1. Βιογραφικά στοιχεία
Ο Τριβωνιανός γεννήθηκε το β΄ μισό του 5ου αιώνα στη Σίδη της Παμφυλίας.1 Ο πατέρας του ονομαζόταν Μακεδονιανός. Η κοινωνική θέση της οικογένειάς του δεν είναι γνωστή, αλλά, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι έλαβε επιμελημένη μόρφωση στη νομική σχολή της Κωνσταντινούπολης ή της Βηρυτού, υποθέτουμε ότι προερχόταν από εύπορο οικογενειακό περιβάλλον. Η πολυμάθειά του ήταν γνωστή τόσο στην εποχή του, όσο και στους επόμενους αιώνες. Από το γάμο του απέκτησε ένα γιο και αρκετά εγγόνια.2 Δεν είναι γνωστός ο ακριβής χρόνος κατά τον οποίο απεβίωσε, ίσως μετά το 540 και πριν από το 543 (πιθανώς από την επιδημία πανώλης στην Κωνσταντινούπολη την άνοιξη ή το θέρος του 542).3
Η σχέση του νομοθέτη Τριβωνιανού με το νεότερό του λόγιο και νομικό Τριβωνιανό, ο οποίος το 560 υπήρξε έπαρχος Κωνσταντινούπολης δεν είναι ακόμη διασαφηνισμένη. Αρχικά θεωρούνταν ότι πρόκειται περί ενός προσώπου, αν και στις πηγές γίνεται αναφορά σε δύο.4 Ωστόσο, σήμερα έχει επικρατήσει η άποψη ότι ο νομοθέτης Τριβωνιανός και ο ποιητής Τριβωνιανός είναι δύο διαφορετικά πρόσωπα.5 Υποστηρίζεται επίσης ότι είχαν σχέση συγγένειας, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι επρόκειτο για πατέρα και γιο.6
2. Σταδιοδρομία
Πριν από το έτος 528 ο Τριβωνιανός κατείχε τη θέση του συνηγόρου (advocatus) υπό τον έπαρχο πραιτορίων της Ανατολής. Υπήρξε βασικό μέλος της δεκαμελούς επιτροπής νομομαθών, η οποία ορίστηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α' στις 13 Φεβρουαρίου 528 και προέβη στη σύνταξη της πρώτης έκδοσης του Ιουστινιάνειου Κώδικα (Codex Iustinianus). Το έργο της επιτροπής ολοκληρώθηκε στις 7 Απριλίου 529. Στις 17 Σεπτεμβρίου 529 διαδέχτηκε το Θωμά στη θέση του κυαίστορα του Ιερού Παλατίου (quaestor Sacri Palatii). Τα καθήκοντά του επέτρεπαν στον Τριβωνιανό να βρίσκεται κοντά στο κέντρο λήψης των αποφάσεων.7 Ο Τριβωνιανός παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι τις 14 Ιανουαρίου 532, οπότε αναγκάστηκε να τον απομακρύνει από τα καθήκοντά του, κατόπιν απαίτησης των εξεγερθέντων στη Στάση του Νίκα, και να τον αντικαταστήσει με το Βασιλείδη.
Λόγω της εμπειρίας του στη δημιουργία του Ιουστινιάνειου Κώδικα, την περίοδο 530-533 ο Τριβωνιανός συμμετείχε ενεργά, μαζί με τους Δωρόθεο και Θεόφιλο, στη σύνταξη των Πανδεκτών (Digesta, συλλογή γνωμοδοτήσεων παλαιοτέρων Ρωμαίων νομοδιδασκάλων). Κατόπιν ο Ιουστινιανός τούς ανέθεσε να προβούν στη σύνταξη των Εισηγήσεων (Institutiones), μίας εισαγωγής για τους σπουδαστές της νομικής επιστήμης.
Στις 21 Νοεμβρίου 533 ο Τριβωνιανός διορίστηκε μάγιστρος των οφφικίων. Παράλληλα, τέθηκε επικεφαλής νέας επιτροπής, με συνεργάτες τους Δωρόθεο, Μηνά, Κωνσταντίνο και Ιωάννη, η οποία επιφορτίσθηκε με το έργο της αναθεώρησης του Ιουστινιάνειου Κώδικα, έργο το οποίο ολοκληρώθηκε στις 16 Νοεμβρίου 534. Στις 3 Ιανουαρίου 535 ο Τριβωνιανός επανήλθε στη θέση του κυαίστορα του Ιερού Παλατίου, στην οποία παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Διάδοχός του υπήρξε ο Ιούνιλος (Iunillus), ο οποίος παρέμεινε στη θέση αυτή έως το 550.
3. Χαρακτήρας
Ο Προκόπιος κατηγορεί τον Τριβωνιανό ως φιλοχρήματο8 και διεφθαρμένο, λέγοντας πως χρησιμοποιούσε την εκάστοτε θέση του προκειμένου να κερδίσει χρηματικά ποσά με αντάλλαγμα την εξαγορά δικαιοσύνης. Παρουσιαζόταν ευχάριστος και καταδεκτικός, προκειμένου να εξυπηρετεί τους σκοπούς του.9 Ένα άλλο βασικό στοιχείο του χαρακτήρα του λέγεται πως ήταν η κολακεία που ασκούσε στο πρόσωπο του αυτοκράτορα, προκειμένου να εξασφαλίσει την εύνοιά του. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι είχε πείσει τον Ιουστινιανό ότι δε θα πέθαινε ποτέ, αλλά θα οδηγούνταν στη θέωση με ακέραιο το σώμα του.10 Επίσης, απολάμβανε την πλήρη εκτίμηση και αποδοχή των συγχρόνων του σχετικά με την άρτια κατάρτισή του στη νομική επιστήμη και την καθοριστική συμβολή στο μεταρρυθμιστικό έργο του Ιουστινιανού στο χώρο της νομοθεσίας.
4. Κοσμοαντίληψη
Πρέπει να τονιστεί ότι δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για τις θρησκευτικές αντιλήψεις του Τριβωνιανού. Το εγκυκλοπαιδικό λεξικό Σούδα (10ος αιώνας) τον χαρακτηρίζει ειδωλολάτρη και άθεο.11 Ωστόσο, υπάρχει και ο αντίλογος που προβάλλει το γεγονός ότι το 529 ο Ιουστινιανός δε θα όριζε έναν ειδωλολάτρη στη θέση του Θωμά, ο οποίος απομακρύνθηκε από τα καθήκοντά του quaestor Sacri Palatii ακριβώς λόγω των παγανιστικών πεποιθήσεών του. Ωστόσο, λόγω της ανεπάρκειας στοιχείων δεν είναι δυνατό να διατυπωθεί μία σαφής θέση σχετικά με τις θρησκευτικές αντιλήψεις του Τριβωνιανού.
5. Το έργο του Τριβωνιανού Ο Τριβωνιανός πρωτοστάτησε στη νομοθετική μεταρρύθμιση που έγινε επί Ιουστινιανού και απέδωσε το περίφημο Corpus Juris Civilis. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της εν λόγω νομοθετικής μεταρρύθμισης αποτελεί το ότι πρόκειται για την πρώτη «επίσημη» χρήση των ελληνικών στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η σημασία του έργου και της προσφοράς του Τριβωνιανού προσεγγίζεται κυρίως μέσω της συμβολής του στις νομικές μεταρρυθμίσεις της εποχής του Ιουστινιανού, αλλά και της επίδρασης που είχε το μεταρρυθμιστικό αυτό κίνημα σε μεταγενέστερες περιόδους. Ο Τριβωνιανός υπήρξε η σημαντικότερη μορφή στη νομοθετική μεταρρύθμιση που έλαβε χώρα τον 6ο αιώνα, καθώς υπήρξε ο νομομαθής εκείνος ο οποίος έβαλε την προσωπική σφραγίδα του στο χαρακτήρα της νέας νομοθεσίας. Κυρίως όμως η συμβολή του καθίσταται κατανοητή μέσω της καταλυτικής επιρροής που άσκησε ο Ιουστινιάνειος Κώδικας στη σταδιακή διαμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου της δυτικής Ευρώπης.
Εκτός από τη συμμετοχή του στις συντακτικές επιτροπές της νομοθετικής αναθεωρητικής προσπάθειας του Ιουστινιανού Α΄, ο Τριβωνιανός πιθανόν προέβη στη συγγραφή δύο λόγων, του Υπατικού και του Βασιλικού, δύο πεζών λογοτεχνικών κειμένων γραμμένων στην ελληνική γλώσσα, αφιερωμένων στην υπατεία και τη βασιλεία του Ιουστινιανού. Στην πραγματικότητα η ταυτότητα του συγγραφέα των δύο έργων δεν είναι εξακριβωμένη. Πιθανότεροι συγγραφείς θεωρούνται ο εν λόγω Τριβωνιανός ή ο συνονόματός του λόγιος, ο Τριβωνιανός ο Νέος.
1. Το όνομα Τριβωνιανός ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο στην Παμφυλία, κυρίως στην πόλη της Σίδης. Βλ. Nollé, J., Side im Altertum. Geschichte und Zeugnisse 1 (Bonn 1993). 2. Προκόπιος, Ανέκδοτα, Haury, J. – Wirth, G. (επιμ.), Procopii Caesariensis opera omnia 3 (Leipzig 1963), 20.17. 3. Honoré, T., Tribonian (London 1978), σελ. 61-64. Πρβλ. Kaegi, W.E. – Kazhdan, A., “Tribonian”, στο Kazhdan, A. (επιμ.), Τhe Oxford Dictionary of Byzantium 3 (New York – Oxford 1991), σελ. 2.114. 4. Ensslin, W., “Tribonianus 1”, στο Paulys Real-Encyklopädie der Classischen Altertumswissenschaft 6 (Stuttgart 1937), σελ. 2.421. 5. Nollé, J., Side im Altertum. Geschichte und Zeugnisse 1 (Bonn 1993), σελ. 140, 180-181. 6. Ο Stein, E., “Deux questeurs de Justinien et l'emploi des langues dans les novelles”, Bulletin de la classe des lettres et des sciences morales et politiques de l'académie royale du Belgique 23 (1937), σελ. 368 [ανατ. στο Opera Minora Selecta (Amsterdam 1968), σελ. 362] υποστηρίζει ότι ο νομοθέτης Τριβωνιανός ήταν πατέρας του νεότερου Τριβωνιανού. 7. Προκόπιος, Υπέρ των πολέμων, Haury, J. – Wirth, G. (επιμ.), Procopii Caesariensis opera omnia 1 (Leipzig 1963), 1.24.11: «Τριβουνιανὸς δὲ, Πάμφυλος γένος, βασιλεῖ πάρεδρος· κοιαίστωρα τοῦτον καλοῦσι ῾Ρωμαῖοι». 8. Προκόπιος, Υπέρ των πολέμων, Haury, J. – Wirth, G. (επιμ.), Procopii Caesariensis opera omnia 1 (Leipzig 1963), 1.24.16: «ἐς δὲ φιλοχρηματίαν δαιμονίως ἐσπουδακὼς οἷός τε ἦν κέρδους ἀεὶ τὸ δίκαιον ἀποδίδοσθαι, τῶν τε νόμων ἡμέρᾳ ἐκ τοῦ ἐπὶ πλεῖστον ἑκάστῃ τοὺς μὲν ἀνῄρει, τοὺς δὲ ἔγραφεν, ἀπεμπολῶν τοῖς δεομένοις κατὰ τὴν χρείαν ἑκάτερον». 9. Προκόπιος, Υπέρ των πολέμων, Haury, J. – Wirth, G. (επιμ.), Procopii Caesariensis opera omnia 1 (Leipzig 1963), 1.25.2. 10. Προκόπιος, Ανέκδοτα, Haury, J. – Wirth, G. (επιμ.), Procopii Caesariensis opera omnia 3 (Leipzig 1963), 13.12· Σούδα, Adler, A. (επιμ.), Suidae Lexicon 5 (Leipzig 1935), Τ 956. 11. Σούδα, Adler, A. (επιμ.), Suidae Lexicon 5 (Leipzig 1935), Τ 956: «ἕλλην ὑπῆρχε καὶ ἄθεος».
|
|
|