άβακας, ο (αρχιτεκτ.)
Τετράγωνη λίθινη πλάκα που αποτελεί το ανώτερο τμήμα του κιονοκράνου ή του επικράνου.
|
άτριο ή αίθριο, το
1. Αρχαιότητα: Ο εσωτερικός ελεύθερος χώρος (αυλή) ενός κτηρίου που σε όλες τις πλευρές του περιβάλλεται από κιονοστοιχίες. 2. Βυζάντιο: Το προαύλιο μιας εκκλησίας στην παλαιοχριστιανική, βυζαντινή και μεσαιωνική εκκλησιαστική αρχιτεκτονική. Κατά κανόνα περιβαλλόταν από τέσσερις κιονοστήρικτες στοές (τετράστωο, quadriporticus).
|
Ιερό Βήμα, το
Ο χώρος στο ανατολικό άκρο του ναού που περικλείεται από την αψίδα και χωρίζεται από τον κυρίως ναό με το φράγμα του πρεσβυτερίου ή το τέμπλο. Στο Ιερό Βήμα τελείται η Θεία Ευχαριστία.
|
μαφόριον, το (λατ. mafortium, maforte, εβρ. ma’aforet)
Ή μαφόρτ(ι)ον. Πέπλος των γυναικών, ένα είδος χιτώνα που κάλυπτε την κεφαλή και έφτανε μέχρι τους αστραγάλους, ενίοτε και κοντός μανδύας μοναχών. Μαφόριο ή μανοφόριο ονόμαζαν οι Βυζαντινοί την εσθήτα, τον εξωτερικό χιτώνα της Θεοτόκου. Σύμφωνα με την παράδοση, η εσθήτα και η ζώνη της Θεοτόκου διασώθηκαν μετά την Κοίμησή της από το Θωμά και ύστερα από 4-5 αιώνες μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Ο αυτοκράτορας κατέθεσε το μαφόριο στο ναό των Βλαχερνών. Τα ιερά άμφια αποτελούσαν αντικείμενα λατρείας και φυλάσσονταν ως τα πολυτιμότερα θησαυρίσματα που προστάτευαν τη «Θεοφύλακτη πόλη».
|
μονοφυσιτισμός, ο
Χριστιανική αίρεση η οποία αναπτύχθηκε τον 5ο αιώνα και, σε αντίθεση με τα ορθόδοξα δόγματα, πρέσβευε ότι ο Χριστός δεν είχε δύο φύσεις, αλλά μόνο μία, την ανθρώπινη. Η αίρεση διαδόθηκε ευρέως στις ανατολικές επαρχίες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (κυρίως στην Αίγυπτο) και στην Αρμενία.
|
νάρθηκας, ο
Στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική νάρθηκας ονομάζεται ο εγκάρσιος προθάλαμος στη δυτική πλευρά ενός ναού. Σε αυτόν παρέμεναν οι κατηχούμενοι και εκεί εκτελούνταν ορισμένες πράξεις της λειτουργίας. Ο προθάλαμος τοποθετείται μπροστά από το μεσαίο και τα πλάγια κλίτη ως εσωνάρθηκας ή μπροστά από την πρόσοψη της εκκλησίας ως εξωνάρθηκας. O εξωνάρθηκας μπορεί να έχει τη μορφή ανοιχτής κιονοστήρικτης στοάς.
|
Νεαρά, η (novella, θηλ.)
Όρος που σημαίνει κατά λέξη νέο διάταγμα και χρησιμοποιείται από τον 4ο αιώνα και εξής για να δηλώσει τις διατάξεις των αυτοκρατόρων εκτός των οργανωμένων κωδίκων. Ήταν γραμμένες κυρίως στα ελληνικά και χρησιμοποιήθηκαν εκτενώς στη Μέση Βυζαντινή περίοδο. Από τα χρόνια των Κομνηνών όμως και μετά, αντικαταστάθηκαν από άλλους, ειδικότερους όρους και σπάνια συναντώνται στην Ύστερη Βυζαντινή περίοδο.
|
σολέα, η (και σολέας, ο)
Στενόμακρος ή ευρύς ορθογώνιος υπερυψωμένος χώρος μπροστά από την κεντρική πύλη του φράγματος του πρεσβυτερίου και μέχρι τον άμβωνα· προοριζόταν για τους διακόνους και τους αναγνώστες κατά τη διάρκεια της λειτουργίας.
|
τρίκλιτη βασιλική, η
Δρομικός (επιμήκης) τύπος ναού που υποδιαιρείται εσωτερικά σε τρία κλίτη: το μεσαίο και δύο πλάγια. Συχνά το μεσαίο κλίτος φωτίζεται από έναν υπερυψωμένο φωταγωγό. Κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο χαρακτηρίζεται από τις μεγάλες διαστάσεις του.
|
υπερώο, το
Το υπερώο (ή γυναικωνίτης) είναι το ανώτερο διαμέρισμα του ναού πάνω από τα πλάγια κλίτη και το νάρθηκα, από όπου παρακολουθούσαν τη λειτουργία τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας τη Βυζαντινή περίοδο –οπότε το «αυτοκρατορικό θεωρείο» είχε ειδική είσοδο– και τη Νεότερη περίοδο οι γυναίκες.
|