Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Μεσοβυζαντινή ναοδομία στην Κωνσταντινούπολη

Συγγραφή : Stankovic Nebojsa (5/3/2008)
Μετάφραση : Πέτρακα Ελένη

Για παραπομπή: Stankovic Nebojsa, «Μεσοβυζαντινή ναοδομία στην Κωνσταντινούπολη»,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=11760>

Middle byzantine religious architecture in Constantinople (28/6/2009 v.1) Μεσοβυζαντινή ναοδομία στην Κωνσταντινούπολη (28/6/2007 v.1) 
 

1. Ιστορικό πλαίσιο

Η μεσοβυζαντινή περίοδος, τουλάχιστον κατά την πρώτη φάση της (843/867-1025), σηματοδοτείται από μιαν αναγέννηση, μια νέα ακμή του Βυζαντίου, τόσο στην πολιτική όσο και στον πολιτιστική διάσταση. Προσωπικότητες, επιτεύγματα και μνημεία χαρακτηρίζονται, με αισιοδοξία και μια δόση επιτήδευσης, ως «νέα». Αυτός ο χαρακτηρισμός ωστόσο θα πρέπει να ερμηνεύεται με την έννοια του «ανακαινισμένου», «αναστηλωμένου» ή «αναβιωμένου»,1 εκείνου που ξαναδίνει ζωή στους φερώνυμους, συνήθως από τις «ένδοξες» εποχές του Κωνσταντίνου και του Ιουστινιανού, προκατόχους του.

Το ξεκίνημα της περιόδου σηματοδοτείται από τη λήξη της Εικονομαχίας, που σήμανε και τον οριστικό προσδιορισμό της Βυζαντινής Ορθοδοξίας. Οι Βυζαντινοί είχαν την πεποίθηση ότι η χριστιανική Οικουμένη επρόκειτο να οικοδομηθεί εκ νέου επί τη βάσει του πλήρως προσδιορισμένου δόγματος, της εκ νέου αποκατασταθείσας αποστολικής διδασκαλίας. Την ίδια περίοδο ο μοναχισμός άρχισε να παίζει όλο και σημαντικότερο ρόλο στη θρησκευτική, κοινωνική και πολιτιστική ζωή της πρωτεύουσας.

Η δεύτερη φάση της περιόδου χαρακτηρίζεται από αλλαγές στην κοινωνία, το στρατό και το σύστημα διακυβέρνησης, αλλαγές που σχετίζονται με την άνοδο της αριστοκρατίας στην εξουσία και τον εκφεουδαλισμό των επαρχιών. Αυτές οι αλλαγές κατέληξαν σε πολιτική αποδυνάμωση της Αυτοκρατορίας, χωρίς εντούτοις να επιφέρουν πολιτιστιμή παρακμή. Κατά την εποχή που την εξουσία είχε στα χέρια της η λεγόμενη «πολιτική αριστοκρατία» (1025-81), η διακυβέρνηση στηριζόταν σε δημοσίους υπαλλήλους υψηλής μόρφωσης, οι οποίοι ανέπτυσσαν δραστηριότητα ως δωρητές, ιδρύοντας μοναστήρια μέσα στην πόλη.

Με την ανάρρηση στο θρόνο της δυναστείας των Κομνηνών το 1081, αυτή η τάση θεμελίωσης ιδιωτικών μοναστικών ιδρυμάτων συνεχίστηκε και πολλαπλασιάστηκε, με αποτέλεσμα την παραγωγή αξιόλογων αρχιτεκτονικών επιτευγμάτων. Μέλη της δυναστείας και άλλων ισχυρών και πλουσίων οικογενειών έχτισαν νέα μοναστήρια ή ανακαίνισαν παλαιά, ώστε να χρησιμεύσουν ως οικογενειακά μαυσωλεία. Αυτά τα αστικά μοναστήρια επαιζαν επίσης τον ρόλο εκπαιδευτικών και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων.

2. Γενικές τάσεις στην αρχιτεκτονική

Η σχετική πολιτική, θρησκευτική και πολιτιστική σταθερότητα, που είχε επιτευχθεί μέχρι το δεύτερο ήμισυ του 9ου αιώνα, έδωσε τη δυνατότητα στον Βασίλειο Α΄ να αναπτύξει οικοδομική δραστηριότητα με στόχο την αποκατάσταση της εικόνας της Κωνσταντινούπολης, της μόνης μητρόπολης που είχε απομείνει στη συρρικνωμένη και αγροτοποιημένη αυτοκρατορία. Αντίθετα με τους προκατόχους του, ο Βασίλειος εστίασε στα εκκλησιαστικά οικοδομήματα, τα περισσότερα από τα οποία ήταν παλαιοί και πασίγνωστοι ναοί, όπως η Αγία Σοφία και οι Άγιοι Απόστολοι, οι οποίοι είχαν ωστόσο περιέλθει σε ερειπιώδη κατάσταση.2 Επίσης, έχτισε εκ νέου άλλους οκτώ ναούς, συμπεριλαμβανομένης της Νέας Εκκλησίας. Η κινητήριος δύναμη πίσω από αυτές τις αναθέσεις ήταν η ιδέα του ανακαινισμού, της renovatio Imperii Romani,3 η οποία στράφηκε προς τη «χρυσή εποχή» του Ιουστινιανού, για να βρει το αρχιτεκτονικό της γλωσσάρι.

Ανεξάρτητα από το κατά πόσον κυκλοφορούσε στην ατμόσφαιρα η ιδέα του «ανακαινισμού», η αρχιτεκτονική που αναδύθηκε δείχνει ότι ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός σε ότι αφορούσε τη ναοδομία προχώρησε πέρα από τα γνωστά πρότυπα, ανταποκρινόμενος στις σύγχρονες απαιτήσεις. Η τρουλαία κατασκευή, η οποία είχε υιοθετηθεί στη ναοδομία, παρέμεινε ο κανόνας αλλά οι διαστάσεις μειώθηκαν, ιδιαίτερα σε σύγκριση με τα ιουστινιάνεια οικοδομήματα, και το σχέδιο μετασχηματίστηκε. Η μείωση των διαστάσεων ερμηνεύθηκε ως συνέπεια της μείωσης τόσο των διαθέσιμων πόρων όσο και του πληθυσμού. Ωστόσο, δεν αποτελούν αυτοί οι δύο λόγοι τους μοναδικούς παράγοντες. Η μεταβολή του τρόπου διεξαγωγής της λειτουργίας, από δημόσιες και εθιμοτυπικές ακολουθίες σε συνοδικές εκκλησίες σε πιο ιδιωτικών διαστάσεων θείες λειτουργίες σε μοναστικές εκκλησίες έμοιαζε να είναι η βασική τάση. Επίσης, η αντίληψη του τρουλαίου οικοδομήματος ως ενός μικρόκοσμου, η οποία είχε αναπτυσσόταν σταδιακά και επί μακρόν, ενισχύθηκε με την προσθήκη ενός μικρότερου και πιο συνεπτυγμένου χώρου. Όχι τόσο το μέγεθος, όσο μάλλον η παρουσία ορισμένων τύπων και η μεταξύ τους αλληλεξάρτηση έπαιξε τον κύριο ρόλο που οδήγησε στην καθολική αποδοχή και στον πολλαπλασιασμό των τρουλαίων αρχιτεκτονικών τύπων.

3. Τύποι ναών

Ο πιο συνηθισμένος τύπος τρουλαίου ναού στη μεσοβυζαντινή Κωνσταντινούπολη είναι ο εγγεγραμμένος σταυροειδής. Οι σωζόμενες εκκλησίες του εγγεγραμμένου σταυροειδούς τύπου παρουσιάζουν εξαιρετικά παραπλήσιες κατόψεις, αρχής γενομένης από τον βόρειο ναό της Μονής Λιβός και το Μυρέλαιο, μέχρι το Eski Imaret Camii (Χριστός Παντεπόπτης;), το Vefa Kilise Camii (Άγ. Θεόδωροι;), και τη μονή Παντοκράτορος. Εκτός από τον εγγεγραμμένο σταυροειδή πυρήνα, διαθέτουν ένα τριμερές ιερό στα ανατολικά και νάρθηκα που αποτελείται από τρία διαμερίσματα στα δυτικά. Οι νάρθηκες όλων των ναών, εκτός από αυτούς του Παντοκράτορα, φέρουν θολωτές κόγχες στις μικρότερες πλευρές τους. Οι νάρθηκες στη Μονή Λιβός, στον Παντεπόπτη και στον Παντοκράτορα είναι διώροφοι. Ο τρούλος εδράζεται κατά κανόνα σε τέσσερις κίονες, οι οποίοι έχουν συνήθως μεταφερθεί από παλαιότερα κτήρια.4

Το ζήτημα της αρχικής προέλευσης του εγγεγραμμένου σταυροειδούς τύπου παραμένει ανοιχτό.5 Η πλέον πιθανή εκδοχή είναι ότι ο σταυροειδής με τρούλο ναός της προηγούμενης περιόδου τροποποιήθηκε, σε αναζήτηση ενός πιο ανοιχτού, και με περισσότερη συνοχή χώρου, τόσο δομικά, ως αρχιτεκτονικού όγκου, όσο και οπτικά. Δομικά στοιχεία «βαθιά ριζωμένα στη Βυζαντινή παράδοση», ο τρούλος δηλαδή που υψώνεται πάνω από τέσσερις καμαροσκέπαστες κεραίες και φέρεται από πεσσούς ή κίονες, χρησιμοποιήθηκαν για να επιτευχθεί ένας ενιαίος χώρος συνάθροισης.6 Με όρους λειτουργικού σχεδιασμού και αρχιτεκτονικής σύνθεσης, το αποτέλεσμα ήταν η ανάδειξη του εγγεγραμμένου σταυροειδούς ως ιδανικού τύπου. Ο τύπος αυτός παρείχε επιπλέον τον ιδανικό χώρο για ψηφιδωτό ή/και τοιχογραφικό διάκοσμο.7 Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο πεντάτρουλος τύπος της Νέας Εκκλησιάς ήταν στην πραγματικότητα ένας εγγεγραμμένος σταυροειδής, με προσθήκη τεσσάρων επιπλέον τρούλων πάνω από τα γωνιακά διαμερίσματα.

Στον 12ο αιώνα, ο κεντρικός πυρήνας των ναών της Παμμακαρίστου, του Gül Camii (Αγία Θεοδοσία;), και του Kalenderhane Camii μαρτυρούν την αναβίωση του σταυροειδούς με τρούλο ναού, στη μορφή του λεγόμενου ναού με περίστωο.8 Σε μια πρώτη ματιά, οι κατόψεις τους μοιάζουν με εκείνες του εγγεγραμμένου σταυροειδούς. Μάλιστα, στα δύο τελευταία παραδείγματα, το αρχιτεκτονικό σχέδιο στο στο επίπεδο της στέγασης είναι εκείνο του εγγεγραμμένου σταυροειδούς. Το περίστωο της Παμμακαρίστου όμως είναι αισθητά χαμηλότερο από το θολωτό κεντρικό τμήμα και δεν διαγράφονται σταυρικές κεραίες.

4. Μορφολογικά στοιχεία

Ο εσωτερικός χώρος των μεσοβυζαντινών εκκλησιών είναι μικρός αλλά ανοιχτός, ενιαίος και οργανωμένος ιεραρχικά – από τον θόλο του τρούλου σε εκείνους των καμαρών και μέχρι κάτω στον νάρθηκα. Προκειμένου να αυξήσουν τον διαθέσιμο χώρο, καθώς και να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες για δωμάτια που θα φιλοξενούσαν τελετές ανεξάρτητες από τη λειτουργία, προστέθηκαν στο ναό παρεκκλήσια. Αυτά χτίζονταν συχνά ταυτόχρονα με την ίδια την εκκλησία και, σε αντίθεση με τους βοηθητικούς χώρους στους ναούς των προηγούμενων περιόδων, δινόταν προσοχή στην ενσωμάτωση αυτών των κατασκευών στο συνολικό σχέδιο του κτιρίου. Αυτό μπορεί να το δει κανείς στον τρόπο με τον οποίο έχει γίνει η διαχείριση της οργάνωσης με πολλαπλά παρεκκλήσια στην εκκλησία της Θεοτόκου στη Μονή Λιβός.

Ο τρούλος, που είχε εντωμεταξύ εξελιχθεί σε στοιχείο απαραίτητο κατά την περίοδο αυτήν, υψώνεται σε ένα τύμπανο και έχει κομψότερες αναλογίες από όσο οι παλαιότεροι. Στο τύμπανο ανοίγονται παράθυρα, συνήθως οκτώ ή δώδεκα τον αριθμό. Παρόλο που δεν είναι μεγάλων διαστάσεων, οι τρούλοι συχνά έχουν επιπλέον εσωτερική διαμόρφωση, είτε με πτυχώσεις (Μυρέλαιον) ή με τη χρήση νευρώσεων (Εκκλησία Φάρου, Παντεπόπτης). Κατά κανόνα το τύμπανο φέρεται από τέσσερα σφαιρικά τρίγωνα.

Στις μεγάλες αυτοκρατορικές εκκλησίες από το α΄ μισό της μεσοβυζαντινής περιόδου – όπως η Νέα Εκκλησία και ο Άγιος Γεώργιος των Μαγγάνων – αίθρια προηγούνταν των εισόδων. Τα αίθρια ήταν πλούσια διακοσμημένα και εφοδιασμένα με πολυτελείς κρήνες.9

5. Υλικά, τεχνικές κατασκευής και αρχιτεκτονικός διάκοσμος

Η πέτρα και η οπτόπλινθος αποτελούν τα κυριότερα υλικά δομής στην Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου. Οι τοίχοι ενός ναού είναι συνήθως χτισμένοι με εναλλασσόμενες στρώσεις από λαξευμένους λίθους και οπτοπλίνθους, ενώ τα θολωτά μέρη και οι τρούλοι είναι κατασκευασμένοι αποκλειστικά από οπτοπλίνθους.10 Αυτή η απλή εναλλαγή ζωνών από οπτοπλίνθους και λίθους δίνει ένα σταθερό αισθητικό αποτέλεσμα. Επιπλέον οι οπτόπλινθοι τοποθετούνταν συχνά κατά τρόπον ώστε να σχηματίζονται ορισμένα διακοσμητικά θέματα. Στις προσόψεις του Παντεπόπτη μπορεί να δει κανείς μαιάνδρους, αχτίνες φωτός και άλλα μοτίβα. Ειδικά ημικυκλικά τούβλα κατασκευάστηκαν για τις αποστρογγυλευμένες παραστάδες του Μυρελαίου. Επάλληλες σειρές κογχών επιστρατεύτηκαν για να προσδώσουν ζωντάνια στις αψίδες των ναών της Μονής Λιβός, της μονής Παντοκράτορα και του Gül Camii.

Από τον πρώιμο 11ο μέχρι τα μέσα του 13ου αιώνα χρησιμοποιήθηκε η τεχνική της κρυμμένης πλίνθου.11 Κάθε δεύτερη ζώνη οπτοπλίνθων τοποθετούνταν πιο πίσω από τις άλλες που την πλαισίωναν και ο χώρος που απέμενε γέμιζε με κονίαμα, δημιουργώντας έτσι την εντύπωση ότι μεσολαβούν ευρείες ζώνες από κονίαμα ανάμεσα στις οπτοπλίνθους (π.χ. στο ναό του Παντεπόπτη).

Χρήση λίθινων γείσων έγινε στην Μονή Λιβός και στο Μυρέλαιο, για να τονιστεί το σημείο από όπου εκφύονται οι θόλοι και για να τεθεί μια οριζόντια τομή σε αντιδιαστολή με την τονισμένη καθετότητα των παραστάδων. Οι κατώτερες ζώνες των τοίχων αυτών των δύο ναών ήταν αρχικά επενδεδυμένες με λίθινες πλάκες.12

Στο εσωτερικο, ορθομαρμάρωση κάλυπτε τους τοίχους μέχρι τη γένεση των αψίδων, ψηφιδωτά ή τοιχογραφίες κάλυπταν τις κόγχες και τους θόλους, ενώ τα δάπδα κοσμούνταν με μαρμαροθετήματα.13 Γλυπτά γείσα χρησιμοποιήθηκαν στη Μονή Λιβός για να τονίσουν τα σημεία μετάβασης από την ορθομαρμάρωση στις ψηφιδωτές επιφάνειες, τα σημεία γένεσης των θόλων και τη βάση του τρούλου. Σε αυτά απεικονίζονται φανταστικά φυτικά κοσμήματα, ρόδακες, σταυροί και αετοί. Οι κιονίσκοι και τα κιονόκρανα των τρίλοβων παραθύρων φέρουν παρόμοια ανάγλυφα κοσμήματα.14 Η εσωτερική διακόσμηση της Μονής Λιβός περιελάμβανε επίσης εφυαλωμένα πλακίδια με γραπτό φυτικό (ανθέμια) και γεωμετρικό διάκοσμο.15 Η αποκάλυψη θραυσμάτων από υαλοπίνακες (βιτρώ) στο νότιο ναό του Παντοκράτορα αποτελεί ένδειξη ότι τα παράθυρα εκεί κοσμούνταν με απεικονίσεις αγίων.16

6. Συμπεράσματα

Οι εκκλησίες αυτής της περιόδου δεν μπορούν να περιγραφούν ούτε ως ευμεγέθεις και μεγαλοπρεπείς ούτε ως παραδείγματα τολμηρών συστημάτων θολοδομίας. Ωστόσο, μαρτυρούν την ανάδυση νέων αρχιτεκτονικών ιδεών και σχεδίων, καταδεικνύοντας την μέριμνα για την οργάνωση των χώρων, την ισορροπία και συναρμογή των μαζών και των λεπτομερειών, καθώς και την αριστοτεχνική διάταξη των βοηθητικών οικοδομημάτων. Το πλέον αναγνωρίσιμο αποτέλεσμα αυτών των αναζητήσεων, ο εγγεγραμμένος σταυροειδής ναός, πλήρως και σαφώς απαρτισμένος κατά την περίοδο αυτή, αποδείχθηκε εύκολο στην κατασκευή, επαρκές για τις λατρευτικές ανάγκες, και κατάλληλο για εικονιστική διακόσμηση. Με τέτοια χαρακτηριστικά, εύλογα χρησιμοποιήθηκε ευρέως στη Βυζαντινή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική στους αιώνες που ακολούθησαν.

1. «Οι λέξεις που αποδίδουν την έννοια «νέος» – νέος, καινός, καινούριος – εμφανίζονται με αξιοσημείωτη συχνότητα στο λεξιλόγιο της εποχής εκείνης. Δεν πρέπει να ερμηνεύσουμε αυτόν τον όρο με την έννοια του «νέου και διαφορετικού». Σήμαινε περισσότερο την ανανέωση, την ανακαίνιση και στερεοποίηση του παλαιού. Αυτή είναι μια σύλληψη θεμελιώδους σημασίας για την κατανόηση όλων των Βυζαντινών πολιτιστικών εκδηλώσεων, συμπεριλαμβανομένης και της αρχιτεκτονικής.» (Mango, C., Byzantine Architecture [New York 1976], σελ. 196). Βλέπε επίσης: Magdalino, P., “Observations on the Nea Ekklesia of Basil I,” Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik 37 (1987), σελ. 53

2. Mango, C., Byzantine Architecture (New York 1976), σελ. 196. Η κύρια πηγή για τα έργα που ανήγειρε ο Βασίλειος στην πόλη είναι μια παράγραφος στο Vita Basilii 83-86 [= Theophanes Continuatus V, 83-86], εκδ. I. Bekker (CSHB, Bonn 1838), σσ. 325-29. Αγγλική μετάφραση: Mango, C., The Art of the Byzantine Empire, 312-1453: Sources and Documents (London 21986), σελ. 194-95.

3. Mango, C., The Art of the Byzantine Empire, 312-1453: Sources and Documents (London 21986), σελ. 194.

4. Στην Ανατολία η χρήση πεσσών είναι πιο συνήθης στους εγγεγραμμένους σταυροειδείς ναούς. “Η χρήση κιόνων μπορεί σε μεγάλο βαθμό να οφείλεται στη διαθεσιμότητα σπολίων από παλαιότερα οικοδομήματα, καθώς πολλοί από από τους κίονες στις εκκλησίες της πρωτεύουσας φαίνεται να είναι υλικό σε δεύτερη χρήση.” [‘Early Christian & Byz. art, §II, 2(iii)(a): Eccles. arch., c 843–c 1204: Constantinople & Asia Minor’, Grove Art Online (τελευταία πρόσβαση 11 Ιανουαρίου 2008), http://www.groveart.com/shared/views/article.html?section=art.024432.2.2.3.1].

5. Σχετικά με την προέλευση του εγγεγραμμένου σταυροειδούς οικοδομήματος, βλ. Mango, C., Byzantine Architecture (New York 1976), σελ. 178· Krautheimer, R., Early Christian and Byzantine Architecture (4η έκδ., αναθεωρημένη από τους R. Krautheimer και S. Ćurčić, Harmondsworth 1986), σελ. 341-43.

6. Mango, C., Byzantine Architecture (New York 1976), σελ. 178. Συμφωνώ με τον Mango ότι ο εγγεγραμμένος σταυροειδής ναός υιοθετήθηκε αρχικά σε μοναστικές κοινότητες. Ο τύπος θεωρήθηκε κατάλληλος για τους μοναστικούς ναούς στους οποίους -σε αντίθεση εκείνους των πόλεων- δε χρειαζόταν να γίνει πρόβλεψη για τον διαχωρισμό των φύλων.

7. Η σημασία του εγγεγραμμένου σταυροειδούς οικοδομήματος στην εξέλιξη των εικονογραφικών προγραμμάτων στο βυζαντινό εκκλησιαστικό διάκοσμο αποτέλεσε αντικείμενο εκτενούς πραγμάτευσης από το Demus, O., Byzantine Mosaic Decoration: Aspects of Monumental Art in Byzantium (London 1948).

8. Krautheimer, R., Early Christian and Byzantine Architecture (Harmondsworth 41986), σελ. 340, 365.

9. Για τη Νέα Εκκλησία βλ.: Magdalino, P., “Observations on the Nea Ekklesia of Basil I,” Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik 37 (1987), 51-64. Για τον Αγ. Γεώργιο βλ.: Mango, C., Byzantine Architecture (New York 1976), σελ. 231, και Demangel, R. – Mamboury, E., Le quartier des Manganes et la première region de Constantinople (Paris 1939).

10. Το Μυρέλαιον, με εξαίρεση τη θεμελίωσή του, οικοδομήθηκε αποκλειστικά με οπτοπλίνθους.

11. Krautheimer, R., Early Christian and Byzantine Architecture (Harmondsworth 41986), σελ. 354.

12. Megaw, A. H. S. “The Original Form of the Theotokos Church of Constantine Lips,” Dumbarton Oaks Papers 18 (1964), σελ. 288. Striker, C.L., The Myrelaion (Bodrum Camii) in Istanbul (Princeton NJ 1981).

13. Κατάλοιπα των μαρμαροθετημάτων που κοσμούσαν τα δέπεδα σώζονται στο νότιο ναό της Μονής Παντοκράτορος (Mango, C., Byzantine Architecture [New York 1976], σελ. 243-46).

14. Για τη γλυπτική του ναού της Θεοτόκου στη Μονή Λιβός, βλ.: Macridy, T., “The Monastery of Lips and the Burials of the Palaeologi,” Dumbarton Oaks Papers 18 (1964), σελ. 259-60, καθώς και Mango, C. - Hawkins, E. J. W., “Additional Notes on the Monastery of Lips,” Dumbarton Oaks Papers 18 (1964), σελ. 304-10.

15. Για τα εφυαλωμένα πλακίδια της Λιβός και της Κωνσταντινούπολης, βλ. Mango, M. M., “Polychrome Tiles Found at Istanbul: Typology, Chronology, and Function,” στο: Gerstel, Sh. E. J. – Lauffenburger, J. A. (eds.), A Lost Art Rediscovered: The Architectural Ceramics of Byzantium (Baltimore MD 2001), σελ. 13-41.

16. Megaw, A. H. S., “Notes on Recent Work of the Byzantine Institute in Istanbul,” Dumbarton Oaks Papers 17 (1963), σελ. 333-71.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>