Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Εγρί Καπού

Συγγραφή : Ανδριανοπούλου Κωνσταντίνα (25/5/2008)

Για παραπομπή: Ανδριανοπούλου Κωνσταντίνα, «Εγρί Καπού», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=11076>

Εγρί Καπού (7/8/2009 v.1) Eğri Kapu - προς ανάθεση 
 

1. Τοποθεσία – Ονομασία

Η συνοικία Εγρί Καπού βρίσκεται στην ομώνυμη πύλη των βυζαντινών τειχών της Κωνσταντινούπολης, κοντά στο παλάτι των Βλαχερνών, από το οποίο και χωριζόταν με ιδιαίτερο τείχος, κοντά στα τείχη που είχαν κατασκευαστεί επί Μανουήλ Κομνηνού για να προστατεύουν το παλάτι.1

Σύμφωνα με το Σκαρλάτο Βυζάντιο, η πύλη γύρω από την οποία εκτείνεται η συνοικία ονομαζόταν παλαιότερα Χαρσία/Kαρσία «ίσως τω όντι ως εγκαρσία, ως εμφαίνει και το Τουρκικόν αυτής όνομα,2 διότι είναι ανοιγμένη πλαγίως επί της γωνίας την οποία σχηματίζει ενταύθα το δεύτερον τείχος του περιβόλου της πόλεως, το καλούμενον Πτερόν των Βλαχερνών».3 Χαρσία την αναφέρει και ο Αρμένιος Ιερεμίας Κιομουρτζιάν στο οδοιπορικό του και αποδίδει το όνομα αυτό στην ασύμμετρη κατασκευή των δύο πλευρών της πύλης, συμπληρώνοντας ότι στο σημείο αυτό τα τείχη σχηματίζουν δύο σειρές και ότι μέχρι εδώ επεκτείνεται το νεκροταφείο των μουσουλμάνων του Αϊβάν Σαράι.4

Η πύλη παλιότερα καλούνταν και Καλιγαρία και σίγουρα μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα, όταν σε οθωμανικό κατάστιχο της εποχής η περιοχή καταγράφεται ως Mahalle-i Kaligarya.5 Η ονομασία Καλλιγαρία οφειλόταν στην κατοίκηση της περιοχής από τεχνίτες που κατασκεύαζαν καλλίγια (υποδήματα).6 Ο Σκαρλάτος Βυζάντιος αναφέρει ότι κάποια στιγμή η πύλη αποκαλούνταν και πύλη των Βουλγάρων, χωρίς όμως να μπορεί να αιτιολογήσει την ονομασία αυτή.7

2. Πληθυσμός

Η περιοχή κατοικούνταν ήδη από τους Βυζαντινούς χρόνους και εξακολούθησε μετά την Άλωση το 1453 να αποτελεί μία από τις συνοικίες στις οποίες διέμεναν χριστιανοί ορθόδοξοι πληθυσμοί. Στο πλαίσιο της πολιτικής του εποικισμού της πόλης με πληθυσμούς, χριστιανούς και μη, από άλλες νεοκατακτηθείσες περιοχές, που ακολούθησε το οθωμανικό κράτος, η περιοχή υποδέχτηκε χριστιανούς από διάφορα μέρη (όπως τα νησιά του αιγιακού χώρου, την Πελοπόννησο, την Τραπεζούντα). Η παράδοση θέλει μάλιστα να εγκαθίστανται στη συνοικία Εγρί Καπού Κρητικοί από την περιοχή της Σούδας, κάτι που όμως πρέπει μάλλον να αποδοθεί σε μια μεταγενέστερη, όχι τεκμηριωμένη προσπάθεια εξήγησης του επιθέτου Σούδα, με το οποίο επίσης προσδιοριζόταν η συνοικία από την ομώνυμη εκκλησία (ενορία Παναγίας Σούδας)∙ το συγκεκριμένο επίθετο αναφέρεται μάλλον στη μορφολογία της τοποθεσίας του ναού και της περιοχής, η οποία θεωρούνταν «δυσμάχητον φρούριον από το Τεκφούρ Σαράι μέχρι το Αϊβάν Σαράι».8

Οι χριστιανικές συνοικίες εντός και εκτός των τειχών σε αυτή την πλευρά της Κωνσταντινούπολης αποτελούσαν τις κατεξοχήν περιοχές με ορθόδοξο πληθυσμό, τουλάχιστον μέχρι το 18ο αιώνα. Συγκεκριμένα, οι περιοχές κοντά στο Πατριαρχείο, περίπου μεταξύ Εδιρνέ Καπού και Βαλατά –αν λάβουμε υπόψη τις μετακινήσεις του πατριαρχικού οίκου μέχρι το 1601– και κατά μήκος του Κεράτιου κόλπου συγκέντρωναν σημαντικό μέρος του ορθόδοξου χριστιανικού πληθυσμού της πόλης.9 Αποτελούσαν τις κατεξοχήν περιοχές με ορθόδοξο πληθυσμό, τουλάχιστον μέχρι το 18ο αιώνα.

Σύμφωνα με απογραφή του καδή της Κωνσταντινούπολης, το 1478 υπήρχαν στην περιοχή αριστερά του Κεράτιου κόλπου, δηλαδή στην κατεξοχήν πόλη, 3.151 εστίες Ρωμιών.10 Τον επόμενο αιώνα ο πληθυσμός τόσο των μουσουλμάνων όσο και των μη μουσουλμάνων αυξήθηκε.11 Όσον αφορά μάλιστα το χριστιανικό πληθυσμό, σύμφωνα με κατάστιχα του 1540 και του 1544 που αναφέρονται στα εισοδήματα του βακουφίου του Μωάμεθ Β΄, καταγράφονται εντός των τειχών 1.547 Ρωμιοί.12 Σύμφωνα με αυτά τα κατάστιχα, η περιοχή του Εγρί Καπού –που καταγράφεται με το βυζαντινό όνομά της ως Mahalle-i Kaligarya– αριθμεί 19 εστίες.13

Με βάση πατριαρχικό σιγγίλιο του 1804, τα όρια της ενορίας εκτείνονταν από το ορθόδοξο νεκροταφείο έξω των τειχών και την πύλη του Αδριανού μέχρι την πύλη Εϊβάν και το Εγιούπ.14 Το ορθόδοξο νεκροταφείο της συνοικίας Εγρί Καπού εξυπηρετούσε όχι μόνο αυτή τη συνοικία, αλλά και 12 άλλες γειτονικές ορθόδοξες ενορίες και υπαγόταν κατά το 19ο αιώνα στη διοίκηση των Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων.15

3. Η ορθόδοξη κοινότητα του Εγρί Καπού από το 16ο έως τον 20ό αιώνα

3.1. Εκκλησία – Νοσοκομείο

Το κέντρο της συνοικίας αποτελούσε η εκκλησία της Παναγίας της Σούδας. Δε γνωρίζουμε πότε ακριβώς χτίστηκε ο ναός, ωστόσο, και σύμφωνα με τον Ακύλα Μήλλα, πρέπει να ταυτιστεί με τον παλαιότερο ναό του Αγίου Νικήτα, του οποίου η ύπαρξη μας είναι γνωστή από το 12ο αιώνα.16 Πιθανόν να υπήρχε ήδη από την εποχή πριν από την Άλωση, ενώ, σύμφωνα με το Mordtmann, o ναός παλιότερα τιμούνταν στο όνομα του αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος.17 Ο συγγραφέας του ατιτλοφόρητου χειρογράφου της ιστορίας των Φιλανθρωπικών Καταστημάτων της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Κωνσταντινούπολης αναφέρει ότι η εκκλησία περιλαμβάνεται στον κατάλογο του Καραμπεϊνίκοφ με τα ονόματα των εκκλησιών της περιοχής μεταξύ του 1539 και 1690.18 Επίσης, από ένα φετβά του 1727 που ενέκρινε επισκευές στο ναό –ο οποίος, σύμφωνα με το έγγραφο, είχε εδώ και 90 χρόνια να επισκευαστεί»–, καθώς και από τη «Νομική Συναγωγή» του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Δοσίθεου, όπου αναφέρεται ότι το 1649 «η ενορία Εγρί Καπού Παναγίας Σούδας [υπεχρεώθη να πληρώση] τρία κάρτα» φόρο κιουρεκτζίδων, συμπεραίνουμε ότι ο ναός υπήρχε ήδη στα μέσα του 16ου αιώνα, ενώ και ο Μανουήλ Γεδεών τοποθετεί την παλιότερη μνεία του στο 1648.19

Η εκκλησία υπέστη δύο καταστροφικές πυρκαγιές το 1640 και το 1728.20 Ανακαινίστηκε το 1776, εκ βάθρων το 1815 και πάλι το 1850, όταν εκδόθηκε σουλτανικό φιρμάνι που ενέκρινε την ανακαίνιση του ναού και των ευαγών ιδρυμάτων τα οποία βρίσκονταν στον περίβολο της εκκλησίας (σχολείο, φρενοκομείο, παπαδικά κελιά), όπως θα δούμε στη συνέχεια.21

Η εκκλησία του Αγίου Νικήτα, την οποία φέρεται να αντικατέστησε εκείνη της Παναγίας της Σούδας, χρησίμευε και ως ένα είδος φρενοκομείου/φυλακής της εποχής.22 Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη φήμη ότι στην Παναγία της Σούδας είχε διασωθεί στη μετά την Άλωση περίοδο η περίφημη εικόνα της Θεοτόκου του Κύρου ή των Κύρων,23 που θεωρούνταν ότι είχε ιαματικές ιδιότητες για ψυχοπαθείς και επιληπτικούς, εξηγούν πιθανόν τη χρήση των κελιών στον περίβολο της εκκλησίας ως φρενοκομείου.24 Σε πατριαρχικό μάλιστα έγγραφο του Πατριάρχη Νεοφύτου ΣΤ' το 1740 αναφερόταν ότι από τη θεομητορική εικόνα «...ποταμηδόν αενάως προχείται ιάσιμα νάματα τοις πιστοίς».25 Αυτές οι θαυματουργές ιδιότητες που αποδίδονταν στην εικόνα του ναού είχαν καταστήσει τη συγκεκριμένη εκκλησία ένα από τα σημαντικότερα «προσκυνήματα θαυματοεργά της ευλαβείας απολαύοντα του λαού», σύμφωνα με τον ιατρό και μουσικό Βασίλειο Στεφανίδη το 1798.26 Ως προσκύνημα σημαντικό των ορθοδόξων, στο οποίο «προσήρχοντο να προσκυνήσουν οι φρενοπαθείς εξ όλων των μερών της Αυτοκρατορίας»,27 ο ναός είχε και αρκετά οικονομικά κέρδη. Ωστόσο, η κακοδιαχείρισή του είχε οδηγήσει στις αρχές του 18ου αιώνα την εκκλησία σε δυσχερή οικονομική κατάσταση, λόγω κυρίως των καταχρήσεων του τότε ηγούμενου του ναού και μετέπειτα Πατριάρχη Ιωαννικίου Καρατζά. Έπειτα από παρέμβαση του Πατριαρχείου η επιτροπή του ναού είχε τότε ανατεθεί σε επιφανή μέλη της ορθόδοξης κοινότητας. Από το 1815 και μετά η διοίκηση του ναού, καθώς και η διαχείριση όλης της ακίνητης περιουσίας της κοινότητας Εγρί Καπού εκχωρήθηκε στα νοσοκομεία Βαλουκλή υπό τη διοίκηση των οποίων παρέμεινε μέχρι το 1922, οπότε και επανήλθε στην επιτροπή της κοινότητας.28

Ήδη πριν από το 1727 στα ξύλινα προσαρτήματα-κελιά του περιβόλου της εκκλησίας –σε ένα τμήμα των οποίων χτίστηκε αργότερα η κοινοτική σχολή– λειτουργούσε ένα είδος «νοσοκομείου», ένα ιδιόρρυθμο νοσηλευτικό ίδρυμα της εποχής, το Άσυλο Φρενοβλαβών.29 Αυτό το Φρενοκομείο-Νοσοκομείο, το οποίο χαρακτηρίζεται σε πατριαρχική εγκύκλιο του 1740 «καύχημα και σεμνολόγημα και άμισθον ιατρείον και κοινόν των ορθοδόξων Νοσοκομείον»,30 ήταν ένα είδος μοναστηριακού ασύλου που διοικούνταν από τον εκάστοτε ηγούμενο και τους επιτρόπους του ναού και ήταν εύρωστο οικονομικά, γιατί «οι Πατριάρχαι ελάμβανον ιδιαίτεραν πρόνοιαν περί του Σεπτού και θείου τούτου ναού, τον οποίο μάλιστα εθεώρουν και θαυματουργόν».31

Αποτελούσε ένα από τα τρία πρωτόλεια νοσοκομεία που διέθετε η ορθόδοξη κοινότητα της Κωνσταντινούπολης στην περίοδο μεταξύ 1753 και 1839 (τα άλλα δύο βρίσκονταν αντίστοιχα στο Γαλατά και το Σταυροδρόμι).32 Ο εγκλεισμός, ο εκφοβισμός, η βίαιη καταστολή των ψυχολογικά νοσούντων και το λούσιμο με κρύο νερό από το αγίασμα που υπήρχε στην εκκλησία ήταν οι πιο διαδεδομένοι μέθοδοι «περίθαλψης» στο πρωτόγονο αυτό ψυχιατρείο.33 Μέχρι το 1817 δεν υπήρχε γιατρός, ενώ υπεύθυνος για τους ασθενείς ήταν ο καντηλανάφτης του ναού. Η σχετική περιγραφή του Σκαρλάτου Βυζάντιου είναι χαρακτηριστική: «νοσοκόμος δε αυτών ήτον συνήθως ο κανδηλανάπτης, ρωμαλέος πάντοτε και αθλητικού αναστήματος ανήρ, του οποίου και μόνη η στεντορεία φωνή και μόνη της μάστιγος την οποία έφερε συνήθως επί της ζώνης η κλαγγή ή και ο κρότος μόνος των κλειδών τας οποίας εκράτει ήρκει πολλάκις να καταστείλη και αυτών των μανιωδεστέρων τας κραυγάς και παραφοράς».34

Επίσης, στο πλαίσιο του εκκλησιαστικού χαρακτήρα της δικαιοσύνης και του σωφρονισμού στην προ του 19ου αιώνα εποχή, η εκκλησία αυτή λειτουργούσε και ως φυλακή, ως τόπος όπου «περιωρίζοντο και μεράκια και γυναίκες εκδεδιητημέναι, κατ’ αίτησιν γονέων, ή συζύγων και συγγενών» και εν γένει άντρες και γυναίκες «κακοήθην βίον διάγοντες».35

Το 1794 τα υπάρχοντα την περίοδο εκείνη νοσοκομεία της ορθόδοξης κοινότητας της Κωνσταντινούπολης συνενώθηκαν σε ένα κοινό ταμείο· το φρενοκομείο της Παναγίας της Σούδας ωστόσο εξαιρέθηκε. Όταν δύο δεκαετίες αργότερα, το 1815, ενσωματώθηκε στην εφορεία των νοσοκομείων, ανοικοδομήθηκαν τα κελιά και βελτιώθηκαν οι συνθήκες του ασύλου, ενώ συντάχθηκε και εσωτερικός κανονισμός για την κανονική λειτουργία του και καθιερώθηκε τόσο η δωρεάν νοσηλεία, όσο και η επίσκεψη γιατρού 3 φορές την εβδομάδα. Το ιδιόμορφο αυτό άσυλο ψυχοπαθών λειτούργησε μέχρι το 1838, οπότε και οι τρόφιμοι μεταφέρθηκαν στο ενιαίο Νοσοκομείο των Γουλάδων.36

3.2. Εκπαίδευση – Σύλλογοι

Στο περίβολο του ναού της Παναγίας της Σούδας λειτουργούσε και ελληνική σχολή ήδη πριν από το 1764, όταν «προτροπή Σαμουήλ του Α΄ Πατριάρχου Κων/πόλεως [...] συνεστήθησαν σχολαί εν Κοντοσκαλίω, Βλάγκα, Άγ. Κων/νο της Καραμανίας, Υψωμαθείοις, Εδιρνέ Καπί, Εγρί Καπί»,37 ενώ υπήρχε και κάποιου είδους νηπιαγωγείο της εποχής. Έναν αιώνα αργότερα, το 1885, στην «πολυανθρωποτάτη» ενορία της Παναγίας της Σούδας Εγρί Καπού, λειτουργούσε αρρεναγωγείο, νηπιο-παρθεναγωγείο και δημοτική σχολή.38

Και σε αυτή την ενορία-κοινότητα παρατηρείται στο 19ο αιώνα έξαρση στην ίδρυση συλλόγων και σωματείων. Ήδη στο α΄ μισό του 19ου αιώνα καταγράφονται τα Αδελφάτα του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Βασιλείου και της Υπαπαντής,39 ενώ στα επόμενα χρόνια δημιουργούνται νέες αδελφότητες. Το 1897 ιδρύθηκε η «Εν Εγρί Καπού Αδελφότης των Κυριών η Τιμία Ζώνη», η οποία σκοπό είχε τη συντήρηση του παρεκκλησίου της Τιμίας Ζώνης, καθώς και την οικονομική υποστήριξη πέντε άπορων μαθητριών του Παρθεναγωγείου και των φτωχών αυτής και των πέριξ κοινοτήτων.40

Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε και η «Εν Εγρί Καπού Αδελφότης Ομοφροσύνη», που σκοπό είχε τη σύσταση παρθεναγωγείου, αναγνωστηρίου και βιβλιοθήκης και την οργάνωση δημόσιων διαλέξεων.41 Επίσης, στα τέλη του 19ου-αρχές 20ού αιώνα, επί πατριαρχίας Ιωακείμ Γ΄, ιδρύθηκε στο Φανάρι μια Φιλόπτωχος Αδελφότητα για την αρωγή των απόρων της περιφέρειας Φαναρίου και των πέριξ περιοχών, μεταξύ των οποίων και της κοινότητας Εγρί Καπού.42

3.3. Παρακμή της κοινότητας

Με την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας παρατηρείται σταδιακή παρακμή της κοινότητας Εγρί Καπού. Η κοινοτική σχολή έπαυσε να λειτουργεί το 192843 ελλείψει μαθητών, ενώ, σύμφωνα με πατριαρχική απογραφή του 1949, στην κοινότητα έμεναν 40 οικογένειες.44 Το 1955, όπως πληροφορούμαστε από το αρχείο του Χριστοφόρου Χρηστίδη, παρέμεναν στην περιοχή 27 οικογένειες και ακόμη λειτουργούσε μία φιλόπτωχος αδελφότητα, η οποία είχε ανασυσταθεί το 1950.45

1. Φραγκούδης, Γ., Η Κωνσταντινούπολις (Βυζάντιον-Σταμπούλ). Περιγραφή της Κωνσταντινουπόλεως λήγοντος του 19ου αιώνος (Αθήνα 1901), σελ. 82· Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 180.

2. Εğri στα τουρκικά σημαίνει στραβός. Ωστόσο αυτό δε σημαίνει ότι η πύλη ήταν κατασκευαστικά στραβή, απλώς πήρε αυτό το όνομα από τη μορφολογία και την αρχιτεκτονική του τείχους στο συγκεκριμένο σημείο. Πριν μπει κανείς στην πύλη δημιουργείται μια οξεία κόγχη. Belge, M., İstanbul Gezi Rehberi (İstanbul 2007), σελ. 80.

3. Βυζάντιος, Σ., Η Κωνσταντινούπολις. Περιγραφή Τοπογραφική, Αρχαιολογική και Ιστορική Α (Αθήνα 1851), σελ. 353.

4. Κιομουρτζιάν, Ι.Τ., Οδοιπορικό στην Πόλη του 1680 (Αθήνα 1992), σελ. 59. Επίσης ο Murat Belge σημειώνει ότι σε όλες σχεδόν τις πύλες υπήρχαν τάφοι όσιων μουσουλμάνων, συντρόφων του προφήτη, πολλοί από τους οποίους ανακαλύπτονται στις αρχές του 19ου αιώνα, σε μια προσπάθεια πιθανόν, και σύμφωνα πάντα με το συγγραφέα, να τονωθεί το θρησκευτικό αίσθημα του λαού της πόλης κατά την περίοδο των μεταρρυθμίσεων. Βλ. Belge, M., İstanbul Gezi Rehberi (İstanbul 2007),. σελ. 80.

5. Γεράσιμος, Σ., «Έλληνες της Κωνσταντινούπολης στα μέσα του ΙΣΤ΄ αιώνα», Η καθ’ ημάς Ανατολή Β (Αθήνα 1994), σελ. 127.

6. Φραγκούδης, Γ., Η Κωνσταντινούπολις (Βυζάντιον – Σταμπούλ). Περιγραφή της Κωνσταντινουπόλεως λήγοντος του 19ου αιώνος (Αθήνα 1901), σελ. 82.

7. Βυζάντιος, Σ., Η Κωνσταντινούπολις. Περιγραφή Τοπογραφική, Αρχαιολογική και Ιστορική Α (Αθήνα 1851), σελ. 353.

8. Ιστορικά Σημειώματα της Κοινότητος Εγρί Καπού (Ιστανμπούλ 1950), σελ. 5.

9. Mantran, R., H καθημερινή ζωή στην Κωνσταντινούπολη τον αιώνα του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (Αθήνα 1999), σελ. 88-89.

10. Γεράσιμος, Σ., «Έλληνες της Κωνσταντινούπολης στα μέσα του ΙΣΤ΄ αιώνα», Η καθ’ ημάς Ανατολή Β (Αθήνα 1994), σελ. 118.

11. Σύμφωνα με τουρκικές πηγές, από τα χρόνια μεταξύ των ετών 1520-1535 ο πληθυσμός των χριστιανών στην Κωνσταντινούπολη ήταν 25.252. Mantran, R., H καθημερινή ζωή στην Κωνσταντινούπολη τον αιώνα του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (Αθήνα 1999), σελ. 79.

12. Ωστόσο αυτοί οι αριθμοί αναφέρονται μάλλον μόνο σε εκείνους που πλήρωναν κεφαλικό φόρο στο συγκεκριμένο βακούφι. Γεράσιμος, Σ., «Έλληνες της Κωνσταντινούπολης στα μέσα του ΙΣΤ΄ αιώνα», Η καθ’ ημάς Ανατολή Β (Αθήνα 1994), σελ. 118-119.

13. Γεράσιμος, Σ., «Έλληνες της Κωνσταντινούπολης στα μέσα του ΙΣΤ΄ αιώνα», Η καθ’ ημάς Ανατολή Β (Αθήνα 1994), σελ. 127.

14. Ιστορικά Σημειώματα της Κοινότητος Εγρί Καπού (Ιστανμπούλ 1950), σελ. 24.

15. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 194.

16. Το φτωχό αγίασμα του Αγίου Νικήτα που βρίσκεται κοντά στην εκκλησία, μέσα σε περιβόλια, αποτελεί κατά το συγγραφέα περαιτέρω απόδειξη της ταύτισης των δύο ναών. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 180.

17. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 181.

18. Σιδηρόπουλος, Φ., Τα Εθνικά Φιλανθρωπικά Καταστήματα στην Κωνσταντινούπολη. Σχόλια σε ένα ανέκδοτο κείμενο. Η πορεία τους στον εικοστό αιώνα (Αθήνα 1999), σελ. 56.

19. Ιστορικά Σημειώματα της Κοινότητος Εγρί Καπού (Ιστανμπούλ 1950), σελ. 9· Σιδηρόπουλος, Φ., Τα Εθνικά Φιλανθρωπικά Καταστήματα στην Κωνσταντινούπολη (Αθήνα 1999), σελ. 51· Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 191.

20. Ημερολόγιον 2008 Οικουμενικού Πατριαρχείου (Αθήνα 2008), σελ. 196.

21. Ιστορικά Σημειώματα της Κοινότητος Εγρί Καπού (Ιστανμπούλ 1950), σελ. 10-12.

22. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 180.

23. Ο Σκαρλάτος Βυζάντιος μάλιστα αναφέρει ότι παλαιότερα η εκκλησία τιμούνταν στο όνομα της Θεοτόκου του Κύρου ή των Κύρων. Βυζάντιος, Σ., Κωνσταντινούπολις. Περιγραφή Τοπογραφική, Αρχαιολογική και Ιστορική Α (Αθήνα 1851), σελ. 354. Την πληροφορία αυτή διαψεύδει ο Μανουήλ Γεδεών ο οποίος διασαφηνίζει ότι η εκκλησία της Θεοτόκου του Κύρου ή των Κύρων βρίσκεται στην περιοχή Εξωκιόνιον. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 186.

24. Στη Βυζαντινή περίοδο –αλλά και αργότερα– ήταν διαδεδομένη η αντίληψη ότι διάφορες εκκλησίες και μονές θεράπευαν φρενοβλαβείς και ψυχοπαθείς. Σιδηρόπουλος, Φ., Τα Εθνικά Φιλανθρωπικά Καταστήματα στην Κωνσταντινούπολη. Σχόλια σε ένα ανέκδοτο κείμενο. Η πορεία τους στον εικοστό αιώνα (Αθήνα 1999), σελ. 55-56.

25. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 181.

26. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 187.

27. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 181.

28. Σιδηρόπουλος, Φ., Τα Εθνικά Φιλανθρωπικά Καταστήματα στην Κωνσταντινούπολη. Σχόλια σε ένα ανέκδοτο κείμενο. Η πορεία τους στον εικοστό αιώνα (Αθήνα 1999), σελ. 52, 60.

29. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 181.

30. Σιδηρόπουλος, Φ., Τα Εθνικά Φιλανθρωπικά Καταστήματα στην Κωνσταντινούπολη. Σχόλια σε ένα ανέκδοτο κείμενο. Η πορεία τους στον εικοστό αιώνα (Αθήνα 1999), σελ. 52.

31. Σιδηρόπουλος, Φ., Τα Εθνικά Φιλανθρωπικά Καταστήματα στην Κωνσταντινούπολη. Σχόλια σε ένα ανέκδοτο κείμενο. Η πορεία τους στον εικοστό αιώνα (Αθήνα 1999), σελ. 60. Επίσης, επί βασιλείας του σουλτάνου Σελίμ Γ΄, ο ηγούμενος του ναού είχε αποκτήσει το προνόμιο της ασυλίας και της εκδίκασης των υποθέσεών του μόνο από το μεγάλο βεζίρη. Ιστορικά Σημειώματα της Κοινότητος Εγρί Καπού (Ιστανμπούλ 1950), σελ. 22.

32. Ιστορικά Σημειώματα της Κοινότητος Εγρί Καπού (Ιστανμπούλ 1950), σελ. 24.

33. Σιδηρόπουλος, Φ., Τα Εθνικά Φιλανθρωπικά Καταστήματα στην Κωνσταντινούπολη. Σχόλια σε ένα ανέκδοτο κείμενο. Η πορεία τους στον εικοστό αιώνα (Αθήνα 1999), σελ. 52. Τους πλέον μανιακούς και επικίνδυνους τους περιόριζαν στον υπόγειο ναΐσκο του άγιου Νικήτα. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 181.

34. Βυζάντιος, Σ., Κωνσταντινούπολις. Περιγραφή Τοπογραφική, Αρχαιολογική και Ιστορική Α (Αθήνα 1851), σελ. 354.

35. Κάννερ, Έ., Φτώχεια και φιλανθρωπία στην ορθόδοξη κοινότητα της Κωνσταντινούπολης 1753-1912 (Αθήνα 2004), σελ. 70· Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 191. Επίσης αναφέρεται ότι εδώ κλείστηκε και ο περίφημος λαμπαδάριος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Πέτρος ο Πελοποννήσιος και τάφηκε στο νεκροταφείο της Κοινότητας Εγρί Καπού έξω από τα τείχη και ότι εδώ βρίσκονταν και σώζονταν μέχρι το 1950 οι φυλακές Ανεμά. Ιστορικά Σημειώματα της Κοινότητος Εγρί Καπού (Ιστανμπούλ 1950), σελ. 6, 24.

36. Σιδηρόπουλος, Φ., Τα Εθνικά Φιλανθρωπικά Καταστήματα στην Κωνσταντινούπολη. Σχόλια σε ένα ανέκδοτο κείμενο. Η πορεία τους στον εικοστό αιώνα (Αθήνα 1999), σελ. 52.

37. Ιστορικά Σημειώματα της Κοινότητος Εγρί Καπού (Ιστανμπούλ 1950), σελ. 32.

38. Ιστορικά Σημειώματα της Κοινότητος Εγρί Καπού (Ιστανμπούλ 1950), σελ. 32· Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 185.

39. Ιστορικά Σημειώματα της Κοινότητος Εγρί Καπού (Ιστανμπούλ 1950), σελ. 25-26.

40. Μαμώνη, Κ. – Ιστικοπούλου, Λ., Γυναικείοι σύλλογοι στην Κωνσταντινούπολη (1861-1922) (Αθήνα 2002), σελ. 129.

41. Μαμώνη, Κ. – Ιστικοπούλου, Λ., Γυναικείοι σύλλογοι στην Κωνσταντινούπολη (1861-1922) (Αθήνα 2002), σελ. 175.

42. Μήλλας, Α., Σφραγίδες Κωνσταντινουπόλεως. Ενορίες Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής (Αθήνα 1996), σελ. 101.

43. Ιστορικά Σημειώματα της Κοινότητος Εγρί Καπού (Ιστανμπούλ 1950), σελ. 20.

44. Σταματόπουλος, Κ.Μ., Η τελευταία αναλαμπή. Η κωνσταντινουπολίτικη ρωμηοσύνη στα χρόνια 1948-1955 (Αθήνα 1996), σελ. 290.

45. Χρηστίδης, Χ., Τα Σεπτεμβριανά (Αθήνα 2000), σελ. 298· Σταματόπουλος, Κ.Μ., Η τελευταία αναλαμπή. Η κωνσταντινουπολίτικη ρωμηοσύνη στα χρόνια 1948-1955 (Αθήνα 1996), σελ. 168.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>