Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Έβδομον

Συγγραφή : Μωυσίδου Μελίνα (11/7/2008)

Για παραπομπή: Μωυσίδου Μελίνα, «Έβδομον», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=10878>

Έβδομον (25/6/2007 v.1) Hebdomon (30/10/2011 v.1) 
 

1. Θέση

Το Έβδομον υπήρξε ένα από τα σημαντικότερα προάστια της Κωνσταντινούπολης. Σχετικά με την ταύτιση της τοποθεσίας του έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις.1 Ωστόσο, σύμφωνα με την επικρατέστερη, που πρωτοδιατυπώθηκε από τον καθηγητή Van Millingen, το Έβδομον εντοπίζεται στην ευρύτερη περιοχή της θάλασσας του Μαρμαρά και ειδικότερα επτά ρωμαϊκά μίλια (λίγο παραπάνω από 10 χλμ.) δυτικά από το Μίλιον. Την περιοχή διέσχιζε η Εγνατία οδός και από αυτήν ξεκινούσαν οι θριαμβευτικές πομπές των αυτοκρατόρων προς την πρωτεύουσα (εικ. 2 και 3).2 Στη θέση του βυζαντινού Εβδόμου βρισκόταν μέχρι το 1922 η ελληνική κοινότητα Μακροχωρίου, ενώ σήμερα στον ίδιο χώρο υπάρχει ο οικισμός Bakirköy.

2. Σημασία της περιοχής

Ήδη τον 4ο αιώνα, το Έβδομον ήταν η περιοχή όπου στάθμευαν τα αυτοκρατορικά στρατεύματα, ενώ περιλάμβανε επίσης μία εξέδρα, το Τριβουνάλιο, όπου ο αυτοκράτορας παρουσιαζόταν στο στράτευμα. Η μεγάλη πεδιάδα που εκτεινόταν στην περιοχή (και η οποία ονομαζόταν Κάμπος, κατά μίμηση του ρωμαϊκού Campus Martius), η άμεση πρόσβαση στη θάλασσα και κυρίως η μικρή απόσταση από την πρωτεύουσα ήταν οι λόγοι που καθιστούσαν το Έβδομον ιδανικό μέρος για τη στρατοπέδευση των λεγεώνων της Νέας Ρώμης· δεν είναι τυχαίο ότι η σύγκλητος υποδεχόταν εκεί τον αυτοκράτορα έπειτα από εκστρατεία, ώστε να ξεκινήσει από αυτό το σημείο η πομπή προς την πόλη.3

Επρόκειτο επίσης για μια περιοχή εξαιρετικής πολιτικής σπουδαιότητας, καθώς εκεί ο αυτοκράτορας αναγνωριζόταν ως αρχηγός του ρωμαϊκού στρατού και συχνά σε αυτό το χώρο γινόταν η αναγόρευσή του.4 Η περιοχή αποτελούσε την αφετηρία κάθε επίσημης πομπής προς την Κωνσταντινούπολη. Μεγάλη ήταν και η θρησκευτική σημασία του προαστίου, γεγονός που γίνεται αντιληπτό αφενός μεν από το μεγάλο αριθμό εκκλησιών εκεί, αφετέρου δε από το ότι ο πληθυσμός της Πόλης, μετά τους ισχυρούς σεισμούς του 447/448, κατέφυγε στο Έβδομον για να προσευχηθεί στο χώρο μαζί με τον αυτοκράτορα και τον πατριάρχη.5

3. Κοσμική αρχιτεκτονική

Στην ευρύτερη περιοχή του Εβδόμου υπήρχαν πολλά και λαμπρά κτήρια, τόσο κοσμικά όσο και θρησκευτικά. Σήμερα ελάχιστα από αυτά διατηρούνται και, μάλιστα, σε πολύ κακή κατάσταση. Το Έβδομον θεωρούνταν αυτοκρατορικό προάστιο και εμπλουτιζόταν με ολοένα και περισσότερα κτήρια. Φαίνεται ότι ο Ουάλης φρόντισε για τη μνημειακή ανάδειξη του Τριβουναλίου, όπου αναγορεύτηκε αυτοκράτορας, σε σημείο ώστε ο Θεμίστιος να τον ψέγει ότι παραμελεί την πρωτεύουσα·6 στα Πάτρια ο Κωνσταντίνος Α΄ εμφανίζεται να χτίζει στο Έβδομον το ναό του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, ενώ επί Θεοδοσίου Α΄ κατασκευάζεται και ο ναός του Προδρόμου, για να στεγαστεί εκεί η κάρα του αγίου.7 Στα χρόνια του Ιουστινιανού Α΄ οικοδομήθηκαν στοές, φόρα και λουτρά που συναγωνίζονταν τα αντίστοιχα κτίσματα της Κωνσταντινούπολης, ενώ ανακαινίστηκαν πολλά προγενέστερα· καθαρίστηκε επίσης το λιμάνι του Εβδόμου,8 το οποίο χρονολογείται πιθανότατα από τα τέλη του 4ου αιώνα. Η περιοχή υπέστη καταστροφές από τις επιδρομές των Αράβων, στα τέλη του 7ου και στις αρχές του 8ου αιώνα, και των Βουλγάρων με τον Κρούμο το 813·9 ωστόσο, οι εκκλησίες ανακαινίστηκαν από το Βασίλειο Α΄, ενώ στο Περί βασιλείου τάξεως η περιοχή φαίνεται ότι διατηρούσε τη σημασία της ως τόπος υποδοχής του αυτοκράτορα έπειτα από εκστρατεία τουλάχιστον μέχρι το 10ο αιώνα. Ορισμένα δείγματα της κοσμικής αρχιτεκτονικής τέχνης του Εβδόμου είναι το Τριβουνάλιο, η Μαγναύρα, τα ανάκτορα των Ιουκουνδιανών ή Σεκουνδιανών, καθώς και η στήλη και ο ανδριάντας του Θεοδοσίου Β΄, το στρογγυλό μαυσωλείο, φρούρια και κινστέρνες.

3.1. Τριβουνάλιο

Το Τριβουνάλιο, ή αλλιώς βήμα, ήταν ένα είδος υψηλής εξέδρας, όπου ανερχόταν ο αυτοκράτορας για να απευθυνθεί στο στρατό του. Χτίστηκε από τον αυτοκράτορα Ουάλη μετά την αναγόρευσή του το 364. Ως προς τη μορφή του, ήταν σχήματος ημικυκλικού με την κύρια όψη του προς τον λεγόμενο Κάμπο. Στην πρόσοψη του κτηρίου ανοίγονταν σε τακτές αποστάσεις κόγχες, όπου τοποθετούνταν αγάλματα αυτοκρατόρων (εικ. 4).10 Το πλάτος της εξέδρας έφθανε τα 2,40 μ., ενώ δεν μπορούμε να γνωρίζουμε το ακριβές ύψος της. Ωστόσο, το μέγιστο ύψος των σωζόμενων τμημάτων αγγίζει περίπου τα 5 μέτρα δυτικά και τα 3 μέτρα ανατολικά.

3.2. Ανάκτορα

3.2.1. Μαγναύρα

Κατ’ αναλογίαν με τη Μαγναύρα του Μεγάλου Παλατιού, στην αντίστοιχη του Εβδόμου η σύγκλητος δεξιωνόταν τους αυτοκράτορες έπειτα από κάθε νίκη τους. Το κτήριο οικοδομήθηκε από τον αυτοκράτορα Μαρκιανό. Η ταύτιση της θέσης του έγινε χάρη στην ανασκαφική έρευνα του Θ. Μακρίδη.11 Στη δυτική πλευρά του λιμανιού εντοπίστηκαν θεμέλια βυζαντινής προκυμαίας καθώς και μαρμάρινες ημικυκλικές βάσεις. Σύμφωνα με το Μακρίδη, σε αυτές πακτώνονταν πεσσοί, που αποτελούσαν τα στηρίγματα μιας κυκλικής κατασκευής, πιθανότατα του ηλιακού ρολογιού της Μαγναύρας.

3.2.2. Ανάκτορο Ιουστινιανού

Ο Ιουστινιανός Α΄ ανήγειρε στο Έβδομον το παλάτι των Ιουκουνδιανών ή Σεκουνδιανών, σύμφωνα με τον Προκόπιο και άλλες πηγές. Το ανάκτορο αναφέρεται από το Θεοφάνη σε σχέση με τη στήλη από πορφυρίτη του Θεοδοσίου, που κατέρρευσε στο σεισμό του 558. Σύμφωνα με το χρονικογράφο, η στήλη βρισκόταν μπροστά από το ανάκτορο του Ιουστινιανού.12

3.3. Φρούρια

Το Έβδομον ήταν εξοπλισμένο με δύο φρούρια τοποθετημένα το ένα ανατολικά και το άλλο δυτικά του λιμανιού. Το πρώτο από τα δύο ήταν γνωστό ως «κυκλόβιον» ή «Καστέλιον Στρογγύλον», ενώ το δεύτερο ως «Καστέλιον των Θεοδοσιανών».13 Τα λιγοστά σπαράγματα του δεύτερου σώζονταν έως και τα μέσα του 20ου αιώνα, ενώ σήμερα στη θέση του βρίσκεται νεότερο κτήριο.

3.4. Κινστέρνες

Βορειοανατολικά του σημερινού Bakirköyσώζεται μέχρι και σήμερα σε σχετικά καλή κατάσταση μία μεγάλη βυζαντινή κινστέρνα. Το σχήμα της είναι ορθογώνιο και οι διαστάσεις της είναι 127 x 76 μ. και το βάθος της 11 μ.14 Η δεξαμενή αυτή δεν είναι η μοναδική, καθώς εντοπίζονται άλλες τρεις ανοιχτές και μία ακόμα κλειστή, γνωστή και ως κινστέρνα της Μαγναύρας, με 98 στηρίγματα και σχήμα παραλληλόγραμμο.

4. Θρησκευτική αρχιτεκτονική

Πέρα από τα πολλά και εντυπωσιακά κοσμικά κτήρια που στόλιζαν το αυτοκρατορικό προάστιο, οικοδομήθηκαν και αρκετοί ναοί. Σήμερα ελάχιστοι από αυτούς σώζονται, ενώ οι υπόλοιποι μας είναι γνωστοί από γραπτές πηγές, κυρίως από συναξάρια. Ο Janin απαριθμεί τους ναούς της Αγίας Θεοδότης, του Προφήτη Σαμουήλ, του Ευαγγελιστή Ιωάννη, του Ιωάννη Προδρόμου, των Αγίων Μηνά και Μηναίου, του Αγίου Βικεντίου, τη μονή των Νηπίων και πιθανώς ένα αγίασμα του Αγίου Μάμαντα.15

4.1. Ναός Αγίας Θεοδότης

Ο ναός ανεγέρθηκε από τον Ιουστινιανό Α΄ στο διάστημα της βασιλείας του θείου του, του Ιουστίνου Α΄.16 Ενδεχομένως υπήρχε κάποια σχέση ανάμεσα στο ναό και στο γεγονός ότι η μνήμη της αγίας Θεοδότης εορταζόταν στο Έβδομον στις 29 Ιουλίου. O ναός έχει καταστραφεί εντελώς και δεν έχει προσδιοριστεί η ακριβής θέση του στο βυζαντινό προάστιο.17

4.2. Ναός Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου

Ο ναός αποδίδεται στο Μεγάλο Κωνσταντίνο (324-337) και περιγράφεται ως δρομικός·18 επρόκειτο κατά πάσα πιθανότητα για βασιλική. Τον 7ο αιώνα ο ναός καταστράφηκε και τον 9ο αιώνα οικοδομήθηκε εκ νέου από το Βασίλειο Α΄.19 Σήμερα είναι εντελώς κατεστραμμένος.

4.3. Ναός Προφήτη Σαμουήλ

Ο ναός χτίστηκε με αφορμή τη μεταφορά λειψάνων του Προφήτη Σαμουήλ στην Κωνσταντινούπολη, κατά πάσα πιθανότητα μεταξύ 406-408, όταν στο θρόνο βρισκόταν ο Αρκάδιος Α΄ (395-408) και πατριάρχης ήταν ο Αττικός (406-425).20 Φαίνεται ότι ο ναός βρισκόταν λίγο πιο έξω από το προάστιο του Εβδόμου· ο Θ. Μακρίδης δεν τον περιλαμβάνει καν στη μελέτη του. Ο ναός κατέρρευσε από το σεισμό του 557 και κατά πάσα πιθανότητα δεν επισκευάστηκε ποτέ.21

4.4. Ναός Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου

Ο ναός εντοπίζεται 4 χλμ. έξω από τη Χρυσή Πύλη. Ανασκάφηκε αρχικά από μια ομάδα Γάλλων στρατιωτών υπό την καθοδήγηση του R. Demangel και πρωτοδημοσιεύτηκε από τον ίδιο το έτος 1945. Τα τελευταία σπαράγματα του ναού εξαφανίστηκαν το 1965, όταν στο χώρο οικοδομήθηκε νοσοκομείο.

Ο ναός αναφέρεται στα Πάτρια αλλά και σε άλλες πηγές ως καθίδρυμα του Θεοδοσίου Α΄, όπου φυλασσόταν η κάρα του αγίου Ιωάννη Προδρόμου (περ. 391-392). Ο ναός επισκευάστηκε από τον Ιουστινιανό Α΄ και, σύμφωνα με τον Προκόπιο, ο ιουστινιάνειος ναός ακολουθούσε το σχέδιο του Αγίου Μιχαήλ του Ανάπλου. Η περιγραφή του Προκόπιου για τον δεύτερο,22 καθώς και τα ανασκαφικά ευρήματα, μας επιτρέπουν να ανασυνθέσουμε την εικόνα του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου στο Έβδομον: Επρόκειτο για έναν περίκεντρο οκταγωνικό ναό που θυμίζει την κάτοψη του σύγχρονού του ναού του Αγίου Βιταλίου. Η αψίδα του ήταν ημικυκλική εσωτερικά όσο και εξωτερικά, κάτι που δε συνηθίζεται στη ναοδομία της Κωνσταντινούπολης κατά την περίοδο αυτή. Από τον κυρίως ναό βρέθηκαν 6 θεμελιώσεις πεσσών. Δύο πεσσοί στη νότια και ένας στη βόρεια πλευρά βρέθηκαν ολόκληροι. Έτσι, γνωρίζουμε ότι είχαν πλάτος 2,40- 2,75 μ. και ύψος 6 μέτρα. Από τους ανατολικούς πεσσούς που εφάπτονταν με την αψίδα βρέθηκε μόνο το εφαπτόμενο μισό τους (εικ. 5).23 Ο ναός είχε πιθανότατα αίθριο και περιβαλλόταν από προστώα· επίσης πρέπει να είχε υπερώα και να στεγαζόταν με τρούλο.24

Τον 9ο αιώνα ο ναός είχε ερειπωθεί και ανακαινίστηκε ριζικά από το Βασίλειο Α΄.25 Δε γνωρίζουμε ωστόσο αν η ανακαίνιση αυτή αλλοίωσε το σχέδιο του ιουστινιάνειου ναού.

1. Για τις διάφορες απόψεις των μελετητών βλ. Τζίρας, Ν., Το Έβδομον του Βυζαντίου και η ελληνική κοινότητα Μακροχωρίου (Αθήνα 1992), σελ. 33-42.

2. Μακρίδης, Θ., «Το βυζαντινό Έβδομον και αι παρ’ αυτώ μοναί Αγίου Παντελεήμονος και Μάμαντος. Κοιμητήρια και τάφοι», Θρακικά 10 (1938), εικ. 42, 43.

3. Όταν ο αυτοκράτορας επέστρεφε από εκστρατεία στις ευρωπαϊκές χώρες, η σύγκλητος τον υποδεχόταν στο Έβδομον, ενώ οι άρχοντες με το στρατιωτικό διοικητή μετέβαιναν στο Ρήγιον, για να τον προϋπαντήσουν. Στην περίπτωση που επέστρεφε νικητής από την Ανατολή, τόσο η σύγκλητος όσο και οι αξιωματούχοι με το στρατιωτικό διοικητή τον ανέμεναν στο Έβδομον. Οι αιχμάλωτοι και τα λάφυρα του πολέμου μεταφέρονταν μία μέρα πριν στον κάμπο μπροστά στη Χρυσή Πύλη. Βλ. Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος, Περί βασιλείου τάξεως, Reiske, J.J. (επιμ.), De cerimoniis aulae Byzantinae 1 (CSHB, Bonn 1829), σελ. 496.

4. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αναγόρευση του Ουάλη το 364, καθώς και άλλων, βλ. Dagron, G., Η γέννηση μιας πρωτεύουσας, μτφρ. Μ. Λουκάκη (Αθήνα 2000), σελ. 118, καθώς και Janin, R., Constantinople Byzantine: Développement urbain et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 139. 

5. Πασχάλιον Χρονικόν, Dindorf, L. (επιμ.), Chronicon Paschale I (CSHB, Bonn 1832), σελ. 589.

6. Θεμίστιος, «Φιλάδελφοι ή περί φιλανθρωπίας», 83α, Downey, G. – Schenkl, H. (επιμ.), Themistii orationes quae supersunt 1 (Leipzig 1965), σελ. 123.

7. Ψευδο-Κωδινός, Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως ΙΙΙ:144-145, Preger, T. (επιμ.), Scriptores originum Constantinopolitanarum 2 (Leipzig 1907, ανατ. 1975), σελ. 260.

8. Θεοφάνης, Χρονογραφία 1, de Boor, C. (επιμ.) (Leipzig 1883, ανατ. Hildesheim 1963), σελ. 228.

9. Το 717, επί Λέοντος Γ΄ Ισαύρου, οι Άραβες αποβιβάστηκαν στο Έβδομον και πολιόρκησαν δεύτερη φορά την Κωνσταντινούπολη, βλ. Θεοφάνης, Χρονογραφία 1, de Boor, C. (επιμ.) (Leipzig 1883, ανατ. Hildesheim 1963), σελ. 353. Για την καταστροφή της περιοχής από τον Κρούμο, βλ. Συμεών Μάγιστρος, Χρονογραφία, Bekker, I. (επιμ.), Theophanes Continuatus, Ioannes Cameniata, Symeon Magister, Georgius Monachus (CSHB, Bonn 1838), σελ. 614.

10. Demangel, R., Contribution à la topographie de l’Hebdomon (Paris 1945), σελ. 9, εικ. 4, πίν.  I, II.

11. Μακρίδης, Θ., «Το βυζαντινό Έβδομον και αι παρ’ αυτώ μοναί Αγίου Παντελεήμονος και Μάμαντος. Κοιμητήρια και τάφοι», Θρακικά 10 (1938), σελ. 137- 98· 11 (1939), σελ. 35-80.

12. Προκόπιος, Περί κτισμάτων 1.11.16, Wirth, G. – Haury, J. (επιμ.), Procopii Caesariensis opera omnia 4 (Leipzig 1964), σελ. 43-44· Θεοφάνης, Χρονογραφία 1, de Boor, C. (επιμ.) (Leipzig 1883, ανατ. Hildesheim 1963), σελ. 231.

13. «Φρούριόν ἐστιν ἐν προαστείῳ τῆς πόλεως, ὅπερ Στρογγύλον ὁμωνύμως τῇ τοῦ ἐρύματος συνθέσει καλοῦσιν», Προκόπιος, Περί κτισμάτων 4.8.4, Wirth, G. – Haury, J. (επιμ.), Procopii Caesariensis opera omnia 4 (Leipzig 1964), σελ. 134. Πρβλ. Janin, R., Constantinople Byzantine: Développement urbain et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 446, 447.

14. Τζίρας, Ν., Το Έβδομον του Βυζαντίου και η ελληνική κοινότητα Μακροχωρίου (Αθήνα 1992), σελ. 93, 94 (εικόνες).

15. Janin, R., Constantinople Byzantine: Développement urbain et répertoire topographique2 (Paris 1964), σελ. 446-447. Πρβλ. Janin, R., La géographie ecclésiastique de l’Empire byzantin I: Le siège de Constantinople et le Patriarcat Oecumenique 3: Les églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 63-64, 335, 366.

16. «καὶ τὸ Θεοδότης ἁγίας ἐν προαστείῳ καλουμένῳ Ἑβδόμῳ. ταῦτα γὰρ ἅπαντα ὁ βασιλεὺς οὗτος ἐπὶ τοῦ θείου Ἰουστίνου βασιλεύοντος ἐκ θεμελίων ἐδείματο, ἀπαγγέλλεσθαι μὲν οὐ ῥᾴδια λόγῳ, θαυμάζεσθαι δὲ ὄψει κατὰ τὴν ἀξίαν ἀμήχανα», Προκόπιος, Περί κτισμάτων 1.4.29-30, Wirth, G. – Haury, J. (επιμ.), Procopii Caesariensis opera omnia 4 (Leipzig 1964), σελ. 26.

17. Janin, R., La géographie ecclésiastique de l’Empire byzantin I: Le siège de Constantinople et le Patriarcat Oecumenique 3: Les églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 146.

18. Ψευδο-Κωδινός, Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως ΙΙΙ:144-145, Preger, T. (επιμ.), Scriptores originum Constantinopolitanarum 2 (Leipzig 1907, ανατ. 1975), σελ. 260.

19. Συνεχισταί Θεοφάνους, Βίος Βασιλείου, Bekker, I. (επιμ.), Theophanes Continuatus, Ioannes Cameniata, Symeon Magister, Georgius Monachus (CSHB, Bonn 1838), σελ. 340.

20. Ψευδο-Κωδινός, Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως ΙΙα 2, Preger, T. (επιμ.), Scriptores originum Constantinopolitanarum 2 (Leipzig 1907, ανατ. 1975), σελ. 211.

21. Janin, R., La géographie ecclésiastique de l’Empire byzantin I: Le siège de Constantinople et le Patriarcat Oecumenique 3: Les églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 449.

22. Προκόπιος, Περί κτισμάτων 1.8.15-6, Wirth, G. – Haury, J. (επιμ.), Procopii Caesariensis opera omnia 4 (Leipzig 1964), σελ. 35.

23. Mathews, T., The early churches of Constantinople. Architecture and Liturgy (University Park, Pennsylvania – London 1971), σελ. 55-32, εικ. 27, 59.

24. Demangel, R., Contribution à la topographie de l’Hebdomon (Paris 1945), σελ. 29· Janin, R., La géographie ecclésiastique de l’Empire byzantin I: Le siège de Constantinople et le Patriarcat Oecumenique 3: Les églises et les monastères2 (Paris 1969), σελ. 413-414.

25. Συνεχισταί Θεοφάνους, Βίος Βασιλείου, Bekker, I. (επιμ.), Theophanes Continuatus, Ioannes Cameniata, Symeon Magister, Georgius Monachus (CSHB, Bonn 1838), σελ. 340.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>