1. Μυθολογία Σύμφωνα με μια εκδοχή για την ίδρυση του Βυζαντίου, όταν ο Βύζας ο Μεγαρεύς ζήτησε χρησμό από τους Δελφούς για την τοποθεσία στην οποία θα έπρεπε να ιδρύσει την αποικία, πήρε χρησμό να στήσει τα θεμέλιά της «απέναντι από την πόλη των τυφλών».1 Φθάνοντας στο Βόσπορο ο Βύζας αντιλήφθηκε αμέσως τη σημασία του χρησμού και έβαλε το θεμέλιο λίθο της αποικίας του στο σημείο όπου ο Βόσπορος έκανε μια βαθιά εσοχή προς τα δυτικά, στον Κεράτιο κόλπο. Αυτή η μυθολογική εκδοχή είναι ίσως η πιο γνωστή σήμερα, αν και στην Αρχαιότητα υπήρχαν πολύ περισσότερες και αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους. Το όνομα Βυζάντιο πάντως παραπέμπει σε θρακική ονοματολογία, όπως μαρτυρούν τα συγγενή τοπωνύμια Βυζία και Βύζηρες, αλλά και η ονομασία του κοντινού ποταμού Βαρβύζη.2 Σύμφωνα με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο,3 η προγενέστερη ονομασία της τοποθεσίας ήταν Λύγος. Εξίσου πολλές εκδοχές με αυτές των συνθηκών ίδρυσης της πόλης υπάρχουν και για τη χρονολογία της. Ως επικρατέστερη φαίνεται αυτή του 660 ή 659 π.Χ.,4 ωστόσο υπάρχουν και άλλες που την ανάγουν στα τέλη του 8ου5 ή στις αρχές του 6ου αι. π.Χ.6
2. Τοπογραφία Η τοποθεσία όπου ιδρύθηκε το Βυζάντιο είχε μοναδικά πλεονεκτήματα. Από κλιματολογικής άποψης ήταν στο σημείο όπου ο Βόσπορος κατέβαζε από τον Εύξεινο Πόντο ψυχρά ρεύματα που έκαναν το καλοκαίρι πιο ευχάριστο αλλά και αρκετές βροχές που έκαναν τα καλλιεργήσιμα εδάφη εύφορα και τα ακαλλιέργητα γεμάτα από πυκνά δάση. Από στρατηγικής πλευράς η χερσόνησος που σχηματιζόταν μεταξύ του Κεράτιου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά είχε ένα μοναδικό πλεονέκτημα, καθώς έλεγχε τους θαλάσσιους δρόμους τόσο για αμυντικούς όσο και για εμπορικούς σκοπούς. Ακόμη πιο πλεονεκτική ήταν η θέση του σε σχέση με τον εξελισσόμενο αποικισμό: από τη θέση που βρισκόταν το Βυζάντιο μπορούσε να χρησιμεύσει ως αφετηρία για την ίδρυση και νέων αποικιών κατά μήκος του Βοσπόρου αλλά και στις ακτές του Εύξεινου. Στο μυχό του Κεράτιου εξέβαλλαν δύο ποταμοί, ο Βαρβύσης (ή Βαρβύζης) και ο Κύδαρις. Τους ποταμούς αυτούς εκμεταλλεύθηκαν οι Βυζάντιοι για να κατεβάζουν ξυλεία από τα γύρω υψώματα, αρχικά για να κτίσουν την πόλη τους, αργότερα το στόλο τους και τέλος για να την εκμεταλλευθούν εμπορικά. Μάλιστα θεωρείται ότι ο πρώτος οικισμός είχε ιδρυθεί ακριβώς εκεί, στο βάθος του Κεράτιου και κοντά στις εκβολές των δύο ποταμών, όπου βρισκόταν το ιερό της Σέμυστρας. Αργότερα κρίθηκε προφανώς ως προσφορότερη η θέση ακριβώς στην άκρη της χερσονήσου.7 Η θέση οχυρώθηκε με περίβολο μήκους 35 , από τα οποία το μεγαλύτερο μέρος κάλυπταν την πόλη από τη θάλασσα και μόνο 5 στάδια την προστάτευαν από ξηράς.8 2.1. Τα τείχη του Βυζαντίου Σύμφωνα με αρχαίους συγγραφείς, το Βυζάντιο ήταν η τρίτη καλύτερα οχυρωμένη πόλη του αρχαίου κόσμου μετά τη Μεσσήνη και τη Ρόδο.9 Η τοπική ιστοριογραφία μάλιστα, εμπλουτισμένη με στοιχεία μυθολογικά, απέδιδε την ανέγερση των τειχών αυτών στη θεϊκή βοήθεια που παρείχαν ο Απόλλωνας και ο Ποσειδώνας στο Βύζαντα.10 Στην πραγματικότητα τα ήδη ισχυρά κλασικά τείχη ισχυροποιήθηκαν ακόμη περισσότερο κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης από το Φίλιππο Β’. Τα τείχη αποτελούνταν από περισσότερα του ενός τμήματα. Το μπροστινό τμήμα ήταν κτισμένο κατά το . Οι τετραγωνισμένοι και λειασμένοι λίθοι ήταν τόσο καλά συναρμοσμένοι μεταξύ τους, ώστε φαίνονταν σαν να μην είχαν αρμούς.11 Πίσω από την πρόσοψη αυτή ορθώνονταν αναχώματα και πρόσθετα οικοδομήματα, τα οποία δημιουργούσαν ένα φαρδύ και προφυλαγμένο περίδρομο με επάλξεις. Τα τείχη διακόπτονταν από επτά ισχυρούς πύργους, που πρόβαλλαν προς τα έξω και προφύλασσαν τις πύλες.12 Ήταν μάλιστα τόσο καλά μελετημένη η θέση των πύργων από πλευράς ακουστικής, ώστε ο ήχος έφτανε από τον ένα στον άλλον σα να βρίσκονταν δίπλα, πράγμα ιδιαίτερα βολικό για τη μετάδοση παραγγελμάτων την ώρα της μάχης. Τα χερσαία τείχη ήταν αρκετά ψηλότερα από τα θαλάσσια, πράγμα φυσικό, αφού από τη θάλασσα περιβάλλονταν από ένα βραχώδες διάζωμα, φυσικό στο μεγαλύτερο μέρος του, το οποίο κρατούσε μακριά τόσο τα κύματα όσο και τους επιδρομείς. Στο μέσο περίπου των χερσαίων τειχών ανοιγόταν η σημαντικότερη πύλη, η Θρακική. Νότια και λίγο ανατολικότερα από τη Θρακική βρισκόταν μια δεύτερη πύλη, το Μίλιον, ενώ μαρτυρείται και μια τρίτη, η Ηράκλεια. Στη βορειοδυτική γωνία των τειχών, ακριβώς πάνω από τη θάλασσα και το λιμάνι που αργότερα ονομάστηκε Νεώριο, βρισκόταν ο μοναδικός κυκλικός και ισχυρότερος πύργος των τειχών.13
2.2. Λιμάνια Κατά την Κλασική και Ελληνιστική περίοδο το Βυζάντιο φαίνεται πως διέθετε δύο λιμάνια, και τα δύο στη βόρεια πλευρά της χερσονήσου. Το ανατολικότερο, που ονομαζόταν Βοσπόριον, βρισκόταν ακριβώς πριν από την απόληξη της χερσονήσου, τη Βοσπόρια Άκρα. Το δεύτερο ήταν δυτικότερα και κατά τους Μεσαιωνικούς χρόνους ονομαζόταν Νεώριον, χωρίς να γνωρίζουμε την αρχαία του ονομασία.14 Η είσοδος των λιμανιών ήταν κλεισμένη με αλυσίδες, ενώ ισχυροί προμαχώνες εκατέρωθεν του ανοίγματος πρόσφεραν καλή αμυντική προφύλαξη. Αφύλαχτοι λιμένες φαίνεται ότι υπήρχαν και στη νότια πλευρά στη μεταγενέστερη περιοχή της Βλάγκας και του Kadırga Lımanı. Χώρο ελλιμενισμού φυσικά παρείχε και ο Κεράτιος.15
2.3. Δημόσιοι χώροι Η άκρη της χερσονήσου είχε ανέκαθεν ιερό χαρακτήρα. Στη Βοσπόριο Άκρα, ακριβώς μέσα από τα θαλάσσια τείχη βρισκόταν ο ναός του Ποσειδώνα16 και ο βωμός της Αθηνάς Εκβασίας. Λίγο πιο μέσα, στον πρώτο λόφο, ορθώνονταν το ιερό της Αφροδίτης, το ιερό του Απόλλωνα-Ήλιου και το ιερό της Άρτεμης.17 Είναι πολύ πιθανό ότι το ιερό του Απόλλωνα18 βρισκόταν ακριβώς στο σημείο όπου σήμερα στέκει ακόμη ο επονομαζόμενος «κίονας των Γότθων», τον οποίο ανέθεσε κάποιος αυτοκράτορας, πιθανότατα ο Σεπτίμιος Σεβήρος, για να μνημονεύσει νίκη του επί των Γότθων, αντικαθιστώντας, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, παλαιότερο άγαλμα του οικιστή Βύζαντα. Τα «στάδια και τα » βρίσκονταν μεταξύ του ναού του Ποσειδώνα και των θαλάσσιων τειχών, χωρίς ωστόσο να γνωρίζουμε περισσότερα στοιχεία γι’ αυτά. Φιλολογικές μόνο μαρτυρίες έχουμε και για το ιερό του Διονύσου, καθώς και για ορισμένα ακόμη ιερά που βρίσκονταν εκτός των τειχών, στο μυχό και την είσοδο του Κεράτιου αλλά και στις Συκαιές, το σημερινό Γαλατά. Στην κορυφή του δεύτερου λόφου, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η Αγία Σοφία, ήταν κτισμένη η μεγάλη της πόλης. Η θέση της ήταν ακόμη περισσότερο υπερυψωμένη χάρη σε βαθμιδωτό . Την αγορά περιέβαλλαν λαμπρές και για το λόγο αυτό στις πηγές απαντά μερικές φορές στις πηγές ως «Τετράστωον». Σε μεταγενέστερη ενδεχομένως εποχή, κατά την Ύστερη Αρχαιότητα, στο κέντρο του Τετραστώου υψωνόταν ένας κίονας με το άγαλμα του Ηλίου.19
Κατά την επανίδρυση της πόλης από το Σεπτίμιο Σεβήρο το ιστορικό κέντρο απέκτησε δύο μεγάλα οικοδομήματα, τον Ιππόδρομο και τα Λουτρά του Ζευξίππου, ένα περίφημο συγκρότημα που κτίστηκε επάνω από τον προγενέστερο ναό του Δία. Στο Σεβήρο επίσης αποδίδεται και το Κυνήγιον, ένα αμφιθέατρο που χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για αναπαραστάσεις κυνηγιού άγριων ζώων. 3. Ιστορία 3.1. Αρχαϊκή περίοδος Ένας πρόσθετος παράγοντας που συνηγορεί υπέρ της μεγαρικής καταγωγής των πρώτων αποίκων της πόλης είναι το ότι η πόλη είχε υιοθετήσει το μεγαρικό αλφάβητο, το ημερολόγιο και τις βασικές λατρείες. Όποια εκδοχή και αν δεχτούμε για το χρόνο και τις συνθήκες ίδρυσης της πόλης είναι βέβαιο ότι στην πρώιμη φάση της ιστορίας του το Βυζάντιο πρέπει να πολέμησε σκληρά εναντίον των θρακικών φύλων που το περιτριγύριζαν.20 Οι Δωριείς άποικοι φρόντισαν να εφαρμόσουν ένα σύστημα ελέγχου όπως αυτό της Σπάρτης, καθιστώντας τους ντόπιους ένα είδος ειλώτων, τους οποίους αποκαλούσαν «προύνικους». Φαίνεται πάντως ότι η πόλη διατηρούσε καλές σχέσεις με τους Αχαιμενίδες. Ο Αρίστων του Βυζαντίου αναφέρεται μεταξύ των Ελλήνων πολιτικών και στρατηγών που υποστήριξαν το Δαρείο κατά τη σκυθική εκστρατεία, παρέχοντάς του μάλιστα και πλοία.21 Ωστόσο, το Βυζάντιο δεν υπήρξε από τις πιο πιστές πόλεις προς τον Πέρση βασιλιά. Όταν αυτός καθυστέρησε να επιστρέψει, οι Βυζάντιοι πρότειναν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους, ίσως μάλιστα να προέβαιναν και σε καταστροφή της γέφυρας του Βοσπόρου. Η στάση αυτή εξόργισε το Δαρείο, ο οποίος στην επιστροφή του αποφάσισε να τιμωρήσει το Βυζάντιο –η θέση του οποίου ήταν τόσο κομβική– και ανέθεσε τη διακυβέρνησή του στο γνωστό για τη σκληρότητά του Οτάνη.22
Κατά τη διάρκεια της Ιωνικής επανάστασης το Βυζάντιο καταλήφθηκε από τις ενωμένες ελληνικές δυνάμεις.23 Μετά το ατυχές για τους Έλληνες τέλος της επανάστασης, αρκετοί επιφανείς πολίτες του Βυζαντίου, φοβούμενοι την οργή των Περσών, μαζί με πολίτες της Χαλκηδόνας που είχαν κρατήσει αντιπερσική στάση έφυγαν και ίδρυσαν τη Μεσημβρία στις δυτικές ακτές του Εύξεινου Πόντου.24 Πράγματι, το Βυζάντιο υπέστη σε αντίποινα εκτεταμένες καταστροφές από τους Πέρσες.25
3.2. Κλασικοί χρόνοι Κατά τη διάρκεια των Μηδικών ο έλεγχος του Βυζαντίου εξασφάλισε στον περσικό στρατό ασφαλή επιστροφή, ιδιαίτερα μετά την οριστική ήττα στις Πλαταιές το 478 π.Χ. Ωστόσο οι ίδιοι οι Έλληνες ήταν αυτοί που, με επικεφαλής το νικητή των Πλαταιών Παυσανία, κατέλαβαν την πόλη και συνέλαβαν αρκετούς από τους Πέρσες ευγενείς της άρχουσας τάξης.26 Στη συνέχεια όμως φαίνεται ότι ο Παυσανίας ήρθε σε συνεννόηση με τον Ξέρξη και παρέμεινε διοικητής της πόλης, παρά τη θέληση των Σπαρτιατών, για άλλα επτά χρόνια, δηλαδή περίπου έως το 470 π.Χ.27 Η περίοδος της διακυβέρνησής του περιγράφηκε με μελανά χρώματα. Τελικά ο Παυσανίας εκδιώχθηκε από τους Αθηναίους, που ανέκαθεν εποφθαλμιούσαν τον έλεγχο των στενών του Βοσπόρου. Το Βυζάντιο στη συνέχεια απέκτησε δημοκρατικό πολίτευμα, ενώ προσχώρησε στη Δηλιακή Συμμαχία, συνεισφέροντας μάλιστα με μεγάλα ποσά, εξαιτίας της ανθηρής οικονομικής του κατάστασης.28 Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου το Βυζάντιο συντάχθηκε αρχικά με τους Αθηναίους.29 Το 416 π.Χ. μαζί με την Καλχηδόνα οργάνωσε μια εκστρατεία εναντίον της Βιθυνίας.30 Μετά την αποτυχία της σικελικής εκστρατείας όμως, καθώς διαφαινόταν πλέον η ήττα της Αθήνας, το Βυζάντιο έσπευσε να έρθει σε συνεννοήσεις με τους Σπαρτιάτες και τελικά αποσκίρτησε από τον αθηναϊκό συνασπισμό το 411 π.Χ. Την επόμενη χρονιά όμως ο Σπαρτιάτης στρατηγός Κλέαρχος κατέλαβε την πόλη με την πρόφαση της ανάγκης να σταματήσει η αποστολή σιτηρών προς την Αθήνα από τον Εύξεινο.31
Οι Αθηναίοι στράφηκαν εναντίον του Βυζαντίου και ο Αλκιβιάδης το πολιόρκησε το 409 π.Χ. Ο Κλέαρχος, που το υπερασπιζόταν, κάποια στιγμή εγκατέλειψε την πόλη και τότε κάποιοι πολίτες άνοιξαν τις πύλες στους Αθηναίους. Σύμφωνα με φιλολογικές μαρτυρίες, αρκετοί πολίτες του Βυζαντίου παρέμειναν πιστοί στους Σπαρτιάτες και δόθηκε μάχη ακόμα και εντός των τειχών, έως ότου ο Αλκιβιάδης υποσχέθηκε αμνηστία.32 Μετά την ήττα τους στους Αιγός Ποταμούς οι Αθηναίοι υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης, σύμφωνα με την οποία όφειλαν, μεταξύ άλλων, να εγκαταλείψουν και το Βυζάντιο. Οι Βυζάντιοι που είχαν ανοίξει τις πύλες στον Αλκιβιάδη ακολούθησαν το αθηναϊκό στράτευμα και αργότερα πήραν τιμητικά την αθηναϊκή πολιτεία.33
Το 403 π.Χ. οι Βυζαντινοί αντιμετώπισαν πρόβλημα με τα θρακικά φύλα και ζήτησαν τη βοήθεια των Σπαρτιατών, οι οποίοι έστειλαν ξανά τον Κλέαρχο. Ο τελευταίος όμως εφάρμοσε καθεστώς τρομοκρατίας και οι Σπαρτιάτες αναγκάστηκαν να τον ανακαλέσουν βίαια και να τοποθετήσουν στη θέση του τον Κλέανδρο.34 Περί το 390 π.Χ. ο Θρασύβουλος έβαλε οριστικό τέλος στη σπαρτιατική παρουσία στην πόλη, καθώς και στο ολιγαρχικό πολίτευμα που είχε επικρατήσει. Για να διασφαλίσουν τη συμμαχία τους με το Βυζάντιο οι Αθηναίοι πριν από την ίδρυση της Β’ Αθηναϊκής Συμμαχίας έσπευσαν να κλείσουν ειδική συνθήκη.35 Ωστόσο η νομιμοφροσύνη των Βυζαντινών προς τους Αθηναίους δεν είχε στέρεες βάσεις. Το 364 π.Χ. ο Επαμεινώνδας τους προσεταιρίστηκε σχετικά εύκολα, προκειμένου να στηρίξει με το ναυτικό τους την ανερχόμενη ισχύ του βοιωτικού και τη θηβαϊκή κυριαρχία. Το 362 π.Χ. οι Βυζαντινοί απέκλεισαν για μια ακόμη φορά τα στενά για τα πλοία που ανεφοδίαζαν με δημητριακά την Αθήνα. Νέα κρίση στις σχέσεις των δύο πόλεων επήλθε το 357 π.Χ., όταν το Βυζάντιο συντάχθηκε με τις δυνάμεις του Μαυσώλου. Όταν τελικά επιτεύχθηκε εκ νέου συνθήκη ειρήνης οι Βυζαντινοί επωφελήθηκαν, εξαπλώνοντας την επιρροή τους στην Καλχηδόνα και τη Σηλυμβρία. Το Βυζάντιο ήρθε ξανά στο προσκήνιο τον καιρό της εξάπλωσης του Φιλίππου Β΄. Η διαμάχη τους με το βασιλιά των Θρακών Κερσοβλέπτη τούς οδήγησε να κλείσουν συνθήκη ειρήνης με το Φίλιππο. Ωστόσο, όταν εκείνος τους ζήτησε να στραφούν ενεργά εναντίον της Αθήνας, απέφυγαν να το κάνουν. Ο Φίλιππος φρόντισε να εκδικηθεί. Το 341/340 π.Χ. επιτέθηκε εναντίον της γειτονικής Περίνθου, την οποία οι Βυζαντινοί υποστήριξαν ενεργά. Όταν η πολιορκία του απέτυχε, ο Φίλιππος κινήθηκε γρήγορα εναντίον του Βυζαντίου, του οποίου οι πιο αξιόμαχες δυνάμεις βρίσκονταν ακόμη στην Πέρινθο.36 Η πολιορκία του Βυζαντίου από το Φίλιππο πήρε σχεδόν επικές διαστάσεις στη συλλογική μνήμη των πολιτών.37 Οι Βυζάντιοι μάλιστα θεώρησαν ότι η τελική τους σωτηρία επήλθε από τη θεά Εκάτη Φωσφόρο. Στην ουσία ορισμένες ελληνικές πόλεις, με επικεφαλής την Αθήνα, κήρυξαν επίσημα τον πόλεμο εναντίον του Φιλίππου, πράγμα που μέχρι τότε δίσταζαν να κάνουν.38 Μεταξύ των στρατηγών του εκστρατευτικού σώματος ήταν ο ρήτορας Δημοσθένης, από τους επικεφαλής της αντιμακεδονικής παράταξης. Η πολιορκία κατέληξε άδοξα για το Φίλιππο, ο οποίος ωστόσο φρόντισε να εκδικηθεί τουλάχιστον το στρατηγό των Βυζαντίων, το Λέοντα, τον οποίο διέβαλε στους συμπατριώτες του εξαναγκάζοντάς τον τελικά να αυτοκτονήσει. 3.3. Ελληνιστικοί χρόνοι Παρά τα εμπόδια που είχε δημιουργήσει το Βυζάντιο στον πατέρα του, ο Αλέξανδρος άφησε την πόλη σε καθεστώς αυτονομίας, επιτρέποντάς της να κόβει τα δικά της νομίσματα. Είναι προφανές ότι είχε αναγνωρίσει τη στρατηγική της σημασία και δεν επιθυμούσε να διατρέχει τον κίνδυνο προδοσίας. Πράγματι, κατά την εκστρατεία του προς το Δούναβη οι Βυζαντινοί τον υποστήριξαν στέλνοντας μία μοίρα του ναυτικού τους να αναπλεύσει τον ποταμό.39 Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου οι Βυζαντινοί υποστήριξαν αρχικά τον Αντίγονο στον αγώνα του εναντίον του Πολυπέρχοντα, στη συνέχεια όμως διατήρησαν ουδετερότητα στον αγώνα του εναντίον του Κασσάνδρου και του Λύσανδρου.40 Γενικά πάντως διατήρησαν φιλική στάση προς τους Αντιγονίδες, ιδρύοντας μάλιστα και αγάλματα προς τιμήν του Δημητρίου και του γιου του, του Αντιγόνου Γονατά, στην Ολυμπία.41 Μετά τη μάχη στο Κουροπέδιο το Βυζάντιο συνασπίστηκε με την Ηράκλεια του Πόντου, προκειμένου να αντισταθούν στους Σελευκίδες.42
Το 278 π.Χ. τα κελτικά φύλα επέδραμαν προς τη Μικρά Ασία και την κυρίως Ελλάδα και πέρασαν τον Ελλήσποντο. Το Βυζάντιο δεν μπόρεσε να αντισταθεί στις ορδές των Γαλατών που σάρωσαν την ύπαιθρο χώρα και δέχτηκε να πληρώσει βαρύ φόρο, που έφτανε περίπου τα 80 . Στα χρόνια που ακολούθησαν πάγια επιδίωξη των Βυζαντινών ήταν η επέκταση της κυριαρχίας τους και ιδιαίτερα του ελέγχου του εμπορίου διαμέσου των Στενών. Έτσι προέβησαν σε πόλεμο εναντίον της Καλλάτιδος, των Τόμων και της Ίστριας, καθυποτάσσοντας την πρώτη, ενώ αναζήτησαν προστασία στους Πτολεμαίους της Αιγύπτου.43 Προχωρώντας ακόμη περισσότερο, το Βυζάντιο θέλησε να επιβάλει δασμούς στα Στενά. Η ενέργεια αυτή όμως εξόργισε τη Ρόδο, που το ναυτικό της πληττόταν άμεσα, η οποία κήρυξε αμέσως τον πόλεμο. Οι Ρόδιοι ζήτησαν τη βοήθεια του Προυσία της Βιθυνίας, ο οποίος άρχισε να καταλαμβάνει τις μικρασιατικές κτήσεις του Βυζαντίου. Τελικά επιτεύχθηκε ειρήνη με τη μεσολάβηση του Κέλτη ηγεμόνα Καβάρου και οι Βυζαντινοί αναγκάστηκαν να καταργήσουν τους δασμούς, παίρνοντας πίσω τα εδάφη τους.44 Βυζάντιο και Ρόδος ξεπέρασαν τις διαφορές τους και δημιούργησαν συνασπισμό με τον Άτταλο Β΄ του Περγάμου προκειμένου να αντιμετωπίσουν το Φίλιππο Ε’. Το Βυζάντιο ήθελε με τον τρόπο αυτό να ανακτήσει τον έλεγχο της Περίνθου που του τον είχε αφαιρέσει ο βασιλιάς της Μακεδονίας. Η εμπλοκή της Ρώμης με το μέρος του συνασπισμού είχε θετικά αποτελέσματα, καθώς μετά τη μάχη της Πύδνας (197 π.Χ.) το Βυζάντιο πήρε πίσω την Πέρινθο.45
3.4. Ρωμαϊκή περίοδος Το Βυζάντιο παρέμεινε στο πλευρό της Ρώμης σε όλους τους αγώνες της για εδραίωση της κυριαρχίας της στην Ανατολή: στον πόλεμο εναντίον του Ανδρονίκου (Ανδρίσκου;) της Μακεδονίας, στους Μιθριδατικούς πολέμους, αλλά και στον αγώνα εναντίον των πειρατών της Κιλικίας. Η επέκταση της ρωμαϊκής κυριαρχίας δεν αποτέλεσε επομένως απειλή για τους Βυζαντινούς. Αντίθετα, μέσα στις ευνοϊκές συνθήκες που εξασφάλισε η pax romana το Βυζάντιο παρέμεινε η δεύτερη, μετά τη Ρόδο, σημαντικότερη ναυτική δύναμη της Ανατολής. Εξάλλου συχνά το Βυζάντιο χρησιμοποιήθηκε από τους Ρωμαίους ως ενδιάμεσος σταθμός για τη διαπεραίωση των στρατευμάτων τους στη Μικρά Ασία. Εξίσου σημαντικός ήταν ο ρόλος του Βυζαντίου στους συχνούς αγώνες εναντίον των Θρακών. Για το λόγο αυτό αρκετοί αυτοκράτορες παραχώρησαν προνόμια στην πόλη. Έτσι ο Κλαύδιος εκχώρησε πενταετή ατέλεια, ο Τραϊανός, έπειτα από πρόταση του του, του Πλινίου του Νεότερου,46 κατάργησε τις εισφορές για την αυτοκρατορική λατρεία, ενώ παραδίδεται ότι και ο Αδριανός εφοδίασε την πόλη με ένα υδραγωγείο. Η αλιεία, η γεωργία και τα έσοδα από τους τελωνειακούς δασμούς χάριζαν στην πόλη ευημερία ακόμα και στα τέλη του 2ου αιώνα, όταν αρκετές άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας άρχισαν να διέρχονται κρίση. Τότε όμως το Βυζάντιο διέπραξε ένα σημαντικό πολιτικό λάθος, υποστηρίζοντας τον Πεσκένιο Νίγηρα στον αγώνα του εναντίον του Σεπτιμίου Σεβήρου. Ο τελευταίος προέβη σε συστηματική πολιορκία της πόλης, η οποία συνεχίστηκε ακόμα και μετά το θάνατο του Νίγηρα στη Μικρά Ασία. Οι πολεμικές μηχανές και η ισχύς των τειχών του έκαναν το Βυζάντιο να αντισταθεί για τρία περίπου χρόνια. Όταν επιτέλους καταλήφθηκε, η τιμωρία υπήρξε σκληρή. Η πόλη καταστράφηκε από τα ρωμαϊκά στρατεύματα. Ο γιος και διάδοχος του Σεβήρου όμως, ο Καρακάλλας, κατόρθωσε να μεταστρέψει τον πατέρα του, ο οποίος τελικά προέβη σε εκτεταμένη ανοικοδόμηση της πόλης και εκχώρηση αρκετών από τα προνόμια που της είχε αφαιρέσει. Μεταξύ των κτισμάτων του Σεβήρου συγκαταλέγονται μια στοά, τα επονομαζόμενα «Λουτρά του Ζευξίππου», το «Κυνήγιον» (μάλλον αμφιθέατρο όπου παρουσιάζονταν κυνήγια άγριων ζώων) και ο Ιππόδρομος. Ο Σεβήρος επίσης φαίνεται ότι μετέφερε το ναό του Απόλλωνα εντός της ακρόπολης. Έτσι το Βυζάντιο έζησε μια περίοδο ακμής περίπου μισό αιώνα ακόμη. Μια νέα φάση καταστροφής επήλθε επί αυτοκράτορα Γαλλιηνού, ο οποίος τιμώρησε τους κατοίκους για την απείθειά τους στο θέμα της δυναστικής διαδοχής. Από τα μέσα του 3ου αιώνα οι επιδρομές των βαρβαρικών φύλων, κυρίως των Γότθων, και οι αναταραχές στους κόλπους του ρωμαϊκού στρατού έβαλαν συχνά την πόλη στο μάτι του κυκλώνα. Ωστόσο τα πλήγματα δεν ήταν αποφασιστικά. Σημαντική ωστόσο υπήρξε η απόφαση του Διοκλητιανού κατά τη διάρκεια της διοικητικής του μεταρρύθμισης, να κάνει την Πέρινθο, και όχι το Βυζάντιο, πρωτεύουσα επαρχίας. Οι εμφύλιοι πόλεμοι που ξέσπασαν μετά την παραίτηση του Διοκλητιανού και την κατάρρευση της έφεραν και πάλι στο προσκήνιο το Βυζάντιο. Τα τείχη ισχυροποιήθηκαν και, εξαιτίας της οχυρής του θέσης, ο Λικίνιος κατέφυγε εκεί μετά την ήττα του στην Αδριανούπολη. Ο αντίπαλός του, ο Κωνσταντίνος, τον καταδίωξε και τον ανάγκασε να παραδοθεί. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας αυτής ίσως αντιλήφθηκε τα μοναδικά πλεονεκτήματα που είχε η θέση της πόλης και τελικά αποφάσισε να μεταφέρει εκεί την πρωτεύουσά του, την οποία μετονόμασε σε Νέα Ρώμη. 4. Πολιτισμός και καθημερινή ζωή Κατά την Ύστερη Κλασική και την Ελληνιστική περίοδο το Βυζάντιο βρισκόταν στην περίοδο της μεγαλύτερης ευμάρειάς του. Η συσσώρευση πλούτου όμως φαίνεται πως είχε κάνει τους κατοίκους ευδαιμονιστές και μαλθακούς. Σύμφωνα με το Θεόπομπο της Χίου, περνούσαν τη ζωή τους στην αγορά, τις ταβέρνες και την παραλία, κυνηγώντας κάθε είδους απόλαυση και ιδιαίτερα το κρασί. Ο Μένανδρος επαναλαμβάνει την κατηγορία αυτή, η οποία φαίνεται ότι είχε γίνει κοινός τόπος, στην Αυλητρίδα του. Περισσότερες από μία μνείες στην ασωτία των Βυζαντινών κάνει ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές. Σε μια περίπτωση μάλιστα παραθέτει απόσπασμα του Φυλάρχου του Αθηναίου, ο οποίος έγραφε ότι η αγάπη τους για το κρασί τούς έκανε να μην ανέχονται ούτε τον ήχο της πολεμικής σάλπιγγας. Ο στρατηγός τους Λεωνίδης για να τους πείσει να πολεμήσουν σε κάποια περίσταση έβαλε τους εμπόρους κρασιού να στήσουν τις τέντες τους επάνω στις επάλξεις, και τότε κάποιοι άρχισαν να μένουν, όχι για την άμυνα τόσο όσο για να εξασφαλίσουν τις προμήθειές τους. Αλλά και ο συμπατριώτης τους Αντίφιλος ο Βυζάντιος, ποιητής του 1ου αιώνα, στηλιτεύει με σκωπτική πένα τη μέθη των Βυζαντινών.47 Ωστόσο αυτή ήταν μία μόνο πτυχή της καθημερινότητας. Το Βυζάντιο είχε να επιδείξει και αρκετές άλλες. Η ποίηση, και γενικότερα τα γράμματα, ήταν κάτι με το οποίο καταπιάνονταν οι Βυζαντινοί με επιτυχία. Μάλιστα από το Βυζάντιο προερχόταν μία από τις διασημότερες γυναίκες ποιήτριες του αρχαίου κόσμου, η Μοιρώ, η οποία άκμασε περίπου το 300 π.Χ. και έμεινε γνωστή κυρίως για το ποιητικό της έργο Αραί, δηλαδή κατάρες. Από το Βυζάντιο τέλος κατάγονταν σημαντικοί επιστήμονες, όπως ο Φίλων, καθώς και άνθρωποι των γραμμάτων, όπως ο Αριστοφάνης και ο Διονύσιος. Η θρησκευτική ζωή της πόλης χαρακτηριζόταν από λατρείες που βασίζονταν κυρίως στο ελληνικό πάνθεον: Ποσειδώνας, Απόλλωνας, Άρτεμη, Αφροδίτη, Διόνυσος ήταν μεταξύ των κυριότερων θεοτήτων. Στη Ρωμαϊκή περίοδο προστέθηκαν και θεότητες ανατολικής προέλευσης, όπως ο Σάραπις και η Κυβέλη. Η σημαντικότερη θρησκευτική τελετή ήταν τα Βοσπόρια, μια ιερή λαμπαδηδρομία που ξεκινούσε από την παραλία και κατέληγε στην ακρόπολη, όπου άναβε η ιερή πυρά. 5. Αρχαιολογικά κατάλοιπα Όπως είναι φυσικό, σε μια πόλη η οποία καταστράφηκε και ξανακτίστηκε, επανιδρύθηκε και αποτέλεσε πρωτεύουσα αυτοκρατοριών για αιώνες, τα αρχαιολογικά κατάλοιπα από την Αρχαιότητα μόλις που διακρίνονται εδώ κι εκεί στο παλίμψηστο της σύγχρονης Κωνσταντινούπολης. Ένα τέτοιο μνημείο είναι ο «κίονας των Γότθων», στον οποίο αναφερθήκαμε, και ο οποίος σήμερα είναι ορατός μεταξύ του οθωμανικού παλατιού του Τοπ Καπί και των θαλάσσιων τειχών. Ο κίονας, που μάλλον αντικατέστησε το άγαλμα του οικιστή Βύζαντα, βρισκόταν σε περίοπτη θέση μέσα στην αρχαία πόλη, κοντά στα σημαντικότερα ιερά. Τμήματα ενός άλλου κίονα, που προφανώς σκοπό είχε να εξυμνήσει τις στρατιωτικές νίκες ενός αυτοκράτορα, είναι τα ανάγλυφα που βρίσκονται εντοιχισμένα χαμηλά στον εξωτερικό τοίχο του λουτρού του Beyazid στην Ordu Caddesi. Ένα από αυτά, τοποθετημένο δυστυχώς ανάποδα, εικονίζει μια ρωμαϊκή λεγεώνα σε ώρα πορείας.48
Ο ανοιχτός χώρος μπροστά στην Αγία Σοφία και ως το σημερινό At Meydanı αντιστοιχούσε στο ρωμαϊκό Φόρο του Αυγούστου. Ωστόσο τίποτε δε σώζεται σήμερα. Αντίθετα, ορατά είναι κάποια κατάλοιπα του Ιπποδρόμου, ο οποίος θεμελιώθηκε από το Σεπτίμιο Σεβήρο, ως μέρος της ανακατασκευής της πόλης. Η ορατή του Ιπποδρόμου, κρυμμένη πίσω από μεταγενέστερα κτήρια στην κατωφέρεια του δρόμου που οδηγεί προς τον Άγιο Σέργιο και Βάκχο (Küçük Aya Sofya Camii) χρονολογείται σε υστερότερη φάση ανακατασκευής του Ιπποδρόμου, ωστόσο οριοθετεί την αρχαιότερη σφενδόνη. Από την αγορά του Αυγούστου ξεκινούσαν η Μέση, η οδός που κατευθυνόταν προς τη θάλασσα του Μαρμαρά, και τα τείχη του Σεπτιμίου Σεβήρου. Η οδός αντιστοιχούσε περίπου στη σημερινή Divan Yolu. Στο σημείο εκκίνησης της Μέσης βρισκόταν ένα μνημειώδες τετράπυλο, το Μίλλιον. Μία δεύτερη αγορά, αυτή των βοοειδών ή Forum Bovis, βρισκόταν στο σημερινό Aksaray, κοντά στο υδραγωγείο του Βάλεντα (375). Το τελευταίο ωστόσο ενδέχεται να κατασκευάστηκε πολύ νωρίτερα, και στην πραγματικότητα πρόκειται για υδραγωγείο το οποίο δώρισε στην πόλη ο αυτοκράτορας Αδριανός περίπου το 125. Επρόκειτο για ένα περίτεχνο υδρευτικό έργο που συνδεόταν με πολύ εκτεταμένο δίκτυο κεραμικών και λίθινων αγωγών οι οποίοι μετέφεραν νερό από πηγές και ρυάκια εκτός πόλης. Αρκετά έχουν ειπωθεί κατά καιρούς για την αρχαιότητα της προέλευσης των κιόνων της Αγίας Σοφίας. Ωστόσο σύγχρονες μελέτες αποδεικνύουν ότι στην πλειονότητά τους οι κίονες αυτοί ήταν εξαρχής κατασκευασμένοι για να στολίσουν τη μεγάλη εκκλησία, αν και προερχόμενοι από διαφορετικά λατομεία του ελλαδικού κυρίως χώρου. Αντίθετα, βεβαιωμένη είναι η αρχαιότητα των κιόνων και των βάσεων κιόνων που είναι εντοιχισμένοι στα κατώτερα τμήματα των τοίχων του παλατιού του Βουκολέοντος (στη σημερινή Kennedy Caddesi, έξω ακριβώς από τα θαλάσσια τείχη). Οι κίονες χρονολογούνται στον 5ο αι. π.Χ. και προέρχονται από αταύτιστο, μέχρι στιγμής, ιερό που βρισκόταν στην περιοχή. Στον ημιόροφο του Αρχαιολογικού Μουσείου της Κωνσταντινούπολης μια αίθουσα επιγράφεται Istanbul Through the Ages (Η Κωνσταντινούπολη διαμέσου των αιώνων). Στην αίθουσα αυτή μπορεί κανείς να δει κατάλοιπα της καθημερινής ζωής της αρχαίας πόλης, όπως είναι κεραμικά αντικείμενα, τα πρωιμότερα από τα οποία χρονολογούνται στον 7ο αι. π.Χ. Μια σειρά από επιτύμβιες στήλες μάς δίνουν πληροφορίες τόσο για την ονοματολογία των νεκρών όσο και για τις συνήθειές τους, καθώς σε αρκετές από αυτές υπάρχουν ανάγλυφες παραστάσεις με σκηνές καθημερινής ζωής ή συμποσίων. 6. Επιγραφικές μαρτυρίες Σε αντίθεση με τα κατάλοιπα κτηρίων και έργων τέχνης που είναι πενιχρά, αρκετά πλούσιο είναι το επιγραφικό υλικό το οποίο έφτασε σε εμάς είτε από ανασκαφές είτε επάνω σε υλικό επαναχρησιμοποιημένο σε οικοδομές. Όπως προαναφέρθηκε, έχει σωθεί αρκετά μεγάλος αριθμός επιγραφών, άλλες επιτύμβιες και άλλες ή τιμητικές.49 Ειδικά οι τιμητικές επιγραφές μάς δίνουν μια καλή εικόνα της εξωτερικής πολιτικής της πόλης, αφού πολύ συχνά οι πολίτες που τιμώνται είναι αυτοί που ηγούνταν πρεσβειών ή αναλάμβαναν το ρόλο μεσολαβητή προς άλλες πόλεις ή ηγεμόνες. Ενδεικτική είναι η τιμητική επιγραφή για τον Εύδαμο, γιο του Νίκωνα, ο οποίος καταγόταν από το Βυζάντιο και είχε καταφέρει να ανέλθει στην αυλική αριστοκρατία του Αντίοχου (βλ. Παράθεμα 1). Δε λείπουν ωστόσο και επιγραφές που αποτυπώνουν τα ονόματα σημαντικών προσωπικοτήτων που έζησαν στην πόλη, όπως ο Λακεδαιμόνιος στρατηγός Παυσανίας (βλ. Παράθεμα 2). Επιπλέον, οι επιγραφές αποτελούν μαρτυρίες για πτυχές της θρησκευτικής ζωής της πόλης και των τελετουργιών που λάμβαναν χώρα, όπως η μεγάλη εορτή των Βοσπορίων (βλ. Παράθεμα 3), οι τελετές προς τιμήν του Διονύσου (βλ. Παράθεμα 4) ή τα «πλοιαφέσια» προς τιμήν της Ίσιδας (βλ. Παράθεμα 5). Συνολικά, οι επιγραφές μάς δίνουν και άλλες χρήσιμες πληροφορίες, όπως είναι η ονοματολογία των κατοίκων, καθώς και τα ονόματα των μηνών ή το χρονολογικό σύστημα που ακολουθούνταν σε κάθε χρονική περίοδο. 7. Νομισματικές κοπές Η πόλη του Βυζαντίου αρχικά δημιούργησε ένα δικό της σταθμητικό κανόνα που βασιζόταν σε νομίσματα από σίδηρο, τα οποία ήταν δύσκολο να παραχαραχθούν ή να εκδοθούν σε κίβδηλη μορφή. Στόχος ήταν να δημιουργηθεί μια νομισματική μονάδα που να εξυπηρετεί με ασφάλεια τις εμπορικές συναλλαγές, καθώς ήταν σαφές ότι το εμπόριο θα αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά της βυζαντινής οικονομίας. Ωστόσο, το σύστημα αυτό δεν υπήρξε μακρόβιο. Ήδη κατά τον 4ο αι. π.Χ. βρίσκουμε νομίσματα Βυζαντίου (χάλκινες και αργυρές κοπές) με βάση τον περσικό σταθμητικό κανόνα, ενώ λίγο αργότερα (3ος αι. π.Χ.) δε λείπουν και τα νομίσματα που ακολουθούν το ροδιακό σταθμητικό κανόνα. Στα νομίσματα της Κλασικής περιόδου συνηθέστερος τύπος είναι η απεικόνιση ταύρου ή αγελάδας επάνω σε δελφίνι στον και κεραίες με ιστία ανεμόμυλου στον . Στο τέλος της Ελληνιστικής περιόδου και κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής κάνουν την εμφάνισή τους θεότητες στον εμπροσθότυπο (Δήμητρα, Διόνυσος, Άρτεμη κ.ά.), ενώ στον οπισθότυπο όχι σπάνια παριστάνεται το σύμβολο της πόλης, που αποτελείται από μια ημισέληνο με εγγεγραμμένο άστρο και την επιγραφή ΒΥΖΑΝΤΙΩΝ. Εναλλακτικό σύμβολο για τον οπισθότυπο σε όλες τις περιόδους, ιδιαίτερα όμως κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους, είναι η τρίαινα του Ποσειδώνα. Κατά τους Αυτοκρατορικούς χρόνους εμφανίζονται και χρυσές αυτοκρατορικές κοπές, που ακολουθούν τα γενικότερα πρότυπα που ίσχυαν στην αυτοκρατορία. Την ίδια εποχή εικονίζεται και ο οικιστής του Βυζαντίου, ο Βύζας, σε περιορισμένες κοπές. |
1. Για την εκδοχή αυτή του μύθου βλ. Στράβ. 7.320 και Ησ. 4.21. Ωστόσο, ο Ηρ. (4.44) αποδίδει τη ρήση αυτή στον Πέρση σατράπη Μεγάβαζο. 2. Η θρακική προέλευση του ονόματος ωστόσο μπορεί να αποτελούσε αντιδάνειο, καθώς είναι γνωστό ότι ήδη από την Αρχαϊκή περίοδο τα ονόματα αυτά είχαν διεισδύσει ακόμα και στο αττικό λεξιλόγιο. 3. Πλίν., ΦΙ 4.46. 4. Ιερώνυμος, Σύνοψις Ιστοριών και Κασσιόδωρος, Χρονικό (επιμ. Th. Mommsen, Cassiodori Senatoris Variae, Berolini 1894) Πρβλ. Κασσιόδωρος, Χρονικό (επ. Th. Mommsen, 1861). 5. Ηρ. 4.44. 6. Ιωάννης Λυδός, De magistratibus populi Romani libri tres, ed. R.Wuensch (Lipisiae 1903). 7. Πρόκειται για το σημείο στο οποίο αργότερα κτίστηκε το οθωμανικό ανάκτορο, το γνωστό Top Kapı. 8. Βλ. Διονύσιος Βυζάντιος, Ανάπλους Βοσπόρου, [= Dionysii Byzantii Anaplous Bospori, ed. R Gungerich (Berolini 1958)] και RE Suppl. III, 1118-1119, βλ. λ. “Byzantion” (R. Kubitchek). Η απόσταση των 5 σταδίων αντιστοιχεί σε περίπου 1 χλμ. και είναι μικρότερη από τη σημερινή. Αυτό όμως ενδέχεται να οφείλεται σε αλλαγή της μορφολογίας του εδάφους, αλλά και σε ανθρώπινες επεμβάσεις, όπως οι επιχώσεις για τη δημιουργία του σημερινού Kadırga Lımanı. 9. Παυσ. 4.31.5. 10. Ησύχιος Μιλήτου 12. 11. Δίων Κ. 74.14.4 κ.ε. 12. Ησύχιος Μιλήτου 27. 13. Διονύσιος Βυζάντιος, Ανάπλους Βοσπόρου, [= Dionysii Byzantii Anaplous Bospori, ed. R Gungerich (Berolini 1958)]. 14. Για δύο λιμένες κάνει λόγο ο Δίων Κ. 74.10.5. Η πληροφορία του Διονύσιου για τρίτο λιμένα δε φαίνεται να επιβεβαιώνεται, τουλάχιστον για την πρώιμη αυτή εποχή. 15. Για τα λιμάνια της πόλης βλ. τη μονογραφία Müller-Wiener, W., Die Häfen von Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul (Tübingen 1994). 16. Βλ. Παράθεμα 1. 17. Ο Ηρόδοτος (4.87) αναφέρει και ένα βωμό προς τιμήν της Άρτεμης Ορθωσίας, δεν είναι όμως βέβαιο αν ταυτίζεται με το ιερό της ίδιας θεάς που αναφέρει ο Ησύχιος (16). 18. Αρκετές επιγραφές πολιτικού ή ιδιωτικού χαρακτήρα ήταν αφιερωμένες στο ιερό του Απόλλωνα. Βλ. Παράθεμα 2. 19. Βλ. Μαλάλ. Ι. 291 κ.ε.· Πασχ. Χρον. Ι.494 κ.ε. 20. Βλ. Διον. Βυζ. 8.9, 6.12, 53.35. 21. Ηρ. 4.138. 22. Ηρ. 4.143 κ.ε., 5.26 κ.ε. 23. Ωστόσο, δεν είναι πολύ σαφές από τις πηγές αν οι πολίτες σύσσωμοι υποστήριξαν την επανάσταση. Είναι ενδεικτικό ότι στη ναυμαχία της Λάδης δεν περιλαμβανόταν ναυτική δύναμη των Βυζαντινών. 24. Αυτή ωστόσο είναι μία μόνο εκδοχή για την ίδρυση της Μεσημβρίας. 25. Ηρ. 6.33. 26. Θουκ. 1.94, 128. Βλ. και Παράθεμα 1. 27. Θουκ. Ι 128-131. 28. Σύμφωνα με επιγραφική μαρτυρία για το έτος 450 π.Χ. η εισφορά ήταν 15 τάλαντα και το ποσό διατηρήθηκε στα ίδια επίπεδα με μικρές αυξομειώσεις και τα επόμενα χρόνια . Βλ. CIA I 230. 233, 237, 239. 29. Θουκ. 2.9.4· Ξεν., Αν. 7.1.27. Οι εισφορές του μάλιστα αυξήθηκαν σε 21 τάλαντα. Βλ. CIA I, 259. 30. Διόδ. Σ. 12.82.2. 31. Ξεν., Ελλ. Ι.1.35. 32. Διόδ. Σ. 13.64.3 και 66.4· Ξεν., Ελλ. 1.3.2. 33. Ξεν., Ελλ. 2.2.1. 34. Διόδ. Σ. 14.12. 35. Βλ. CIA II 19. 36. Διόδ. Σ. 16.76. 37. Ο Λέων ο Βυζάντιος συνέγραψε ένα επτάτομο έργο για την πολιορκία. Το έργο δεν έχει σωθεί, μια μικρή επιτομή όμως διασώζει ο Ιουστίνος (9.1). 38. Διόδ. Σ. 16.77.2 και CIA II 118. 39. Αρρ., Αν. 1.3.3. 40. Διόδ. Σ. 19.77.7. 41. Χρονολογικά η αφιέρωση των αγαλμάτων τοποθετείται μετά το 277/276 π.Χ. Παυσ. 6.15.7. 42. Μέμνων Ηρακλεώτης 11 = FrGrH III 533. Ο αντισελευκιδικός αυτός συνασπισμός διατηρήθηκε και αναλάμβανε δράση όποτε οι συνθήκες το καλούσαν, όπως στα τέλη της δεκαετίας του 260 π.Χ., όταν οι δύο πόλεις αντιστάθηκαν εκ νέου στον Αντίοχο Β΄. 43. Σύμφωνα με το Διονύσιο Βυζάντιο (41.30), οι Βυζαντινοί αφιέρωσαν στον Πτολεμαίο Φιλάδελφο ένα ναό κοντά στο Παλινορμικό, τιμώντας τον έτσι για τα εδάφη που τους είχε παραχωρήσει στη Μικρά Ασία, καθώς και για άλλες δωρεές του. 44. Πολύβ. 4.47-52. 45. Πολύβ. 18.2.4. 46. Πλίν., Επ. 77. 47. Βλ. Freely, J., Istanbul: The imperial city (London 1998). 48. Το ανάγλυφο βρισκόταν ήδη σε δεύτερη χρήση στο παρακείμενο Φόρο του Θεοδοσίου. 49. Μεγάλο μέρος των σωζόμενων επιγραφών έχει συγκεντρωθεί στον τόμο Byzantion της σειράς Inschriften Kleinasiens. |