αγορά, η
Αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση του λαού. Κατά τους Ιστορικούς χρόνους η συνάθροιση του λαού ονομαζόταν εκκλησία και η λέξη αγορά σήμαινε το δημόσιο χώρο συγκέντρωσης των πολιτών στον οποίο συναντάμε δημόσια οικοδομήματα εμπορικού, θρησκευτικού και πολιτικού χαρακτήρα.
|
έπαρχος πραιτορίου (praefectus praetoriο), ο
Ο όρος αντιστοιχεί στο λατινικό praefectus praetoriο, ενώ απαντά στα ελληνικά και ως «έπαρχος της πραιτoρίας» ή «των πραιτoρίων» ή ακόμα και ως «έπαρχος της διοικήσεως». Στην Αυτοκρατορική περίοδο ο έπαρχος του πραιτoρίου ήταν διοικητής επαρχίας από την τάξη των ιππέων. Επί Κωνσταντίνου το αξίωμα άλλαξε μορφή και επρόκειτο για τον επικεφαλής διοικητικής ενότητας που περιλάμβανε επαρχίες «διοικήσεως». Το 400 μ.Χ. τέτοιες επαρχίες ήταν η Ανατολή (Oriens), η Ιλλυρία (Illyricum), η Ιταλία και η Γαλατία (Gallia). Το αξίωμα των επάρχων ήταν το υψηλότερο μετά τον αυτοκράτορα στην κρατική ιεραρχία. Ο ισχυρότερος έπαρχος ήταν της Ανατολής (praefectus praetorio per Orientem), αξίωμα που αναφέρεται τελευταία φορά το 680.
|
πατρίκιος, ο / πατρικία, η
Από το λατινικό patricius. Εισήχθη από τον Κωνσταντίνο Α΄ ως ισόβιος τιμητικός τίτλος ανδρών και γυναικών χωρίς διοικητικές αρμοδιότητες. Ειδικά για τις γυναίκες στο περιβάλλον της αυτοκράτειρας ο τίτλος της πατρικίας ζωστής ήταν ο υψηλότερος που μπορούσε να τους απονεμηθεί. Από τον 8ο έως το 10ο αιώνα ο τίτλος του πατρικίου αποδιδόταν σε υψηλούς αξιωματούχους της διοικητικής και στρατιωτικής ιεραρχίας, αλλά και σε ξένους συμμάχους και ηγεμόνες. Έπαψε να χρησιμοποιείται μετά το τέλος του 12ου αιώνα.
|