Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
z
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αναζήτηση με το γράμμα ΑΑναζήτηση με το γράμμα ΒΑναζήτηση με το γράμμα ΓΑναζήτηση με το γράμμα ΔΑναζήτηση με το γράμμα ΕΑναζήτηση με το γράμμα ΖΑναζήτηση με το γράμμα ΗΑναζήτηση με το γράμμα ΘΑναζήτηση με το γράμμα ΙΑναζήτηση με το γράμμα ΚΑναζήτηση με το γράμμα ΛΑναζήτηση με το γράμμα ΜΑναζήτηση με το γράμμα ΝΑναζήτηση με το γράμμα ΞΑναζήτηση με το γράμμα ΟΑναζήτηση με το γράμμα ΠΑναζήτηση με το γράμμα ΡΑναζήτηση με το γράμμα ΣΑναζήτηση με το γράμμα ΤΑναζήτηση με το γράμμα ΥΑναζήτηση με το γράμμα ΦΑναζήτηση με το γράμμα ΧΑναζήτηση με το γράμμα ΨΑναζήτηση με το γράμμα Ω

Βυζάντιον (Αρχαιότητα)

Συγγραφή : Καμάρα Αφροδίτη (12/6/2008)

Για παραπομπή: Καμάρα Αφροδίτη, «Βυζάντιον (Αρχαιότητα)», 2008,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Κωνσταντινούπολη
URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=10949>

Βυζάντιον (Αρχαιότητα) (20/11/2008 v.1) Byzantium (Antiquity) (16/12/2008 v.1) 

ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ

 

αγορά, η
Αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση του λαού. Κατά τους Ιστορικούς χρόνους η συνάθροιση του λαού ονομαζόταν εκκλησία και η λέξη αγορά σήμαινε το δημόσιο χώρο συγκέντρωσης των πολιτών στον οποίο συναντάμε δημόσια οικοδομήματα εμπορικού, θρησκευτικού και πολιτικού χαρακτήρα.

αναθηματική επιγραφή, η
Eπιγραφή προς τιμήν κάποιου θεού.

γυμνάσιο, το
Δημόσιο οικοδόμημα το οποίο αποτελούνταν από μεγάλη εσωτερική υπαίθρια αυλή, όπου γίνονταν γυμναστικές και αθλητικές ασκήσεις. Θεωρούνταν, όπως και οι παλαίστρες, ιερός χώρος, όπου λατρεύονταν ο Ηρακλής και ο Ερμής. Σε μεταγενέστερη περίοδο συνδυαζόταν με τα δημόσια λουτρά.

εμπίεστη τεχνική, η
Η διαδικασία ή το αποτέλεσμα της διακόσμησης (εμπίεστη διακόσμηση): α) μεταλλικών επιφανειών με ανάγλυφα σχέδια, σφυρηλατημένα στην επιφάνεια του υλικού από πίσω προς τα εμπρός και β) κεραμικών αντικειμένων, στα οποία πιέζεται το πρότυπο του σχεδίου μέσα στην επιφάνεια όσο ο πηλός είναι νωπός.

εμπροσθότυπος, ο
Η όψη του νομίσματος που φέρει την πιο σημαντική απεικόνιση. Λόγω αμφιβολιών, πολλοί νομισματολόγοι προτιμούν να χρησιμοποιούν τον όρο για την όψη που τυπώθηκε από την κάτω μήτρα.

ισόδομο σύστημα, το
Σύστημα δόμησης τοίχων και τειχών σε συνεχείς ισοϋψείς στρώσεις ισομεγέθων ορθογώνιων πλίνθων ή λίθων. Αυτοί τοποθετούνται σε σειρές έτσι ώστε το σημείο εφαρμογής των δύο υποκείμενων λίθων να βρίσκεται στο μέσο εκείνου της υπερκείμενης σειράς. Διακρίνεται σε ορθογώνιο και τραπεζιόσχημο, αναλόγως αν οι στενές πλευρές των λίθων είναι κατακόρυφες ή κεκλιμένες.

κοινό, το
Με τον όρο κοινό χαρακτηρίζουμε κάθε ομοσπονδιακή οργάνωση πόλεων κατά την Αρχαιότητα.

κρηπίδα, η / κρηπίδωμα, το
Η βάση αρχαίου οικοδομήματος. Συχνά περιλαμβάνει μία ή περισσότερες βαθμίδες, συνήθως τρεις. Η ανώτερη από αυτές λέγεται στυλοβάτης, γιατί πάνω της στηρίζονται απευθείας οι κίονες.

λεγάτος, ο (λατ. legatus)
O πρέσβης της ρωμαϊκής συγκλήτου: α) προς τα ξένα έθνη και β) προς τους διοικητές των στρατευμάτων ως συμμέτοχος στη διοίκηση. Γενικά, εφόσον εκτελούσε εντολές της συγκλήτου, ήταν δημόσιος λειτουργός. Θεωρούνταν ιερό πρόσωπο. Σε μεταγενέστερους χρόνους λεγάτος ονομαζόταν ο απεσταλμένος αντιπρόσωπος σε ξένη χώρα. Το συναντούμε ως αξίωμα του επικεφαλής των ιταλικών παροικιών στη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη. Οι απεσταλμένοι της παπικής Έδρας με δικαιοδοσία να διευθετούν εκκλησιαστικά ζητήματα ονομάζονταν επίσης λεγάτοι.

οπισθότυπος, ο
Η οπίσθια όψη ενός νομίσματος, στην οποία συνήθως χαράσσεται και το όνομα της εκδότριας αρχής.

στάδιον, το
Αρχαία μονάδα μέτρησης του μήκους. Ευρύτερα διαδεδομένο στον ελληνικό κόσμο ήταν το αττικό στάδιον (1 στάδιον = 600 πόδες = περ. 117,6 μ.).

στοά, η
Επίμηκες επιστεγασμένο δημόσιο κτήριο υποβασταζόμενο στη μία πλευρά του από κιονοστοιχίες. Κατ’ επέκταση, είναι και ο επιστεγασμένος διάδρομος που υποβαστάζεται από κιονοστοιχίες.

σφενδόνη, η
Το κυρτό πεταλόμορφο τμήμα της διαμόρφωσης ενός σταδίου ή ιπποδρόμου, που αποτελεί σημείο στροφής των αγωνιζομένων.

τάλαντο, το (1. νομισματική, 2. εμπόριο)
1. Νομισματική μονάδα βάρους. Το αργυρό τάλαντο ισοδυναμούσε με 60 μνες ή με 6.000 δραχμές. 2. Τεμάχιο μετάλλινης μάζας χυτευμένης σε συγκεκριμένο σχήμα με σκοπό την εύκολη αποθήκευση ή τη μεταφορά του μετάλλου με πλοία.

τετράρχες, οι
Οι ανώτατοι άρχοντες του ρωμαϊκού κράτους μετά το χωρισμό του από το Διοκλητιανό σε τέσσερα τμήματα. H πρώτη τετράδα τέτοιων ηγεμόνων ήταν ο Διοκλητιανός, ο Μαξιμιανός (αύγουστοι), ο Γαλέριος και ο Κωνσταντίνος ο Χλωρός (καίσαρες).

τύραννος, ο
Αρχικά ο όρος σήμαινε τον ευγενικής καταγωγής ανώτατο άρχοντα. Στη συνέχεια όμως δήλωνε το σφετεριστή της εξουσίας και αυτόν που διακυβερνούσε με απόλυτο τρόπο, αποσκοπώντας φαινομενικά στην ευημερία του λαού.

 
 
 
 
 
 
 
 

Δελτίο λήμματος

 
press image to open photo library
 

>>>