αγίασμα, το
Το αγιασμένο νερό, αλλά και ο ιερός χώρος απ’ όπου αναβλύζει το ιαματικό ύδωρ, το οποίο οι πιστοί πίνουν ή ραντίζονται με αυτό ή ακόμα λούζονται μέσα σε αυτό για να θεραπευτούν. Τα παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά αγιάσματα μπορούν να διακριθούν σε αγιάσματα ενωμένα με τις φιάλες των βασιλικών, σε αγιάσματα με λουτρώνες, σε μαρτύρια με αγιάσματα και σε αυτοτελή αγιάσματα.
|
δεσπότης, ο
Τίτλος που εμφανίστηκε το 12ο αιώνα. Στη διοικητική ιεραρχία το αξίωμα του δεσπότη βρισκόταν κάτω από εκείνα του αυτοκράτορα και του συναυτοκράτορα. Από το 14ο αιώνα και εξής τον τίτλο φέρουν οι ηγεμόνες επιμέρους περιοχών, όπως της Πελοποννήσου και της Ηπείρου.
|
σεβαστοκράτωρ, ο
Υψηλός τιμητικός τίτλος. Στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποδόθηκε πρώτη φορά από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό (1081-1118) στον αδελφό του Ισαάκιο Κομνηνό και στη συνέχεια δινόταν σε μέλη της οικογένειας του αυτοκράτορα. Στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας ο υψηλός αυτός τίτλος δήλωνε τους ανώτερους άρχοντες του κράτους.
|
τυπικόν, το
Σύνολο κανονισμών που αφορούσαν τη διοικητική οργάνωση, το λειτουργικό τυπικό και τη συμπεριφορά σε ένα κοινοβιακό μοναστήρι. Τα μοναστικά τυπικά μπορούσαν ακόμα να περιλαμβάνουν τη βιογραφία του ιδρυτή και έναν κατάλογο της κινητής ή ακίνητης περιουσίας της μονής. Αποτελούν σημαντική πηγή για τη μελέτη της μοναστικής ζωής, ενώ φωτίζουν πολλές πτυχές της βυζαντινής κοινωνίας. Στα λειτουργικά τυπικά συγκαταλέγονται οι οδηγίες για τις καθημερινές ακολουθίες και τα διάφορα λειτουργικά βιβλία με στοιχεία για το χρόνο και τον τρόπο διάφορων εορτασμών.
|