Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Προμήθεια τροφών στη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη

Συγγραφή : Κυριακίδης Σάββας (25/6/2008)

Για παραπομπή: Κυριακίδης Σάββας, «Προμήθεια τροφών στη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=12476>

Προμήθεια τροφών στη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη (15/7/2009 v.1) Food supply in Constantinople (15/7/2009 v.1) 
 

1. Η τροφοδοσία της Κωνσταντινούπολης από την ίδρυσή της έως τον 7ο αιώνα

Η Κωνσταντινούπολη, όπως κάθε μεσαιωνική πόλη, αποτελούσε μια κοινωνία καταναλωτών και όχι παραγωγών. Επομένως η επιβίωση των κατοίκων της πρωτεύουσας ήταν εξαρτημένη σε μεγάλο βαθμό από τα αγαθά που εισάγονταν από άλλες επαρχίες. Αυτό επιτυγχανόταν με τη δημιουργία ενός καλά οργανωμένου συστήματος μεταφοράς, συντήρησης και διανομής των τροφίμων. Κατά τους πρώτους αιώνες από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, η τροφοδοσία της πόλης γινόταν και από το κράτος και από την ιδιωτική πρωτοβουλία. Το κράτος ασκούσε έλεγχο μέσω του επάρχου της Κωνσταντινούπολης. Το αξίωμα αυτό δημιουργήθηκε το 359 στα πρότυπα του αντίστοιχου αξιώματος που υπήρχε στη Ρώμη. Ανάμεσα στις αρμοδιότητες του επάρχου, ο οποίος πάντοτε ενεργούσε υπό τις εντολές ή την επίβλεψη του αυτοκράτορα, ήταν ο έλεγχος των εμπορικών δραστηριοτήτων που αναπτύσσονταν στην πρωτεύουσα. Μέσω του επάρχου ο αυτοκράτορας έλεγχε τις ποσότητες τροφίμων που ήταν διαθέσιμα για κατανάλωση και επέβλεπε την παροχή σιτηρών, καθώς και άλλων αναγκαίων αγαθών.1

Προσπαθώντας να προσελκύσει κατοίκους από άλλες περιοχές στη νέα πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο Κωνσταντίνος Α΄ παρείχε δωρεάν τρόφιμα, τις ονομαζόμενες αννώνες. Δεν είναι βέβαιο αν πέρα από ψωμί οι αννώναι περιλάμβαναν άλλα αγαθά. Είναι πιθανό όμως να περιλάμβαναν λάδι, κρασί, παστές τροφές και λαρδί. Επειδή κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα η προσφορά τροφίμων ήταν μεγαλύτερη της ζήτησης, η διανομή δωρεάν τροφής ήταν αρκετά γενναιόδωρη. Υπολογίζεται ότι το 430 η Κωνσταντινούπολη είχε περίπου 250.000 κατοίκους και το κράτος διένειμε 80.000 αννώνες. Σκοπός της πρακτικής αυτής δεν ήταν μόνο η παροχή τροφής στους κατοίκους αλλά και η αύξηση της δημοτικότητας του αυτοκράτορα.2

Τους πρώτες αιώνες από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, η εισαγωγή δημητριακών από την Αίγυπτο κάλυπτε τα 3/4 των διατροφικών αναγκών των κατοίκων σε σίτο. Η αύξηση του πληθυσμού, η οποία ήταν αποτέλεσμα διάφορων παραγόντων –οι κυριότεροι από τους οποίους ήταν η αυτοκρατορική πολιτική, η αναπόφευκτη έλξη που η νέα πρωτεύουσα άσκησε στα πλούσια μέλη της συγκλητικής τάξης και τα πλεονεκτήματα της αστικής ζωής–, ενέτεινε τη σπουδαιότητα της Αιγύπτου ως προμηθευτή σιτηρών. Αυτή η στενή εξάρτηση αποδίδεται στον κυρίαρχο ρόλο του ψωμιού στη δίαιτα των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης. Το κόστος ετοιμασίας του σε συνδυασμό με τα χαμηλά εισοδήματα των περισσότερων κατοίκων της Κωνσταντινούπολης περιόριζαν τις επιλογές σιτηρών που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στο κριθάρι ή στα φθηνότερα είδη σιταριού. Από την άλλη, οι πιο εύπορες τάξεις κατανάλωναν υψηλότερης ποιότητας σιτηρά.3

Κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα, τα προβλήματα διοίκησης και ελέγχου, καθώς και οι δυσκολίες που προέκυψαν λόγω της υπερβολικής αύξησης του πληθυσμού, οδήγησαν τους αυτοκράτορες να λάβουν μέτρα που αποσκοπούσαν στον έλεγχο της ανάπτυξης της πόλης. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αυτοκρατορική εξουσία είχε τη δυνατότητα να ελέγξει τη μετακίνηση πληθυσμών και να απαγορεύσει την εισροή μεγάλου αριθμού μεταναστών στην Κωνσταντινούπολη, αν έκρινε ότι ο επισιτισμός τους ήταν δύσκολος. Ένα από τα μέτρα περιορισμού της περαιτέρω δημογραφικής ανάπτυξης της πόλης ήταν η επιβολή ορίου στον αριθμό δικαιούχων δωρεάν τροφίμων. Ένας άλλος παράγοντας που πιθανώς επιβράδυνε την αύξηση του πληθυσμού, αν και παραμένει άγνωστο σε ποιο βαθμό, είναι ο λιμός του 542, ο οποίος προκάλεσε το θάνατο αδιευκρίνιστου αριθμού ανθρώπων. Έχει υποστηριχθεί ότι η ανάγκη της Κωνσταντινούπολης για τρόφιμα μειώθηκε σημαντικά στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα.4

Τα τρόφιμα που έφταναν στην Κωνσταντινούπολη τα διέθεταν στον πληθυσμό διάφορες συντεχνίες, οι οποίες απολάμβαναν πολλαπλά προνόμια. Η συντεχνία των φούρνων ήταν από τις πιο σημαντικές. Οι συντεχνίες είχαν την ευθύνη να επιβάλλουν στα μέλη τους να εργάζονται σύμφωνα με τους νόμους.5

Τα Notitia Urbis Constantinopolitanae μάς πληροφορούν ότι το πρώτο μισό του 5oυ αιώνα στην Κωνσταντινούπολη υπήρχαν έξι αποθήκες τροφίμων (horrea), οι οποίες βρίσκονταν κοντά στα λιμάνια του Κερατίου και της θάλασσας του Μαρμαρά. Σε καθεμία από τις παραπάνω κατασκευές αποθηκεύονταν διαφορετικά προϊόντα. Για παράδειγμα, σε μία αποθήκη στον Κεράτιο κόλπο φυλάσσονταν οι προμήθειες λαδιού και σε άλλη το κρασί. Εφόσον το κρασί, το λάδι και το ψωμί παρέχονταν μέσω του θεσμού της αννώνας, οι έξι μεγάλες αποθήκες της Κωνσταντινούπολης ήταν υπό τον αυστηρό έλεγχο του κράτους. Αναμφισβήτητα υπήρχαν περισσότερες αποθήκες, μερικές ίσως μικρές και ιδιωτικές. Η ίδια πηγή αναφέρει ότι υπήρχαν πέντε macella. Tο macellum ήταν κατάστημα τροφίμων που αρχικά πωλούσε κυρίως κρέας και ψάρια και αργότερα αποκλειστικά κρέας. Tα Notitia αναφέρουν την ύπαρξη 19 δημόσιων φούρνων, οι οποίοι βρίσκονταν συγκεντρωμένοι σε συγκεκριμένες περιοχές, ενώ ο αριθμός ιδιωτικών φούρνων δε διευκρινίζεται. Άλλες μελέτες πιθανολογούν ότι κατά τον 6ο αιώνα ανάμεσα στα fora του Κωνσταντίνου και του Θεοδοσίου βρίσκονταν 22 φούρνοι. Στις παραπάνω κατασκευές πρέπει να προσθέσουμε και τα fora των διάφορων αυτοκρατόρων των οποίων ο ρόλος δεν περιοριζόταν μόνο σε τελετές αλλά επεκτεινόταν και σε εμπορικές δραστηριότητες.6

2. 7ος-8ος αιώνας

O 7ος αιώνας ήταν περίοδος οικονομικής κρίσης και γενικότερης αβεβαιότητας για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η κρίση αυτή συνδέεται με τη δραματική μείωση των περιοχών υπό βυζαντινή κυριαρχία. Ο αντίκτυπος των εξελίξεων αυτών ήταν έντονος στην Κωνσταντινούπολη, της οποίας ο πληθυσμός μειώθηκε πολύ. Μια σημαντικότατη εξέλιξη σχετικά με την τροφοδοσία της πρωτεύουσας ήταν η διακοπή μεταφοράς σιταριού από την Αίγυπτο, η οποία το 618 κατακτήθηκε από τους Πέρσες και, αφού ανακτήθηκε προσωρινά, κατακτήθηκε οριστικά από τους Άραβες το 641. Την ίδια περίοδο οι αννώναι καταργήθηκαν ή περιορίστηκαν σημαντικά, εκτός από αυτές που προορίζονταν για το στρατό, ενώ η τιμή του ψωμιού τέθηκε υπό τον έλεγχο του κράτους.7 Η απώλεια της Αιγύπτου και η μείωση του πληθυσμού αύξησαν τη σπουδαιότητα του ρόλου των περιοχών γύρω από την Κωνσταντινούπολη ως προς το ζήτημα της τροφοδοσίας της πόλης.8 Επιπλέον, ενδέχεται η Κωνσταντινούπολη να τροφοδοτούνταν από τη Βόρεια Αφρική και τη Σικελία. Ωστόσο οι αποστολές εφοδίων από την Καρχηδόνα, την Κατάνια ή τις Συρακούσες, αν όντως πραγματοποιήθηκαν, ήταν σποραδικές και μικρού όγκου. Σε κάθε περίπτωση, σύντομα η Σικελία διέκοψε τη μεταφορά αγαθών στο Βυζάντιο.9 Επίσης, οι περιοχές της Μαύρης θάλασσας δεν παρήγαν πολλά σιτηρά και μπορούσαν να συνεισφέρουν μόνο σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, ενώ υπάρχουν λίγες αναφορές για προμήθεια αγαθών από την Ελλάδα και τη Μικρά Ασία.10

Στα τέλη του 7ου και στις αρχές του 8ου αιώνα, η ικανότητα της Κωνσταντινούπολης να θρέψει τον πληθυσμό της δοκιμάστηκε από τις πολιορκίες των ετών 674-678, 717-718 και 742. Ο αποκλεισμός της πόλης από τη θάλασσα κατά τη διάρκεια των πολιορκιών από τους Άραβες και τους Αβάρους κατέδειξε την περιοχή της Θράκης ως τη σημαντικότερη πηγή αγαθών με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Η μείωση του πληθυσμού της πόλης καθώς και η επιβολή εκτάκτων μέτρων, όπως η εκδίωξη των κατοίκων που αδυνατούσαν να ικανοποιήσουν τις διατροφικές ανάγκες τους στηριζόμενοι αποκλειστικά στις προσωπικές τους προμήθειες, συνέβαλαν στην επιτυχή άμυνα της Κωνσταντινούπολης. Οι ελάχιστες διαθέσιμες ιστορικές πηγές δείχνουν ότι, μετά το τέλος των αραβικών πολιορκιών και την καταστολή της επανάστασης του στρατηγού Αρτάβασδου, ο οποίος είχε αποκλειστεί στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε΄, οι μεταφορές τροφίμων στην πρωτεύουσα καθώς και η διαφύλαξη των κυριότερων δρόμων μέσω των οποίων γινόταν η διακίνηση αγαθών αποκαταστάθηκαν.11

3. 9ος-12ος αιώνας

Από τον 9ο έως το 12ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη γνώρισε συνεχή αύξηση του πληθυσμού. Η πληθυσμιακή αύξηση δεν συνοδεύτηκε από έλλειψη τροφίμων, καθώς η Κωνσταντινούπολη, όπως και άλλες πόλεις στην ευρύτερη περιοχή, ευνοήθηκε από την ανάπτυξη του εμπορίου στη Μεσόγειο. Επίσης το βυζαντινό κράτος είχε ενεργή συμμετοχή στη δημογραφική ανάπτυξη της Κωνσταντινούπολης, καθώς έλεγχε την κατανομή πηγών πλουτισμού και υποστήριξε διάφορες ομάδες πληθυσμού.12 Μια άλλη σημαντική εξέλιξη ήταν ο σταδιακός περιορισμός του επίσημου ρόλου του κράτους στη διανομή τροφίμων στην Κωνσταντινούπολη.

Ως προς το ζήτημα της κατοχής τροφίμων, οι αριστοκρατικοί οίκοι, η Εκκλησία και το κράτος ήταν λίγο πολύ εξαρτημένοι από την υποστήριξη του θρόνου, ο οποίος τους παραχωρούσε τεράστιες εκτάσεις γης προς εκμετάλλευση όχι μόνο στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης αλλά και στην υπόλοιπη επικράτεια της αυτοκρατορίας. Όπως προκύπτει από την ανάλυση των διαθέσιμων στοιχείων, κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα, ένα πολύ σημαντικό και συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό της καλλιεργήσιμης γης το εκμεταλλεύονταν οι μεγάλοι αριστοκρατικοί οίκοι της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι κυρίως κατείχαν τις πηγές παραγωγής τροφίμων που προορίζονταν για την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Από αυτό προκύπτει ότι το κράτος παραχώρησε την ευθύνη της διαχείρισης των πηγών τροφίμων στους μεγάλους οίκους της Κωνσταντινούπολης και σε θεσμούς όπως η Εκκλησία· έτσι αυτοί απέκτησαν τη δυνατότητα να θρέφουν τους εαυτούς τους και όσους ήταν εξαρτημένοι από αυτούς από την εκμετάλλευση των περιουσιών που τους παραχώρησε ο θρόνος. Οποιοδήποτε πλεόνασμα παραγωγής το προωθούσαν στην αγορά.13

Το κράτος και οι ισχυροί μεγαλογαιοκτήμονες που ήταν εγκατεστημένοι στην Κωνσταντινούπολη διατηρούσαν μεγάλες αποθήκες σιτηρών. Είναι επίσης βέβαιο ότι είχαν στην ιδιοκτησία τους μέσα μεταφοράς και επεξεργασίας τροφίμων, όπως κάρα, πλοία, μύλους, φούρνους. Συχνά όμως οι κάτοχοι των μεγάλων εκτάσεων γης δεν παραλάμβαναν τα παραγόμενα τρόφιμα αλλά εισέπρατταν χρηματικό ενοίκιο και φόρους από τους καλλιεργητές. Ο ιστορικός και ανώτερος κρατικός αξιωματούχος του δευτέρου μισού του 11ου αιώνα Μιχαήλ Ατταλειάτης αναφέρει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα συλλογής και διανομής τροφίμων. Γράφει ότι οι παραγωγοί μετέφεραν με τα κάρα τους σιτηρά στη Ραιδεστό, όπου τα διέθεταν στον κόσμο.14 Σκοπός τους ήταν να αποκτήσουν χρήματα για να πληρώσουν τους φόρους τους. Οι αγοραστές ήταν πιθανότατα μέλη της αριστοκρατίας και των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων που προωθούσαν τα τρόφιμα στην Κωνσταντινούπολη.15 Οι πηγές επίσης μαρτυρούν την ύπαρξη μικρών λιμανιών που ονομάζονταν σκάλαι, των οποίων η ιδιοκτησία παραχωρούνταν σε διάφορους ιδιοκτήτες με αυτοκρατορικά διατάγματα. Στα λιμάνια αυτά βρίσκονταν αγορές τροφίμων, τις οποίες εκμεταλλεύονταν οι ιδιοκτήτες αυτών των λιμανιών (στην πλειονότητά τους διάφορα ευαγή ιδρύματα).16

Μια άλλη σημαντική εξέλιξη από το δεύτερο μισό του 11ου αιώνα είναι ο αυξημένος ρόλος των Βενετών και των Γενουατών εμπόρων στην εισαγωγή τροφίμων στην Κωνσταντινούπολη. Οι διαθέσιμες πηγές και η ύστερη κυριαρχία των Ιταλών εμπόρων στην περιοχή δίνουν την εντύπωση ότι οι Γενουάτες και οι Βενετοί προμήθευαν τον κύριο όγκο των τροφίμων στην Κωνσταντινούπολη. Για παράδειγμα, οι Βενετοί εισήγαν στην Κωνσταντινούπολη ελαιόλαδο και τυρί από το Αιγαίο και είχαν, όπως και οι Γενουάτες, σημαντικές εμπορικές βάσεις στον Αλμυρό, που ήταν το κυριότερο κέντρο συγκέντρωσης των σιτηρών της Θεσσαλίας. Όμως η κυριαρχία των ιταλικών πόλεων δε σημαίνει ότι μονοπώλησαν τις μεταφορές τροφίμων στην Κωνσταντινούπολη. Είναι αμφίβολο αν είχαν την ικανότητα να διαχειριστούν όλες τις εισαγωγές της Κωνσταντινούπολης. Επίσης, έπρεπε να ανταγωνιστούν τους εμπόρους άλλων ιταλικών πόλεων, όπως το Αμάλφι, καθώς και βυζαντινά πλοία που ανήκαν σε μεγάλα βυζαντινά μοναστήρια, όπως η Λαύρα και η Παναγία Κοσμοσώτειρα.17

Εν κατακλείδι παρά τις αρκετές εμφύλιες διαμάχες και την υποτιθέμενη ανικανότητα των αυτοκρατόρων των τελευταίων ετών του 12ου αιώνα, όπως ο Ισαάκιος Γ΄, οι πηγές δεν αναφέρουν περιστατικά που να δείχνουν έλλειψη τροφίμων ή σημαντικές αυξήσεις τιμών.

4. 1261-1453

Το 1204, ως αποτέλεσμα της Δ΄ Σταυροφορίας, η Κωνσταντινούπολη καταλήφθηκε από τους σταυροφόρους και ιδρύθηκε η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης. Το 1261, ο στρατός της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, η οποία αναδείχθηκε το ισχυρότερο από τα διάδοχα κράτη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ανακατέλαβε την Κωνσταντινούπολη και ανασύστησε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η οποία ήταν σαφώς μικρότερη και φτωχότερη σε σύγκριση με τις προηγούμενες περιόδους και διέθετε περιορισμένους οικονομικούς πόρους. Μετά το 1261, και κυρίως από τα μέσα του 14ου αιώνα, η Κωνσταντινούπολη ήταν η πρωτεύουσα μιας αυτοκρατορίας που συρρικνωνόταν διαρκώς. Επίσης η σταδιακή και πιθανότατα συνεχής μείωση του πληθυσμού σήμαινε ότι κατά μεγάλο ποσοστό η πόλη είχε τη δυνατότητα να στηριχτεί στις δικές της πηγές.

Την ύστερη περίοδο αυξήθηκε ακόμα περισσότερο ο ρόλος των Ιταλών εμπόρων στην αγορά της Κωνσταντινούπολης. Αυτή η εξέλιξη είχε αποτέλεσμα τη συγκέντρωση του εμπορίου στον Κεράτιο κόλπο, όπου είχαν εγκατασταθεί οι Βενετοί, οι Γενουάτες και οι Πιζάνοι έμποροι. Η απόφαση για τη δραστική μείωση του βυζαντινού στόλου το 1285 θεωρείται η κύρια αιτία της αύξησης της οικονομικής εξάρτησης σε ξένες ναυτικές δυνάμεις.18 Ο ρόλος των Ιταλών εμπόρων στη μεταφορά τροφίμων στην Κωνσταντινούπολη αντικατοπτρίζεται στη σημαντική εξάρτηση της πόλης από τα φορτία σιτηρών που μετέφεραν γενουατικά πλοία από τον Κάφφα, την αποικία της Γένουας στην Κριμαία. Η εξάρτηση αυτή όμως ενείχε κινδύνους. Για παράδειγμα, όταν οι Μογγόλοι συγκρούστηκαν με τους Γενουάτες και απέκλεισαν τον Κάφφα, η Κωνσταντινούπολη απειλήθηκε με πείνα.

Στη διάρκεια των τελευταίων αιώνων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δυσμενείς στρατιωτικές εξελίξεις δυσχέραιναν την τροφοδοσία της Κωνσταντινούπολης. Λίγο μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης, ο Μιχαήλ Η΄, φοβούμενος επίθεση από δυνάμεις της Δύσης, έκρινε αναγκαίο να μεταφέρει στην πόλη μεγάλο αριθμό στρατιωτών, να εισαγάγει μεγάλες ποσότητες σιτηρών από άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας και να διανείμει ζώα στους κατοίκους. Το 1306, αποφασίστηκε η απαγόρευση της καλλιέργειας γης στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης. Το μέτρο αυτό λήφθηκε με σκοπό να εμποδίσει τους στρατιώτες της Καταλανικής Εταιρείας, οι οποίοι είχαν στραφεί κατά των Βυζαντινών, να τραφούν από τη λεία που άρπαζαν από τους Βυζαντινούς.19 Επίσης περιπτώσεις, όπως ο αποκλεισμός της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς από το 1396 έως το 1403, είχαν αποτέλεσμα τη δραματική αύξηση της τιμής των σιτηρών, θανάτους από πείνα και τη φυγή πολλών κατοίκων. Ακόμα, είναι αμφίβολο αν οι ποσότητες σιτηρών που στάλθηκαν ως ενίσχυση από την Ιταλία έφθασαν στον προορισμό τους.

Το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα η Κωνσταντινούπολη χρησιμοποιούσε κυρίως τους δικούς της πόρους φαίνεται στην παρατήρηση ενός Δυτικοευρωπαίου το 1437, ο οποίος σημείωσε ότι στην πόλη ζουν μετά βίας 40.000 άνθρωποι που τρέφονται από τα δικά τους αμπέλια και χωράφια εντός των τειχών.20

1. Durliat, J., “L’approvisionnement de Constantinople”, στο Mango, C. – Dagron, G. (επιμ.), Constantinople and its Hinterland (Αldershot 1995), σελ. 19· Mango, C., Le développement urbain de Constantinople IVe-VIIe siècles (Paris 1990), σελ. 23-50.

2. Durliat, J., De la ville antique a la ville byzantine. Le problem des subsistances (Rome 1990), σελ. 255-256.

3. Κουκουλές, Φ., «Ονόματα και είδη άρτων», Βυζαντινών βίος και πολιτισμός V (Αθήνα 1948-1952), σελ. 47-62· Teall, J., “The Grain Supply of the Byzantine Empire”, Dumbarton Oaks Papers 13 (1959), σελ. 92.

4. Durliat, J., “L’approvisionnement de Constantinople”, στο Mango, C. – Dagron, G. (επιμ.), Constantinople and its Hinterland (Αldershot 1995), σελ. 21· Teall, J., “The Grain Supply of the Byzantine Empire”, Dumbarton Oaks Papers 13 (1959), σελ. 92.

5. Durliat, J., “L’approvisionnement de Constantinople”, στο Mango, C. – Dagron, G. (επιμ.), Constantinople and its Hinterland (Αldershot 1995), σελ. 31.

6. Νοtitia Dignitatum, Seeck, O. (επιμ.), (Berlin 1876), σελ. 229-43· Mundell-Mango, M., “The Commercial Map of Constantinople”, Dumbarton Oaks Papers 54 (2000), σελ. 192-194· Mango, C., Le développement urbain de Constantinople IVe-VIIe siècles (Paris 1990), σελ. 55.

7. Durliat, J., “L’approvisionnement de Constantinople”, στο Mango, C. – Dagron, G. (επιμ.), Constantinople and its Hinterland (Αldershot 1995), σελ. 22.

8. Durliat, J., “L’approvisionnement de Constantinople”, στο Mango, C. – Dagron, G. (επιμ.), Constantinople and its Hinterland (Αldershot 1995), σελ. 22.

9. Teall, J., “The Grain Supply of the Byzantine Empire”, Dumbarton Oaks Papers 13 (1959), σελ. 97.

10. Durliat, J., “L’approvisionnement de Constantinople”, στο Mango, C. – Dagron, G. (επιμ.), Constantinople and its Hinterland (Αldershot 1995), σελ. 24.

11. Durliat, J., “L’approvisionnement de Constantinople”, στο Mango, C. – Dagron, G. (επιμ.), Constantinople and its Hinterland (Αldershot 1995), σελ. 21.

12. Magdalino, P., “The grain supply of Constantinople, ninth-twelfth centuries”, στο Mango, C. – Dagron, G. (επιμ.), Constantinople and its Hinterland (Αldershot 1995), σελ. 36.

13. Magdalino, P. “The grain supply of Constantinople, ninth-twelfth centuries”, στο Mango, C. – Dagron, G. (επιμ.), Constantinople and its Hinterland (Αldershot 1995), σελ. 36.

14. Ατταλειάτης, Michaelis Attaliote Historia, Bekker, Ι. (επιμ.), (CSHB, Bonn 1853), σελ. 101-104.

15. Magdalino, P. “The grain supply of Constantinople, ninth-twelfth centuries”, στο Mango, C. – Dagron, G. (επιμ.), Constantinople and its Hinterland (Αldershot 1995), σελ. 40-41.

16. Magdalino, P. “The grain supply of Constantinople, ninth-twelfth centuries”, στο Mango, C. – Dagron, G. (επιμ.), Constantinople and its Hinterland (Αldershot 1995), σελ. 42.

17. Magdalino, P., “The grain supply of Constantinople, ninth-twelfth centuries”, στο Mango, C. – Dagron, G. (επιμ.), Constantinople and its Hinterland (Αldershot 1995), σελ. 45.

18. Γεώργιος Παχυμέρης, Συγγραφικαί Ιστορίαι, Failler, Α. (επιμ.), Georges Pachymérès, Relations historiques III (CFHB 24/3, Paris 1999), σελ. 81-83 και IV (CFHB 24/4, Paris 1999), σελ. 627· Νικηφόρος Γρηγοράς, Ρωμαϊκής Ιστορίας Λόγοι, Schopen, L. (επιμ.), Nicephori Gregorae Byzantina Historia Ι (CSHB, Bonn 1829), σελ. 174, 207· Laiou, A., Constantinople and the Latins. The Foreign Policy of Andronikos II (Harvard 1972), σελ. 74-75.

19. Γεώργιος Παχυμέρης, Συγγραφικαί Ιστορίαι, Failler, Α. (επιμ.), Georges Pachymérès, Relations historiques IV (CFHB 24/4, Paris 1999), σελ. 691.

20. Teall, J., “The Grain Supply of the Byzantine Empire”, Dumbarton Oaks Papers 13 (1959), σελ. 104.

     
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>