Ρωμανός Δ΄ Διογένης

1. Καταγωγή και σταδιοδρομία

Ο Ρωμανός Διογένης γεννήθηκε περί το 1025, πιθανώς στην Καππαδοκία, από όπου καταγόταν η οικογένειά του και στην οποία διέθετε κτηματική περιουσία. Ήταν γιος του Κωνσταντίνου Διογένη, διαπρεπούς στρατιωτικού αξιωματούχου επί βασιλείας Βασιλείου Β΄ (976-1025), και μιας εκ των ανιψιών του μετέπειτα αυτοκράτορα Ρωμανού Αργυρού (1028-1034).1 Ο πατέρας του είχε συλληφθεί να συνωμοτεί εναντίον του Ρωμανού Γ΄ Αργυρού και οδηγήθηκε στην αυτοκτονία. Για τη μητέρα του οι Βυζαντινοί συγγραφείς δεν αναφέρουν πολλές πληροφορίες. Από τον πρώτο του γάμο με την Άννα, κόρη του βουλγαρικής καταγωγής στρατηγού Αλουσιάνου, ο Ρωμανός απέκτησε ένα γιο ονόματι Κωνσταντίνο, ενώ από το δεύτερο γάμο του δύο γιους, το Νικηφόρο και το Λέοντα. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ήταν συγγενής του μετέπειτα αυτοκράτορα Νικηφόρου Βοτανειάτη.

Ο Ρωμανός σταδιοδρόμησε στο στράτευμα και επί βασιλείας Κωνσταντίνου Ι΄ Δούκα (1059-1067) διακρίθηκε σε διάφορες μάχες εναντίον των Ούγγρων και Πετσενέγων που έκαναν επιδρομές στις παραδουνάβιες επαρχίες του κράτους. Οι επιτυχίες του στο πεδίο της μάχης και η γενναιότητα που επιδείκνυε σε κάθε εχθρική επιδρομή είχαν αποτέλεσμα να οριστεί γενικός διοικητής των στρατευμάτων στο βόρειο σύνορο (με το βαθμό του δούκα ή κατεπάνω), με έδρα τη Σαρδική, γεγονός που τον ανέδειξε στους στρατιωτικούς κύκλους της Βασιλεύουσας. Παράλληλα, τιμήθηκε από τον αυτοκράτορα με τον τίτλο του βεστάρχη.2

Το 1067, μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου Ι΄, ο Ρωμανός επιχείρησε να προσεταιριστεί τους Ούγγρους, με στόχο την κατάληψη της εξουσίας. Όμως η συνωμοσία αποκαλύφθηκε και ο ίδιος συνελήφθη και οδηγήθηκε σιδεροδέσμιος στη Βασιλεύουσα, προκειμένου να δικαστεί με την κατηγορία της στάσης.3 Στο αυτοκρατορικό δικαστήριο προήδρευε η χήρα του Κωνσταντίνου Ι΄, η αυγούστα Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα, επίτροπος των ανήλικων διαδόχων του θρόνου. Αντί να καταδικάσει το στασιαστή σε θάνατο, η αυγούστα τον εξόρισε στην Καππαδοκία.4

2. Ο Ρωμανός Διογένης αυτοκράτορας

2.1. Η άνοδος στο θρόνο

Τα Χριστούγεννα του 1067, η Ευδοκία ανακάλεσε από την εξορία το Ρωμανό Διογένη, στον οποίο απένειμε τον τίτλο του μαγίστρου. Σκοπός της ήταν να τον παντρευτεί και να του αναθέσει την αντιμετώπιση του σελτζουκικού κινδύνου. Η κατάσταση στο ανατολικό σύνορο ήταν τόσο τραγική, με τις συνεχείς επιδρομές και λεηλασίες των Τούρκων, ώστε ο νέος αυτοκράτορας έπρεπε να είναι και ικανός στρατηγός.

Ωστόσο, τα σχέδια της αυτοκράτειρας προσέκρουαν στον έγγραφο όρκο με τον οποίο ο Κωνσταντίνος Ι΄ είχε απαιτήσει από την ίδια και τη σύγκλητο ότι θα προστάτευαν και θα επιτρόπευαν τα ανήλικα τέκνα του, έως ότου το μεγαλύτερο από αυτά ενηλικιωθεί και αναλάβει το θρόνο. Επιπλέον, η σύγκλητος είχε δεσμευτεί ότι θα αναγνώριζε ως νόμιμους διαδόχους του μόνο τα τέκνα του Κωνσταντίνου.5 Η έγγραφη αυτή δέσμευση βρισκόταν στα χέρια του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Ξιφιλίνου, όμως η αυγούστα κατέφυγε σε ένα τέχνασμα προκειμένου να κάμψει την αντίσταση του Πατριάρχη: τον έκανε να πιστέψει ότι σκόπευε να παντρευτεί τον ανιψιό του, Βάρδα, με αποτέλεσμα ο Ξιφιλίνος να φροντίσει αμέσως για την ακύρωση του όρκου. Ελεύθερη πλέον από τη δέσμευσή της, την 1η Ιανουαρίου 1068 η Ευδοκία προχώρησε στο γάμο της με το Διογένη, αναγορεύοντάς τον ταυτόχρονα αυτοκράτορα.6

Ο Ρωμανός Δ΄ καλούνταν να αντιμετωπίσει δύσκολες και περίπλοκες περιστάσεις, τόσο στο εξωτερικό από τις επιδρομές των Σελτζούκων, τους οποίους ο βυζαντινός στρατός δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά, όσο και στο εσωτερικό μέτωπο: αν και βασίλευε από κοινού με τους γιους του Κωνσταντίνου Ι΄, ο Ρωμανός έπρεπε να αντιμετωπίσει τις αντιδράσεις της οικογένειας των Δουκών, οι οποίοι, με επικεφαλής τον Ιωάννη Δούκα, τον καίσαρα, αδελφό του αποθανόντα αυτοκράτορα, υπονόμευαν συνεχώς τις προσπάθειές του. Αιτία αυτής της αντιπολίτευσης ήταν ο φόβος των Δουκών μήπως ο Ρωμανός ιδρύσει νέα δυναστεία, παραγκωνίζοντας τους νόμιμους διαδόχους του Κωνσταντίνου Ι΄.

Πρωταρχικό μέλημα του νέου αυτοκράτορα ήταν να ανασυγκροτήσει το στρατό και να θέσει τον κρατικό μηχανισμό σε πολεμική ετοιμότητα, εγχείρημα δύσκολο από τη φύση του και ακόμη δυσκολότερο λόγω της αντίδρασης των Δουκών. Ο Ρωμανός αναγκάστηκε να βασιστεί σε ξένους μισθοφόρους (Λατίνους και τουρκόφωνους), τουλάχιστον έως ότου συγκροτήσει αξιόμαχο βυζαντινό στρατό. Όμως κι αυτή η λύση δεν ήταν ικανοποιητική, αφού οι ξένοι μισθοφόροι δημιουργούσαν με τη σειρά τους προβλήματα στη συνοχή του στρατεύματος. Επιπλέον, ο ίδιος ο Ρωμανός, αν και ήταν γενναίος και έμπειρος, δε διέθετε την απαραίτητη στρατιωτική παιδεία και τις επιτελικές γνώσεις για την οργάνωση επιχειρήσεων ευρείας κλίμακας σε ποικίλης διαμόρφωσης εδάφη, όπως προκύπτει από τις τρεις εκστρατείες που διοργάνωσε. Ειδικότερα η διεξαγωγή των δύο πρώτων εκστρατειών (1068, 1069) μαρτυρεί έλλειψη επιτελικού σχεδιασμού, άγνοια της κατάστασης του οδικού δικτύου, των κλιματολογικών συνθηκών και της επίδρασης που αυτά ασκούν στην πορεία των επιχειρήσεων.7

Εκτός από τα στρατιωτικά λάθη, ο Ρωμανός διέπραξε και πολιτικά σφάλματα που απέβησαν μοιραία για την εξουσία του. Ένα από αυτά ήταν το ότι διατήρησε στην αυλή το Μιχαήλ Ψελλό, τον Ιωάννη Δούκα και τους οπαδούς τους, οι οποίοι τον αντιπολιτεύονταν φανερά ή δόλια και συντέλεσαν στην πτώση του. Επίσης, μετά την ανάρρησή του στο θρόνο, ανακήρυξε συμβασιλείς τους τρεις γιους του Κωνσταντίνου Ι΄. Όμως, όταν απέκτησε και ο ίδιος δύο γιους με την Ευδοκία, τους ανακήρυξε κι αυτούς συμβασιλείς. Έτσι, η αυτοκρατορία διοικούνταν από το Διογένη, την Ευδοκία και πέντε συμβασιλείς, δείγμα της πολιτικής ρευστότητας που επικρατούσε στο εσωτερικό του κράτους. Τέλος, οι οικονομικές ανάγκες που δημιουργούσαν οι συνεχείς πολεμικές επιχειρήσεις του Ρωμανού τον ανάγκασαν να υποτιμήσει ακόμη περισσότερο το νόμισμα, ένδειξη και της οικονομικής κρίσης που περνούσε η αυτοκρατορία.

2.2. Οι εκστρατείες εναντίον των Σελτζούκων

Αφήνοντας πίσω του τα σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, ο Ρωμανός ξεκίνησε εκστρατείες εναντίον των Σελτζούκων. Η πρώτη εκστρατεία του (Μάρτιος 1068-Ιανουάριος 1069) επιχειρήθηκε παρά την άθλια κατάσταση του στρατεύματος. Οι δυνάμεις του Ρωμανού στρατοπέδευσαν στη Βιθυνία και τη Φρυγία και μόλις τον Οκτώβριο μετακινήθηκαν προς τη Συρία, όπου απελευθέρωσαν την Ιεράπολη. Από εκεί, περνώντας από τις διόδους του Ταύρου, ο Ρωμανός διέσχισε την Κιλικία και την Καππαδοκία για να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Στο μεταξύ οι Σελτζούκοι λεηλάτησαν το Αμόριον.8 Η δεύτερη εκστρατεία ξεκίνησε την άνοιξη του 1069. Ο Ρωμανός αυτή τη φορά είχε την πρόνοια να πάρει μαζί του έναν από τους πολιτικούς του αντιπάλους, το Μιχαήλ Ψελλό, με το πρόσχημα ο τελευταίος να τον συμβουλεύει κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων, ουσιαστικά όμως για να μη μηχανορραφεί εναντίον του αυτοκράτορα κατά την απουσία του. Μέσω του Δορυλαίου, τα βυζαντινά στρατεύματα έφτασαν στην Καισάρεια και τη Λάρισα της Καππαδοκίας και από εκεί διέτρεξαν πολλές φορές την περιοχή έως τον Ευφράτη και τη Μελιτηνή. Στόχος του αυτοκράτορα ήταν να ανακουφίσει τις παραμεθόριες περιοχές, κυρίως γύρω από τα μεγάλα αστικά κέντρα, από την πίεση των Σελτζούκων, οι οποίοι στο μεταξύ είχαν καταλάβει και λεηλατήσει το Ικόνιον.9

Διαπιστώνοντας τις δυσκολίες και τα πενιχρά αποτελέσματα των δύο πρώτων εκστρατειών του και όντας ψυχικά καταβεβλημένος, το 1070 ο Ρωμανός αποφάσισε να μην ηγηθεί της νέας εκστρατείας, τη διεξαγωγή της οποίας ανέθεσε στο δομέστικο των σχολών Μανουήλ Κομνηνό. Ο τελευταίος, αν και κατάφερε να αναδιοργανώσει το στράτευμα και να επιβάλει την πειθαρχία, εντούτοις ηττήθηκε από τους Σελτζούκους στη Σεβάστεια και αιχμαλωτίστηκε. Παρά την απελευθέρωσή του λίγο αργότερα και την υποταγή του Σελτζούκου αρχηγού που τον είχε αιχμαλωτίσει, ήταν πλέον φανερό ότι η Μικρά Ασία είχε πάψει να βρίσκεται υπό τον απόλυτο έλεγχο του αυτοκρατορικού στρατού.

Οι εξελίξεις αυτές ανάγκασαν το Ρωμανό να εκστρατεύσει εκ νέου εναντίον των Σελτζούκων την άνοιξη του 1071. Η ενέργειά του αυτή ήταν μάλλον κίνηση απελπισίας παρά αποτέλεσμα φρόνιμου υπολογισμού των δυνατοτήτων του κράτους. Το περιβάλλον στη Βασιλεύουσα προσπαθούσε διαρκώς να υπονομεύσει τη θέση του αυτοκράτορα,10 ενώ ο στρατός, παρόλο που τώρα ήταν καλύτερα εκπαιδευμένος, όμως παρέμενε ετερογενής και έτοιμος να αποστατήσει με την παραμικρή αφορμή.11

3. Η αιχμαλωσία και η πτώση

Η κρίσιμη σύγκρουση ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Σελτζούκους διαδραματίστηκε στις 26 Αυγούστου 1071 στο Μαντζικέρτ. Ο αυτοκρατορικός στρατός συνετρίβη και ο ίδιος ο Ρωμανός Δ΄ συνελήφθη αιχμάλωτος. Ορισμένοι αποδίδουν την ήττα σε προδοσία του διοικητή της δεύτερης γραμμής των Βυζαντινών, γιου του Ιωάννη Δούκα. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας πολέμησε με γενναιότητα (γεγονός που αναγνωρίζει ακόμη και ο εχθρικά διακείμενος Μιχαήλ Ψελλός), αλλά δεν μπόρεσε να αλλάξει την έκβαση της μάχης.12

Η είδηση της αιχμαλωσίας του Ρωμανού έδωσε την ευκαιρία στους πολιτικούς του αντιπάλους να προχωρήσουν στην ανατροπή του. Στην Κωνσταντινούπολη αρχικά επικράτησε αναταραχή, ώσπου τελικά η Ευδοκία ανέλαβε και πάλι την εξουσία μαζί με τον πρωτότοκο γιο της Μιχαήλ Ζ΄ (1071-1078) και ανακάλεσε από τη Βιθυνία τον καίσαρα Ιωάννη Δούκα. Όμως ο τελευταίος, μαζί με το γιο του Ανδρόνικο, τον Ψελλό, μία ομάδα συγκλητικών και τη φρουρά των Βαράγγων, ανέτρεψαν την αυγούστα, την οδήγησαν παρά τη θέλησή της να γίνει μοναχή και την περιόρισαν σε μια μονή στο Βόσπορο. Επιπλέον, αναγόρευσαν το Μιχαήλ μοναδικό αυτοκράτορα και έδωσαν εντολή στις αρχές να πάψουν να αναγνωρίζουν την εξουσία του Ρωμανού Δ΄ (τέλη Σεπτεμβρίου 1071).

Μετά τη συνομολόγηση συνθήκης ειρήνης με το Σελτζούκο σουλτάνο, η οποία άφηνε εδαφικά σχεδόν ανέπαφη τη βυζαντινή Μικρά Ασία, ο Ρωμανός Διογένης απελευθερώθηκε και πήρε την οδό της επιστροφής στην Κωνσταντινούπολη. Γρήγορα πληροφορήθηκε την πολιτική μεταβολή στη Βασιλεύουσα και, αρνούμενος να αναγνωρίσει τις αποφάσεις που είχαν ληφθεί ερήμην του και παρά τη θέληση της Ευδοκίας, αποφάσισε να διεκδικήσει με τα όπλα το θρόνο. Όμως συνάντησε την απροθυμία ή και την εχθρότητα των στρατιωτικών διοικητών της Ανατολής. Πιστοί έμειναν μόνο οι συμπατριώτες του Καππαδόκες, ο Θεόδωρος Αλυάτης και ο αρμένιος Χατατούριος, διοικητής της Αντιόχειας. Συγκροτώντας στρατό από τις μονάδες που διέφυγαν την ήττα στο Μαντζικέρτ, ο Ρωμανός έλαβε θέση στην Αμάσεια, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις δυνάμεις που στάλθηκαν εναντίον του από την Κωνσταντινούπολη. Στη μάχη που ακολούθησε ο Διογένης ηττήθηκε, αλλά κατόρθωσε να διαφύγει στην Κιλικία. Την άνοιξη του 1072 πολιορκήθηκε στα Άδανα από τον ίδιο τον Ανδρόνικο Δούκα και αναγκάστηκε τελικά να συνθηκολογήσει με τη μεσολάβηση των μητροπολιτών Χαλκηδόνος, Ηρακλείας και Κολωνείας.13

Όπως είχε συμφωνηθεί, ο Ρωμανός εκάρη μοναχός και, εξουθενωμένος από μία απόπειρα δηλητηρίασης που είχε προηγηθεί, ακολούθησε το στράτευμα έως το Κοτυάειον.14 Εκεί, παρά τα συμφωνηθέντα και τις υποσχέσεις των τριών αρχιερέων, που είχαν εγγυηθεί τη σωματική του ακεραιότητα, τυφλώθηκε στις 26 Ιουνίου 1072, πιθανότατα κατόπιν διαταγής του Ιωάννη Δούκα. Μετά την ωμή αυτή πράξη, ο ημιθανής πλέον Ρωμανός έφτασε λίγες ημέρες αργότερα στον τόπο εξορίας του, τη νήσο Πρώτη της Προποντίδας, όπου και πέθανε στις 4 Αυγούστου 1072. Η αυγούστα Ευδοκία τον κήδευσε πολυτελώς, έπειτα από άδεια του γιου της, αμέτοχου στην απόφαση της τύφλωσης κατά την ομόφωνη μαρτυρία των ιστοριογράφων της εποχής.15




1. Brand, C.M. – Cutler, A., “Romanos IV Diogenes”, Kazhdan, A. (επιμ.), The Oxford History of Byzantium 3 (New York – Oxford 1991), σελ. 1807.

2. Ιωάννης Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών, Büttner-Wobst, T. (επιμ.), Ioannis Zonarae epitomae historiarum libri XVIII 3 (Bonn 1897), σελ. 580.

3. Μιχαήλ Ατταλειάτης, Ιστορία, Bekker, I. (επιμ.), Michaelis Attaliotae Historia (Bonn 1853), σελ. 97-98· Συνεχιστής Ιωάννου Σκυλίτζη, Χρονογραφία, Τσολάκης, Ε. (επιμ.), Η Συνέχεια της Χρονογραφίας του Ιωάννου Σκυλίτζη (Ioannes Scylitzes Continuatus) (Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου 105, Θεσσαλονίκη 1968), σελ. 121-122.

4. Μιχαήλ Ατταλειάτης, Ιστορία, Bekker, I. (επιμ.), Michaelis Attaliotae Historia (Bonn 1853), σελ. 99-100· Συνεχιστής Ιωάννου Σκυλίτζη, Χρονογραφία, Τσολάκης, Ε. (επιμ.), Η Συνέχεια της Χρονογραφίας του Ιωάννου Σκυλίτζη (Ioannes Scylitzes Continuatus) (Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου 105, Θεσσαλονίκη 1968), σελ. 122.

5. Ιωάννης Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών, Büttner-Wobst, T. (επιμ.), Ioannis Zonarae epitomae historiarum libri XVIII 3 (Bonn 1897), σελ. 681· Μιχαήλ Ατταλειάτης, Ιστορία, Bekker, I. (επιμ.), Michaelis Attaliotae Historia (Bonn 1853), σελ. 92.

6. Ιωάννης Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών, Büttner-Wobst, T. (επιμ.), Ioannis Zonarae epitomae historiarum libri XVIII 3 (Bonn 1897), σελ. 684-687· Συνεχιστής Ιωάννου Σκυλίτζη, Χρονογραφία, Τσολάκης, Ε. (επιμ.), Η Συνέχεια της Χρονογραφίας του Ιωάννου Σκυλίτζη (Ioannes Scylitzes Continuatus) (Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου 105, Θεσσαλονίκη 1968), σελ. 123-125· Μιχαήλ Ατταλειάτης, Ιστορία, Bekker, I. (επιμ.), Michaelis Attaliotae Historia (Bonn 1853), σελ. 101.

7. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι απώλειες που είχε ο στρατός, όταν από το θερμό κλίμα στην περιοχή της Αντιόχειας πέρασε (το Δεκέμβριο) τις κλεισούρες της Κιλικίας στον Ταύρο και από την απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας πάγωσαν από το κρύο άνθρωποι, ίπποι και ημίονοι, παρουσιάζοντας στο δρόμο ένα θέαμα οικτρό. Βλ. Συνεχιστής Ιωάννου Σκυλίτζη, Χρονογραφία, Τσολάκης, Ε. (επιμ.), Η Συνέχεια της Χρονογραφίας του Ιωάννου Σκυλίτζη (Ioannes Scylitzes Continuatus) (Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου 105, Θεσσαλονίκη 1968), σελ. 133, 1-7.

8. Συνεχιστής Ιωάννου Σκυλίτζη, Χρονογραφία, Τσολάκης, Ε. (επιμ.), Η Συνέχεια της Χρονογραφίας του Ιωάννου Σκυλίτζη (Ioannes Scylitzes Continuatus) (Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου 105, Θεσσαλονίκη 1968), σελ. 124-125· Μιχαήλ Ατταλειάτης, Ιστορία, Bekker, I. (επιμ.), Michaelis Attaliotae Historia (Bonn 1853), σελ. 103-104· Ιωάννης Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών, Büttner-Wobst, T. (επιμ.), Ioannis Zonarae epitomae historiarum libri XVIII 3 (Bonn 1897), σελ. 688.

9. Μιχαήλ Ατταλειάτης, Ιστορία, Bekker, I. (επιμ.), Michaelis Attaliotae Historia (Bonn 1853), σελ. 122-123· Συνεχιστής Ιωάννου Σκυλίτζη, Χρονογραφία, Τσολάκης, Ε. (επιμ.), Η Συνέχεια της Χρονογραφίας του Ιωάννου Σκυλίτζη (Ioannes Scylitzes Continuatus) (Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου 105, Θεσσαλονίκη 1968), σελ. 133-134· Ιωάννης Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών, Büttner-Wobst, T. (επιμ.), Ioannis Zonarae epitomae historiarum libri XVIII 3 (Bonn 1897), σελ. 692.

10. Συνεχιστής Ιωάννου Σκυλίτζη, Χρονογραφία, Τσολάκης, Ε. (επιμ.), Η Συνέχεια της Χρονογραφίας του Ιωάννου Σκυλίτζη (Ioannes Scylitzes Continuatus) (Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου 105, Θεσσαλονίκη 1968), σελ. 141.

11. Μιχαήλ Ατταλειάτης, Ιστορία, Bekker, I. (επιμ.), Michaelis Attaliotae Historia (Bonn 1853), σελ. 146· Συνεχιστής Ιωάννου Σκυλίτζη, Χρονογραφία, Τσολάκης, Ε. (επιμ.), Η Συνέχεια της Χρονογραφίας του Ιωάννου Σκυλίτζη (Ioannes Scylitzes Continuatus) (Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου 105, Θεσσαλονίκη 1968), σελ. 143. Εκτός από γηγενείς Βυζαντινούς, ο Ρωμανός είχε μαζί του ένα μωσαϊκό εθνοτήτων: Νορμανδούς, Φράγκους, Αλανούς, Τούρκους, Αρμένιους, Ίβηρες, Βούλγαρους, Ούζους κ.ά.

12. Ο ηρωισμός του Ρωμανού και οι στρατηγικές του αδυναμίες συζητήθηκαν πολύ στην εποχή του, όπως μαρτυρεί και ο Ψελλός, ο οποίος ορθά παρατηρεί ότι ο Ρωμανός είναι άξιος εγκωμίων για την αγωνιστικότητα, αλλά επίμεμπτος επειδή κινδύνευε πολεμώντας στην πρώτη γραμμή, αντί να διευθύνει από τη σωστή θέση τη μάχη, κάτι που παρατήρησε και ο Σελτζούκος σουλτάνος.

13. Μιχαήλ Ατταλειάτης, Ιστορία, Bekker, I. (επιμ.), Michaelis Attaliotae Historia (Bonn 1853), σελ. 172-174. Ο Ατταλειάτης διαφωνεί με τη στρατηγική που ακολούθησε ο Ρωμανός. Αντί να επωφεληθεί από τη διάλυση του στρατού και την επιστροφή του Κωνσταντίνου Δούκα στην πρωτεύουσα μόλις έφτασε ο χειμώνας και να προχωρήσει από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας προς τα δυτικά, ο Διογένης απέσυρε το στρατό του στην Κιλικία. Έσφαλε ακόμη όταν, την επόμενη άνοιξη, αντί να σταματήσει τον Ανδρόνικο Δούκα στον Ταύρο, προτίμησε να κλειστεί στο φρούριο των Αδάνων.

14. Μιχαήλ Ατταλειάτης, Ιστορία, Bekker, I. (επιμ.), Michaelis Attaliotae Historia (Bonn 1853), σελ. 175.

15. Μιχαήλ Ατταλειάτης, Ιστορία, Bekker, I. (επιμ.), Michaelis Attaliotae Historia (Bonn 1853), σελ. 175-179. Ο Ιωάννης Ζωναράς, Επιτομή Ιστοριών, Büttner-Wobst, T. (επιμ.), Ioannis Zonarae epitomae historiarum libri XVIII 3 (Bonn 1897), σελ. 706-707, γράφοντας σε μια εποχή κατά την οποία οι Δούκες δεν είναι πια στο πολιτικό προσκήνιο, διατυπώνει την άποψή του ότι όλα όσα συνέβησαν ήταν κατά διαταγή του Ιωάννη Δούκα χωρίς τη γνώση του ανιψιού του, του αυτοκράτορα Μιχαήλ, ο οποίος, κατά τον ιστοριογράφο, ήταν ανίκανος να λάβει μια σωστή απόφαση, πόσο μάλλον να ασκήσει τη βασιλική εξουσία.