αψίδα, η
Γενικά, καμπύλη ή τοξοειδής απόληξη ή διαμόρφωση τοίχου. Επίσης, τοξοειδής κατασκευή μνημειακού ή μη χαρακτήρα. Στη βυζαντινή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, αψίδα ονομάζεται η κόγχη του Ιερού Βήματος, η κάτοψη της οποίας μπορεί να είναι ημικυκλική, πεταλόμορφη, ορθογώνια ή και πολυγωνική εξωτερικά. Η αψίδα συνήθως προεξέχει στο ανατολικό άκρο του ναού. Στο εσωτερικό χωρίζεται από τον κυρίως ναό με το τέμπλο. Αψίδες που εξέχουν ανατολικά του ναού μπορούσαν να έχουν και τα διαμερίσματα εκατέρωθεν του Ιερού (παραβήματα), συνήθως μικρότερες από την κεντρική αψίδα.
|
δομέστικος των σχολών, ο
Διοικητής του τάγματος των σχολών. Ο πρώτος γνωστός αξιωματούχος εμφανίστηκε το 767/768. Το 10ο αιώνα απέκτησε μεγάλη δύναμη στο στρατό των θεμάτων. Κατά τα μέσα του 10ου αιώνα το αξίωμα του δομέστικου των σχολών χωρίστηκε σε δύο: στο δομέστικο των σχολών της Ανατολής και στο δομέστικο των σχολών της Δύσης, τον ανώτατο δηλαδή στρατιωτικό διοικητή του στρατού των ανατολικών και των δυτικών επαρχιών αντίστοιχα.
|
εγγεγραμμένος σταυροειδής ναός, ο
Τύπος ναού στον οποίο το εσωτερικό διατάσσεται σε τέσσερις καμάρες που σχηματίζουν σταυρό· το κεντρικό σημείο όπου συγκλίνουν οι καμάρες (κεραίες του σταυρού) στεγάζεται με τρούλο. Ο σταυρός εγγράφεται στην τετράγωνη κάτοψη του οικοδομήματος με τη βοήθεια 4 γωνιακών διαμερισμάτων. Ανάλογα με τον αριθμό των στηριγμάτων του τρούλου (κιόνων και πεσσών) χαρακτηρίζεται δικιόνιος (ή δίστυλος), τετρακιόνιος (τετράστυλος) ή οκτάστυλος.
|
θόλος, η
Κυκλικό οικοδόμημα με ημισφαιρική ή κωνική στέγη.
|
κυαίστωρ, κοιαίστωρ (λατ. quaestor, -oris, questor) ή κοιαισίτωρ
Αρχαιότητα. Ταμίας. Ρωμαϊκό αξίωμα με αρμοδιότητες σχετικά με τον έλεγχο και την εποπτεία των οικονομικών στην αυτοκρατορία. Βυζάντιο. Σημαντικό αξίωμα κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο. Οι κάτοχοί του είχαν τον υψηλό τίτλο του πατρικίου.1. κυαίστωρ του ιερού παλατίου (λατ. quaestor sacri palatii). Ο αξίωμα θεσπίσθηκε από τον Κωνσταντίνο Α (324-337) με ευρείες δικαστικές και νομοθετικές αρμοδιότητες. . Επεξεργαζόταν τα νομοσχέδια και προσυπέγραφε τα αυτοκρατορικά διατάγματα. Επεξεργαζόταν τα νομοσχέδια και προσυπέγραφε τα αυτοκρατορικά διατάγματα. Οι αποφάσεις του ήταν ιδιαίτερα ισχυρές και μπορούσαν να προσβληθούν μόνο ενώπιον του αυτοκρατορικού δικαστηρίου. Ο κυαίστωρ Τριβωνιανός (529-545), επί Ιουστιανού Α΄, υπήρξε ο γνωστότερος κάτοχος αυτού του αξιώματος.2. Το 539 ο Ιουστινιανός θέσπισε το αξίωμα του κοιαισίτωρος (quaesitor), που ονομαζόταν απλά κοιάστωρ, με δικαστικές και αστυνομικές αρμοδιότητες μόνο στην Κωνσταντινούπολη. Στη μεσοβυζαντινή εποχή οι σημαντικότερες αρμοδιότητες του κοιαίστορα μεταβιβαστήκαν στον λογοθέτη του δρόμου, τον επί των δεήσεων κ.α. και το αξίωμα υποβιβάσθηκε στην 35η θέση στην διοικητική ιεραρχία, στις τάξεις των κριτών. Ο κοιαίστωρ αναφέρεται έως τα τέλη του 14ου αι., στην 45η θέση, και όπως φαίνεται αποτελούσε πλέον μόνο τιμητικό τίτλο.
|
μάγιστρος των οφφικίων, ο (magister officiorum)
Ο μάγιστρος των θείων ή βασιλικών οφφικίων ή των τάξεων του παλατιού (magister officiorum) ήταν ο επικεφαλής της κεντρικής πολιτικής διοίκησης της αυτοκρατορίας. Είχε κυρίως δικαστικές αρμοδιότητες και κάποιες στρατιωτικές, ήταν ο επικεφαλής των σχολών, δηλαδή του προσωπικού στρατού του αυτοκράτορα, αλλά καθόλου οικονομικές· διηύθυνε τρεις υπηρεσίες και ασχολούνταν και με εσωτερικά ζητήματα των ανακτόρων.
|
τρίκλιτη βασιλική, η
Δρομικός (επιμήκης) τύπος ναού που υποδιαιρείται εσωτερικά σε τρία κλίτη: το μεσαίο και δύο πλάγια. Συχνά το μεσαίο κλίτος φωτίζεται από έναν υπερυψωμένο φωταγωγό. Κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο χαρακτηρίζεται από τις μεγάλες διαστάσεις του.
|