Διόδωρος της Ταρσού

1. Βιογραφικά

Ο Διόδωρος υπήρξε μια από τις μαχητικές μορφές του πρώιμου χριστιανισμού, με πλούσιο συγγραφικό έργο ειδικά σε θέματα που αφορούσαν τη βιβλική εξήγηση και τις χριστολογικές έριδες της εποχής του. Η ακριβής ημερομηνία της γέννησής του μας είναι άγνωστη, υποθέτουμε όμως ότι γεννήθηκε προς το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 4ου αιώνα ή στις αρχές της δεύτερης. Πέθανε γύρω στο 392. Καταγόταν από επιφανή οικογένεια, μάλλον της Αντιόχειας. Σε νεαρή ηλικία υπήρξε μαθητής και προστατευόμενος του Σιλβανού, ο οποίος διατέλεσε επίσκοπος Ταρσού. Αργότερα σπούδασε στην Αθήνα, που εξακολουθούσε να αποτελεί πνευματικό πόλο έλξης.1

2. Δράση

Όταν επέστρεψε στην Αντιόχεια τέθηκε επικεφαλής ενός μοναστηριού στα περίχωρα της πόλης (σύμφωνα με ορισμένες πηγές το ίδρυσε ο ίδιος), όπου και μαθήτευσαν λίγο αργότερα ο Ιωάννης Χρυσόστομος και ο Θεόδωρος, μετέπειτα επίσκοπος Μοψουεστίας. Την περίοδο αυτή του μοναστικού του βίου έγραψε αρκετά έργα κατά των εθνικών και προκάλεσε την οργή του αυτοκράτορα Ιουλιανού εξαιτίας της σκληρής του στάσης απέναντι στις προσπάθειες του τελευταίου να επαναφέρει τις εθνικές θρησκείες στο προσκήνιο. Από δογματικής πλευράς παρέμεινε στο πλευρό των ορθοδόξων και, όταν η αρειανική παράταξη ανέβασε στον πατριαρχικό θρόνο της Αντιόχειας το φίλο του Μελέτιο, ο Διόδωρος χρίστηκε πρεσβύτερος μαζί με το Φλαβιανό, που αργότερα διαδέχτηκε το Μελέτιο ως επίσκοπος Αντιοχείας.

Κατά την περίοδο της βασιλείας του Ουάλεντος,οι ορθόδοξοι υπέστησαν διωγμό (364-368). Ο Διόδωρος μαζί με το Φλαβιανό έκαναν τότε υπαίθριες λειτουργίες στις όχθες του ποταμού Ορόντη. Το 372 ο Μέγας Βασίλειος, επίσκοπος Καισαρείας, που γνώρισε το Διόδωρο μέσω του Μελετίου, τον έχρισε επίσκοπο Ταρσού και μητροπολίτη Κιλικίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι η εκκλησία της Κιλικίας, αν και γεωγραφικά βρισκόταν πιο κοντά σε άλλα κέντρα, όπως η Καππαδοκία και η Λυκία, από πλευράς εκκλησιαστικής διοίκησης υπαγόταν στην εκκλησία της Αντιόχειας. Ο Διόδωρος παρευρέθηκε στις συνόδους της Αντιόχειας (379) και της Κωνσταντινούπολης (381) ως υποστηρικτής πάντοτε του δόγματος της Νικαίας. Λόγω του κύρους του, πρέπει να μεσολάβησε για την αναγόρευση του Φλαβιανού σε επίσκοπο Αντιοχείας. Στην τελευταία δεκαετία της ζωής του, όμως, οι εξελίξεις στο δογματικό-θεολογικό τομέα έριξαν κάποια σκιά στη φήμη αυτού που λίγα χρόνια νωρίτερα είχε χαρακτηριστεί από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο (379-395) πρότυπο ορθοδοξίας. Συγκεκριμένα κατηγορήθηκε ως πρόδρομος του νεστοριανισμού ως ένας από τους ηγέτες της θεολογικής σχολής της Αντιόχειας, που εκπροσωπήθηκε από το Θεόδωρο Μοψουεστίας και τον ίδιο το Νεστόριο. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο Θεοδώρητος Κύρρου προσπάθησαν στα έργα τους να αποκρούσουν τις κατηγορίες αυτές, αλλά ο Κύριλλος Αλεξανδρείας τον κατηγόρησε ως αιρετικό.2

3. Έργο

Σημαντική ήταν η συμβολή του Διοδώρου τόσο στην εκκλησιαστική λειτουργία, όσο και στη θεολογία. Δική του έμπνευση ήταν να ψάλλονται οι ψαλμοί σε δύο ημιχόρια, αρχικά μέσα στα μαρτύρια και στη συνέχεια στον κυρίως ναό. Αυτή η πρακτική καθιερώθηκε στο μοναστήρι του στην Αντιόχεια και αργότερα υιοθετήθηκε από το σύνολο των εκκλησιών. Και τη θεολογική του σκέψη όμως απασχόλησαν οι Ψαλμοί και έγραψε γι’ αυτούς εκτενή εξήγηση. Η βασική θέση που εκφράζει μέσα από τα εξηγητικά του έργα είναι ότι απέρριπτε την αλληγορική ερμηνεία των Ψαλμών και των άλλων βιβλικών κειμένων. Η θέση αυτή αποτέλεσε θεμελιώδη αρχή της θεολογικής σχολής της Αντιόχειας. Εκτός από τους Ψαλμούς, σχόλια έγραψε και σε επιστολές του Παύλου. Σύγχρονοί του όπως ο Χρυσόστομος και ο Θεοδώρητος επαίνεσαν το συγγραφικό του ταλέντο, αλλά από το αποσπασματικά σωζόμενο έργο του έχουμε σήμερα την εντύπωση ότι επρόκειτο μάλλον για κείμενα μονότονα.3

Παρά την εμπλοκή του –εκούσια ή ακούσια– στις χριστολογικές έριδες του τέλους του 4ου αιώνα ο Διόδωρος μνημονεύεται στην εκκλησιαστική ιστορία ως κληρικός με ακλόνητη πίστη στην ορθοδοξία και παραδειγματικό τρόπο ζωής.



1. Για τα νεανικά χρόνια του Διοδώρου μάς πληροφορεί ο Μέγας Βασίλειος και η επιστολή 55 του Ιουλιανού, στο Wright, W.C. (ed.), Julian: Works ΙΙΙ (London 1922).

2. Για την εκκλησιαστική καριέρα και τις δογματικές εμπλοκές του Διoδώρου βλ. Σωκράτης Σχολαστικός, Εκκλησιαστική Ιστορία, 5.8, 6.3· Σωζομενός, Εκκλησιαστική Ιστορία 5.7-11, 8.2· Θεοδώρητος Κύρρου, Εκκλησιαστική Ιστορία 2.19, 2.23, 4.22, 4.24, 5.23. Για μια συνολική άποψη της ζωής του με έμφαση στο μοναστικό χαρακτήρα της βλ. St. Jerome, De viris illustribus, στο Richardson, E.C. (επιμ.) TU 14.1 a (Leipzig 1892), σελ. 119, 129. Τέλος για τη σχέση του με το Χρυσόστομο βλ. το λόγο του τελευταίου Πανηγυρικός Διοδώρου, στο Migne, J.-P. (επιμ.), Patrologia Graeca 74.

3. Το σύνολο των έργων του δημοσιεύεται στην Patrologia Graeca 33.1561-1628. Για τα εξηγητικά του έργα στους Ψαλμούς βλ. Mariès, L., Etudes préliminaires a l'édition de Diodore de Tarse sur les Psaumes (Paris 1933)· Olivier, J.-M., Diodori Tarsensis Commentarii in Psalmos (Leuven 1980) και Deconick, J., Essai sur la chaine de l'Octateuque avec une édition des Commentaires de Diodore de Tarse (Paris 1912). Για τα εξηγητικά του έργα στις επιστολές του Παύλου βλ. Staab, K., Pauluskommentare aus der griechischen Kirche (Münster 1933), σελ. 83-112. Τέλος για άλλα έργα του, κυρίως αντιπαγανιστικά, βλ. Schaublin, C., “Zu Diodoros von Tarsos Schrift gegen die Astrologie (Phot. Bibl. Cod. 223)”, Rheinische Museum für Philologie 123 (1980), σελ. 51-67. Γενικότερα για τη θεολογική του στάση βλ. Abramowski, R., “Der theologische Nachlass des Diodor von Tarsus”, ZNTW 42 (1949), σελ. 19-69· Abramowski, L., “Streit um Diodor zwischen den beiden ephesinischen Konzilien”, ZKG (1955), σελ. 252-287.