1. Oνομασία – Χωροθέτηση
Η περιοχή Πέρα ή Μπέγιογλου (Beyoğlu) της Κωνσταντινούπολης, όπως περιγράφεται η πέρα από το Γαλατά περιοχή στα οθωμανικά διοικητικά έγγραφα από τα τέλη του 15ου αιώνα,1 αποτελούσε κατά τους πρώτους χρόνους μετά την Άλωση προάστιο του Γαλατά εκτεινόμενο πάνω από αυτόν σε υψόμετρο περίπου 110 μ. από τη θάλασσα.2 Η περιοχή μέχρι και το 18ο αιώνα ήταν σχετικά αραιοκατοικημένη, κυρίως από μη μουσουλμάνους.
Την ονομασία Μπέογιγλου τη χρησιμοποιούν και οι ορθόδοξοι χριστιανοί κάτοικοι της περιοχής, οι οποίοι ήταν λιγοστοί κατά τους πρώτους αιώνες μετά την Άλωση.3 Οι χριστιανοί ορθόδοξοι αποκαλούσαν την περιοχή και Σταυροδρόμι – από όπου πήρε την ονομασία της και η ορθόδοξη κοινότητα που δημιουργήθηκε εκεί το 19ο αιώνα. Σύμφωνα με το Μανουήλ Γεδεών, πριν από το 19ο αιώνα το Σταυροδρόμι και το Μπέγιογλου αποτελούσαν δύο διακριτές συνοικίες, από τις οποίες το μεν Μπέγιογλου περιλάμβανε τους πυκνοκατοικημένους συνοικισμούς μεταξύ του πύργου του Γαλατά και του σημείου όπου χτίστηκε η ρωσική πρεσβεία, το δε Σταυροδρόμι την έκταση πάνω από το πρώτο σταυροδρόμι της περιοχής.4 Αναλυτικότερα, η ονομασία Σταυροδρόμι, ή Dörtyol στα τουρκικά, ουσιαστικά αποτυπώνει τη μορφολογία του χώρου, ο οποίος μεταβάλλεται σταδιακά και επεκτείνεται προς τα βόρεια· έτσι μέχρι το 18ο αιώνα η ονομασία Σταυροδρόμι παραπέμπει στο σημείο τομής δύο κάθετων κύριων οδικών αρτηριών (των οδών Kumbaracı και Asmalı Mecit) που ένωναν τις συνοικίες Τοπχανέ και Κασίμ Πασά από «μια στενή και μακράν κατά την μέσην οδό»5 – τον Ίσιο Δρόμο ή Doğru Yol,6 γνωστό αργότερα ως Μεγάλη Οδό του Πέρα. Έναν αιώνα αργότερα το σταυροδρόμι μετατοπίστηκε βορειότερα.7 2. 16ος-18ος αιώνας: Η ιστορία της περιοχής, κάτοικοι και τοπογραφία
Οι πληροφορίες που έχουμε για την περιοχή από το 16ο έως το 19ο αιώνα προέρχονται κυρίως από περιηγητές και γηγενείς ιστοριοδίφες. Η ιστορία της περιοχής συνδέεται άρρηκτα με αυτήν του Γαλατά, o οποίος αποτελούσε ήδη από τους Βυζαντινούς χρόνους τόπο παραμονής και συναλλαγής κυρίως εμπόρων από τη Βενετία, τη Γένοβα και τη Φλωρεντία.8 Μέχρι το 17ο αιώνα η περιοχή συγχέεται με το Γαλατά και δεν της αποδίδεται πάντα αυθύπαρκτη οντότητα από τους περιηγητές, όπως για παράδειγμα κάνει ο Pierro della Valle, που περιγράφει το Γαλατά και την περιοχή του Πέρα ως ενιαίο σύνολο.9
Η επέκταση και η αύξηση των δραστηριοτήτων των εμπόρων του Γαλατά, που ενισχύονται σε σημαντικό βαθμό από τις οικονομικές διευκολύνσεις που παρέχει η Υψηλή Πύλη, είχε αποτέλεσμα να πολλαπλασιαστούν και οι εμπορικές εγκαταστάσεις στην περιοχή δημιουργώντας έτσι σημαντικό χωροταξικό πρόβλημα.10 Σταδιακά από το 16ο αιώνα οι έμποροι και οι εκπρόσωποι των ξένων κρατών αρχίζουν να μεταφέρουν τις οικίες τους και, στη συνέχεια, τις διοικητικές έδρες των κρατών τους στο Πέρα. Από τους πρώτους ήταν ο Γάλλος πρέσβης Jean de la Forest, ο οποίος το 1535, και έπειτα από συνεννόηση μεταξύ του Φραγκίσκου Α΄ και του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, μετέφερε τη γαλλική πρεσβεία στο Πέρα.11
Την εποχή εκείνη η περιοχή του Γαλατά ήταν γεμάτη αμπέλια και περιβόλια, με διάσπαρτες αγροικίες και καλυβόσπιτα, όπως μας πληροφορεί μεταξύ άλλων ο περιηγητής Jerôme Maurand,12 κάτι που καταδεικνύεται και από τα γράμματα των Γάλλων πρέσβεων.13 Το παράδειγμα των Γάλλων ακολούθησαν σταδιακά οι πρέσβεις και των υπόλοιπων χωρών.14 Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα είχε αποκρυσταλλωθεί στο Πέρα η θέση των ξένων πρεσβειών, οι οποίες χτίζονταν σε αυτή την περιοχή κυρίως λόγω της αίσθησης κοσμοπολιτισμού της περιοχής.
Η παρουσία την περίοδο αυτή στο Πέρα ορθόδοξων χριστιανών, Αρμενίων και Εβραίων παρέμεινε περιορισμένη,15 ενώ λιγοστούς μουσουλμάνους συναντούσε κανείς στις περιοχές γύρω από τον τεκέ του , ο οποίος ιδρύθηκε το 1491, ουσιαστικά πάνω από τον πύργο του Γαλατά και το Αsmalı Mescit, καθώς και στην περιοχή του Γαλατά Σαράι.16
Το 17ο αιώνα η περιοχή συνεχίζει να κατοικείται, ενώ τα όριά της εκτείνονται ουσιαστικά από τον Κεράτιο μέχρι το Τοπχανέ. Νέες συνοικίες, όπως το Φιντικλί και το Τζιχανγκίρ, δημιουργούνται. Ωστόσο, ο κύριος πυρήνας του Μπέγιογλου φτάνει μέχρι το Γαλατά Σαράι, ενώ βορειότερα υπάρχουν νεκροταφεία.17 Είναι η περίοδος που αυξάνεται έντονα η παρουσία Δυτικών στην περιοχή –με τους Γάλλους να έχουν, τουλάχιστον στην αρχή του αιώνα, την πρωτοκαθεδρία–18 οι οποίοι φέρνουν μαζί τους και τους θρησκευτικούς λειτουργούς τους. Η κοινότητα των Λατίνων στο Πέρα, η Magnifica Communita di Pera, έχει, σύμφωνα με σύγχρονους περιηγητές, σημαντική ελευθερία. Η κοινότητα ουσιαστικά αυτοδιοικούνταν από τη θρησκευτική της ηγεσία, αν και τυπικά υπαγόταν διοικητικά στον του Γαλατά.19 Είναι επίσης η περίοδος που, εκτός από τα σπίτια και τις πρεσβείες με τους όμορφους κήπους, στην περιοχή του Πέρα οικοδομούνται καθολικές εκκλησίες, παρεκκλήσια και μοναστήρια.20 Από την εποχή αυτή αρκετοί εύποροι χριστιανοί υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα αρχίσουν να οικοδομούν τα αρχοντικά τους εδώ. Η περιοχή εξελίσσεται σε προάστιο που κατοικείται από ευκατάστατους αστούς.21
Η εξέλιξη της περιοχής εντείνεται ακόμα περισσότερο κατά το 18ο αιώνα, εποχή κατά την οποία υπάγεται διοικητικά στο του Γαλατά. Πυκνοκατοικημένο στην αριστερή του πλευρά, σχετικά άδειο στα δεξιά, όπου υπάρχουν περισσότερα χωράφια, με νεκροταφεία στο πάνω τμήμα, το Μπέγιογλου εξακολουθεί να έλκει Δυτικούς πρεσβευτές και εμπόρους.22 Η περιοχή αναπτύσσεται, τόσο κατά το 18ο όσο και κατά το 19ο αιώνα, στα πρότυπα των ευρωπαϊκών συνοικιών.23 Επί Μαχμούτ Α΄ επιλύεται και το πρόβλημα ύδρευσης της περιοχής με την τελειοποίηση του υδρευτικού συστήματος αλλά κυρίως με την κατασκευή στο τέρμα της Μεγάλης Οδού, πίσω από τα αρμενικά μνήματα, υδραγωγείου (Taksim), το οποίο θα αποτελέσει το σήμα κατατεθέν και θα δώσει το όνομά του στην περιοχή μέχρι σήμερα.24
Οι περιγραφές του Πέρα στις αρχές του 18ου αιώνα από τη σύζυγο του Άγγλου πρεσβευτή λαίδη Montagu, όσο και αν καθορίζονται από την τάξη και τη θέση της, παρουσιάζουν μια περιοχή που θυμίζει, κατ’ εκείνη, προάστιο του Λονδίνου και πύργο της Βαβέλ, λόγω της πολυπολιτισμικής σύνθεσης του πληθυσμού.25 Ωστόσο, κατά τα τέλη του 18ου αιώνα η ανάπτυξη της συνοικίας Ταταύλα και η εισροή στην περιοχή και ατόμων από κατώτερες κοινωνικές τάξεις μετασχηματίζει τη φυσιογνωμία της σε μια περιοχή με μεικτό χαρακτήρα από οικονομική και κοινωνική άποψη.26
3. Ο 19ος αιώνας
Ο 19ος αποτελεί τον κατεξοχήν αιώνα του Πέρα και σημαδεύεται κυρίως από την παρουσία των αστών εκπροσώπων των διάφορων μιλλέτ της Αυτοκρατορίας.27 Ο πληθυσμός της περιοχής αυξάνεται την περίοδο αυτή σημαντικά,28 ενώ από τα μέσα του 19ου αιώνα το Μπέγιογλου φτάνει στα όρια της ανάπτυξής του29 και μετατρέπεται σε διεθνούς βεληνεκούς εμπορικό κέντρο.30
Γενικά, θα πρέπει να τονίσουμε ότι η εξέλιξη και η ίδια η μορφή του Πέρα την περίοδο αυτή είναι επακόλουθο των πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων και των μεταρρυθμίσεων που δρομολογούνται στην Αυτοκρατορία ουσιαστικά μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο και την υπογραφή της Συνθήκης του Παρισιού (1856). Οι πληθυσμοί που συγκεντρώνονται στην περιοχή απολαμβάνουν σημαντικά εμπορικά προνόμια, λόγω των διομολογήσεων ή/και της προστασίας των ξένων πρεσβειών και έτσι δημιουργείται ένα περιβάλλον διοικητικής-νομικής ελευθερίας31 που δημιουργεί με τη σειρά του μεγάλα περιθώρια κέρδους.
Μέσα σε αυτό το κλίμα γεννήθηκε η ανάγκη μεταρρυθμίσεων και σε δημοτικό επίπεδο. Η αναδυόμενη αστική τάξη προώθησε ένα πρότυπο αυτοδιοίκησης του Πέρα, το οποίο θα καλλιεργούσε το δυτικό προφίλ της –και έτσι θα τόνωνε την εικόνα της Αυτοκρατορίας στα μάτια των Δυτικών–, αλλά και θα δημιουργούσε περαιτέρω περιθώρια πολιτικής και οικονομικής δύναμης κυρίως των μη μουσουλμάνων. Μέσα σε αυτό το κλίμα δημιουργείται το 6ο διοικητικό διαμέρισμα στην αναδιαρθρωμένη διοικητικά από το 1854 Κωνσταντινούπολη. Το 6ο διαμέρισμα περιλαμβάνει το Πέρα και λειτουργεί ως συνοικία-πρότυπο.32 Τα δημοτικά συμβούλια της περιοχής, στα οποία συμμετέχουν και μη μουσουλμάνοι, προσπαθούν να αναμορφώσουν την περιοχή με βάση τα πρότυπα των ευρωπαϊκών πρωτευουσών.33
Κατά μήκος της Μεγάλης Οδού του Πέρα, στα γαλλικά Grande Rue de Pera και στα τουρκικά Cadde-i Kebir (η οδός Istiklal της δημοκρατικής περιόδου), χτυπούσε πλέον η εμπορική και πολιτιστική φλέβα της πόλης. Στα περίφημα passages παρισινού τύπου που δημιουργούνται κατά μήκος της έβρισκε κανείς πολυτελέστατα καταστήματα, θέατρα και αργότερα κινηματογράφους. Ξενοδοχεία, διαμερίσματα και κτήρια πρεσβειών ιδιαίτερου αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος που παντρεύουν διάφορους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς (εκλεκτικισμό, αρ νουβό, κλασικισμό κ.ά.) βρίσκονταν σε πολλά σημεία του δρόμου.
Η εικόνα αυτή του κοσμοπολίτικου Πέρα συμπληρώνεται από κακόφημες συνοικίες και γειτονιές που δημιουργήθηκαν γύρω από την περιοχή, όπως η πολυπληθής λαϊκή γειτονιά Γενί Σεχίρ ή οι περιοχές γύρω από το Κασίμ Πασά, όπου συγκεντρώνονταν χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα Ρωμιών, Βουλγάρων αλλά και μουσουλμάνων, πολλές φορές μεταναστών που έχουν συρρεύσει στην πρωτεύουσα αναζητώντας εργασία. Οι περιοχές αυτές φημίζονταν για τα κρασοπουλειά, τα χαμαιτυπεία και τα «κακόφημα σπίτια».34
4. H παρουσία ορθόδοξων χριστιανών στο Πέρα
H διεθνής και πολύ περισσότερο η ελληνική ιστοριογραφία έχουν ταυτίσει το Πέρα με την παρουσία των μη μουσουλμάνων και δη των ορθόδοξων χριστιανών. Η παρουσία εύπορων οικογενειών χριστιανών ορθόδοξων στην περιοχή μαρτυρείται ήδη από το 17ο αιώνα,35 όμως μόνο κατά το 18ο36 και πολύ περισσότερο το 19ο, οπότε και θα συγκροτηθεί η χριστιανική ορθόδοξη κοινότητα του Σταυροδρομίου, θα ενισχυθεί πληθυσμιακά η κοινότητα.37 Στο πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα μάλιστα θα μετακομίσουν στην περιοχή, σε γειτονιές όπως το Τζιχανγκίρ, και εύποροι ορθόδοξοι, κυρίως Καραμανλήδες, από άλλες γειτονιές της πόλης, όπως το Κοντοσκάλι, το Τζίμπαλι και το Φανάρι.38
Καθ’ όλο το 18ο αιώνα η κοινότητα υπάγεται στην πνευματική δικαιοδοσία της Παναγίας των Καφατιανών στο Γαλατά, και τα μέλη της εκκλησιάζονταν και έπαιρναν ενεργό μέρος στη διοίκηση της ενορίας.39 Η αύξηση του πληθυσμού της περιοχής από τα μέσα του αιώνα και οι πολιτικές αλλαγές κάνουν πιο ορατή την προοπτική δημιουργίας ενορίας στο Μπέγιογλου.40 Το 1804, επί πατριαρχίας Καλλίνικου Ε΄, χτίζεται ο ναός της Παναγίας των Εισοδίων41 και ένα χρόνο μετά με πατριαρχικό σιγίλιο επικυρώνεται η δημιουργία της νέας αυτής ενορίας.42
Τα επόμενα χρόνια τόσο μέλη της ανερχόμενης αστικής και μεγαλοαστικής τάξης αλλά και των μεσαίων τάξεων, και κυρίως από το 1840 και μετά πολλοί μετανάστες από τα νησιά του Αιγαίου, τη Μακεδονία, την Αλβανία και την Ανατολία, συρρέουν στην περιοχή. Η αύξηση των χριστιανών ορθόδοξων επιβάλλει τη δημιουργία και δύο νέων ναών: το 1861 αποπερατώνεται η εκκλησία των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, στους πρόποδες του λόφου του Πέρα, και το 1880 η αντίστοιχη της Αγίας Τριάδας στην πλατεία του Τακσίμ, αρχιτεκτόνημα που επιβάλλεται στο αστικό τοπίο και συμβολίζει την οικονομική και πολιτική δύναμη των μεγαλοαστών Ρωμιών.43
Το 1876 στο πλαίσιο των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων μέσα στο οποίο όλα τα μη μουσουλμανικά της Αυτοκρατορίας εκπονούν τους γενικούς κανονισμούς των κοινοτήτων τους, συναντάμε και το πρώτο καταστατικό οργανωμένης ορθόδοξης κοινότητας στην πόλη, αυτής του Σταυροδρομίου.44 Η κοινότητα αποκτά πλέον τη μέριμνα των εκκλησιαστικών, εκπαιδευτικών, φιλανθρωπικών και εν γένει διοικητικών υποθέσεών της.
Η ευμάρεια και ο βαθμός οργάνωσης της κοινότητας του Πέρα αντικατοπτρίζεται στους πολυάριθμους συλλόγους που δημιουργούνται την περίοδο μετά το 1860 στην περιοχή, με σημαντικότερους τον Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο Κωνσταντινουπόλεως και τη Φιλόπτωχο Αδελφότητα Σταυροδρομίου, που ιδρύονται το 1861. Στον πρώτο δραστηριοποιούνται μερικοί από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της μεγαλοαστικής (μεγαλέμποροι και τραπεζίτες) και της νεοφαναριώτικης (κυρίως ανώτεροι κρατικοί λειτουργοί) τάξης της περιοχής, όπως ο Σπυρίδων Μαυρογένης, οι Ξενοφών και Ιωάννης Ζωγράφος, ο Στέφανος Καραθεοδωρής και ο Αλέξανδρος Ζωηρός Πασάς, ενώ στο δεύτερο κατά κύριο λόγο τα θηλυκά μέλη των οικογενειών τους.45
Στις αρχές του επόμενου αιώνα η κοινότητα αριθμεί, σύμφωνα με μια πρόχειρη καταμέτρηση βασισμένη σε απογραφή του 1905-1906, περίπου 30.000 μέλη, συνιστώντας έτσι πιθανόν την πολυπληθέστερη ορθόδοξη κοινότητα της Πόλης. Το μοναδικό σχολείο των φερμεντζελήδων (της συντεχνίας των ραφτών πολυτελών ενδυμάτων της Κωνσταντινούπολης) του 1810 διαδέχονται και άλλα σχολεία, ώστε περίπου έναν αιώνα μετά την ίδρυσή της η κοινότητα Σταυροδρομίου να συντηρεί δύο λύκεια και έξι δημοτικά (τρία αρρένων και τρία θηλέων). Το Ζωγράφειο Λύκειο με το επιβλητικό πέτρινο κτήριό του, το οποίο φέρει το όνομα του Ηπειρώτη τραπεζίτη Χρηστάκη Ζωγράφου, αναγνωρισμένο από το 1898 από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Ζάππειο Παρθεναγωγείο –το οποίο ιδρύθηκε το 1875 και φέρει το όνομα του δωρητή Κωνσταντίνου Ζάππα– και το Κεντρικό Παρθεναγωγείο αποτέλεσαν τα σημαντικότερα εκπαιδευτήρια της κοινότητας.46 Παράλληλα υπήρχαν και ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, όπως το Ελληνογαλλικό Λύκειο Α. Τάγη, το Παρθεναγωγείο «Ελικών» κ.ά.47
Η κοινότητα θα υποστεί, όπως και όλοι οι χριστιανοί ορθόδοξοι της Κωνσταντινούπολης, τις συνέπειες του πολέμου του 1919-1922. Ήδη από τον Οκτώβριο του 1922 σημαντικός αριθμός μεγαλοαστών και μεσοαστών Ρωμιών, Οθωμανών και Ελλήνων υπηκόων, κατοίκων του Πέρα, εγκαταλείπουν την Κωνσταντινούπολη προκειμένου να αποφύγουν τα αντίποινα του τουρκικού στρατού για την περίοδο της συμμαχικής κατοχής της Πόλης, στη διάρκεια της οποίας απερίφραστα πια οι παραπάνω ασπάζονται τον ελληνικό εθνικισμό και την πολιτική του Βενιζέλου. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1923 ακολουθούν και άλλοι.
Η ελληνορθόδοξη κοινότητα του Πέρα αποτέλεσε και κατά την περίοδο της τουρκικής δημοκρατίας μια από τις σημαντικότερες κοινότητες Ρωμιών στην πόλη. Ωστόσο τόσο η πόλη όσο και η περιοχή υπέστησαν αρκετές αλλαγές, με κυριότερη τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Άγκυρα το 1923.48 Η περιοχή εξακολούθησε να διατηρεί, έως ένα βαθμό, το χαρακτήρα της κυρίως ως εμπορικού κέντρου και ως γειτονιάς μη μουσουλμάνων, με ισχυρή παρουσία ορθοδόξων και Αρμενίων, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1950, οπότε και το σημαντικό μεταναστευτικό ρεύμα από τα ενδότερα της χώρας άρχισε να αλλάζει σταδιακά την πληθυσμιακή σύνθεση.
Από το 1980 και μετά, τόσο η Κωνσταντινούπολη όσο και το Πέρα γνωρίζουν νέα ανάπτυξη, που στηρίζεται κυρίως στις πολιτικές και οικονομικές επιλογές μετατροπής της Κωνσταντινούπολης σε παγκόσμια πόλη (global city). Σε αυτό το πλαίσιο παρατηρείται μια άνοδος της περιοχής του Μπέγιογλου και μια πολλές φορές νοσταλγική και εξιδανικευμένη (και πολύ συχνά εμπορευματοποιημένη) αναπόληση του πολυεθνοτικού και πολυπολιτισμικού παρελθόντος της συνοικίας. |
1. Mantran, R., H καθημερινή ζωή στην Κωνσταντινούπολη τον αιώνα του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (Αθήνα 1999), σελ. 72. Ουσιαστικά όλη η περιοχή που εκτεινόταν ανατολικά της πόλης εντός των τειχών ονομαζόταν Πέραν ή Περαία, δηλώνοντας έτσι την τοπογραφική της χωροθέτηση σε σχέση με την κυρίως πόλη. H ονομασία αυτή δίνεται ήδη από τους Βυζαντινούς χρόνους «διά την καταντίκρυ της Κωνσταντινουπόλεως θέσιν του». Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως: Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 304. Περιλάμβανε τόσο τον όρμο του Γαλατά όσο και τα υψώματα του λόφου –γνωστού ως λόφου του Αγίου Θεοδώρου για τους χριστιανούς κατοίκους– που δημιουργούνταν από εκεί και πάνω. Μπόζη, Σ., O Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης, Κοινότητα Σταυροδρομίου-Πέραν (Αθήνα 2002), σελ. 21. Η ονομασία της περιοχής Μπέγιογλου (Beyoğlu) οφείλεται, όπως μας πληροφορεί μεταξύ άλλων ο Σκαρλάτος Βυζάντιος, είτε στην παραμονή στην περιοχή του Αλεξίου, του γιου του τελευταίου αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Ιωάννη Κομνηνού, μετά την κατάληψη της Τραπεζούντας από τους Οθωμανούς (bey-oğlu = γιος του πρίγκιπα), είτε -σύμφωνα με τον περιηγητή Joseph von Hammer– στην κατοίκηση της περιοχής από πρεσβευτές δυτικών χωρών (bey-yolu = δρόμος των κυρίων). Βυζάντιος, Σ., Η Κωνσταντινούπολις. Περιγραφή Τοπογραφική, Αρχαιολογική και Ιστορική Β (Αθήνα 1862, φωτοτυπική ανατύπωση Αθήνα 1993), σελ. 67. Μια παρεμφερής με την τελευταία εκδοχή αποδίδει το όνομα στο γιο του Βενετού πρέσβη Luigi Gritti, που διέμενε στην περιοχή. Grosvenor, E.A., The Hippodrome of Constantinople and its still existing monuments (χ.τ.ε. 1899), σελ. 106, παρατίθεται στο Dökmeci, V. – Çıracı, H., Tarihsel Gelişim Sürecinde Beyoğlu (Istanbul 1990), σελ. 9. 2. Dökmeci, V. – Çıracı, H., Tarihsel Gelişim Sürecinde Beyoğlu (Istanbul 1990), σελ. 11. 3. Οι χριστιανοί ορθόδοξοι της περιόδου αυτής βρίσκονται συγκεντρωμένοι στη συνοικία του Καλιοντζί Κολούκ. Την ονομασία Πέρα τη μεταχειρίζονται σπάνια, προτιμώντας, τουλάχιστον από ό,τι φαίνεται στην αλληλογραφία τους με το Πατριαρχείο, την ονομασία Μπέγιογλου. Αναστασιάδου, Μ., «Η Παναγία του Πέρα, οι Ρωμιοί ενορίτες της και το Οθωμανικό Σταυροδρόμι», Απογευματινή (Κωνσταντινούπολη 17/11/2004). 4. Γεδεών, Μ., «Σημειώματα και Έγγραφα περί της Κοινότητος Σταυροδρομίου επί τη εκατονταετηρίδι του των Εισοδίων ναού», Εορτολόγιον Κωνσταντινουπολίτου Προσκυνητού (Κωνσταντινούπολις 1904), σελ. 340. 5. Σύμφωνα με το Σκαρλάτο Βυζάντιο, το Σταυροδρόμι ορίζεται από την οδό που ξεκινά από τον τεκκέ των Μεβλεβήδων και «[...] διατρέχουσα ως εξής απ’ ανατολών προς δυσμάς άπασαν την του λόφου ράχιν και διατεμνομένη υπό πλήθους άλλων πλαγίων [...] καταλήγει εις τα Μεγάλα Μνήματα και το Τακσίμιον». Βλ. Βυζάντιος, Σ., Η Κωνσταντινούπολις. Περιγραφή Τοπογραφική, Αρχαιολογική και Ιστορική Β (Αθήναι 1862, φωτοτυπική ανατύπωση Αθήνα 1993), σελ. 65-66. 6. Σύμφωνα με τον περιηγητή Jean de Contaut-Biron, το Πέρα αποτελείται από «ένα μακρύ και ίσιο δρόμο που αρχίζει από την πύλη του Μπουγιούκ Κουλέ και φτάνει στον τόπο που ονομάζεται ελληνικό νεκροταφείο, έχει μήκος ένα μίλι, ενώ και στις δύο του πλευρές υπάρχουν σπίτια με πολύ όμορφους κήπους». de Contaut-Biron, J., Αmbassade en Turquie... Voyage à Constantinople 1 (Paris 1888-1889), σελ. 91, παρατίθεται στο Mantran, R., H καθημερινή ζωή στην Κωνσταντινούπολη τον αιώνα του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (Αθήνα 1999), σελ. 72. 7. Σε πηγές του 18ου και του 19ου αιώνα συναντούμε και άλλα ονόματα της περιοχής, όπως Κερασοχώρι και Ιντζίρ Μποστανί, οι οποίες προφανώς έπεσαν σε αχρηστία. Αναστασιάδου, M., «Η Παναγία του Πέρα, οι Ρωμιοί ενορίτες της και το Οθωμανικό Σταυροδρόμι», Απογευματινή (Κωνσταντινούπολη 17/11/2004). Η ονομασία Ιντζίρ προφανώς σχετίζεται με την αρχαία ονομασία Συκαί της περιοχής, από τις πολυάριθμες συκιές που φύτρωναν εκεί (στα τουρκικά incir σημαίνει σύκο). Μπόζη, Σ., O Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης. Κοινότητα Σταυροδρομίου-Πέραν (Αθήνα 2002), σελ. 21. 8. Αμέσως μετά την Άλωση, ο Μωάμεθ ο Πορθητής ανανέωσε τα προνόμια των Γενουατών στην περιοχή. Στα μέσα του 16ου αιώνα βρίσκουμε εγκατεστημένους, ήδη από τη Βυζαντινή περίοδο, στην περιοχή Βενετούς, Γενουάτες, Φλωρεντίνους και κάποιους Μαρσεγέζους, ενώ στην πορεία προστίθενται και Γάλλοι, Άγγλοι και Ολλανδοί. Η περιοχή κατοικούνταν επίσης από πολυάριθμους χριστιανούς ορθόδοξους, Αρμένιους και Εβραίους και έναν πολύ μικρό αριθμό Οθωμανών, κάτι που πιθανόν δικαιολογεί το χαρακτηρισμό της ως πόλης των απίστων. Στην περιοχή ανθούσαν οι εμπορικές δραστηριότητες, τα επαγγέλματα που σχετίζονταν με τη ναυτιλία αλλά και τα διάφορα καταγώγια, τα οποία περιγράφει γλαφυρά ο περιηγητής του 17ου αιώνα Evliya Çelebi, παρατηρώντας ότι «όταν λες Γαλατάς, είναι σαν να λες, ο Θεός να με συγχωρέσει, ταβέρνα». Mantran, R., H καθημερινή ζωή στην Κωνσταντινούπολη τον αιώνα του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (Αθήνα 1999), σελ. 35. 9. Mantran, R., Istanbul dans la seconde Moitié du XVII siècle (Paris 1962), σελ. 76. 10. Dökmeci, V. – Çıracı, H., Tarihsel Gelişim Sürecinde Beyoğlu (Istanbul 1990), σελ. 12. Σύμφωνα με τον Αρμένιο ιστορικό Ε. Kömürcyan, ένας άλλος παράγοντας ήταν η εγκατάσταση στην περιοχή από την οθωμανική κυβέρνηση Αράβων, που δημιούργησε ζήτημα ασφάλειας για τους περιοίκους, με αποτέλεσμα αυτοί να αρχίσουν να μεταφέρουν τις οικίες και τις πρεσβείες τους προς το Πέρα. Βλ. Kömürcyan, Ε., İstanbul Tarihi XVII asırda (Istanbul 1952). Η γενική αύξηση του πληθυσμού της πρωτεύουσας το 16ο αιώνα από 16.326 χανέδες, σύμφωνα με απογραφή του 1478, σε 80.000 το 1535, αν και αφορούσε πολύ περισσότερο την κατοίκηση εντός των τειχών, πιθανόν επηρέασε και την οικιστική διάρθρωση στην περιοχή του ευρύτερου Γαλατά. Βλ. Mantran, R., H καθημερινή ζωή στην Κωνσταντινούπολη τον αιώνα του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (Αθήνα 1999), σελ. 77-81. Μια εικόνα της πληθυσμιακής σύνθεσης της ευρύτερης περιοχής του Γαλατά μάς δίνει ο Evliya Çelebi, που επισκέφτηκε την περιοχή το 1638 και απαρίθμησε 19 συνοικίες μουσουλμάνων, 70 χριστιανών ορθόδοξων, 3 Φράγκων και 3 Αρμενίων. Evliya Çelebi, Seyahatname (Istanbul 1898), σελ. 431-432, παρατίθεται στο Rosenthal, S., “Minorities and Municipal Reform in Istanbul, 1850-1870”, στο Braude, B. – Lewis, B. (επιμ.), Christians and Jews in the Ottoman Empire 1 (New York – London 1982), σελ. 383. 11. Dökmeci, V. – Çıracı, H., Tarihsel Gelişim Sürecinde Beyoğlu (Istanbul 1990), σελ. 12. Για την ακρίβεια, η πρώτη εγκατάσταση πραγματοποιείται λίγα χρόνια μετά την έκδοση της επίσημης άδειας από τις οθωμανικές αρχές, το 1545, και αποδίδεται στο Γάλλο πρεσβευτή Polin de la Garde, ο οποίος αποσύρθηκε στους «αμπελώνες» του Πέρα για να αποφύγει μια επιδημία πανούκλας. Ο χώρος όπου χτίστηκε αυτή η πρώτη πρεσβεία είναι ο ίδιος στον οποίο βρίσκεται και σήμερα το γαλλικό προξενείο. “Istanbul”, Βulletin d’Informations Architecturales (1987), σελ. 14. 12. Maurand, J., Itinaire de Jerôme Maurand (Paris 1544), παρατίθεται στο Dökmeci, V. – Çıracı, H., Tarihsel Gelişim Sürecinde Beyoğlu (Istanbul 1990), σελ. 11. 13. Βυζάντιος, Σ., Η Κωνσταντινούπολις. Περιγραφή Τοπογραφική, Αρχαιολογική και Ιστορική Β (Αθήναι 1862, φωτοτυπική ανατύπωση Αθήνα 1993), σελ. 66. 14. Για παράδειγμα, το 1560 μεταφέρθηκε η πρεσβεία των Βενετών και το 1596 των Άγγλων. Βυζάντιος, Σ., Η Κωνσταντινούπολις. Περιγραφή Τοπογραφική, Αρχαιολογική και Ιστορική Β (Αθήναι 1862, φωτοτυπική ανατύπωση Αθήνα 1993), σελ. 13. 15. Οι πληθυσμοί αυτοί διέμεναν κυρίως στο Γαλατά, στο Τοπχανέ, στο Κασίμ Πασά και το Χάσκιοϊ. Βλ. Mantran, R., Istanbul dans la seconde moitié du XVII siècle (Paris 1962), σελ. 83-88. 16. Καθ’ όλο το 17ο αιώνα οι μουσουλμάνοι κατοικούν κυρίως στις συνοικίες Asmalı Mescit και Γαλατά Σαράι. Βλ. Dökmeci, V. – Çıracı, H., Tarihsel Gelişim Sürecinde Beyoğlu (Istanbul 1990), σελ. 14, 24. 17. Στις αρχές του 17ου αιώνα υπάρχουν οι εξής βασικές περιοχές-συνοικίες στο Μπέγιογλου: Οι συνοικίες Dörtyol, Tomtom και Polonya δεξιά και το Asmalı Mescit αριστερά. Η περιοχή Balık Pazarı θα αρχίσει να αναπτύσσεται στα τέλη του 17ου αιώνα. Στην περιοχή Tünel υπήρχαν αγορές, ενώ στην αριστερή πλευρά ήταν εγκατεστημένοι κυρίως Εβραίοι πιστωτές και εμπορικοί μεσολαβητές. Προς το Σταυροδρόμι υπήρχαν μεγαλοπρεπείς προξενικές κατοικίες, ενώ στο δρόμο που οδηγούσε προς το Τοπχανέ υπήρχαν μουσουλμανικές συνοικίες. Dökmeci, V. – Çıracı, H., Tarihsel Gelişim Sürecinde Beyoğlu (Istanbul 1990), σελ. 16. Για μια ωραία περιγραφή της περιοχής βλ. Kömürcyan, Ε., İstanbul Tarihi XVII asırda (Istanbul 1952), σελ. 40-79. 18. Σύμφωνα με τον Belin, o αριθμός των Φράγκων την εποχή εκείνη στο Πέρα ήταν περίπου 3.000. Βλ. Βelin, F.A., Histoire de la Latinité de Constantinople (Paris 1894), σελ. 167, παρατίθεται στο Dökmeci, V. – Çıracı, H., Tarihsel Gelişim Sürecinde Beyoğlu (Istanbul 1990), σελ. 24. Το πολιτικό σκηνικό της εποχής βέβαια επηρέαζε έντονα τις εμπορικές συμμαχίες και ισορροπίες και άλλαζε διαρκώς την πληθυσμιακή σύνθεση του Μπέηογλου. Τα γεγονότα της Γαλλικής Επανάστασης το 1789 και η κατάληψη στη συνέχεια της Αιγύπτου από το στρατό του Ναπολέοντα πάγωσαν τις διπλωματικές σχέσεις των δύο κρατών, με αποτέλεσμα αρκετοί Γάλλοι να εγκαταλείψουν το Πέρα. Το 1799 τη γαλλική πρεσβεία καταλαμβάνουν οι Άγγλοι με άδεια της υψηλής πύλης, βλ. Dökmeci, V. – Çıracı, H., Tarihsel Gelişim Sürecinde Beyoğlu (Istanbul 1990), σελ. 20, 30. 19. Dökmeci, V. – Çıracı, H., Tarihsel Gelişim Sürecinde Beyoğlu (Istanbul 1990), σελ. 15-16. 20. Το 1628 ιδρύεται η εκκλησία του St. Louis, ενώ το 1678 φραγκισκανοί μοναχοί οικοδομούν το μοναστήρι St Maria Draperis. Βλ. Dökmeci, V. – Çıracı, H., Tarihsel Gelişim Sürecinde Beyoğlu (Istanbul 1990), σελ. 17. 21. Μπόζη, Σ., O Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης, Κοινότητα Σταυροδρομίου-Πέραν (Αθήνα 2002), σελ. 25. 22. Το 1761 στο Πέρα υπάρχουν οι εξής πρεσβείες: Δανίας, Σουηδίας, Αγγλίας, Νάπολης, Ρωσίας, Ολλανδίας, Βενετίας και Γαλλίας. Την περίοδο αυτή αναφέρεται και αντιπρόσωπος των Πρώσων στην περιοχή. Βλ. Dökmeci, V. – Çıracı, H., Tarihsel Gelişim Sürecinde Beyoğlu (Istanbul 1990), σελ. 25. 23. Στην περιοχή υπήρχαν τρεις μεγάλες καθολικές εκκλησίες (St Marie des Draperies, St Antoine de Padoue, St Trinité) ενώ ιδρύονται και νοσοκομεία, όπως το γαλλικό και το αρμενικό. Çelik, Z., Τhe Remaking of Istanbul. Portrait of the Ottoman City in the Nineteenth Century (Seattle 1986), σελ. 30. 24. Το υδραγωγείο ανακαινίζεται αργότερα επί Αμπντούλ Χαμίτ Α΄, το 1786. Dökmeci, V. – Çıracı, H., Tarihsel Gelişim Sürecinde Beyoğlu (Istanbul 1990), σελ. 27. 25. Μπόζη, Σ., O Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης, Κοινότητα Σταυροδρομίου-Πέραν (Αθήνα 2002), σελ. 26-27. 26. Çelik, Z., Τhe Remaking of Istanbul. Portrait of the Ottoman City in the Nineteenth Century (Seattle 1986), σελ. 30. 27. Σύμφωνα με την απογραφή του 1885, η περιοχή στην οποία ανήκει το Μπέγιογλου εμφανίζει τις εξής πληθυσμιακές αναλογίες: 47% ξένοι, 32% μη μουσουλμάνοι Οθωμανοί και μόνο 21% μουσουλμάνοι. Βλ. Çelik, Z., Τhe Remaking of Istanbul. Portrait of the Ottoman City in the Nineteenth Century (Seattle 1986), σελ. 38. 28. Αυτό οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στους μουσουλμάνους πρόσφυγες (μουχατζίρηδες) από τη νότια Ρωσία και τα Βαλκάνια, αλλά και σε εσωτερικούς μετανάστες, κυρίως μη μουσουλμάνους, που συρρέουν από διάφορα σημεία της Αυτοκρατορίας, αλλά και από το ελληνικό κράτος, αναζητώντας καλύτερη τύχη. Βλ. Karpat, K., Οttoman Population, 1830-1914 (London 1985), σελ. 201-209. Παράλληλα, πολλοί μουσουλμάνοι ανώτερων τάξεων μετακομίζουν βόρεια του Κεράτιου ως επακόλουθο εν μέρει της μεταφοράς το 1856 του παλατιού στο Dolmabahçe και εν συνεχεία στο Yıldız. Çelik, Z., Τhe Remaking of Istanbul. Portrait of the Ottoman City in the Nineteenth Century (Seattle 1986), σελ. 38. 29. Η περιοχή απλώνεται βόρεια και βορειοδυτικά κυρίως με την ανάπτυξη της αρτηρίας Τaksim-Harbiye. Βλ. Çelik, Z., Τhe Remaking of Istanbul. Portrait of the Ottoman City in the Nineteenth Century (Seattle 1986), σελ. 42. 30. Άμεσο επακόλουθο της ενσωμάτωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα. Βλ. Pamuk, Ş., 100 soruda Osmanlı-Türkiye İktisadi Tarihi 1500-1914 4 (Istanbul 1997), σελ. 151-199. 31. Πολλοί ιστορικοί προβάλλουν την ελευθερία αυτή κυρίως ως ελευθερία πνεύματος και ήθους των Δυτικών ή των χριστιανών, σε αντιπαράθεση με το «συντηρητικό-οπισθοδρομικό» μουσουλμανικό νου, αποσυνδέοντάς την έτσι από τα οικονομικά και πολιτικά σημαινόμενά της. 32. Çelik, Z., Τhe Remaking of Istanbul. Portrait of the Ottoman City in the Nineteenth Century (Seattle 1986), σελ. 64. 33. Ενδεικτικά: οι δρόμοι του Πέρα γίνονται λιθόστρωτοι, η Μεγάλη Οδός φωτίζεται με λάμπες αερίου, χτίζεται δημοτικό μέγαρο στο πρότυπο του παρισινού Hôtel de la Ville, κατασκευάζεται οδοντωτός σιδηρόδρομος που συνδέει το Γαλατά με το Πέρα, το Τουνέλ, δημιουργούνται, μετά το 1870, δύο πάρκα, ένα στο Τακσίμ και ένα στο Τεπέμπασι κ.ά. Από το 1870 και μετά, οπότε σημειώνεται μια από τις καταστροφικότερες πυρκαγιές στο Πέρα, επιβάλλεται η οικοδόμηση με πέτρα ή με τούβλα. Çelik, Z., Τhe Remaking of Istanbul. Portrait of the Ottoman City in the Nineteenth Century (Seattle 1986), σελ. 64. Να σημειωθεί ότι αρχικά το δημοτικό συμβούλιο, που αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό από μη μουσουλμάνους με σημαντική ακίνητη περιουσία, περιορίστηκε σε καλλωπισμό και ανακαινίσεις μόνο σε πολύ κεντρικούς δρόμους και κτήρια του Πέρα, αδιαφορώντας ουσιαστικά για τις συνοικίες όπου διέμεναν μεσαία και χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Οι επιλογές αυτών των πρώτων συμβουλίων οδήγησαν σε χρεοκοπία τη δημαρχία το 1862, οπότε και υιοθετήθηκαν αυστηρότερα μέτρα διαχείρισης. Βλ. Rosenthal, S., “Minorities and Municipal Reform in Istanbul, 1850-1870”, στο Braude, B. – Lewis, B. (επιμ.), Christians and Jews in the Ottoman Empire (New York – London 1982), σελ. 374-378. 34. Μπόζη, Σ., O Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης, Κοινότητα Σταυροδρομίου-Πέραν (Αθήνα 2002), σελ. 43-44. 35. Σε πατριαρχικό και συνοδικό γράμμα του 1615 αναφέρεται η διαθήκη μιας γυναίκας, που ονομαζόταν Σουλτάνα το γένος Μαυρουδή, κατοίκου Σταυροδρομίου με σημαντική περιουσία στην περιοχή. Κατά το Μανουήλ Γεδεών αυτό αποτελεί σημαντική ένδειξη για την ύπαρξη εκεί συνοικισμού χριστιανών ορθοδόξων ήδη πριν από το 1600. Ο συγγραφέας συμπληρώνει ότι ήδη κατά το 15ο αιώνα οι χριστιανοί ορθόδοξοι της περιοχής είχαν απέναντι από το Γαλατά Σαράι βυζαντινό ναό. Γεδεών, Μ., «Σημειώματα και Έγγραφα περί της Κοινότητος Σταυροδρομίου επί τη εκατονταετηρίδι του των Εισοδίων ναού», Εορτολόγιον Κωνσταντινουπολίτου Προσκυνητού (Κωνσταντινούπολις 1904), σελ. 341-342. Επίσης, το 1656 ο Thevénot μιλά για τα ωραία σπίτια του Πέρα που κατοικούνταν «αποκλειστικά σχεδόν από Ρωμιούς περιωπής», βλ. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως: Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996) σελ. 341-342· ο Αρμένιος Kömürcüyan αναφέρει το 1680 ότι η περιοχή κατοικούνταν σχεδόν μόνο από Ρωμιούς. Βλ. Kömürcüyan, E., İstanbul Tarihi XVII asırda (Istanbul 1952), σελ. 41. 36. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως: Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 345-346. 37. Από τους πρώτους που μετακομίζουν στο Πέρα τις αρχές του 19ου αιώνα είναι ο Δημητράκης Ζαφειρόπουλος, πεθερός του μεγαλοτραπεζίτη Γ. Ζαρίφη, και η οικογένεια Συγγρού. Βλ. Μπόζη, Σ., O Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης. Κοινότητα Σταυροδρομίου-Πέραν (Αθήνα 2002), σελ. 35-36. 38. Μπόζη, Σ., O Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης. Κοινότητα Σταυροδρομίου-Πέραν (Αθήνα 2002), σελ. 45. 39. Το διάστημα 1701-1713 αναφέρεται αντιπρόσωπος των ορθοδόξων του Σταυροδρομίου στην επιτροπή του ναού κάποιος Λαμπρυνός Αλεξανδρή «από Μπέιογλι». Η αύξηση από τα μέσα του 18ου αιώνα της εκπροσώπησης αυτής της κοινότητας στο Γαλατά υποδηλώνει και αύξηση αριθμητική της κοινότητας. Γεδεών, Μ., «Σημειώματα και Έγγραφα περί της Κοινότητος Σταυροδρομίου επί τη εκατονταετηρίδι του των Εισοδίων ναού», Εορτολόγιον Κωνσταντινουπολίτου Προσκυνητού (Κωνσταντινούπολις 1904), σελ. 346. 40. Από τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή του 1774 και μετά, η Ρωσία αποκτά το δικαίωμα προστασίας των ορθόδοξων πληθυσμών της Αυτοκρατορίας, κάτι που μεταφραζόταν μεταξύ άλλων και σε μια σχετική ελευθερία ανέγερσης και επισκευής ναών. Βλ. Anastassiadou-Dumont, M., “Construction d’églises et affirmation identitaire. L’installation des Grecs orthodoxes à Péra/Beyoğlu (Istanbul) au XIXe siècle”, στο Anastassiadou-Dumont, M. (επιμ.), Revue des Mondes musulmans et de la Méditerrannée 107-110: Identités confessionnelles et espace urbain en terre d’Islam (Septembre 2005), σελ. 189. 41. Προκειμένου να αποκτηθεί η επίσημη άδεια/φιρμάνι από την υψηλή πύλη μνημονεύεται ότι μεσολάβησε ο πρίγκιπας Δημήτριος Μουρούζης. Σύμφωνα επίσης με μια εκδοχή, που δε γνωρίζουμε κατά πόσο ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθοριστικό ρόλο έπαιξαν δύο «βαλτοί» μουσουλμάνοι που λόγω καβγά έφτασαν στον καδή. Καθένας υποστήριζε τη δική του εκδοχή· συμφώνησαν όμως και οι δύο ως προς την τοποθεσία του καβγά: «Εκεί όπου βρισκόταν παλιά η εκκλησία των Ρωμιών». Με αυτόν τον τρόπο πιστοποιήθηκε η ύπαρξη παλαιότερα στο συγκεκριμένο χώρο ναού, τον οποίο οι ορθόδοξοι ενορίτες ήθελαν απλώς να επισκευάσουν. Anastassiadou-Dumont, M., “Construction d’églises et affirmation identitaire. L’installation des Grecs orthodoxes à Péra/Beyoğlu (Istanbul) au XIXe siècle”, στο Anastassiadou-Dumont, M. (επιμ.), Revue des Mondes musulmans et de la Méditerrannée 107-110: Identités confessionnelles et espace urbain en terre d’Islam (Septembre 2005), σελ. 189-190. 42. Τα όρια της ενορίας περιλαμβάνουν έναν τεράστιο χώρο από τον πύργο του Γαλατά στο Τακσίμ και από εκεί στο Ντολάπ Ντερέ μέχρι τη συνοικία του Κασίμ Πασά στον Κεράτιο, κάτι που επικυρώνουν και αναγνωρίζουν και οι οθωμανικές αρχές. Αναστασιάδου, Μ., «Η Παναγία του Πέρα, οι Ρωμιοί ενορίτες της και το Οθωμανικό Σταυροδρόμι», Απογευματινή (Κωνσταντινούπολη 18/11/2004). 43. Anastassiadou-Dumont, M., “Construction d’églises et affirmation identitaire. L’installation des Grecs orthodoxes à Péra/Beyoğlu (Istanbul) au XIXe siècle”, στο Anastassiadou-Dumont, M. (επιμ.), Revue des Mondes musulmans et de la Méditerrannée 107-110: Identités confessionnelles et espace urbain en terre d’Islam (Septembre 2005), σελ. 189-202· Μπόζη, Σ., O Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης. Κοινότητα Σταυροδρομίου-Πέραν (Αθήνα 2002), σελ. 84-92· Παπαδόπουλος, Σ., Αναμνήσεις από την Πόλη (Αθήνα 1978), σελ. 14-15. 44. Η κοινότητα αποτελεί, όπως αναφέρεται στο καταστατικό, συνένωση των τριών υπαρχουσών ενοριών και τα όριά της διευρύνονται και περιλαμβάνουν, πέρα από το Τακσίμ, όλη τη λοφοπλαγιά μέχρι το Dolmabahçe και την περιοχή μεταξύ Χαρμπιγέ και Ντολάπ Ντερέ. Αναστασιάδου, Μ., «Η Παναγία του Πέρα, οι Ρωμιοί ενορίτες της και το Οθωμανικό Σταυροδρόμι», Απογευματινή (Κωνσταντινούπολη 18/11/2004). 45. Μέσα από την περιγραφή του Αλέξανδρου Ζωηρού Πασά για την ίδρυση του συλλόγου παρουσιάζεται η έντονη κοινωνική-πολιτιστική ζωή των αστών και κάποιων νεοφαναριωτών του Πέρα του 1860, οι οποίοι περνούσαν τα βράδια τους οργανώνοντας φιλολογικές βραδιές και συζητήσεις. Βλ. Ζωηρός, Α., «Αναμνήσεις: το Σταυροδρόμιον κατά το 1860», Ημερολόγιον των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων του έτους 1907 (Κωνσταντινούπολις 1906), σελ. 219-234. 46. Μπόζη, Σ., O Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης. Κοινότητα Σταυροδρομίου-Πέραν (Αθήνα 2002), σελ. 126-127, 161-171. 47. Αναστασιάδου, Μ., «Η Παναγία του Πέρα, οι Ρωμιοί ενορίτες της και το Οθωμανικό Σταυροδρόμι», Απογευματινή (Κωνσταντινούπολη 18/11/2004)· Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως: Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 362. 48. Το 1923 σηματοδοτεί τη διαδικασία «απο-αυτοκρατοριοποίησης» της πρωτεύουσας. Η επιλογή της Άγκυρας ως πρωτεύουσας της νεοσύστατης τουρκικής δημοκρατίας είχε συμβολικό σε μεγάλο βαθμό χαρακτήρα. Η Κωνσταντινούπολη συμβόλιζε το διεφθαρμένο κέντρο της δυτικής μεταπρατικής μπουρζουαζίας, στον αντίποδα του οποίου εγκαινιαζόταν η νέα εποχή. Ο ίδιος ο Κεμάλ Ατατούρκ επισκέφτεται πρώτη φορά την πόλη μετά την ενσωμάτωσή της στην τουρκική επικράτεια μόλις το 1928. Βλ. Ανδριανοπούλου, Κ. – Μπενλίσοϊ, Φ., «Οι μεταμορφώσεις μιας πόλης ή τα ευπώλητα της Πόλης», Ενθέματα Κυριακάτικης Αυγής (22/1/2006). |