1. Βιογραφικά στοιχεία
Ο Γεώργιος Ακροπολίτης γεννήθηκε το 1217 στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, που συνδεόταν συγγενικά με τον Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη, αυτοκράτορα της Νίκαιας. Συνδέθηκε μέσω επιγαμίας με τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο1 και απέκτησε δύο γιους, τον Κωνσταντίνο Ακροπολίτη, κρατικό αξιωματούχο και λόγιο, και τον Μελχισεδέκ, μοναχό, άνδρα εγνωσμένης μόρφωσης.
Ο Ακροπολίτης παρακολούθησε τα βασικά στάδια της εκπαίδευσης στην Κωνσταντινούπολη (ιερά γράμματα και εγκύκλιο παιδεία). Το 1233, σε ηλικία δεκαέξι ετών, ο πατέρας του τον έστειλε στη Νίκαια, για να μορφωθεί και να ενταχθεί στην αυτοκρατορική αυλή. Ο Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης ανέλαβε υπό την προστασία του τον νεαρό Ακροπολίτη και ενδιαφέρθηκε προσωπικά για τις ανώτερες σπουδές του. Το 1234, με μια ομάδα νεαρών αριστοκρατών, τον έστειλε στη σχολή του Θεόδωρου Εξαπτέρυγου, όπου διδάχθηκε ρητορική. Μετά το θάνατο του Εξαπτέρυγου, περί το 1235, ο Ακροπολίτης συνέχισε τις σπουδές του με τον Νικηφόρο Βλεμμύδη. Από τον Βλεμμύδη διδάχθηκε φυσικές επιστήμες, στις οποίες επέδειξε ιδιαίτερη έφεση.2 Παρόλο που ολοκλήρωσε αυτό τον κύκλο σπουδών περί το 1239, συνέχισε ανεξάρτητα τις φιλοσοφικές του σπουδές, μελετώντας Πλάτωνα, Πρόκλο, Ιάμβλιχο και Πλωτίνο.
Μετά το πέρας των σπουδών του με τον Βλεμμύδη, ο Γεώργιος Ακροπολίτης εντάχθηκε ως αξιωματούχος στην αυτοκρατορική αυλή. Το 1246 ανέλαβε τη διδασκαλία του διαδόχου Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως, με τον οποίο συνδεόταν ήδη φιλικά. Το πρόγραμμα σπουδών ήταν μακροχρόνιο, κράτησε σχεδόν πέντε χρόνια, διακοπτόμενο κατά διαστήματα λόγω των υποχρεώσεων του Ακροπολίτη ως αξιωματούχου, και το παρακολουθούσαν και άλλοι μαθητές εκτός από τον Θεόδωρο, πιθανόν οι γραμματείς του ή ένας μικρός κύκλος νέων λογίων που είχε σχηματισθεί στη Νίκαια. Ο Θεόδωρος διέθετε ήδη μια αξιόλογη βιβλιοθήκη που την έθεσε στη διάθεση του τμήματος. Αλλά και ο ίδιος ο Ακροπολίτης είχε την ευκαιρία να δει διάφορα χειρόγραφα στις ανακατακτημένες περιοχές, ώστε να διευρύνει τις φιλοσοφικές αναζητήσεις και γνώσεις του και να προσπαθήσει να τις μεταδώσει στους μαθητές του. Ιδιαίτερη βαρύτητα έδινε στη διδασκαλία της ρητορικής και των μαθηματικών. Όπως φαίνεται από το εγκώμιο που του αφιέρωσε ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις το 1252, ο Ακροπολίτης προκαλούσε τον ενθουσιασμό των μαθητών του για τη διδακτική του μέθοδο, τη μεγάλη κατάρτισή του, τη ρητορική του δεινότητα και την αναμφισβήτητη υπεροχή του έναντι των συγχρόνων του.3
Μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης (1261) ο Γεώργιος Ακροπολίτης εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα. Η φήμη του ως δασκάλου ήταν ήδη μεγάλη. Έτσι, όταν ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος αποφάσισε την επαναλειτουργία αυτοκρατορικής σχολής ανώτερης εκπαίδευσης, ο Ακροπολίτης ανέλαβε επικεφαλής. Στη σχολή αυτή δίδασκε ρητορική χρησιμοποιώντας τα Προγυμνάσματα του Αφθόνιου και την Τέχνην ρητορικήν, ην μετά χείρας έχουσι άπαντες του Ερμογένους, αριθμητική με βάση τα έργα του Νικόμαχου του Γερασηνού και γεωμετρία με βάση τα έργα του Ευκλείδη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ακροπολίτης θεωρούσε απαραίτητη τη γνώση της αριθμητικής και της γεωμετρίας για να περάσουν οι μαθητές του στο ανώτερο στάδιο, τη σπουδή της αριστοτελικής φιλοσοφίας. Φαίνεται ότι ο Ακροπολίτης ήταν πολύ επιτυχημένος δάσκαλος4 και συνιστά έναν από τους θεμελιωτές της πρώιμης παλαιολόγειας αναγέννησης των γραμμάτων και των τεχνών.5 Μεταξύ των μαθητών του στο ίδρυμα αυτό συγκαταλέγονται ο Γεώργιος Κύπριος6 (μετέπειτα πατριάρχης Γρηγόριος Β΄) και ο Ιωάννης Πεδιάσιμος. Στον πνευματικό του κύκλο ανήκαν και ορισμένοι από τους επικεφαλής των ενωτικών, όπως ο Κωνσταντίνος Μελιτηνιώτης και ο Γεώργιος Μετοχίτης.
Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς ο Ακροπολίτης σταμάτησε να διδάσκει στη σχολή. Είναι πιθανόν αυτό να συνέβη το 1274, όταν πήγε στη Λυών για να συμμετάσχει στην ενωτική σύνοδο ως εκπρόσωπος του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄.
Ο Γεώργιος Ακροπολίτης συμμετείχε στα σημαντικότερα γεγονότα της εποχής του και πήρε ενεργό ρόλο στις σημαντικές διαμάχες που απασχόλησαν τόσο την Αυτοκρατορία της Νίκαιας όσο και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μετά την ανακατάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Η πολιτική του στάση χαρακτηρίζεται συνήθως από εκτίμηση των γεγονότων και των αναγκών που κάθε φορά προέκυπταν και έπρεπε να αντιμετωπιστούν άμεσα.
Ως αξιωματούχος της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, αρχικά με τα καθήκοντα του γραμματικού, ο Ακροπολίτης ακολούθησε τον αυτοκράτορα Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη στις ευρωπαϊκές εκστρατείες του και συνέτασσε τις επιστολές με τις οποίες ανακοινώνονταν οι επιτυχίες του. Στη συνέχεια ανέλαβε καθήκοντα μεγάλου λογαριαστού και το 1246 διορίστηκε λογοθέτης του γενικού.
Το 1255, επί Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως, ο Γεώργιος Ακροπολίτης ανέλαβε μέγας λογοθέτης, αξίωμα που διατήρησε μέχρι και το θάνατό του. Το 1256, με εξουσιοδότηση του αυτοκράτορα, συνέταξε το κείμενο της βυζαντινοβουλγαρικής συνθήκης, μετά την ήττα των Βουλγάρων στο Ροπέλιο (Ρούπελ). Παρά ένα επεισόδιο αντιδικίας με τον Θεόδωρο Β΄ εξαιτίας αυτού του κειμένου,7 στη συνέχεια ο Ακροπολίτης διορίστηκε πραίτωρ των στρατευμάτων της Νίκαιας στη Μακεδονία. Ως στρατηγός πήρε μέρος στη μάχη της Πριλάπου (1257), όπου όμως αιχμαλωτίστηκε από τον δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ Άγγελο. Για δύο χρόνια έμεινε φυλακισμένος, μέχρι που απελευθερώθηκε από τον στρατό του Παλαιολόγου, που επιβλήθηκε επί των στρατευμάτων της Ηπείρου στην Καστοριά.
Ο Ακροπολίτης επέστρεψε στη Νίκαια το 1260 και εντάχθηκε στην αυλή του νέου αυτοκράτορα, του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου,8 διατηρώντας το αξίωμα του μεγάλου λογοθέτη. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους επισκέφθηκε ως αυτοκρατορικός αντιπρόσωπος τον τσάρο των Βουλγάρων Κωνσταντίνο Τιχ, για να τον πείσει να διατηρήσει ουδέτερη στάση στη βυζαντινολατινική διαμάχη, στόχο τον οποίο επέτυχε.
Το 1261 ο Ακροπολίτης ανέλαβε να γράψει τους ύμνους προς τον Θεό και τις ευχές υπέρ της βασιλείας που απήγγειλε από τον πύργο της Χρυσής Πύλης ο μητροπολίτης Κυζίκου Γεώργιος Κλειδάς, κατά τη θριαμβευτική είσοδο του Μιχαήλ Η΄ στην Κωνσταντινούπολη.
Ενεργός ήταν ο ρόλος που διαδραμάτισε ο Ακροπολίτης και στο ζήτημα της έριδας των αρσενιατών. Το 1268, στο πλαίσιο των καθηκόντων τα οποία απέρρεαν από το αξίωμα του μεγάλου λογοθέτη που κατείχε, ανέλαβε την αντιμετώπιση των αρσενιατών, έπειτα από έκκληση του πατριάρχη Ιωσήφ (1266-1275). Ο Ακροπολίτης πραγμάτωσε την κρατική πολιτική, η οποία πρέσβευε την καταστολή του κινήματος και με βία. Έτσι αναφέρεται ότι επέτρεψε ξυλοδαρμούς και διαπομπεύσεις, ενώ οι διακεκριμένοι οπαδοί του πρώην πατριάρχη Αρσενίου καταδικάζονταν σε εξορία ή και θάνατο.9
Μία από τις σημαντικές στιγμές στην πολιτική σταδιοδρομία του Γεωργίου Ακροπολίτη ήταν η συμμετοχή του ως εκπροσώπου του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ στη Β΄ Σύνοδο της Λυών για την ένωση των εκκλησιών. Αν και όταν ήταν φυλακισμένος στην Ήπειρο ο Ακροπολίτης είχε καταφερθεί σε δύο πραγματείες του εναντίον των Λατίνων, στην παρούσα στιγμή έκρινε ότι η προσπάθεια για την ένωση των εκκλησιών ήταν επιβεβλημένη για πολιτικούς λόγους, δηλαδή για να εξασφαλίσει το Βυζάντιο τη βοήθεια των Δυτικών εναντίον των εχθρών του στην Ανατολή. Έτσι ο Ακροπολίτης τέθηκε επικεφαλής της βυζαντινής αντιπροσωπείας10 που αναχώρησε για τη Λυών τον Μάρτιο του 1274. Στη σύνοδο αυτή ο Ακροπολίτης αποδέχθηκε εκ μέρους του Βυζαντινού αυτοκράτορα τις αποφάσεις για την αποδοχή των πρωτείων του πάπα μεταξύ των πέντε πατριαρχείων και του filioque. Μετά το πέρας της συνόδου, οι Βυζαντινοί απεσταλμένοι πέρασαν το καλοκαίρι στην Ιταλία με τον πάπα και επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη το φθινόπωρο του ίδιου έτους.
Η τελευταία αποστολή που ανέλαβε ο Ακροπολίτης ήταν ως αυτοκρατορικός απεσταλμένος στον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Ιωάννη Β΄ Μέγα Κομνηνό. Σκοπός της αποστολής αυτής ήταν η διαπραγμάτευση επιγαμίας μεταξύ του Ιωάννη και της κόρης του Μιχαήλ Ευδοκίας. Μετά την επιστροφή του από την Τραπεζούντα, πέθανε στην Κωνσταντινούπολη το ίδιο έτος (1282), λίγους μήνες πριν από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄.
Δεν έχει διασωθεί πλήρως το έργο του Γεωργίου Ακροπολίτη, γιατί το 1283, μετά το θάνατό του, μεγάλο μέρος των γραπτών του ρίχτηκε στην πυρά από τους ανθενωτικούς, που τον θεωρούσαν έναν από τους κυριότερους αντιπάλους τους.
Η Χρονική συγγραφή είναι το κυριότερο έργο του Γεωργίου Ακροπολίτη. Σώζεται και σε μια μικρότερη παραλλαγή, με τίτλο Ποίημα Χρονικόν.
Η Χρονική συγγραφή αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή μας για την περίοδο από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους (1204) μέχρι και την επανακατάκτησή της από τους Βυζαντινούς το 1261. Ουσιαστικά συνιστά το χρονικό της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας και αποτελεί συνέχεια του ιστορικού έργου του Νικήτα Ακομινάτου. Ο Ακροπολίτης έχει απόλυτη εποπτεία των γεγονότων που περιγράφει, αφού στα περισσότερα από αυτά διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο ως κρατικός αξιωματούχος, για τα υπόλοιπα είχε τη δυνατότητα να ανατρέξει και σε επίσημες πηγές. Ως βασική του αρχή, όπως λέει ο ίδιος στο προοίμιο του έργου του, θέτει τη ρήση του Τάκιτου «sine ira et studio» και εξηγεί ότι γράφει μόνο «ιστορίας χάριν και του μη λήθης βυθώ».11 Η αφήγησή του είναι σύντομη, σαφής και νηφάλια και στηρίζεται σε γεγονότα, αν και μερικές φορές, ειδικά όσον αφορά γεγονότα στα οποία πρωταγωνίστησε, γίνεται μεροληπτική.
Ιδιαίτερο βάρος δίνει ο Ακροπολίτης στην παρουσίαση των συσχετισμών των δυνάμεων και των σημαντικών ιστορικών προσώπων, τα οποία δεν παρουσιάζονται καθόλου τυποποιημένα. Αντίθετα, προσπαθεί να κρατήσει αποστάσεις και να παρουσιάσει πρόσωπα και γεγονότα στις ρεαλιστικές τους διαστάσεις, μη διστάζοντας να χρησιμοποιήσει και χιουμοριστικές περιγραφές.
Η γλώσσα της Χρονικής συγγραφής είναι απλή, χωρίς πολλά ρητορικά σχήματα και ιδιαίτερα περιεκτική. Οι προτάσεις είναι σύντομες και το λεξιλόγιο πλούσιο, αφού περιλαμβάνει από ομηρικές λέξεις μέχρι και εκφράσεις της καθομιλουμένης.
Το ιστορικό έργο του Ακροπολίτη αποτέλεσε πηγή για το χρονικό του Εφραίμ και τη χρονογραφία του Θεόδωρου Σκουταριώτη.
Από το ποιητικό έργο του Ακροπολίτη σώζονται ο πρόλογός του στην έκδοση των επιστολών του μαθητή του Θεόδωρου Β΄ Λασκάρεως, σε εξήντα τρεις τριμέτρους, καθώς και ο επιτάφιος λόγος που αφιέρωσε στην αυτοκράτειρα Ειρήνη.
Σημαντικός θεωρείται δε και ο επιτάφιος λόγος που εκφώνησε για τον Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη.
Ανάμεσα στα έργα που διασώθηκαν περιλαμβάνονται και ορισμένες θεολογικές πραγματείες κατά των Λατίνων, που τις έγραψε στο διάστημα της φυλάκισής του στην Ήπειρο, και περί της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος.
Δυστυχώς δεν διασώζεται, όπως προαναφέρθηκε, τίποτε από το φιλοσοφικό και επιστημονικό του έργο, το οποίο μετά το θάνατό του ρίχθηκε στην πυρά από τους πολιτικούς του αντιπάλους, που αντιτίθεντο στην ένωση των εκκλησιών.