macellum (ουδ.)
1. σφαγείο 2. τύπος εμπορικής αγοράς των Ρωμαϊκών χρόνων, που αποτελούνταν από αίθριο, περιβαλλόταν από στοές και καταστήματα, ενώ στο κέντρο υπήρχε ένα κυκλικό κτίσμα (θόλος) που λειτουργούσε συνήθως ως δεξαμενή.
|
αννώνα, η
Φόρος επί της εγγείου ιδιοκτησίας, τα έσοδα του οποίου χρησιμοποιούνταν είτε για τον επισιτισμό πόλεων (annona civica) είτε για τη μισθοδοσία των στρατιωτών (annona militaris).
|
έπαρχος πόλεως, ο (λατ. praefectus urbi)
Υψηλόβαθμο πολιτικό αξίωμα της Πρώιμης Ρωμαϊκής περιόδου, αρχικά με αστυνομικές αρμοδιότητες για την πόλη της Ρώμης. Κατά τη Βυζαντινή περίοδο το αξίωμα αφορούσε την πόλη της Κωνσταντινούπολης. Ήταν η προϊστάμενη αρχή των πολιτών με αρμοδιότητες αστυνόμευσης και δικαστικές· πολλοί νόμοι απευθύνονται στον έπαρχο πόλεως, που κάποτε λειτουργούσε ως ο «αντι-αυτοκράτωρ». Οι αρμοδιότητες του επάρχου σταδιακά επεκτάθηκαν στην οικοδομική και εμπορική δραστηριότητα, τον εφοδιασμό άρτου και τη διαχείριση των δημόσιων θεαμάτων.
|
Καταλανική Εταιρεία, η
(almugavares, compagnia) Μισθοφορική ομάδα Καταλανών, με άρτιο εξοπλισμό και πολεμική ετοιμότητα, που αριθμούσαν μερικές χιλιάδες. Το 1303 ήρθαν να βοηθήσουν το Βυζάντιο στις μάχες εναντίον των Τούρκων, όμως σύντομα στράφηκαν εναντίον της Αυτοκρατορίας και επιδόθηκαν σε μεγάλες λεηλασίες. Μετά τη μάχη του Ορχομενού της Κωπαΐδας, το 1311, κατέκτησαν το βουργουνδικό δουκάτο των Αθηνών.
|
φόρο (forum), το
Η αγορά, η πλατεία, το κέντρο της δημόσιας ζωής στη βυζαντινή πόλη· ήταν χώρος τετράγωνος, συνήθως, διακοσμημένος με αναθηματικές στήλες, προτομές αυτοκρατόρων, νυμφαία.
|