άνδηρο, το
Eπίπεδη επιφάνεια, πλάτωμα, που κατασκευάζεται από επιχώσεις σε επικλινές έδαφος (π.χ. πλαγιές βουνών ή λόφων) και συγκρατείται με τη βοήθεια αναλημματικών κατασκευών (π.χ. τοίχων και αντηρίδων), με σκοπό τη δημιουργία χώρου κατάλληλου για την ανέγερση οικοδομημάτων.
|
απλός οκταγωνικός ναός, ο
Μονόχωρος τύπος τρουλαίου ναού με τετράγωνη κάτοψη και οκταγωνική στήριξη του τρούλου. Το οκτάγωνο της ανωδομής σχηματίζεται από τέσσερα μετωπιαία τόξα, που διαμορφώνονται στις πλευρές, και τέσσερα ημιχώνια με ελαφρώς μικρότερα τόξα μετώπου, τα οποία γεφυρώνουν τις γωνίες του τετραγώνου.
|
αψίδωμα, το
Καμπυλό ή τοξωτό κατασκεύασμα. Στη μεσοβυζαντινή και υστεροβυζαντινή ναοδομία τα αψιδώματα, συνήθως τυφλά (αβαθή και με επίπεδη πλάτη), κοσμούσαν συχνά την εξωτερική όψη των τοίχων και των αψίδων των ναών, δίνοντάς της ποικιλία και πλαστικότητα.
|
βαπτιστήριο, το
Ο χώρος ή το κτήριο όπου πραγματοποιείται το μυστήριο της βάπτισης. Σε κάθε βαπτιστήριο απαντάται μια δεξαμενή, η οποία πολλές φορές έχει το σχήμα του σταυρού. Τα βαπτιστήρια των εκκλησιών μετά τον 6ο αιώνα αποτελούν ξεχωριστά οικοδομήματα –οκταγωνικά, κυκλικά, σταυρόσχημα κτλ.– είτε προσαρτημένα στο ναό είτε στον περίβολό του.
|
δεόμενη, η
Δεόμενη ή δεομένη (orans): Εικονογραφικός τύπος στη βυζαντινή τέχνη και ένας από τους καθιερωμένους τρόπους απεικόνισης της Παναγίας. Πρόκειται για δεόμενη όρθια μορφή σε μετωπική στάση με απλωμένα, ελαφρώς ανυψωμένα χέρια προς τα πλάγια. Ο τύπος συναντάται ευρέως από την Πρώιμη Βυζαντινή εποχή και είναι σχετικά σπανιότερος μετά τον 8ο αιώνα, όταν η προσευχή και η δέηση συνδέονται συχνά με τη μορφή της προσκύνησης.
|
δερβίσης, ο
Μέλος κάποιας από τις θρησκευτικές αδελφότητες του Ισλάμ που δίνουν έμφαση στην πνευματικότητα, τη μυστικιστική σχέση με το θείο και τη λιτή διαβίωση. Τα πιο γνωστά τάγματα δερβίσηδων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είναι οι μεβλεβήδες και οι μπεκτασήδες.
|
διάκονος, ο
Κατώτερο εκκλησιαστικό αξίωμα. Χειροτονούνταν κάποιος διάκονος από την ηλικία των 25 ετών και μετά. Επιτρεπόταν να είναι έγγαμος, αν ο γάμος είχε τελεστεί πριν από τη χειροτονία.
|
Ιερό ή Άγιο Βήμα, το
Το αρχιτεκτονικό μέρος στα ανατολικά του ναού όπου τελείται η Θεία Ευχαριστία. Προορίζεται αποκλειστικά για τον κλήρο και συνήθως χωρίζεται από τον κυρίως ναό με υψηλό τέμπλο. Στην πλήρη μορφή του είναι τριμερές, αποτελούμενο από το Ιερό Βήμα στο κέντρο, όπου βρίσκεται η Αγία Τράπεζα, από την πρόθεση ή προσκομιδή (βόρεια του Ιερού Βήματος), όπου κατατίθενται οι προσφορές των πιστών, και από το διακονικό ή σκευοφυλάκιο (νότια του Ιερού Βήματος), όπου φυλάσσονται τα ιερά σκεύη και αντικείμενα του ναού. Τα δύο τελευταία μέρη αποκαλούνται και παστοφόρια ή παραβήματα.
|
καθολικό, το
Ο κεντρικός ναός ενός μοναστηριού, στον οποίο τελούνται οι βασικές τελετουργίες· επίσης εκεί καθορίζεται ποιο θα είναι το κατά κύριο λόγο τιμώμενο ιερό πρόσωπο και, άρα, ο προστάτης της μονής. Στις περισσότερες περιπτώσεις όλα τα υπόλοιπα κτήρια της μονής αναπτύσσονται γύρω από το καθολικό και το οικοδομικό συγκρότημα απομονώνεται με περίβολο. Εντός του περιβόλου συχνά υπάρχουν και άλλοι μικρότεροι ναοί ή παρεκκλήσια.
|
καμάρα, η
Θολωτή κατασκευή ημικυκλικής διατομής. Χρησιμοποιείται συχνά ως είδος απλής στέγης με ημικυλινδρικό θόλο.
|
κίονας, ο
Κατακόρυφο στήριγμα κυκλικής διατομής που αποτελείται κατά κανόνα από τρία μέρη: βάση, κορμό και κιονόκρανο. Υποβαστάζει το θριγκό ενός οικοδομήματος. Ο δωρικός κίονας δεν έχει βάση, σε αντίθεση με τον ιωνικό και τον κορινθιακό.
|
κόγχη, η
Ημικυκλικής κάτοψης εσοχή στην επιφάνεια του τοίχου. Κόγχη ονομάζεται επίσης η αψιδωτή απόληξη μιας πλευράς ορθογώνιου χώρου.
|
μεικτή τοιχοποιία, η
Τοιχοποιία από μικρούς λίθους και άφθονο κονίαμα, στην οποία κατά αποστάσεις παρεμβάλλονται διπλές οριζόντιες σειρές τούβλων.
|
νάρθηκας, ο
Στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική νάρθηκας ονομάζεται ο εγκάρσιος προθάλαμος στη δυτική πλευρά ενός ναού. Σε αυτόν παρέμεναν οι κατηχούμενοι και εκεί εκτελούνταν ορισμένες πράξεις της λειτουργίας. Ο προθάλαμος τοποθετείται μπροστά από το μεσαίο και τα πλάγια κλίτη ως εσωνάρθηκας ή μπροστά από την πρόσοψη της εκκλησίας ως εξωνάρθηκας. O εξωνάρθηκας μπορεί να έχει τη μορφή ανοιχτής κιονοστήρικτης στοάς.
|
ορθομαρμάρωση, η
Η επένδυση των τοίχων ενός ναού με μαρμάρινες πλάκες. Η επένδυση ξεκινούσε από το δάπεδο και έφτανε έως το ύψος της γένεσης των τόξων.
|
περίστωο, το ( βυζ. αρχιτ.)
Ο ενιαίος χώρος που περιβάλλει περιμετρικά τον κυρίως ναό ή τον περίκεντρο πυρήνα ενός κτίσματος. Στις τρουλαίες βασιλικές, στις οποίες ο κεντρικός τρούλος στηρίζεται σε τέσσερις κτιστούς πεσσούς και ανάμεσα σε κάθε ζεύγος πεσσών παρεμβάλλονται από δύο κίονες, το περίστωο σχηματίζεται από τα πλάγια κλίτη και το δυτικό τμήμα του ναού. Αργότερα περίστωα περιέκλειαν και σταυροειδείς εγγεγραμμένους πυρήνες. Στην Παλαιολόγεια περίοδο πολλοί μεσοβυζαντινοί ναοί της Κωνσταντινούπολης αποκτούν περίστωα, τα οποία συχνά φιλοξενούν ταφικά παρεκκλήσια.
|
πεσσός, ο
Στύλος τετράγωνης ή ορθογώνιας διατομής που λειτουργεί ως στήριγμα. Ο πεσσός είναι ελεύθερο αρχιτεκτονικό στοιχείο (μη εφαπτόμενο σε τοίχο) και συνήθως χτιστό.
|
πρόνοια, η
Θεσμός που ανάγεται στον 11ο αιώνα. Πρόκειται κυρίως για γαίες που εκχωρούνται σε σημαντικούς στρατηγούς ή στην Εκκλησία· γενικότερα πρόκειται για την παραχώρηση του δικαιώματος να εισπράττει ένας αξιωματούχος απευθείας από τους υπηκόους ό,τι αυτοί υποχρεώνονταν να πληρώνουν κανονικά στο κράτος. Οι πρόνοιες που δίνονταν σε στρατιωτικούς αξιωματούχους ως ανταμοιβή για υπηρεσίες ήταν ισόβιο προνόμιο, αλλά δε διαβιβάζονταν στους απογόνους του προνοιάριου. Σε περίπτωση παραχώρησης πρόνοιας σε μονές ή στην Εκκλησία, η δωρεά από πλευράς του κράτους ήταν μόνιμη.
|
πρόπυλο, το
Μνημειακή αρχιτεκτονική διαμόρφωση στην είσοδο ενός ιερού ή ενός οικοδομικού συγκροτήματος.
|
σεβαστός, ο
Τιμητικός τίτλος. Αποδόθηκε πρώτη φορά ως «σεβαστή» από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄ Μονομάχο (1042-1055) στην ερωμένη του Σκλήραινα. Αργότερα τον τίτλο τον υιοθέτησαν οι αυτοκράτορες Ισαάκ Κομνηνός (1057-1059) και Αλέξιος Α΄ (1081-1118). Από το 12ο αιώνα χρησιμοποιούνται ευρέως δύο συνώνυμες μορφές του βασικού επιθέτου: πανσέβαστος-σεβαστός και σεβαστός. Η σημασία τους είναι συγκεχυμένη, αλλά τις περισσότερες φορές ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του τίτλου διάφορων διοικητικών αξιωμάτων ή αξιωματικών ταγμάτων ξένων μισθοφόρων. Στην υστεροβυζαντινή ιεραρχία των τιμητικών αξιωμάτων βρισκόταν σε πολύ χαμηλή θέση, ενώ στην αυλή της Τραπεζούντας ο τίτλος του σεβαστού δήλωνε τους ανώτατους άρχοντες του κράτους.
|
σύνθετος οκταγωνικός ναός, ο
Τύπος ναού ο οποίος συνδυάζει έναν οκταγωνικό τρουλαίο χώρο με τους βραχίονες εγγεγραμμένου σταυρού. Οι τελευταίοι καλύπτονται με καμάρες ή σταυροθόλια. Τα επιμήκη γωνιακά διαμερίσματα που προκύπτουν από την εγγραφή χρησιμεύουν ως παρεκκλήσια.
|
τεκές, ο
Xώρος που χρησιμοποιείται για τις συναντήσεις των μελών θρησκευτικών αδελφοτήτων (δερβίσηδες).
|
τεχνική της κρυμμένης πλίνθου, η
Τεχνική τοιχοδομίας που χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή σειρών παχύτερων και λεπτότερων τούβλων. Οι σειρές λεπτότερων πλίνθων εισέχουν ελαφρά και καλύπτονται με κονίαμα, δημιουργώντας εναλλαγές κόκκινων (πλίνθοι) και ανοιχτόχρωμων (κονίαμα) επιφανειών.
|
τρούλος, ο
Χαρακτηριστικό στοιχείο στη βυζαντινή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική. Πρόκειται για ημισφαιρικό θόλο στη στέγη των ναών, δηλαδή για μια κυλινδρική κατασκευή με ανοίγματα (παράθυρα) στο τύμπανο και με θολωτή στέγαση. Ο τρούλος εμφανίζεται ήδη στα Πρώιμα Βυζαντινά χρόνια, επικρατεί κατά τους Μέσους χρόνους και διαδίδεται ευρύτερα στα Βαλκάνια και τη Ρωσία.
|
ψευδοοκταγωνικός ναός, ο
Τύπος τρουλαίου ναού με οκταγωνική στήριξη, ο οποίος παρουσιάζει την ιδιαιτερότητα ότι τα οκτώ τόξα του τρούλου διαμορφώνονται άνισα. Οι ψευδοοκταγωνικοί ναοί αποτελούν παραλλαγές του απλού οκταγωνικού τύπου και διακρίνονται σε τέσσερις κύριες ομάδες, ανάλογα με τις διαφοροποιήσεις τους από το πρότυπο.
|