το οποίο αποτελεί ιδιαίτερο φαινόμενο στη βυζαντινή λογοτεχνία. Η λογοτεχνική παράδοση των βυζαντινών χρόνων μας έχει αφήσει μερικά επαιτικά ποιήματα, τέσσερα τον αριθμό, που εμφανίζουν πολλά κοινά στοιχεία και αποδίδονται στα χειρόγραφα σε κάποιον ποιητή με τον προσωνυμία «Πτωχοπρόδρομο». Πρόκειται για τα λεγόμενα πτωχοπροδρομικά· δείγματα κοσμικής ποίησης του 12ου αι., γραμμένα στη δημώδη γλώσσα με σκοπό να κερδίσουν την εύνοια και τη γενναιοδωρία επιφανών προσώπων, αλλά με ένα εμφανές σκωπτικό, σατιρικό και ως ένα βαθμό αυτοσαρκαστικό ύφος. Στα τέσσερα ποιήματα σατιρίζονται ο έγγαμος βίος, η πενία των ανθρώπων των γραμμάτων και η ζωή στα μοναστήρια. Τόσο η ταύτιση του συγγραφέα όσο και η ανάλυση των ίδιων των ποιημάτων στο πλαίσιο της εξέτασης της βυζαντινής θύραθεν ή κοσμικής ποίησης θέτουν ερωτήματα που δεν έχουν λάβει ακόμα οριστική απάντηση.1

2. Η προσωπογραφία του ποιητή

Διαβάζοντας τα ποιήματα αποκτούμε την εξής εικόνα για το βίο του ποιητή Πτωχοπρόδρομου. Ήταν ένας κοινός άνθρωπος, που προερχόταν από άπορη οικογένεια, γεγονός που στάθηκε πολλάκις εμπόδιο στη ζωή του. Δεν έμαθε κάποια τέχνη ή επάγγελμα, αλλά από μικρή ηλικία με παρότρυνση του πατέρα του επιδόθηκε στις σπουδές, κάτι που σε μεγαλύτερη ηλικία μετάνιωσε, καθώς δεν ήταν σε θέση στιχουργώντας με την πένα του να εξασφαλίσει τα απαραίτητα προς το ζην. Ήταν παντρεμένος με παιδιά και είχε προβλήματα στην οικογένειά του λόγω της ταπεινής του καταγωγής, της γενικότερης οικονομικής του κατάστασης και του χαρακτήρα της γυναίκας του. Έζησε στα μέσα και το β΄ μισό του 12ου αι. στην Κωνσταντινούπολη και είχε τη δυνατότητα και θάρρος να απευθύνεται με τα ποιήματα του κατευθείαν προς τον αυτοκράτορα. Μαθαίνουμε επίσης ότι σε νεαρή ηλικία υπήρξε μοναχός και λόγω της άδικης συμπεριφοράς των ηγουμένων προς το άτομό του ζήτησε τη βοήθεια του ίδιου του αυτοκράτορα.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία προκύπτουν αποσπασματικά στα τέσσερα ποιήματα, τα οποία σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να εκληφθούν ως βιογραφικού τύπου καταγραφή. Παρότι λοιπόν είναι πολύ πιθανόν ότι ο συγγραφέας όντως απηχεί προσωπικά βιώματα στα πτωχοπροδρομικά, είναι μάλλον πιθανότερο ο Πτωχοπρόδρομος να αποτελεί λογοτεχνικό προσωπείο, παρά να πρόκειται για υπαρκτό πρόσωπο.2

3. Η χειρόγραφη παράδοση και η έρευνα

Το κείμενο των ποιημάτων έχει διασωθεί σε διαφορετική σειρά και ενίοτε με επεμβάσεις, παραλλαγές και περικοπές σε επτά χειρόγραφα των βυζαντινών χρόνων (14ος -15ος αιώας) και σε δύο μεταγενέστερα (τελ. 15ου και 16ου αιώνα). Τα πτωχοπροδρομικά μελετήθηκαν κατά καιρούς από πολλούς ερευνητές. Από τις διαφορετικές εκδοτικές προσεγγίσεις και μεταφράσεις - στα γαλλικά (Hesseling και Pernot, 1910)3, στα ιταλικά (Gazya, 1972)4, στα ισπανικά (Egea, 1984)5, αποσπασματικά στα αγγλικά (Alexiou, 1986)6 και στα γερμανικά (Eideneier, 1991)7 - φαίνεται ότι τα ποιήματα αυτά κέρδισαν το ενδιαφέρον των μελετητών, που άλλωστε έδειξαν ιδιαίτερη προτίμηση στα δύο ποιήματα που διακωμωδούν την μοναστική ζωή και τον βίο ενός του λογίου και ποιητή.

4. Το πτωχοπροδρομικό ζήτημα

Γύρω από το ζήτημα της πατρότητας των πτωχοπροδρομικών άνοιξε μία συζήτηση που δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα.8 Αρχικά οι εκδότες, λαμβάνοντας υπόψη τον τίτλο του πρώτου ποιήματος και κάποιες σποραδικές αναφορές στη χειρόγραφη παράδοση, συνέδεσαν τη συγγραφή των ποιημάτων με τον γνωστό λόγιο και πολυγραφότατο συγγραφέα του α΄ μισού του 12ου αι. Θεόδωρο Πρόδρομο, ο οποίος πέρα από πολλά δοκίμια και έργα γραμμένα στη λόγια γλώσσα της Αυλής των Κομνηνών, έχει αφήσει και δείγματα έργων με δημώδη γραφή. Ωστόσο, από τη στιγμή που Γ. Χατζιδάκις9 το 1892 διατύπωσε την άποψη ότι πρόκειται για διαφορετικά πρόσωπα με το όνομα Πρόδρομος, άρχισαν να εκφράζονται διάφορες θεωρίες σχετικά με τα τέσσερα ικετευτικά ποιήματα. Γενικά, η προσπάθεια σχετικά με τη μη απόδοση των πτωχοπροδρομικών στον Θεόδωρο Προδρόμο βασίστηκε στην ανομοιογένεια των ποιημάτων και προπαντός σε γλωσσικά επιχειρήματα. Τα επιχειρήματα αυτά όμως θεωρήθηκαν ανεπαρκή.10 Αντίθετα, προτάθηκε η υπόθεση ότι ο Πρόδρομος θα μπορούσε να έχει γράψει και τα πτωχοπροδρομικά, ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής, που επικρατούσε στην Αυλή των Κομνηνών.11 Τα χωρία σε λόγια γλώσσα μέσα στα ποιήματα ερμηνεύθηκαν ως στοιχείο που συνηγορεί στην απόδοση των κειμένων αυτών στον Θεόδωρο Πρόδρομο, παρ’ όλο που δεν παρουσιάζουν τις ίδιες συγγραφικές δυνατότητες. Είχε εκφραστεί επίσης και η άποψη ότι τα τέσσερα ποιήματα είναι έργο μεταγενέστερου ποιητή και μιμητή του Θεόδωρου Προδρόμου.12

Τελευταία στην έρευνα έχει ατονήσει η συζήτηση περί ταύτισης της πένας του Πτωχοπροδρόμου με επώνυμο και συγκεκριμένο γνωστό συγγραφέα. Η εξέταση του ζητήματος στρέφεται προς τη δημώδη λογοτεχνία και την καθ’ αυτή παράδοση που καθιερώθηκε με σειρά ανώνυμων έργων και συλλογών όπως: ο Σπανέας, Πουλολόγος13, Άσμα του Αρμούρη κλπ. Η προσέγγιση αυτή υποστηρίχθηκε από τον Eideneier, στο πλαίσιο έκδοσης, μελέτης και σχολιασμού των ποιημάτων.14 Το δε ενδιαφέρον της νεότερης έρευνας εστιάζεται στον αποδέκτη του έργου, και στο γεγονός ότι η ποίηση αυτή προφανώς απευθυνόταν για τους ανθρώπους της Αυλής, πιθανόν και για τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Έτσι τα πτωχοπροδρομικά αποτελούν μία ακόμα ένδειξη για τις τάσεις της κοσμικής ποίησης κατά τους χρόνους των Κομνηνών.

5. Χρονολόγηση

Η χρονολόγηση των ποιημάτων έχει στηριχτεί στην πραγματολογική εξέταση διαφόρων στοιχείων στο κείμενο και τη φιλολογική ανάλυση της γλώσσας. Ως παραλήπτης του τρίτου και του τέταρτου ποιήματος αναφέρεται ο Μανουήλ Α΄ Κομνηνός (1143-1180), από την άλλη γίνεται λόγος για νομίσματα κοινώς γνωστά ως μανοηλάτα, στάμενα, ταρτερά, τα οποία η νομισματική έρευνα τοποθετεί στο διάστημα 1163-1204. Συνεπώς η συγγραφή των ποιημάτων χρονολογείται στο β΄ μισό του 12ου ή τα τέλη του 12ου αιώνα, χρονολόγηση που δικαιολογεί και τη χρήση καθημερινών λέξεων τουρκικής προέλευσης, όπως τσαρούκια, δεδομένων των αυξημένων επαφών κατά την εποχή αυτή μεταξύ του τουρκικού και του ελληνικού στοιχείο στο βυζαντινό χώρο και ειδικότερα στην Κωνσταντινούπολη.15

6. Τα ποιήματα

6.1. Το πρώτο ποίημα (ο φτωχός σύζυγος): «…πρὸς τὸν βασιλέα Μαυροϊωάννην» [Ιωάννης Β΄]

Το πρώτο ποίημα σώζεται μόνο σε ένα χειρόγραφο (κωδ. Paris.gr. 396), που χρονολογείται στο τέλος του 13 ή στις αρχές του 14ου αι.16 Το ποίημαφέρει τον τίτλο «Τοῦ Προδρόμου κυροῦ Θεοδώρου πρὸς τὸν βασιλέα Μαυροϊωάννην» [From Prodromos, kyros-Theodoros, to the Emperor Mavroiannes ] και σύμφωνα με τον Beck είναι αφιερωμένο στον Ιωάννη Β΄ Κομνηνό (1118-43). Αποτελείται από 274 στίχους, «πολιτικούς» ['political'] κατά δήλωση του ποιητή, και εξιστορεί με έναν ιδιαίτερα γλαφυρό και διασκεδαστικό τρόπο τα δεινά που τραβάει ο ίδιος από τη «μάχιμο» και «τρισαλιτηρία» [παρὰ μαχίμου γυναικὸς καὶ τρισαληρίας – my sore tribulations caused by a warring wife] γυναίκα του λόγω της φτωχικής του κατάστασης. Ο ποιητής δηλώνει πόσο την φοβάται πλέον με τα λόγια: «Φοβοῦμαι γὰρ τὸ στόμαν της, φοβοῦμαι τὴν ὀργήν της,/ τὰς ἀπειλάς της δέδοικα καὶ τὴν ἀποστροφήν της.» Σκοπός του «κυροῦ Προδρόμου» είναι να ευχαριστήσει τον αυτοκράτορα για «τὰς …λαμπρὰς εὐεργεσίας» που έχει κάνει προς το άτομό του, και επιπλέον να διηγηθεί την οδυνηρή κατάσταση στην οποία έχει περιπέσει και να ζητήσει οικονομική ενίσχυση προκείμενου να γλιτώσει από τη γκρίνια της στρυφνής γυναίκας του και τους εξευτελισμούς στους οποίους τον έχει υποβάλει και να μη χαθεί πρόωρα ο «κάλλιστος εχέτης».

6.2. Το δεύτερο ποίημα (ο φτωχός πατέρας): «…εἰς τὸν Σεβαστοκράτορα»

Το δεύτερο ποίημα είναι το συντομότερο από τα τέσσερα. Ακολουθεί στον ίδιο κώδικα με την ένδειξη «Τοῦ αὐτοῦ εἰς τὸν Σεβαστοκράτορα» [From the same to the Sebastokrator]. Σε έναν άλλο κώδικα του 14ου αι., από το πατριαρχείο Ιεροσολύμων (Hieros. Sabait. 415), το ποίημα σώζεται με τίτλο «τοῦ αὐτοῦ ὅμοιοι», και ακολουθεί μετά το τέταρτο ποίημα για τη μοναστική ζωή που έχει τίτλο «Στίχοι τοῦ γραμματικοῦ κυροῦ Θεοδώρου τοῦ Πτωχοπροδρόμου». [grammatikos] Στο δεύτερο ποίημα «ὁ πένης, ὁ παντάπορος, ὁ περιστατημένος» συγγραφέας επιχειρεί μέσα σε 117 στίχους να ευφράνει τον «δεσπότη» του, τον σεβαστοκράτορα, με «πολιτικὰ μετριάσματα καὶ πολιτογραφίας» αποβλέπει στην ευεργεσία του, για να σωθεί από τη την έσχατη ένδεια στην οποία έχει βρεθεί. Ο ποιητής σημειώνει χαρακτηριστικά ότι το όνομά του, το «πτωχοπροδρομάτο», δεν πρέπει να πλανά τον δεσπότη. Παρότι λέγεται Πρόδρομος δεν τρέφεται με χόρτα και ακρίδες, αλλά του αρέσουν νόστιμα εδέσματα, όπως «λιπαρὸν προβατικὸν ἀπὸ τὸ μεσονέφριν». Αλλά ο ποιητής έχει να προσφέρει στους οικείους που λιμοκτονούν μόνο την φτώχια τους, με αποτέλεσμα εκείνοι τρώνε τα ρούχα τους και μετά βλέπουν αστέρια, πρασινόμρφους τροχούς «καὶ ὁμοιάζουν, τὸ χειρότερον, ὅτι εἶναι μεθυσμένοι, καὶ μαγειωμένοι καὶ σαλοὶ καὶ παραβροντισμένοι».

6.3. Το τρίτο ποίημα (ο λόγιος): «…πρὸς τὸν βασιλέα κὺρ Μανουὴλ τὸν Κομνηνόν» - η πενία ενός λογίου

Το τρίτο ποίημα είναι η περίφημη σάτιρα της πενίας ενός λογίου. Το κείμενο αποτελείται από 291 στίχους και έχει διασωθεί σε αρκετά χειρόγραφα του 14ου αι. (Paris.gr. Suppl. 1034, Paris.gr. 396, Monac.gr. 525), του 15ου (Paris.Coislin 382, Paris.gr. 1310, Constantionop. Serail 35) και του 16ου αι (Adrianop.1237 = Athen. Museum Benaki 44). Στο πρωιμότερο σωζόμενο κείμενο, Paris.gr.Suppl.1034 του1364, το ποίημα τιτλοφορείται: «ΣτίχοιΘεοδώρουτοῦΠτωχοπροδρόμουπρὸςτὸνβασιλέακὺρΜανουὴλτὸνΚομνηνόν», [Of Ptochoprodromos to the emperor lord Manuel Komnenos, the Purple-born] δηλ. πρόκειται για ποίημα αφιερωμένο στον Μανουήλ Α΄ Κομνηνό (1143-1180). Ο ποιητής-αφηγητής εμφανίζεται ως ένας φτωχός λόγιος, που θυμάται τα νιάτα του, όταν ο πατέρας του τον συμβούλευε να σπουδάσει για να προκόψει, «Ἀπὸ μικροῦ μὲ ἔλεγεν ὁ γέρων ὁ πατήρ μου,/ τέκνον μου, μάθε γράμματα, καὶ ὡσὰν ἐσέναν ἔχει». [Ever since I was a lad, my father used to tell me, / 'Learn letters, boy, and there'll be no-one like you.] Τώρα που συγκρίνει τη φτώχεια και την πείνα του με τη χορτάτη ζωή που κάνουν οι γείτονές του, οι χειρώνακτες τεχνίτες και άλλοι μεροκαματιάρηδες, αναθεματίζει τα γράμματα με τη δήλωση «ὑβρίζωτὰγραμματικά, λέγωμετὰδακρύων/ ἀνάθεμαντὰγράμματα, Χριστέ, καὶὁποὺτὰθέλει» [I spit on grammar and I say with tears,/ 'Christ, down with letters, and with whoever wants them!]. Η κατάσταση που περιγράφεται είναι οδυνηρή, όπου και να ψάξει ο ποιητής να βρει «ψωμὶν νὰ φάγει», και στις τέσσερις γωνίες του κελιού του, βρίσκει παντού «κείμενα πολλὰ πολλὰ χαρτία». Αναρωτιέται μάλιστα σε καθημερινή γλώσσα πόσα ποίημα πια πρέπει να γράψει «πόσους νὰ πλέξω στίχους,/ πόσα νὰ γράψω καὶ νὰ εἰπῶ, πόσα νὰ λαρυγγίσω» ['to weave verses', to spout forth'], για να βρει θεραπεία για την πείνα του. Προς το τέλος συμπεραίνει ότι βρίσκεται ήδη στις τρεις κολάσεις της ασιτίας, της κρύου και του σκοταδιού. Κλείνοντας, στις τελευταίες 18 στροφές ποιητής απευθύνει μία έκκληση βοηθείας προς τον βασιλέα, τον «κομνηνοβλάστητον ἀπὸ πορφύρας ῥόδον» σε μία λόγια αρχαΐζουσα γλώσσα.

6.4. Το τέταρτο ποίημα (ο ταλαίπωρος μοναχός): «…πρὸς Μανουὴλ Πορφυρογέννητον, τὸν Κομνηνόν» - σάτιρα ενός βυζαντινού μοναστηριού

Το τέταρτο ποίημα είναι μία σάτιρα της ζωής σε ένα βυζαντινό μοναστήρι. Το κείμενο απαντάται σε οκτώ χειρόγραφα, ακέραιο με παραλλαγές και σε αποσπάσματα, γεγονός που καταδεικνύει την ευρεία απήχησή του. Και αυτό το ποίημα αφιερώνεται στον Μανουήλ Α΄ Κομνηνό. Στον Paris.gr.Suppl.1034 του1364 ο τίτλος είναι: «Ἕτεροι στίχοι Ἱλαρίωνος μοναχοῦ τοῦ Πτωχοπροδρόμου πρὸς τὸν εὐσεβέστατον βασιλέα κύριον Μανουὴλ Πορφυρογέννητον, τὸν Κομνηνόν». Εδώ η αναφορά στο όνομα Ιλαρίων μάλλον είναι προϊόν παρεξήγησης στο συγκεκριμένο κώδικα, καθώς σε άλλα χειρόγραφα δεν μαρτυρείται, αντιθέτως γίνεται μνεία του Θεόδωρου Πρόδρομου ή απλώς του Πρόδρομου. Μέσα σε 665 δεκαπεντασύλλαβους στίχους ο αφηγητής, ένας νέος μοναχός, «αγράμματος» και «ρακένδυτος», εξιστορεί στον αυτοκράτορα πώς έχουν τα πράγματα μέσα στο μοναστήρι, τα δεινοπαθήματά του και την απληστία των ηγουμένων του, πατέρα και γιου, που κυβερνούν παράνομα και καταχρηστικά σε όλη την γύρω περιοχή («ἄρχουσι παρανόμως/ καὶ παρὰ τὴν διάταξιν»). Με σατιρικό τρόπο περιγράφονται πολλών ειδών τιμωρίες που επιβάλλονται στον ταλαίπωρο μοναχό άνευ ουσιαστικού λόγου. Τονίζονται οι διακρίσεις που επικρατούν μεταξύ ηγουμένων και μοναχών σε βιοτικό επίπεδο «ἐκεῖνοι τὰ λαβράκια καὶ τοὺς τρανοὺς κεφάλους, / ἡμεῖς δὲ τὸ βρομόκαπνον ἐκεῖνο τὸ ἁγιοζούμιν», αλλά και γενικότερα «ἐκεῖνοι τὰ νομίσματα συνάγουσιν ἀπλήστως,/ ἡμᾶς δὲ κατηχίζουσιν περὶ φιλαργυρίας». Με γλαφυρότητα σκιαγραφείται η πολυτέλεια και τα προνόμια που απολαμβάνουν «ἐκεῖνοι», ενώ τονίζεται ότι για «ἡμᾶς» είναι η ταλαιπωρία, η κακομεταχείριση και η πείνα. Καθώς δεν έχει σε ποιον να απευθυνθεί ο μοναχός, στρέφεται προς τον βασιλέα ζητώντας του μονάχα «ψωμὶν … ὀλίγον κομματίτσιν».

6.5. Άλλα ποιήματα

Παλαιότερα στον Πτωχοπρόδρομο αποδόθηκαν και κάποια άλλα μικρότερα ποιήματα. Συγκεκριμένα πρόκειται για 7 ποιήματα ερωτικού περιεχομένου από έναν κώδικα του 14ου αι. που η μεταγενέστερη έρευνα απέδειξε ότι δεν έχουν σχέση με τον συγγραφέα των πτωχοπροδρομικών.17 Προσωρινά με τον Πτωχοπρόδρομο είχαν συνδεθεί και 5 ποιήματα σε κώδικα της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας (αρ. ΧΙ 22), στα οποία ο ποιητής απευθύνεται στον Μανουήλ Α' Κομνηνό και του ζητά να φιλοξενηθεί στο «αδελφάτο» της μονής του Aγίου Γεωργίου των Μαγγάνων στην Κωνσταντινούπολη.18 Για τα τελευταία αποδείχθηκε αργότερα ότι ανήκουν σε μία ποιητική συλλογή με 12 ποιήματα, η συγγραφή της οποίας χρονολογείται επίσης στον 12ο αι. και ο συγγραφέας που επίσης κατονομάζεται Πρόδρομος πήρε τη συμβατική προσωνυμία «Μαγγάνειος».19

6.6. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ποιημάτων (στίχος, ύφος και γλώσσα)

Τα ποιήματα του Πτωχοπροδρόμου είναι γραμμένα με το λεγόμενο πολιτικό στίχο, δηλ. σε μέτρο ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, που στηρίζεται στο μετρικό τόνο. Από το 12ο αι. με το Πτωχοπρόδρομο γενικεύεται η έκφραση της σατιρικής ποίησης σε ρυθμοτονικά μέτρα (δεκαπεντασύλλαβο). Με πολιτικούς στίχους γράφονται και άλλα επαιτκά ή ικεταυτικά ποιήματα, στα οποία επώνυμοι και ανώνυμοι ποιητές-ευχέτες ζητούν χάρες από βασιλείς ή άλλους ισχυρούς της εποχής (Μιχαήλ Γλυκάς, Ιωάννης Τζέτζης).

Τα πτωχοπροδρομικά έχουν και ένα άλλο βασικό χαρακτηριστικό, το μεικτό τους γλωσσικό χαρακτήρα. Η λόγια γλώσσα χρησιμοποιείται στο προοίμιο, στον επίλογο και ενδιάμεσα όπου υπάρχει αποστροφή στον αποδέκτη και υποβάλλεται το αίτημα για ευεργεσία. Η δημώδης γλώσσα, που δεν επηρεάζεται από συγκεκριμένη διάλεκτο, αλλά λειτουργεί ως κοινή λογοτεχνική γλώσσα, χρησιμοποιείται στα σημεία, όπου περιγράφονται τα κακοπαθήματα του αφηγητή λόγω της πενίας του. Συνειδητά ο ποιητής συνδυάζει και παραλληλίζει το θέμα της υλικής πενίας με τη γλωσσική απλότητα της δημώδους γλώσσας. Από την άλλη το σατιρικό ύφος προβάλλει πιο έντονα με τους μελανούς τόνους και τις υπερβολές της περιγραφής, ενώ δεν λείπουν και λυρικά στοιχεία.20

7. Αποτίμηση

Τα πτωχοπροδρομικά αποτελούν τα πρώτα δείγματα της βυζαντινής δημώδους σάτιρας. Το λογοτεχνικό αυτό είδος, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Beck είναι τυπικό προϊόν της κοσμοπολίτικης κοινωνίας που αρχίζει να εκφράζει τον εαυτό της. Και επιπλέον, θα λέγαμε, να κρίνει και να επικρίνει. Πίσω από τη διάθεση να διακωμωδήσει τα κακώς κείμενα και να βελτιώσει τη βιοτική του κατάσταση ο ανώνυμος συγγραφέας προβαίνει και σε κριτικές. Στον δε αποδέκτη του απευθύνεται με εθιμοτυπική επισημότητα: «πρὸς τὸν εὐσεβέστατον βασιλέα κύριον Μανουὴλ Πορφυρογέννητον». Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τυχαίο το γεγονός ότι το τρίτο και ιδιαίτερα το τέταρτο ποίημα, όπου σάτιρα διατυπώνεται με καυστικότερο τρόπο, έχουν διασωθεί σχεδόν σε όλα τα χειρόγραφα. Το τόλμημα του Πτωχοπροδρόμου να καταγγείλει τα σχετικά με τον κλήρο παρατράγουδα απευθείας στον αυτοκράτορα με ένα έντεχνο, ποιητικό και θαρραλέο τρόπο, δεν μας πείθει ότι η πένα ήταν ενός ταπεινού καλογέρου. Μπορεί ο συγγραφέας πράγματι να μη ήταν «τῶν ἐνδόξων», αλλά φαίνεται ότι ανετράφει σε περιβάλλον που του έδωσε τη δυνατότητα σε καλή μόρφωση, ενώ διατήρησε επαφές με τους λόγιους της Κωνσταντινούπολης, και είχε την άνεση να ασκεί κριτική στον κλήρο. 21

Τα ποιήματα αυτά πρέπει να αξιολογηθούν επίσης και ως πολύ σημαντικό υλικό στην έρευνα του καθημερινού βίου των βυζαντινών – διατροφή, συνήθειες, ενδυμασία κλπ. Αξιομνημόνευτη παραμένει η μελέτη του Φ. Κουκουλέ για τον Μοναστικό Βίο (1955), όπου ο Πρόδρομος ή Πτωχοπρόδρομος αποτελεί κύρια πηγή.22 Πρόσφατα, η Μ. Αλεξίου μελέτησε τα στοιχεία που αναφέρονται στα παιχνίδια στα τρία πρώτα ποιήματα.23

Τέλος, τα πτωχοπροδρομικά πρέπει να εξετάζονται και ως σταθμός στην εξέλιξης της κοσμικής λογοτεχνίας. Η μικρή αυτή ομάδα παρουσιάζει αφενός μία δημιουργική αξιοποίηση της παράδοσης της σάτιρας κα του ρητορικού είδους της ηθοποιίας, αφετέρου έδωσε τη βάση στην ανάπτυξη της αλληγορικής σάτιρας κατά τον 13ο αιώνα και αργότερα, όπου με διηγήσεις για ζώα επιχειρείται κοινωνική και πολιτική σάτιρα (Διήγησις Παιδιόφραστος των Τετραπόδων Ζώων24, Συναξάριον του Τιμημένου Γαδάρου κ.ά.). 25




1. Η πιο πρόσφατη δημοσίευση των πτωχοπροδρομικών περιλαμβάνει μετάφραση στα γερμανικά με κριτικό υπομνηματισμό και εκτενή σχολιασμό σχετικά με το «πτωχοπροδρομικό» ζήτημα (Prodromische Frage), βλ. Eideneier, Η. Ptochoprodromos : Einführung, kritische Ausgabe, deutsche Übersetzung, Glossar (Köln: Romiosini, 1991), σελ. 23-41.

2. Για το λογοτεχνικό προσωπείο (Die Literarsche Person) βλ. Eideneier, Hans, Ptochoprodromos : Einführung, kritische Ausgabe, deutsche Übersetzung, Glossar (Köln: Romiosini 1991), σελ. 33-34.

3. Poèmes prodromiques en grec vulgaire, επιμ. D.-C. Hesseling, H. Pernot (Amsterdam: Müller 1910).

4. Garzya, A. Teodoro Prodromo. Tre carmi satirici, traduction et texte (Neapel, 1972).

5. Egea, José M., "El griego de los Poemas Prodrómicos", Veleia N.S. 1 (1984), σελ. 177-191.

6. Alexiou M., "The Poverty of Ecriture and the Craft of Writing: Towards a Reappraisal of the Prodromic Poems", Byzantine and Modern Greek Studies 10 (1986), σελ. 1-40, μεταφρασμένα αποσπάσματα των ποιημάτων στο Appendix II The Four Poems, σελ. 36-40.

7. Eideneier, Η. Ptochoprodromos : Einführung, kritische Ausgabe, deutsche Übersetzung, Glossar (Köln: Romiosini, 1991).

8. Επισκόπηση των διαφορετικών απόψεων σχετικά με την ταύτιση του συγγραφέα βλ. στο Alexiou M., "The Poverty of Ecriture and the Craft of Writing: Towards a Reappraisal of the Prodromic Poems," BMGS 10 (1986) 1-40, ειδ. Appendix I: On the Question of Autorship, σελ. 32-35.

9. Hatzidakis, G.N. "Kritische Bemerkungen zu einigen mittelgriechischen Autoren", Byzantinisches Zeitschrift 1 (1892), σελ. 98-106

10. Για τα επιχειρήματα, στα οποία στηρίζεται η ταύτιση του Πτωχοπροδρόμου με τον Θεόδωρο Πρόδρομο βλ. "Πρόδρομος Θεόδωρος", στο Buchwald W., Hohlweg A., Prinz O. (μτφρ. Φούρλας, Α.), Tusculum. Λεξικόν Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα (Αθήνα 1993), σελ. 421-22. Επίσης, για τις παλαιότερες απόψεις βλ. Κρουμπάχερ Κ., Ιστορία της Βυζαντινής λογοτεχνίας, γενική εισαγωγή Νικ. Β. Τωμαδάκη, μετάφρ. Γ. Σωτηριάδου (Αθήνα 1964): "Θεόδωρος Πρόδρομος", σελ. 757-768. Την υποθετική απόδοση των πτωχοπδρομικών στον Θεόδωρο Πρόδρομο ακολουθεί και ο Καραγιαννόπουλος βλ. Καραγιαννόπουλος Ι., Πηγαί της Βυζαντινής Ιστορίας (Θεσσαλονίκη 51987), σελ. 327-8.

11. Kazhdan A., “Ptochoprodromos”, The Oxford Dictionary of Byzantium (London-New York, 1991), σελ. 1756.

12. Νεότερη αξιολόγηση για την χρονολόγηση και τη ταύτιση του συγγραφέα βλ. Alexiou M. "Ploys of Performance: Games and Play in the Ptochoprodromic Poems", Dumbarton Oaks Papers 53 (1999), pp. 91-109.

13. Πουλολόγος, Ι. Τσαβαρή (έκδ.), Ο Πουλολόγος, Αθήνα 1987

14. Eideneier, Η. Ptochoprodromos : Einführung, kritische Ausgabe, deutsche Übersetzung, Glossar (Köln: Romiosini, 1991), σελ. 31.

15. Eideneier, Η. Ptochoprodromos : Einführung, kritische Ausgabe, deutsche Übersetzung, Glossar (Köln: Romiosini, 1991), σελ. 38-39.

16. Η παρουσίαση των ποιημάτων σε γενικές γραμμές ακολουθεί την τελευταία δημοσίευση του Eideneier, Η και την κλασική περιγραφή και ανάλυση του Beck H.-G., Ιστορία της βυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας (Αθήνα: ΜΙΕΤ 1988), σελ. 171-177.

17. "Πρόδρομος Θεόδωρος", στο Buchwald W., Hohlweg A., Prinz O. (μτφρ. Φούρλας, Α.), Tusculum. Λεξικόν Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα (Αθήνα 1993), σελ. 423.

18. Για τα «Μαγγάνεια ποιήματα» (Manganean poems) και τη σχέση τους με τον Θεόδωρο Πρόδρομοα και τα πτωχοπδρομικά βλ. Kyriakis M.]., "Poor Poets and Starving Literati in Twelfth Century Byzantium", Byzantion 44 (1974), σελ. 290-309.

19. Kazhdan A., “Prodromos Mangneios”, The Oxford Dictionary of Byzantium (London-New York, 1991), σελ. 1726.

20. Για τα πτωχοπρδρομικά ως πρώτα φανερώματα της δημώδους βυζαντινής λογοτεχνίες βλ. http://www2.fhw.gr/projects/cooperations/byzantine_literature/gr/700/704ap1.html

21. Alexiou M., "The Poverty of Ecriture and the Craft of Writing: Towards a Reappraisal of the Prodromic Poems", Byzantine and Modern Greek Studies 10 (1986).

22. Κουκουλές, Φ., "Ο μοναχικός βίος" στο: Βυζαντινών βίος και πολιτισμός [= Vie et civilisation byzantines], (Αθήνα: Εκδόσεις του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών 1955), σελ. 71-109.

23. Alexiou M. "Ploys of Performance: Games and Play in the Ptochoprodromic Poems", Dumbarton Oaks Papers 53 (1999), σελ. 91-109.

24. Διήγησις Παιδιόφραστος των Τετραπόδων Ζώων, έκδ. W. Wagner, Carmina Graeca Medii Aevi (Λειψία 1874).

25. Διήγησις Παιδιόφραστος των Τετραπόδων Ζώων, W. Wagner (έκδ.), Carmina Graeca Medii Aevi (Λειψία 1874). Για τη σχέση των πτωχοπδρομικών με τα αλληγορικά και τα σατιρικά έργα της εποχής βλ. http://www2.fhw.gr/projects/cooperations/byzantine_literature/gr/700/706b.html